μτφρ: Μύρων Ζαχαράκης
Σε λίγα μόνο μέρη στην Ευρώπη και την Αμερική μπορεί κανείς να αυτοαποκαλείται «συντηρητικός» και να περιμένει να τον πάρουν οι γύρω του στα σοβαρά. Γι’ αυτό, το πρώτο καθήκον του πολιτικού συντηρητισμού είναι να δημιουργήσει ένα νέο γλωσσικό ιδίωμα, όπου ο όρος «συντηρητισμός» να μην υφίσταται πια την κατακρεούργηση που υφίσταται σήμερα. Το καθήκον αυτό βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου εγχειρήματος: πρόκειται για το ξεκαθάρισμα της γλώσσας μας από μια ύπουλη συνθηματοποίηση της οποίας δυστυχώς παραμένει όμηρος. Δεν πρόκειται φυσικά για ένα απλό εγχείρημα. Μάλιστα, από μια άποψη είναι ολόκληρη η πολιτική. Όπως οι κομουνιστές συνειδητοποίησαν εξαρχής, όποιος ελέγχει τη γλώσσα μπορεί να ελέγξει και τη σκέψη— όχι όμως την πραγματική σκέψη, αλλά τις δυνατότητες που ενέχει η σκέψη. Εν μέρει εξαιτίας των πετυχημένων προσπαθειών των κομουνιστών— συνέβαλε όμως σε αυτό και ο παγκόσμιος πόλεμος που οι ίδιοι δεν έκαναν λίγα για να επισπεύσουν— η γενιά των γονέων μας έμαθε να σκέφτεται την πολιτική με κάποια θεμελιώδη δίπολα. Αριστερά-Δεξιά, κομουνιστής-φασίστας, σοσιαλιστής-καπιταλιστής, και ούτως καθεξής. Αυτούς τους όρους πολιτικής αντιπαράθεσης έχουμε κληρονομήσει κι εμείς. Στον βαθμό που δεν ανήκεις στην Αριστερά, αφήνεται να εννοηθεί, δεν μπορεί παρά να ανήκεις στη Δεξιά. Αν δεν είσαι κομουνιστής, τότε σίγουρα προσεγγίζεις τον φασισμό, ενώ αν δεν είσαι σοσιαλιστής, ε τότε θα πρέπει οπωσδήποτε να υποστηρίζεις το πολιτικό και οικονομικό μοντέλο του καπιταλισμού! Στην πραγματικότητα, το μόνο βασικό δίπολο που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα, είναι το δίπολο ανάμεσα σε εμάς— δηλαδή τους κληρονόμους των απομειναριών του πολιτισμού και της πολιτικής σκέψης της Δύσης— και τους θιασώτες των διαφόρων μανιχαϊστικών διπόλων.
Διότι, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν υπάρχει και τόσο μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, όπως δεν υπάρχει στην πράξη τόσο μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στον κομουνισμό και τον φασισμό. Αντίθετα, υπάρχει μια αιώνια συμμαχία— μια «ανίερη συμμαχία» όπου η κάθε μεριά είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να παραβιάσει τους όρους με την παραμικρή αφορμή— ανάμεσα σε όσους τείνουν να σκέφτονται την πολιτική με όρους μανιχαϊστικών διπόλων και ετικετών. Όλοι αυτοί εκφράζουν από κοινού έναν νέο τρόπο αντίληψης της πολιτικής, μια νέα «επιστήμη» που ανατρέπει τα όσα γνωρίζαμε ανέκαθεν περί πολιτικής. Ο κόσμος τους είναι ένας κόσμος «δυνάμεων» και «κινημάτων» και συλλαμβάνεται από τα παιδαριώδη μυαλά τους ωσάν ένα χαοτικό σύνολο αέναων συγκρούσεων, ρέποντας πότε στην Αριστερά και πότε στη Δεξιά, με βάση μερικές προχειροφτιαγμένες προβλέψεις διαφόρων θεωρητικών της ανθρώπινης μοίρας. Τέτοια μανιχαϊστικά μυαλά έχουν ανάγκη, περισσότερο από όλα, την ανάγκη ενός «συστήματος». Προπαντός αναζητούν μια θεωρητική διακήρυξη για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση, η οποία να ευνοεί την κατασκευή ενός βασικού δόγματος που θα μπορεί να λύσει όλα τα σοβαρά κοινωνικοπολιτικά μας προβλήματα. Οι μεταπολεμικοί διανοούμενοι έχουν κληρονομήσει δύο θεμελιώδη συστήματα σκέψης που να ικανοποιούν αυτόν τον διακαή πόθο τους για δόγματα: τον φιλελευθερισμό και τον σοσιαλισμό.
