Το ευσύνοπτο κείμενο που ακολουθεί, μεταφρασμένο στα ελληνικά από το συντάκτη του, αφορά τα ιταλικά πράγματα. Ωστόσο, καί στην Ελλάδα, εκτός από έναν αποκαρδιωτικό και μυωπικό «φιλοπουτινισμό», αντιμετωπίζουμε φαινόμενα πασιφιστών, οι οποίοι συχνά πυκνά επιστρατεύουν θεωρητικές ακροβασίες και συνθήματα όπως: «είμαστε με τον άνθρωπο και την ειρήνη», «όχι εξοπλισμοί, αλλά ψωμί στην εργατιά», «λαοί αδελφωμένοι, ποτέ νικημένοι» και άλλα παρόμοια, είτε επειδή αδυνατούν να αντιληφθούν τα βαθύτερα αίτια του πολέμου, είτε γιατί είναι ιδεολογικά προκατειλημμένοι. Και ενώ η παρακάτω ανάλυση επικεντρώνεται κυρίως στην καλή προαίρεση, στην καλοπιστία και στην αφέλεια των ειρηνιστών, δεν πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος διαφόρων επαγγελματιών του ειρηνισμού, και της παραπειστικής δημαγωγίας εν γένει, οι οποίοι – όπως και στην περίπτωση του ανθρωπισμού (πράγμα που φάνηκε ξεκάθαρα με το μεταναστευτικό πρόβλημα στην Ευρώπη) – έχουν ανακαλύψει μια ιδιαίτερα επικερδή ενασχόληση, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά, καλλιεργώντας συστηματικά την αφέλεια, την αγνωσία και τα λογικά σφάλματα. (Γιώργος Κουτσαντώνης).
— // —
Γράφει: Σωτήριος Φ. Δρόκαλος*
Σε άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στο Immoderati στις 11 Νοεμβρίου 2020 έγραφα: «Επομένως, η πιο επιβλαβής λειτουργία του ειρηνισμού είναι το ότι απομακρύνει από τη μελέτη του πλέον ακραίου και δραματικού κοινωνικού φαινομένου, που ως τέτοια είναι συνεπώς απαραίτητη για την καλύτερη κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης και των διεθνών σχέσεων. Όμως, πέρα από τη θεμελιώδη ακαδημαϊκή της σημασία, πιστεύω ότι η επιστροφή στη στρατιωτική ιστορία και στις στρατηγικές σπουδές συνιστά σήμερα πολιτική αναγκαιότητα. Οι τωρινές δυτικές ηγεσίες διαμορφώθηκαν στα πλαίσια μιας αδιαφιλονίκητης δυτικής κυριαρχίας στον κόσμο, η οποία είχε επιτρέψει στους θεσμούς και στις αρχές τους να εμφανίζονται ως δυνητικά παγκόσμιες. Το γεγονός αυτό συνέβαλε καίρια στη δημιουργία της αυταπάτης μιας θεσμικής παντοδυναμίας, που τροφοδοτούσε επίσης το ότι άπαντες ήταν αναγκασμένοι να ακολουθούν το δυτικό θεσμικό λεξιλόγιο. Αυτή η ιστορική περίοδος έχει λήξει. Η άνοδος διαφόρων μη δυτικών δυνάμεων και η ολοένα πιο προφανής και ριζική απομάκρυνσή τους από τους λεγόμενους διεθνείς θεσμούς, καθιστά τον γραφειοκρατικοποιημένο τρόπο σκέψης και δράσης ξεπερασμένο και άτοπο».
