Συνδιαμόρφωση κειμένου: Μαρία Κορνάρου καὶ Μύρων Ζαχαράκης
Στὸ ἐπεισόδιο «Σεξουαλικὴ παρενόχληση», τῆς δημοφιλοῦς τηλεοπτικῆς σειρᾶς Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, οἱ δύο πρωταγωνιστὲς μπλέκουν ἄθελά τους στὴν κατάσταση ποὺ περιγράφει ὁ τίτλος: ὁ καθηγητὴς Κωνσταντῖνος κατηγορεῖται ἄδικα γιὰ κάτι τέτοιο ἀπὸ μιὰ φοιτήτριά του, ἐνῶ ἡ νεαρὴ Ἑλένη βιώνει παρενόχληση ἀπὸ τὸν γιατρό-εργοδότη στὸν χῶρο ἐργασίας της. Εἶναι ἐνδιαφέρον τὸ πῶς οἱ ὑποθέσεις διαπλέκονται μεταξὺ τους καὶ ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστές, ποὺ εἶναι τίμιος καὶ ὑφίσταται ἀδικία, βλέπει ἐχθρικὰ τὸν ἄλλο ἐξαιτίας τῶν δικῶν του βιωμάτων: ἡ Ἑλένη νιώθει ἀλληλεγγύη γιὰ τὴ νεαρὴ καὶ ἁγνὴ (ὅπως τὴν θεωρεῖ) φοιτήτρια, ἐνῶ ὁ Κων/νος, παρασυρμένος ἀπὸ τὸ ἴδιο περιστατικό, κατηγορεῖ τὴν Ἑλένη ὅτι ἔχει στήσει, μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες, κάποιου εἴδους πλεκτάνη γιὰ νὰ ἐκβιάζουν χρηματικὰ διάφορους τίμιους καὶ εὐυπόληπτους ἄνδρες.
Ὅσοι εἶδαν αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο, ἀναφώνησαν μᾶλλον αὐθόρμητα πὼς πρόκειται γιὰ κάτι «τόσο ἐπίκαιρο» καὶ εἶναι κρῖμα ποὺ δὲν προβάλλεται πιὰ τόσο συχνὰ στὴν τηλεόραση (κάτι πού, παρεμπιπτόντως, ἰσχύει ἐπίσης μὲ τὸ ἐπεισόδιο «Παράδοση κατ’ οἶκον ἀνοχῆς», ποὺ πραγματεύεται τὸ ζήτημα τῆς γυναικείας πορνείας). Τί παρατηροῦμε ἐδῶ; Εἶναι ὄντως ἐπίκαιρο τὸ ἐπεισόδιο ἢ ὄχι; Λοιπόν, ἀρχικὰ εὔκολα διακρίνει κανεὶς ὅτι ἀμφότεροι οἱ πρωταγωνιστὲς διακατέχονται ἀπὸ σεξιστικὲς προκαταλήψεις: ὁ μὲν Κων/νος εἶναι πουριτανός, ἐξοργίζεται μὲ τὸ προκλητικὸ ντύσιμο καὶ εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ πρόθυμος νὰ ὑποστηρίξει τὸν ἄγνωστο γιατρὸ ἐνάντια στὴν Ἑλένη, ἐνῶ ἡ τελευταία προτάσσει μιὰ δυναμικὴ γυναικεία ἀλληλεγγύη μὲ τὴν (ἐπίσης ἄγνωστη στὴν ἴδια) φοιτήτρια, ὥστε νὰ καταγγείλουν ἀπὸ κοινοῦ τοὺς «πρόστυχους ἄνδρες». Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι ἀμφότεροι, ἂν καὶ ἀγνοοῦν τὶς συνθῆκες, εἶναι ἕτοιμοι νὰ ὑποστηρίξουν τὸ πρόσωπο ποὺ καταγγέλλει ὁ μισητός τους συγκάτοικος, ὄχι μόνον ἐπειδὴ τὸν ἀντιπαθοῦν γενικά, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ καθένας τους ἔχει μόλις βιώσει προσωπικὰ τὸ πρόβλημα τῆς σεξουαλικῆς παρενόχλησης, ἀπὸ διαφορετικὴ βέβαια σκοπιά, πρᾶγμα ποὺ τὸν ὁδηγεῖ σὲ μιὰ γενικευμένη ἀντιπάθεια γιὰ τὸ ἄλλο φῦλο.