Η απόδειξη του πόσο επιμένουμε να σκεφτόμαστε μανιχαϊστικά και με δίπολα, είναι ότι, μέχρι και στην Ανατολική Ευρώπη, η «παγκόσμια σύγκρουση» που κράτησε εβδομήντα χρόνια, νοούνταν συχνά με όρους αντίθεσης μεταξύ αυτών των συστημάτων. Και επειδή ακριβώς είναι συστήματα, συχνά υποθέτουν ότι είναι οργανικές ενότητες— και ότι, κατά συνέπεια, είναι τάχα αδύνατο να αποδεχτεί κανείς κάτι από αυτές δίχως να ασπαστεί ολόκληρη την αντίστοιχη ιδεολογία. Ας μας επιτραπεί όμως να πούμε προκαταβολικά εδώ ότι, κρίνοντας με βάση το σημερινό αδιέξοδο, δεν υπάρχει πιο προφανής αλήθεια από το γεγονός ότι αυτά τα δύο συστήματα είναι, ουσιαστικά, το ίδιο πράγμα. Το καθένα τους προτείνει μια διαφορετική συνταγή για την κατάστασή μας, μια ιδανική «λύση», με όρους που είναι κοσμικοί, αφηρημένοι, οικουμενικοί και εξισωτικοί. Καθένα από αυτά τα δύο συστήματα βλέπει τον κόσμο με έναν «απομαγευμένο» τρόπο, ο οποίος στην πραγματικότητα συμβαδίζει με τη φευγαλέα και καθημερινή εμπειρία του ανθρώπου μονάχα στον βαθμό που αυτή εκφράζεται από τα ψυχρά και «αποστεωμένα» υποδείγματα που στοιχειώνουν τα μυαλά των διανοουμένων. Καθένα τους είναι αφηρημένο, ακόμη και όταν παριστάνει ότι θεάται την ανθρώπινη ιστορία. Η ιστορία του, ακριβώς όπως η φιλοσοφία του, βρίσκεται μακριά από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της ανθρώπινης πράξης και, στην περίπτωση του μαρξισμού, φτάνει ως το σημείο να αρνείται την αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης πράξης, προτιμώντας να συλλαμβάνει τον κόσμο ως πεδίο διασταύρωσης ορισμένων απρόσωπων δυνάμεων.
Οι ιδέες με τις οποίες οι άνθρωποι ζουν και ανακαλύπτουν την τοπική τους ταυτότητα— η αφοσίωση στη χώρα, το έθνος, τη θρησκεία και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις που αυτές επιτάσσουν— όλα αυτά είναι, για τον σοσιαλιστή, καθαρή ιδεολογία, ενώ για τον φιλελεύθερο απλώς «ιδιωτικά» ζητήματα που το κράτος οφείλει να σέβεται μόνο και μόνο επειδή για το ίδιο δεν έχουν την παραμικρή σημασία. Και τα δύο προαναφερθέντα συστήματα είναι, επίσης, οικουμενικά. Πραγματικά, η διεθνής επικράτηση του σοσιαλισμού είναι το εκπεφρασμένο ιδανικό των περισσοτέρων σοσιαλιστών, όπως και ο διεθνής φιλελευθερισμός είναι το ιδεώδες των φιλελεύθερων. Και τα δύο συστήματα θεωρούν αδιανόητο έστω και να σκεφθούν την πιθανότητα ότι οι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους όχι με βάση οικουμενικά ιδεώδη αλλά κυρίως με τους τοπικούς τους δεσμούς. Όχι με κάποιου είδους «αλληλεγγύη» που διατρέχει ολόκληρη τη γη απ’ άκρη σ’ άκρη, αλλά με υποχρεώσεις που γίνονται κατανοητές με όρους που τους διαφοροποιούν από τους άλλους— αντλώντας εμπιστοσύνη από την ιστορία τους έθνους τους, τη θρησκεία, τη γλώσσα και τα έθιμά τους. Τέλος— και η σημασία αυτού δεν πρέπει ποτέ να υποβαθμίζεται— τόσο ο σοσιαλισμός όσο και ο φιλελευθερισμός είναι, σε τελική ανάλυση, εξισωτικοί, καθώς αμφότεροι υποστηρίζουν, στον βαθμό που έχει για τους ίδιους πολιτικά οφέλη, πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Για τον σοσιαλιστή, οι άνθρωποι έχουν όλοι παρόμοιες ανάγκες και επομένως θα έπρεπε να έχουν ίση πρόσβαση στα μέσα που απαιτούνται για την κάλυψή τους. Για τον φιλελεύθερο, αντίστοιχα, έχουν ίσα δικαιώματα και κατά συνέπεια θα πρέπει να είναι και ίσοι σε ό,τι σχετίζεται με αυτά. Οφείλω να πω εδώ πως η συμπάθειά μου για τη φιλελεύθερη κοσμοθεωρία είναι μεγαλύτερη. Ο λόγος είναι ότι αυτή στηρίζεται σε μια φιλοσοφία που όχι μόνο σέβεται την πραγματική ανθρώπινη δράση, αλλά επιπλέον επιχειρεί και τον συμβιβασμό της πολιτικής μας ύπαρξης με τις στοιχειώδεις ελευθερίες που διαρκώς απειλούνται από αυτή. Ωστόσο— παρόλη την αξία που έχει ως φιλοσοφικό σύστημα, κατά τη γνώμη μου, ο φιλελευθερισμός παραμένει ένα μόνιμο «διορθωτικό» μέτρο ενάντια στην υπάρχουσα πραγματικότητα, δεν αποτελεί ο ίδιος μια πραγματικότητα. Δεν είναι παρά μια σκιά, που σχηματίζεται από το φως του ορθολογισμού, η ύπαρξη του οποίου βασίζεται στο γιγάντιο σώμα που απορροφά το φως, το σώμα της δεδομένης πολιτικής ύπαρξης του ανθρώπου.
