Είναι γνωστό ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και άλλοι θεσμοί, έχει αποφανθεί ότι η δημιουργία οικογένειας αποτελεί δικαίωμα κάθε πολίτη, συμπεριλαμβανομένων των ομόφυλων ζευγαριών. Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα η νομολογία, δηλαδή η νομική και τυπική αναγνώριση ενός δυνητικού δικαιώματος, και άλλο η εθιμική παράδοση και η φυσικότητα της οικογένειας. Ας σημειωθεί, εξαρχής, ότι η ανατροφή και διαπαιδαγώγηση παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια αποτελεί μια πειραματική πρωτοβουλία συγκεκριμένων μειοψηφικών ομάδων, ενώ οι συνέπειες -για τα ίδια τα παιδιά και την κοινωνία εν γένει- είναι εν πολλοίς άγνωστες. Ας δούμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Η φυσικότητα της οικογένειας περιγράφεται από την αρχαιότητα. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά (Η 4, 1326 a 5-14) σημειώνει ότι η Πόλις και η Οικογένεια έχουν κοινούς σκοπούς: το καλό της Πόλεως και την επίτευξη του ευδαίμονος βίου. Πράγματι, στην αριστοτελική πολιτική θεωρία, η οικογένεια έχει ιδιαίτερη θέση σε όλα τα επίπεδα (πολιτειακό, οικονομικό, ηθικό, θρησκευτικό, κ.α.), δεδομένου ότι μια από τις βασικές αποστολές της είναι η διαμόρφωση του χαρακτήρα των παιδιών: των αυριανών πολιτών που θα εξασφαλίσουν τη συνέχεια και την ευημερία της Πολιτείας. Πρόκειται για μια πολύ ανθεκτική παράδοση, υπό τη μορφή θεσμού, που άντεξε μέσα στις χιλιετίες -προφανώς όχι κατά τύχη- και ορίζει την οικογένεια ως μια «φυσική κοινωνία» βασιζόμενη στο γάμο μιας γυναίκας με έναν άνδρα.
Ασφαλώς οι κοινωνίες, μέσα στο χρόνο, μεταβάλλονται -κυρίως ως προς τη μορφή τους- κατά συνέπεια μπορεί να αλλάζουν τα θέλω και οι απαιτήσεις ορισμένων ανθρώπων. Ένα ζητούμενο όμως παραμένει αριστοτελικά σταθερό: η αναζήτηση της ευδαιμονίας και η ευημερία της πολιτείας. Και εδώ προκύπτει ο βασικότερος προβληματισμός σε σχέση με την ανατροφή παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια: έχουμε επαρκή στοιχεία, δοκιμασμένα μέσα στο χρόνο, που να μας προσφέρουν μια στοιχειώδη εξασφάλιση ότι η ανατροφή από γονείς λ.χ. της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ, είναι υπέρ της ευτυχίας των παιδιών, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα; Η απάντηση είναι όχι. Ακόμη και οι εμπειρίες που καταγράφονται σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, ο Καναδάς και αλλού, αφορούν κάτι περισσότερο από μισή γενιά παιδιών και σε αριθμούς που δεν επαρκούν ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Διότι ένας κοινωνικός πειραματισμός που εισάγει τόσο πολλές παραμέτρους (θεσμικές, νομικές, πολιτισμικές, ταυτοτικές, θρησκευτικές, ηθικές…), οι οποίες διέπονται από υψηλά επίπεδα απροσδιοριστίας και πολυπλοκότητας, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα εξασφαλίσει ένα θετικό αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου. Επιπλέον, τα στατιστικά και άλλα στοιχεία που προκύπτουν σταδιακά, θα πρέπει να εξετάζονται καί σε συνάρτηση με αυτό που θεωρείται πλειοψηφικά ωφέλιμο (βάσει εθιμικού, παράδοσης, αλλά και εμπειρικών δεδομένων) κι όχι μόνο στη βάση της «νομικής κανονικοποίησης» του δικαιώματος που επιθυμούν να επεκτείνουν οι εμπλεκόμενες κοινωνικές ομάδες. Μην ξεχνάμε ότι ένα δικαίωμα, για να αντέξει και να λειτουργήσει στην πράξη, δεν αρκεί μόνο να συνοδεύεται από τις αντίστοιχες κανονιστικές εξασφαλίσεις του Κράτους (νομικές και άλλες), αλλά και να υποστηρίζεται συνολικά από μια κοινωνία, δηλαδή στο ηθικό επίπεδο να θεωρείται κάτι το καλό και στο πρακτικό κάτι το ωφέλιμο. Ένας δημοκρατικός άνθρωπος δεν πρέπει να αποκλείει, αξιωματικά και εκ των προτέρων, το ενδεχόμενο εμπλουτισμού ενός θεσμού με ένα πειστικό στοιχείο για το οποίο θα διαπίστωνε τη συναίνεση της κοινωνίας και την ενδεχόμενη ωφέλεια που προκύπτει από αυτό.