Μὲ λίγα λόγια, καθένας ἀπὸ τοὺς δύο εἶναι ἕτοιμος νὰ «παρασυρθεῖ» ὑποστηρίζοντας τὸν ἐχθρὸ τοῦ ἐχθροῦ του, ἐπειδὴ διακατέχεται ἀπὸ ἐχθροπάθεια. Καὶ ξαφνικά, ὅλος αὐτὸς ὁ φαῦλος κύκλος ἀνατρέπεται ἀπὸ ἕνα τυχαῖο καὶ φαινομενικὰ ἀσήμαντο γεγονός, τὸ ὁποῖο βάζει σὲ ὑποψίες τὴν Ἑλένη, ἡ ὁποία τελικὰ συνειδητοποιεῖ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν μόνιμο ἐχθρό της, κάνοντας μὲ τὴ σειρά της καὶ ἐκείνον νὰ συνειδητοποιήσει τὸ τί ἀκριβῶς ἔχει συμβεῖ μὲ ἐκείνη καὶ τὸν γιατρό. Γίνεται ἔτσι ἐμφανὲς τὸ πῶς τὸ ζήτημα τῆς σεξουαλικῆς παρενόχλησης ἔχει τοὐλάχιστον δύο ὄψεις (αὐτὴ τοῦ ἀθώου θύματος ποὺ τὴν ὑφίσταται, ἀλλὰ καὶ ἐκείνη τοῦ ἀθώου ποὺ κατηγορεῖται ὡς θύτης καὶ ὀφείλει νὰ ἀποδείξει «ὅτι δὲν εἶναι ἐλέφαντας») καὶ τὸ πῶς ἡ προκατειλημμένη ἐχθροπάθεια συσκοτίζει σημαντικὰ τὴν κατάσταση, ἐνῶ ἡ ἀμοιβαία καλὴ θέληση μεταξὺ τῶν δύο φύλων τὴ διαφωτίζει.
Ὡστόσο, καὶ ἐδῶ κρύβεται τὸ σοβαρότερο ζήτημα, ἂν τὸ καλοεξετάσει κανείς, τὰ δύο ἀθῶα θύματα δὲν κινδυνεύουν ἐξίσου. Παρότι ἔχουν βιώσει μιὰ κατάσταση ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ αἰσθανθοῦν ἄσχημα, δὲ διατρέχουν ἀμφότεροι τὸν ἴδιο ἀκριβῶς κίνδυνο: συγκεκριμένα, προσπαθώντας νὰ βρεῖ καὶ ἄλλα θύματα γιὰ νὰ καταγγείλουν ἀπὸ κοινοῦ τὸν πρόστυχο γιατρὸ στὸ δικαστήριο, ἡ Ἑλένη συνειδητοποιεῖ πόσο δύσκολο εἶναι νὰ βρεῖ τὸ δίκιο της καὶ νιώθει πὼς προσκρούει σὲ τοῖχο. Ὁ καθηγητὴς ὅμως κινδυνεύει νὰ χάσει πολλὰ περισσότερα. Κανεὶς δὲν τὸν ὑποστηρίζει καὶ ὅλοι εἶναι ἐναντίον του, σὲ σημεῖο νὰ ἀπειλεῖται ὄχι μονάχα ἡ πανεπιστημιακή του καριέρα («Δὲν ξέρω ἂν θὰ συνεχίσετε νὰ εἶστε καθηγητής», τοῦ λέει ἡ καταγγέλλουσα φοιτήτρια) ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἡ ἐλευθερία του.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, οἱ περισσότεροι χαρακτῆρες ὁμοιάζουν ἀρκετὰ μὲ ὅσα δημόσια πρόσωπα σπεύδουν νὰ δηλώσουν «εἴμαστε μὲ τὰ θύματα», προτοῦ κἂν πραγματοποιηθεῖ κάποια δίκη καὶ ἀποδειχθεῖ πόσα καὶ ποιά εἶναι ὄντως τέτοια. Μάλιστα, δεδομένου ὅτι γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς θῦμα, πρέπει νὰ εἶναι θῦμα κάποιου (ἐνν. κάποιου θύτη), τὸ νὰ χαρακτηρίζεις τὸν (ὅποιον) καταγγέλλοντα ὡς θῦμα, συνεπάγεται τὴν ἄρρητη καταδίκη τοῦ φερόμενου δράστη, ἐκ μέρους σου. Στ’ ἀλήθεια, δὲν τὸ εἴδαμε αὐτὸ νὰ λαμβάνει χώρα πρόσφατα, μὲ πολύκροτες ὑποθέσεις βιασμοῦ νὰ μὴν ἔχουν τελικὰ καθόλου στοιχεῖα νὰ ἐπιδείξουν ἔναντι τῆς Δικαιοσύνης; Παράλληλα, ἴσως ἐξαιτίας τῆς «προκατάληψης ἐπιβεβαίωσης» ποὺ μᾶς ἐπηρεάζει, δὲν εἴδαμε πλῆθος κόσμου νὰ ἀρνεῖται τὰ πορίσματα τῆς Δικαιοσύνης, κάνοντας λόγο γιὰ «κουκούλωμα» καὶ «ἐπιτελικὸ κράτος»;