Αυτή η πολιτική ύπαρξη ορίζει τα τέσσερα κοινά αξιώματα φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού. Είναι πνευματική και όχι κοσμική, συγκεκριμένη μάλλον παρά αφηρημένη, όχι οικουμενική αλλά «τοπική», και όχι εξισωτική αλλά γεμάτη από διαφορετικότητα, ανισότητα, προνόμια και δύναμη. Και έτσι πρέπει να είναι.
Διατείνομαι πως είναι πνευματική, διότι πιστεύω πως ο κόσμος όπως τον συλλαμβάνει ο άνθρωπος— ο «βιόκοσμος» (“Lebenswelt”)— του δίνεται σημαδεμένος με το ανεξίτηλο «αποτύπωμα» των υποχρεώσεων που υπερβαίνουν όσα μπορεί ο ίδιος να κατανοήσει. Γεννιέται και έρχεται σε έναν κόσμο που τον καλεί σε αυτοθυσία και που του υπόσχεται αμοιβή σε ένα αδιόρατο επέκεινα. Ο κόσμος αυτός είναι συγκεκριμένος— δεν μπορεί να περιγραφεί με τους αφηρημένους και ανιστορικούς όρους της σοσιαλιστικής ή φιλελεύθερης πολιτικής θεωρίας, δίχως να απολέσει τη νοηματική του «σάρκα» που τον καθιστά κατανοητό.
Ο κόσμος του φιλελεύθερου και του σοσιαλιστή, αντίστοιχα, μοιάζουν νεκροί, σαν σκελετοί που τους έχει αφαιρεθεί η σάρκα. Αλλά αυτός ο πραγματικός, ζωντανός, κοινωνικός κόσμος, είναι ένα συγκεκριμένο πράγμα και πρέπει να διανείμει τη ζωτικότητά του ποικιλοτρόπως και ανισομερώς, αν φυσικά θέλουμε να είναι ακμαίος. Η αφηρημένη «ισότητα» του σοσιαλιστή και του φιλελεύθερου δεν έχει θέση σε αυτόν τον κόσμο και αυτό θα μπορούσε να το συνειδητοποιήσει κανείς απλά αι μόνο βλέποντας το πόσους μηχανισμούς ελέγχου έχει (ενν. αυτή η ισότητα), σε σημείο να καταντά αυτοκαταστροφική. Προκειμένου να δικαιολογήσει και να κερδίσει τον πόλεμο που έχει ανοίξει ενάντια στην πραγματικότητα, ο νους των διανοουμένων έχει διαμορφώσει μια «ισοπεδωτική» γλώσσα που να τον περιγράφει. Όλες οι πολιτικές πραγματικότητες περιγράφονται έτσι ανιστορικά, ωσάν να μπορούσαν να εδραιωθούν οπουδήποτε και οποτεδήποτε, ανά πάση στιγμή.
Έτσι, το αλλόκοτα Πολωνικό φαινόμενο της «αλληλεγγύης»[1] στριμώχνεται στις αφηρημένες έννοιες που υπαγορεύει η φιλελεύθερη δημοκρατική θεωρία. Φαντάζει σχεδόν σοσιαλιστικό, ειδικά για τους Γάλλους διανοούμενους που δε θεωρούν κάτι ως καλό, εκτός και αν πρώτα του έχουν οι ίδιοι δώσει μια «σοσιαλιστική» ονομασία. Το παράδειγμα είναι αρκετά δυσοίωνο. Αν λοιπόν θέλουμε να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα, καλά θα κάνουμε να αναζητήσουμε ένα γλωσσικό σχήμα που να είναι ακριβές στην περιγραφή των ανθρώπινων πραγμάτων.
[1] Αναφορά στο γνωστό πολωνικό εργατικό συνδικάτο «Αλληλεγγύη» (“Solidarność”), που ιδρύθηκε στη δεκαετία του 1980 από την Anna Walentynowicz και τον μετέπειτα πρόεδρο της χώρας, Lech Wałęsa.