Αφήνοντας κατά μέρος το ότι ο ειρηνισμός συχνά προωθείται συνειδητά από όσους έχουν συμφέρον να μειώνουν την αποφασιστικότητα και τη θέληση των πιθανών αντιπάλων τους να πολεμήσουν, θα επικεντρωθούμε στην περίπτωση του καλόπιστου ειρηνισμού, εξηγώντας πρωτίστως σε συντομία τι είναι ο πόλεμος. Ο πόλεμος είναι το αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης, σαπισμένης ειρήνης, η οποία έχει καταστεί αδύνατη εξαιτίας της ανάπτυξης μη βιώσιμων σχέσεων. Ο πόλεμος είναι μια ειρήνη που έχει πάψει να ικανοποιεί τα μέρη, μια ανεπιθύμητη ειρήνη, μια παρακμιακή και τελειωμένη σχέση. Ο μόνος τρόπος για να αποτρέψουμε ή να τερματίσουμε μια σύγκρουση είναι επομένως το να δουλέψουμε πάνω στην απόκλιση συγκεκριμένα και να προσπαθήσουμε να βρούμε συμβιβασμούς ικανοποιητικούς και για τα δύο μέρη. Το ίδιο ισχύει για την απομείωση της έντασης και της διάρκειας ενός πολέμου στο ελάχιστο δυνατό. Χρειάζεται να έχουμε ξεκάθαρη εικόνα των υποκειμενικών θέσεων των μερών και επίσης των αντικειμενικών τους θεμελίων.
Όμως δεν είναι δεδομένο ότι αυτό μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαπραγμάτευσης ή της σύγκρουσης. Μία από τις προκαταλήψεις της εποχής μας είναι ότι ο διάλογος λύνει τα προβλήματα, ενώ στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, στις οποίες η επιθυμία και η θέση της μίας πλευράς δεν αντιπροσωπεύει έναν πρακτικό υπαρξιακό κίνδυνο για την άλλη, και στις οποίες μπορούν να συγκλίνουν προσδοκίες, ερμηνείες της κατάστασης και στόχοι των μερών. Στις διαπροσωπικές σχέσεις υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο διάλογος είναι η χειρότερη επιλογή, όταν οι θέσεις είναι ασύμβατες αλλά δεν συνιστούν ευθείες απειλές για τις δύο πλευρές. Συχνά το να αγνοούμε ο ένας τον άλλο ή να παίρνουμε διαζύγιο είναι η καλύτερη σχέση που θα μπορούσαμε να έχουμε. Στις διεθνείς σχέσεις όμως ο ένας δεν μπορεί να αγνοήσει τον άλλο, ή να πάρει διαζύγιο: στην περίπτωση ολικής ασυμβατότητας των επιθυμιών των μερών προκύπτει πόλεμος.
Στην πραγματικότητα η διπλωματία και η διαπραγμάτευση ούτως ή άλλως δεν παύει ποτέ, και αντίθετα συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια του πολέμου μέσω επίσημων και ανεπίσημων καναλιών. Ο ίδιος ο πόλεμος αποτελεί τμήμα της διαπραγμάτευσης, καθότι ανασχηματίζει τις θέσεις των μερών που εκ των πραγμάτων αναδιαμορφώνονται αναλογικά με τον βαθμό που εκείνες μπορούν ή πιστεύουν ότι μπορούν να τις επιβάλλουν στην απέναντι πλευρά. Ο πόλεμος εξισορροπεί την κατάσταση με την έννοια πως μεταβάλλει τον συσχετισμό ισχύος επιφέροντας, τελικά, την ευθυγράμμιση των θέσεων. Προφανώς ενίοτε οι θέσεις είναι τόσο ασύμβατες που η μόνη πιθανή «συμφωνία» είναι η εξόντωση της μίας από τις δύο πλευρές.
Ο ειρηνιστής είναι συνεπώς σαν έναν κρετίνο που μπαίνει στο γραφείο ενός ψυχολόγου κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας συμβουλευτικής γάμου και επαναλαμβάνει συνεχώς «έλα ρε παιδιά, η αγάπη είναι πάνω απ’ όλα, πείτε όχι στους καυγάδες, το διαζύγιο δεν είναι ποτέ η λύση», νομίζοντας ότι βοηθάει. Η ενέργεια και ο χρόνος που ξοδεύουμε για να απαντάμε στον ειρηνιστικό κρετινισμό είναι αδιανόητη και σίγουρα αν δεν υπήρχε θα είχαμε κάπως καλύτερα αποτελέσματα στο να αποτρέψουμε, να λύσουμε ή να απαλύνουμε ορισμένες συγκρούσεις.