Φυσικά, ὁ ἀντίλογος εἶναι γνωστὸς καὶ ἀρκετὰ προβλέψιμος: ἄνθρωποι ὅπως ὁ fictional καθηγητὴς Κων/νος (καὶ οἱ ὑπαρκτοὶ καταγγελλόμενοι) δὲν ἔχουν ἰδιαίτερη ἀνάγκη ὑπεράσπισης, ἀφενός διότι εἶναι οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικὰ ἰσχυροί, καὶ ἀφετέρου διότι εἶναι ἄνδρες («πατριαρχία» κ.λπ.). Ἂν ὅμως ἐξετάσουμε προσεκτικὰ τὴν περίπτωση τοῦ Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, θὰ καταλάβουμε γρήγορα ὅτι τὸ νὰ εἶσαι ἰσχυρὸς καὶ ἄνδρας γυρνάει γρήγορα ἐναντίον σου, ὅταν καταγγέλλεσαι γιὰ ἀσέλγεια. Σχεδὸν κανένας δὲν παίρνει τὸ μέρος σου, οὔτε μπαίνει στὸν κόπο νὰ ἀμφισβητήσει τὶς κατηγορίες ἢ ἔστω ν’ ἀναμένει ὑπομονετικὰ τὴ δικαστικὴ ἀπόφαση. Ὅταν δὲ πάλι πρόκειται γιὰ κατηγορίες ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ ἐπαληθευτοῦν (π.χ. λόγω τοῦ ὅτι πάει πολὺς καιρὸς ἀπὸ τὸ περιστατικὸ ἢ λόγω τοῦ ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἴχνη καὶ μάρτυρες), τότε οἱ μομφὲς ἐναντίον σου ἐντείνονται ἀκόμη περισσότερο. Σήμερα, ἐσὺ καὶ ὁ κάθε «Κωνσταντῖνος» θὰ δεῖς ἐπιπλέον νὰ χρησιμοποιοῦνται τὰ κοινωνικὰ δίκτυα γιὰ δυσφήμιση σὲ βάρος σου, μιὰ δυσφήμιση ποὺ περιλαμβάνει συχνὰ τὴν «ἀκύρωση» (“cancel”), μὲ στόχο νὰ σὲ ὁδηγήσει (ὅσο μπορεῖ) σὲ δεινὴ οἰκονομικὴ κατάσταση[1]. Ἡ ἔλλειψη ἢ ἡ ἀνεπάρκεια στοιχείων γιὰ τὴν ἐνοχή σου ἐκλαμβάνεται ἀπὸ πολλοὺς ὡς στοιχεῖο τῆς ἐνοχῆς σου (διότι ἔχεις «ἰσχυρὴ» θέση καὶ τὸ θῦμα εἶναι ἀνίσχυρο, ἄρα πρέπει νὰ ὑποστηριχθεῖ ἀκόμη περισσότερο).
Περιττὸ νὰ πεῖ κανεὶς ἐδῶ ὅτι αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ τρόπος συλλογισμοῦ (μετατροπὴ τῶν ἐπιχειρημάτων ἐναντίον τῆς θέσης κάποιου, σὲ ἐπιχειρήματα ὑπὲρ αὐτῆς) συναντᾶται κατὰ κόρον στοὺς συνωμοσιολόγους. Στὸ ἑξῆς, οἱ δικηγόροι καὶ οἱ δημοσιογράφοι διστάζουν κάπως νὰ σὲ ὑπερασπιστοῦν (εἰδικὰ ὅταν ἡ ὑπόθεση εἶναι πανελληνίως γνωστή), μήπως καὶ διακινδυνεύσουν τὴ φήμη τους, ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ τελικὰ τὸ κάνουν ἐνδεχομένως νὰ εἶναι ἄτομα ἤδη κοινωνικὰ ἀντιπαθῆ, πρᾶγμα ποὺ ἐνισχύει τὴν κοινωνικὴ εχθροπάθεια σὲ βάρος σου. Μεγάλη μερίδα κόσμου ἐκφράζει τὴ συσσωρευμένη πικρία της γιὰ ἕνα σωρὸ κοινωνικὰ δεινά, καὶ παράλληλα νιώθει πὼς ζοῦμε ἴσως στὴν καλύτερη ἐποχὴ τῆς ἀνθρωπότητας, ἐκλαμβάνοντας τὸ πλῆθος τῶν καταγγελιῶν ἀποκλειστικὰ ὡς περίτρανη ἐπιβεβαίωση ὅτι «προοδεύουμε», ἐπειδὴ τὰ θύματα ἀπέκτησαν φωνή, παρὰ τὴν ἀμείλικτη «πατριαρχία» ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα δὲ μᾶς ἀφήνει νὰ ἀνασάνουμε. Καὶ ὅλα αὐτά, ἐπαναλαμβάνουμε, χωρὶς ἀκόμη κανένα δικαστήριο νὰ ἔχει ἀποφανθεῖ τὸ παραμικρὸ πάνω στὸ ἂν εἶσαι τελικὰ ἀθῶος ἢ ἔνοχος. Ὁποιοσδήποτε μάλιστα καλεῖ σὲ ἀναμονὴ τῆς δικαστικῆς ἀπόφασης, αὐτόματα καταγγέλλεται ὡς ἀφελὴς (στὴν καλύτερη περίπτωση) ἢ ἀκόμη καὶ ὡς σεξιστὴς (στὴ χειρότερη)…. Ἡ μόνη ἐλπίδα σου ἀλλὰ καὶ τοῦ κάθε κατηγορουμένου σὲ αὐτὴ τὴν δεινὴ θέση ὅπου ἔχεις βρεθεῖ, εἶναι τὸ τεκμήριο ἀθωότητας.