Ο σκεπτικισμός είναι εύλογος και θεμιτός, διότι κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο, αυτό το πείραμα των ομόφυλων ζευγαριών, να οδηγήσει σε διαπαιδαγώγηση προσωπικοτήτων που η ταυτότητα, ο ρόλος, η θέση και η συμβολή τους στην κοινωνία θα αποδειχτούν προβληματικές. Σε κάθε περίπτωση, είναι ατελέσφορη προσέγγιση να εξετάζεται κάθε σκεπτικισμός μόνο με όρους καταγγελίας της οπισθοδρομικής δυσανεξίας στη διαφορετικότητα, με όρους δικαιωματισμού και θυματισμού, σκιαγραφώντας έτσι μια αόριστη συλλογική/κοινωνική ενοχή και ευθύνη που συχνάκις τροφοδοτεί εξωκοινωνικούς χώρους (γνωστούς και ως ‘safe spaces’), εντείνοντας την περιθωριοποίηση και αποκλείοντας το δημόσιο διάλογο. Συνεπώς, πέρα από την εκ των υστέρων σημειολογική/καταγγελτική προσέγγιση, είναι απαραίτητη η διείσδυση στην πηγή των προβλημάτων που αναπόφευκτα, συνδέονται με τις λειτουργίες της οικογένειας και του σχολείου. Σε έναν κόσμο τραχύτατου ατομικισμού και ναρκισσισμού, οικογένεια και σχολείο επηρεάζονται από ανορθόδοξες ιδέες, τάσεις, πρακτικές, μόδες ακόμη και από αντιδραστικές παρεκτροπές που ανακύπτουν στις σύγχρονες μαζικές και τεχνο-ψηφιοποιημένες κοινωνίες. Βεβαίως, ο θεσμός της κλασσικής οικογένειας δεν είναι κάτι το στατικό, ούτε χωρίς προβλήματα, ειδικά στην εποχή μας, ωστόσο δεν έχει εξαντληθεί και προφανώς συνεχίζει να λειτουργεί. Κατά συνέπεια, είναι επιζήμιο να αμφισβητείται ή να υπονομεύεται με τρόπο αντιδραστικό και μηδενιστικό· κάτι που δυστυχώς συμβαίνει σήμερα. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις η επικοινωνιακή ισχύς συγκεκριμένων ομάδων πίεσης, όπως η κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ, είναι δυσανάλογα υψηλή σε σχέση με τους πραγματικούς αριθμούς των υποστηρικτών τους. Αυτό έχει να κάνει με ζητήματα οργάνωσης, ευκολότερης πρόσβασης στους μηχανισμούς επιρροής των θεσμών, ηγεμονίας σε καλλιτεχνικούς και άλλους χώρους με αυξημένες δυνατότητες προβολής συγκεκριμένης πολιτικής/ιδεολογικής ατζέντας, κλπ. Αυτή η ασύμμετρη δυναμική ενδέχεται να μεγεθύνει τα ζητήματα και να δημιουργεί παραμορφωτικές προϊδεάσεις, τόσο σε ορισμένους ειδικούς, όσο και σε τμήμα της κοινής γνώμης. Οπωσδήποτε γεννάει ευνόητους προβληματισμούς δημοκρατικής φύσης.
Ακόμη και αν εξεταστεί ανεξάρτητα από την ανατροφή των παιδιών, ο θεσμός της οικογένειας είναι πανάρχαιος και καλά δοκιμασμένος στις βασικές του συντεταγμένες. Αυτός εξασφάλισε, μέσα στον ιστορικό χρόνο, την ευημερία και τη δημοκρατική εξέλιξη των κοινωνιών. Κατά συνέπεια, είναι απολύτως κατανοητό, λογικό και αναμενόμενο, η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, ενστικτωδώς, να μην βλέπει με καλό μάτι έναν τέτοιο πειραματισμό, που είναι πολύ αμφίβολο αν θα λειτουργήσει θετικά και για το καλό των επόμενων γενιών.
Στην Οδύσσεια η ιστορία του Μέντορα, δείχνει ότι στάθηκε σαν πατέρας στον Τηλέμαχο – τον βοήθησε να γίνει χρήσιμος για τον εαυτό του και την κοινωνία – χωρίς να χρειαστεί κάποια προηγούμενη νομική/νομιμοποιητική πράξη. Έχοντας κατά νου την αξία της συντήρησης κάθε ωφέλιμου και καλού πράγματος -όπως λ.χ. η αριστοτελική ηθική παράδοση που βασίζεται στην αρετή- η πραγματική και μεγάλη συζήτηση, ιδίως από την πλευρά της σιωπηρής πλειοψηφίας, δεν έχει ανοίξει ακόμη. Η στοχευμένη ενίσχυση, η προστασία και κυρίως η βελτίωση του θεσμού της οικογένειας ως έχει -με γνώμονα την ισότητα, τη συμφιλίωση και τη συνεργασία των δυο φύλων- είναι κατεπείγουσα προτεραιότητα, και υπαρξιακή ανάγκη, που κρίνεται απαραίτητο να οδηγήσει σε ένα εθνικό σχέδιο, το οποίο έχει καθυστερήσει πολύ, αν σκεφτούμε τη μαζική φυγή των νέων στο εξωτερικό και το μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.
*το κείμενο δημοσιεύθηκε στη στήλη ‘Αντιθέσεις’, της εφημερίδας Εστία της Κυριακής (Αρ. φύλλου 32, 29/05/2022)