Τὸ τεκμήριο τῆς ἀθωότητας εἶναι σὰν τὴν ζώνη ἀσφαλείας τοῦ αὐτοκινήτου –δέν παρατηρεῖς κἂν ὅτι εἶναι ἐκεῖ, μέχρι νὰ σὲ σώσει ἀπὸ τὴν σύγκρουση. Σὲ μία ποινικὴ δίκη, ἀντιστοίχως, ἡ διαδικασία προχωρᾶ μὲ τὶς καταθέσεις τῶν μαρτύρων, τὶς ἀγορεύσεις τῶν συνηγόρων, τὴ σύσκεψη τοῦ δικαστηρίου κ.λπ., χωρὶς νὰ πολυπαρατηρεῖ κανεὶς ὅτι ὁ κατηγορούμενος εἶναι κατὰ τεκμήριο ἀθῶος, ἀφοῦ ἤδη ὅλοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἀπόδειξη τῆς ἐνοχῆς του. Ἐάν, ὅμως, αὐτὴ ἡ προσπάθεια ἀποβεῖ μάταιη, καὶ δὲν βρεθεῖ τίποτε ποὺ νὰ πείθει –μάλιστα, ποὺ νὰ πείθει ὑπεράνω πάσης ἀμφιβολίας‒ ὅτι ὁ κατηγορούμενος πράγματι τὸ ἔκανε, τότε ξαφνικὰ φανερώνεται στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου ὄχι ἕνας ἐγκληματίας, ἀλλὰ ἕνας ἄτυχος, ἕνας ἁπλὸς ὕποπτος, ἢ καὶ ἕνας συκοφαντημένος. Τότε εἶναι ποὺ θυμᾶται κανεὶς τὸ τεκμήριο ἀθωότητας, γιατὶ αὐτό, ἐπιβάλλοντας τὴν διαδικασία ἀπόδειξης τοῦ ἐγκλήματος καὶ τοῦ ἐνόχου, μᾶς προστάτεψε. Ὄχι μόνο τὸν κατηγορούμενο, ἀλλὰ προστάτεψε καὶ ὅλους μας ὡς κοινωνία, ἀπὸ τὸ νὰ καταδικάσουμε ἕναν ἀθῶο ‒ἕνα μεγάλο βάρος ποὺ ἡ ἀνθρωπότητα τὸ ἀποστρέφεται ἤδη ἀπὸ τὰ ρωμαϊκὰ χρόνια, ἀλλὰ καὶ ἀκόμη παλαιότερα, θεσπίζοντας τὴν ἀπόδειξη τῆς ἐνοχῆς ἀκόμη καὶ στὸν Κώδικα τοῦ Χαμουράμπι, μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες νομοθεσίες ποὺ ἔχουν καταγραφεῖ.
Καθὼς ἡ ποινικὴ δίκη ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο ‒γιά αὐτὸ καὶ τραβᾶ τόσο ἐνδιαφέρον‒ καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν ἀναζήτηση τῆς οὐσιαστικῆς ἀλήθειας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁμώνυμη γενικὴ ἀρχή τῆς ποινικῆς δίκης, ὅλοι οἱ θεατές της τοποθετούμαστε ὡς πρὸς τὸ πιθανὸ ἀποτέλεσμα μὲ τὴν ἴδια ἄγνοια. Ὅσοι ὑποστηρίξαμε τὴν ἀθωότητα τοῦ κατηγορουμένου μποροῦμε νὰ ἀναγκαστοῦμε νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ζητούσαμε ἐν ἀγνοίᾳ μας νὰ ἐλευθερωθεῖ ἕνας ἐπικίνδυνος, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἐγκληματίας. Ἀντιστρόφως, ὅσοι ὑποστηρίξαμε σθεναρὰ τὸ θῦμα μπορεῖ νὰ βρεθοῦμε ἐνώπιον τῆς ἄβολης συνειδητοποίησης ὅτι βοηθούσαμε, τόσον καιρό, κάποιον ἐμπαθῆ συκοφάντη νὰ ἐπιτύχει μία ἰδιότυπη, δικαστικὴ ἐκδίκηση ἐναντίον τοῦ κατηγορούμενου. Κανεὶς μας δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορήσει τὸν ἄλλον γιὰ τὴν τόποθέτησή του αὐτή, καθὼς πρὶν τὴν δικαστικὴ ἀπόφαση ποὺ ἀποφαίνεται ἐπὶ τῆς κατηγορίας, καὶ τὴν ὁποία εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ παραδεχτοῦμε ὡς αὐθεντία ἐὰν θέλουμε ὡς κοινωνία νὰ προχωρήσουμε παρακάτω, εἴμαστε ὅλοι ἐξ ἴσου τυφλοί. Ἔτσι, κανείς μας δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ κατηγορήσει ἐκεῖνες τὶς φεμινίστριες ποὺ ἔσπευσαν νὰ κάνουν πορεῖες διαμαρτυρίας καὶ βαρύγδουπες δηλώσεις γιὰ μιὰ καταγγελία βιασμοῦ ποὺ τελικὰ ἀποδείχθηκε ἀβάσιμη ἐνώπιον τῆς Δικαιοσύνης. Εἶναι φυσικὸ ‒χωρὶς νὰ λέμε ὅτι εἶναι καὶ λογικό‒, δεδομένης τῆς ἰδεολογίας τους, νὰ θέλουν νὰ ὑποστηρίξουν τὴν γυναῖκα τῆς ὑπόθεσης ἐναντίον τοῦ ἄντρα.[2] Αὐτὸ τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε ἐξ ἴσου φυσικό, ὅμως, εἶναι ὅτι μὲ τόσο σθένος ζητοῦν τὴν καταδίκη τοῦ κατηγορουμένου, ὥστε ὅταν τὸ πόρισμα τῆς Δικαιοσύνης ἐμφανίζεται ἀντίθετο στὶς ἐπιθυμίες τους, νὰ σπεύδουν νὰ ἐπικαλεστοῦν δικαστικὲς συνομωσίες καὶ πολιτικὸ ‒ἢ καλύτερα, πατριαρχικὸ‒ δάκτυλο.
Δηλαδή ὄχι μόνο δὲν θεωροῦσαν ἀθῶο τὸν κατηγορούμενο μὲ τὸ πρῶτο ἄκουσμα τῆς καταγγελίας ‒ὅταν δὲν ὑπῆρχε κάποιο πόρισμα τῆς Δικαιοσύνης καὶ μπορούσαμε ὅλοι νὰ πιστεύουμε ὅ,τι θέλουμε‒ ἀλλὰ δὲν ἦταν ποτὲ ἀθῶος, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι ἀθῶος, ἀκόμη καὶ ἂν ἀθωωθεῖ. Τὸ “believe all women” μεταφράζεται σὲ “condemn all men”, καὶ ἂν θέλουμε νὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ κάτι τέτοιο, τὸ πιὸ λογικὸ θὰ ἦταν νὰ στερήσουμε καὶ ἀπὸ τὸν δολοπλόκο κατηγορούμενο τὴν εὐκαιρία νὰ προβεῖ σὲ «συμπαιγνία» μὲ τὸ πατριαρχικὸ καθεστὼς προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἀθώωσή του. Νὰ τελειώνουμε, δηλαδή, μὲ τὸ τεκμήριο ἀθωότητας –νὰ πάρουμε «ἡρωικὰ» καὶ ἀμετάκλητα τὴν πλευρὰ τῶν αὐτοπροσδιοριζόμενων ὡς θυμάτων. Ἔτσι, ὁ κατηγορούμενος ὡς βιαστὴς θὰ ἦταν ἐκεῖνος ποὺ πρέπει νὰ φέρει μάρτυρες καὶ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα, ὄχι γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουν συγκεντρωθεῖ ἐναντίον του, ἀλλὰ προκειμένου νὰ πείσει γιὰ τὴν ἀθωότητά του. Ἐὰν δὲ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα ὑπὲρ τῆς ἀθωότητάς του, δὲν κατάφερναν νὰ πείσουν τὸ δικαστήριο, τότε θὰ ἀντιμετώπιζε τὴν καταδίκη του χωρὶς περαιτέρω ἐξέταση.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ κατήγορός του ἀλλὰ καὶ ἡ ἀστυνομία δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ μποῦν σὲ μπελᾶδες προκειμένου νὰ βροῦν μάρτυρες, νὰ προβοῦν σὲ ἄρση ἀπορρήτου τῶν ἐπικοινωνιῶν, ἔρευνα τῆς κατοικίας, καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν ρουτίνα σὲ κάθε ποινικὴ διαδικασία. Ὄχι, ἐδῶ θὰ ἀρκοῦσε καὶ μόνο ἡ διατύπωση ἑνὸς κατηγορητηρίου, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν φταίχτη: φταίχτης εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν καταφέρνει νὰ ἀπαντήσει στὸ ἀδιάσειστο κομμάτι χαρτὶ ποὺ φέρει ἐπάνω τὶς κατηγορίες τοῦ φερομένου ὡς θύματος καὶ τὴν ὑπογραφὴ ἑνὸς ἀστυνομικοῦ. Οὔτε κἂν εἰσαγγελέα δὲν θὰ χρειαζόμασταν γιὰ αὐτὲς τὶς ὑποθέσεις, προκειμένου νὰ ἐλέγξει τὴν βασιμότητα τῆς κατηγορίας ὥστε νὰ εἰσαχθεῖ ἡ διαδικασία στὸ ἀκροατήριο, ἀφοῦ ὁ κατηγορούμενος εἶναι κατὰ τεκμήριο ἔνοχος. «Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;» (Μάρκ. 14.63). Ἔτσι, ἡ μήνυση θὰ πήγαινε κατευθείαν στὸ δικαστήριο, ὅπου ὁ κατηγορούμενος θὰ κλητευόταν νὰ ἀπολογηθεῖ, περιμένοντας γιὰ τὴν δικάσιμο καὶ τὴν δικαστικὴ ἀπόφαση ἤδη πίσω ἀπὸ τὰ σίδερα.
Μία τέτοια διαδικασία θὰ ἦταν θεαματικὰ πιὸ εὔκολη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἔχουμε σήμερα, ὅπου τὸ τεκμήριο ἀθωότητας ἀναγκάζει τὴν Πολιτεία, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ κατήγορου, νὰ συλλέξει τὰ ἀπαραίτητα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα προκειμένου νὰ φανερωθεῖ ἡ ἐνοχὴ τοῦ κατηγορουμένου, ὄχι μόνο στοὺς δικαστὲς ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν κοινωνία. Διότι ὅταν, ὅπως γίνεται σήμερα βάσει τοῦ ἄρθρου 71 τοῦ Κώδικα Ποινικῆς Δικονομίας, θεσπίζεται τὸ τεκμήριο ἀθωότητας, τότε εἶναι ἡ Πολιτεία καὶ ὁ κατήγορος ποὺ βαρύνονται νὰ ἀποδείξουν ὅτι τὸ ἔγκλημα τὸ ἔχει τελέσει ὁ κατηγορούμενος. Μάλιστα, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ κατηγορούμενος δὲν εἶναι ἔνοχος μέχρι νὰ ἀποδειχθεῖ τὸ ἀντίθετο, τίθενται καὶ ὅρια γιὰ τὸ πῶς θὰ ἀποδειχθεῖ ἡ ἐνοχή του. Ἡ ἀπόκρυψη τῶν ὑπονοιῶν τῆς ἀστυνομίας γιὰ τὸ πρόσωπό του, ἡ παραβίαση τῆς ἰδιωτικότητάς του χωρὶς ἐπαρκὴ αἰτιολογία, ἡ παραπλάνηση ἢ ὁ ἐξαναγκασμός του προκειμένου νὰ ὁμολογήσει ἢ νὰ «ξεφουρνίσει» αὐτοενοχοποιητικὰ στοιχεῖα, ὁ ἐγκλεισμός του στὴν φυλακὴ χωρὶς νὰ εἶναι ἐπικίνδυνος ἢ φυγόποινος, εἶναι κάποιες μόνο ἀπὸ τὶς τακτικὲς ποὺ δὲν προσεγγίζουν εὐθέως ἔναν κατηγορούμενο ὡς ἀθῶο, ἀλλὰ ποὺ ἀποσκοποῦν νὰ «παγιδεύσουν» ἢ νὰ «τιμωρήσουν» ἕναν ἔνοχο. Ἔτσι, μέσα ἀπὸ τὸ τεκμήριο ἀθωότητας, γίνεται σεβαστὴ τελικὰ καὶ ἡ ἀνθρώπινη ἰδιότητα στὸ πρόσωπο τοῦ κατηγορούμενου, αὐτὴ ποὺ ἀξιώνει ἀπὸ τὸν καθένα νὰ μεταχειρίζεται τὸν ἄλλο μὲ εὐθύτητα, εἰλικρίνεια, καὶ ὡς ἴσο ‒ὅ,τι καὶ ἂν ἔχει ἢ μπορεῖ νὰ ἔχει κάνει.
Μία ποινικὴ δίκη χωρὶς τὸ τεκμήριο τῆς ἀθωότητας, λοιπόν, θὰ ἦταν ἀντίθετη μὲ τὰ συνταγματικὰ θεμέλια τῆς ἔννομης τάξης. Ἐπιπλέον, δὲν θὰ ἦταν καθόλου ἱκανοποιητική, γιατὶ δὲν θὰ ἀποτελοῦσε πιὰ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Ὅπως δὲν μᾶς ἀρκεῖ νὰ κρίνουμε τὴν ἀθωότητα τοῦ κατηγορουμένου πετώντας τον σὲ ἕνα ποτάμι προκειμένου νὰ δοῦμε ἐὰν θὰ ἐπιπλεύσει ἢ θὰ βουλιάξει ‒ὅπως ἦταν ἡ συνήθεια στὴν μεσαιωνικὴ Ἀγγλία‒, ἔτσι δὲν μᾶς ἀρκεῖ καὶ νὰ γνωρίζουμε τὸ φῦλο του.
Ἡ ὑπερἀσπιση τοῦ τεκμηρίου ἀθωότητας δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν ὑπεράσπιση τῶν ἐγκληματιῶν. Σὲ ἕνα κράτος δικαίου, τὸ ποιός εἶναι θῦμα καὶ ποιός ὄχι, δὲν τὸ ἀποφασίζει κανεὶς ἄλλος πέραν τῶν ἁρμόδιων θεσμῶν, δηλαδὴ τῶν δικαστηρίων. Αὐτά, καὶ ὄχι οἱ ἀποσπασματικὰ πληροφορημένοι τηλεθεατὲς μεσημεριανῶν ἐκπομπῶν ἢ οἱ αὐτοδίδακτοι ἰδεολόγοι, ἔχουν τὴ δυνατότητα πληρέστερης ἀξιολόγησης τῶν στοιχείων, γιὰ ὁποιοδήποτε ἔγκλημα. Τὸ κίνημα “#MeToo” ἐπικαλεῖται, θεμιτά, τὴν ἀλληλεγγύη, ὅμως μαζὶ μὲ αὐτὴ τὴν ἀλληλυγγύη ἐπιδεικνύεται ἡ τάση ἐκφυλισμοῦ σὲ «λαϊκὰ δικαστήρια» καὶ εὐθεῖα ἀμφισβήτηση τοῦ μνημειώδους πολιτικοῦ κεκτημένου ποὺ εἶναι τὸ ποινικὸ μας σύστημα. Ἀμφισβητώντας τὴν Δικαιοσύνη, ἀμφισβητεῖ καὶ τὴν κοινωνία στὴν ὁποία αὐτὴ ἀπονέμεται, ἀποβαίνοντας τελικὰ μιὰ μορφὴ κοινωνικῆς εχθροπάθειας. Γνωρίζει πολὺ καλὰ νὰ κατηγορεῖ τοὺς θεσμούς, ἀφοῦ ἀδυνατεῖ νὰ ἀναγνωρίσει πὼς εἶναι τὸ καλύτερο ποὺ ἔχουμε –πόσο μᾶλλον, νὰ προσφέρει κάτι καλύτερο στὴ θέση τους.
[1] Παρεμπιπτόντως, τι συμβαίνει μὲ τὴν πρακτικὴ “cancel culture” («κουλτούρα τῆς ἀκύρωσης»); Πρόσφατα ἔγιναν κάποιες προσπάθειες ὑπεράσπισής τῆς “cancel culture” («κουλτούρα τῆς ἀκύρωσης»), ὡς προοδευτικοῦ ὅπλου τῶν μειονοτήτων ἔναντι τῶν κοινωνικὰ κυρίαρχων, μὲ ἀφορμὴ τὴν κατεδάφιση τῶν ἀγαλμάτων μερικῶν προσώπων στὶς Η.Π.Α. Ἂς φανταστοῦμε λοιπὸν ἕνα ὑποθετικὸ παράδειγμα: ἔστω ὅτι ὑπάρχει ἕνα ἄγαλμα τοῦ Τσέ Γκεβάρα καὶ μιὰ μερίδα κόσμου κρίνει ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἱστορικὴ προσωπικότητα ἔκανε περισσότερα ἐγκλήματα ἀπὸ ὅτι κατορθώματα. Τὸ ἐρώτημα ἐδῶ εἶναι: ἂν αὐτὴ ἡ μειονότητα ἀποφασίσει νὰ κατεδαφίσει τὸ ἄγαλμα, ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸ πράξει ἢ ὄχι; Στὴν πιθανὴ ἔνσταση ὅτι δὲν ἐκφράζεται πλειοψηφικὰ ἡ λαϊκὴ βούληση, μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπαντήσει ὅτι ναὶ μέν, πρόκειται γιὰ μειονότητα, ἀλλὰ ἔχει πολλάκις ἐπισημανθεῖ, ἀπὸ θιασῶτες της, πὼς ἡ cancel culture εἶναι «κριτικὸ ἐργαλεῖο τῶν μειονοτήτων». Ὅσο γιὰ τὰ ἀντεπιχειρήματα τοῦ τύπου «ὁ Βλαντιμήρ Πούτιν ἀντιπαθεῖ τὴν cancel culture, ἄρα αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι κάτι καλό», ἀπαντᾶμε ὅτι πρόκειται γιὰ ἀφελεῖς ἀπόπειρες μετατόπισης τοῦ θέματος καὶ πρόκλησης συμπλεγμάτων ἐνοχῆς στοὺς πιθανοὺς διαφωνοῦντες. Ἡ πρόκληση ἐνοχῶν δὲν ἀποτελεῖ ἐπιχείρημα, ἀλλὰ ἁπλὸ συναισθηματισμό. Στὸ κάτω κάτω, ὁ Β. Πούτιν ἀντιπαθεῖ ἐπίσης π.χ. τὸ ΝΑΤΟ, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἐξάγει εὐνοϊκὰ συμπεράσματα γι’ αὐτό, ἁπλῶς καὶ μόνον ἐπειδὴ τὸ ἀντιπαθεῖ ὁ Β. Πούτιν. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα μὲ τὴν cancel culture: ὅσοι τὴν ὑποστηρίζουν, τὸ κάνουν μόνον μὲ τὴν ὑπόρρητη προϋπόθεση ὅτι εἶναι ἡ δικὴ τους ομάδα-τάξη-παράταξη ποὺ θὰ τὸ χρησιμοποιήσει, ὄχι κάποια ἄλλη. Ὅταν ὅμως ἀνοίγεις τὴν πόρτα σὲ τέτοιες κινήσεις, τότε δὲν μπορεῖς νὰ ἐξασφαλίσεις (χωρὶς νὰ αὐτοακυρωθείς) ὅτι θὰ εἶναι μόνη ἡ δική σου ὁμάδα αὐτὴ ποὺ θὰ τὶς κάνει. Ἐν ὀλίγοις, ὅποιος ὑποστηρίζει τέτοιες ἄμεσες, λαϊκὲς καὶ ἐξωθεσμικές παρεμβάσεις, καλὰ θὰ κάνει νὰ θυμηθεῖ πὼς ὑπάρχουν τμήματα τοῦ λαοῦ ποὺ ριζοσπαστικοποιοῦνται πρὸς τὴν ἐντελῶς ἀντίθετη κατεύθυνση (ἂς θυμηθοῦμε π.χ. τὴν καταστροφὴ τοῦ γλυπτοῦ Phylax).
[2] Κάπου ἐδῶ, εἶναι πολὺ πιθανὸ κάποιος ἢ κάποια ποὺ πιστεύει μὲν στὸν φεμινισμό, ἀλλὰ δὲν ὑποστηρίζει τὴν ντὲ φάκτο καταδίκη τῶν ἀνδρῶν ὡς ὑπεράνω ἀμφιβολίας βιαστῶν, νὰ θεωρήσει ὅτι ἐλλείπουν οἱ ἀπαιτούμενες διευκρινίσεις. Γιατί μιλᾶμε γιὰ τὶς φεμινίστριες, ἢ γιὰ τὴν ἰδεολογία τους, χωρὶς νὰ ἐπισημαίνουμε ὅλα τὰ θετικὰ ποὺ ἔχει προσφέρει τὸ γυναικεῖο κίνημα τὸν προηγούμενο αἰῶνα ἢ χωρὶς νὰ σημειώνουμε ὅτι ὑπάρχουν καὶ πολλὲς φεμινίστριες ποὺ δὲν σπεύδουν νὰ κατηγορήσουν τοὺς ἄνδρες γιὰ συνομωσία εἰς βάρος τῶν γυναικῶν. Τὸ πρόβλημα, βέβαια, εἶναι ὅτι οἱ ἴδιες οἱ φεμινίστριες, εἴτε ὡς κίνημα εἴτε ὡς μεμονωμένες φωνές, οὐδέποτε καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλλὰ καὶ παγκόσμιου #MeToo δὲν ἔχουν διαμαρτυρηθεῖ γιὰ τὸν κοινωνικὸ καννιβαλισμὸ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνεύθυνη προώθηση ἀβάσιμων κατηγοριῶν ἀπὸ τὸ φεμινιστικὸ κίνημα ἢ ἀπὸ ὁμάδες ποὺ παρουσιάζονται ὡς φεμινίστριες. Ἐφόσον, λοιπόν, οὐδεμία φεμινίστρια δὲν ἔχει ἐνδιαφερθεῖ νὰ πάρει ἀποστάσεις ἀπὸ τὶς συμπεριφορὲς αὐτὲς («ἐμεῖς καλὲς μετριοπαθεῖς φεμινίστριες» ‒ «αὐτὲς κακὲς ἀκραῖες φεμινίστριες»), εἶναι μᾶλλον λογικὸ νὰ μὴν ἀντιλαμβάνεται καὶ τὸ εὐρὺ κοινὸ τὸ κατὰ πόσον αὐτὲς οἱ συμπεριφορὲς εἶναι ἀντιπροσωπευτικὲς τοῦ φεμινιστικοῦ κινήματος. Ἄλλωστε, τὸ ἴδιο αὐτὸ φεμινιστικὸ κίνημα στὸ ἐξωτερικὸ ἔχει ἤδη σπεύσει νὰ ἀποκηρύξει ἀπὸ τὴν πνευματική του κληρονομιὰ ὄχι μόνο θεωρητικῶς τὶς ἀξίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες διαπνέονταν οἱ πρῶτες γυναῖκες ποὺ πολέμησαν γιὰ τὴν ἰσότητα, ἀλλὰ πλέον «ἀφορίζει» ἀκόμη καὶ μεγάλες μορφὲς ποὺ ἔδρασαν πρὶν μερικὲς μόνο δεκαετίες –βλ. τὸ θέμα μὲ τὶς TERFs. Διασπᾶ, στὴν πράξη, κάθε ἔννοια συνέχειας. Συνεπῶς, ἐὰν τὸ σύγχρονο φεμινιστικὸ κίνημα, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸ παρελθόν του, θέλει κάπως νὰ ἀπολογηθεῖ, καλὸ εἶναι νὰ ἁλιεύσει κάποιο παράδειγμα ἀπὸ τὴν πολὺ πρόσφατη ἱστορία του, ἀντὶ νὰ στηρίζεται στις… σουφραζέτες.