Ένα ωραίο παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται οι διαπραγματεύσεις και οι πόλεμοι το βρίσκουμε, όπως για πολλά άλλα πράγματα, στην αρχαία ιστορία. Όταν ο βασιλιάς Ξέρξης εισέβαλε στην Ελλάδα είχε ζητήσει γη και ύδωρ, δηλαδή την άνευ όρων παράδοση των ελληνικών πόλεων. Και πράγματι αρκετές πόλεις δέχτηκαν και υποτάχθηκαν φοβούμενες τα χειρότερα. Ωστόσο, μετά τη βαριά ήττα του αυτοκρατορικού περσικού στόλου στη Σαλαμίνα από τον αθηναϊκό και ελληνικό στόλο, ο Ξέρξης από τη μία αναχώρησε βιαστικά για την αυλή του και από την άλλη πρότεινε στους Αθηναίους τη συναινετική περσική και αθηναϊκή ηγεμονία στην Ελλάδα. Οι Αθηναίοι απάντησαν ότι όσο ο ήλιος θα ανέτειλε από την ανατολή δεν θα συμμαχούσαν με εκείνους που είχαν κάψει τους ναούς τους. Ακολούθησε η ελληνική νίκη στις Πλαταιές κι έπειτα η κυρίως αθηναϊκή αντεπίθεση στη Μικρά Ασία. Οι Πέρσες τελικά αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν με τη λεγόμενη Ειρήνη του Καλλία την αθηναϊκή κυριαρχία στο Αιγαίο Πέλαγος και να αποσυρθούν από τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, οι οποίες εισήλθαν κι αυτές στη Συμμαχία της Δήλου, δηλαδή την αθηναϊκή συμμαχία.
Ένα σύγχρονο παράδειγμα, ενδεικτικό για το αναπόφευκτο του πολέμου, είναι η πρώτη σύγκρουση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ το 1988. Ο Σοβιετικός γενικός γραμματέας Γκορμπατσώφ είχε τότε επιφορτίσει τον διάσημο φυσικό Ζαχάρωφ, πρωταθλητή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σεβαστό σε όλο τον κόσμο, να μεσολαβήσει μεταξύ Αζέρων και Αρμενίων για να βρεθεί μια συμφωνία. Η απάντηση του Ζαχάρωφ μετά την ολοκλήρωση των συνομιλιών ήταν πολύ απλή: δεν γίνεται τίποτα. Ο Γκορμπατσώφ έστειλε τον στρατό για να αποκαταστήσει την τάξη στην περιοχή, όμως μετά την αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης ξέσπασε ο γενικευμένος πόλεμος μεταξύ Αρμενίων και Αζέρων. Ο πόλεμος ολοκληρώθηκε το 1994, μόνο για να επαναληφθεί το φθινόπωρο του 2020.
Ένα παράδειγμα για την αφέλεια του ειρηνισμού είναι έπειτα η επιμονή υπέρ της «αποστρατιωτικοποίησης» και του «αφοπλισμού», όταν οι πόλεμοι υπήρχαν χιλιετίες πριν τους σύγχρονους και αρχαίους στρατούς και όπλα, και αντίθετα, μια μείωση της καταστροφικής δύναμης των οπλοστασίων πιθανότατα θα καθιστούσε τον πόλεμο πολύ πιο συχνό, καθότι οι διεθνείς δρώντες θα κατέφευγαν πιο εύκολα σε αυτόν δεδομένης της μικρότερης επικινδυνότητάς του.
Ο ειρηνιστής παρουσιάζεται αυθαίρετα σαν υπερασπιστής ενός αγαθού επιθυμητού από όλους, όταν στην πραγματικότητα η συμπεριφορά και ο τρόπος σκέψης του είναι επιβλαβής και αυξάνει τη συχνότητα και την ένταση των πολέμων. Κανένας φιλοπόλεμος και πολεμοκάπηλος λόγος δεν έχει κάνει περισσότερο κακό στον κόσμο και δεν έχει προκαλέσει περισσότερους πολέμους, από τη μεσσιανική και ολοκληρωτική σκέψη που εκλαϊκεύεται στους στίχους του χαζοτράγουδου «Imagine» του αυτοανακηρυχθέντα προφήτη της ειρήνης Τζον Λένον. Στο βιβλίο του «Intellectuals and Society» ο μεγάλος Τόμας Σόουλ καταδεικνύει αντίθετα, μεταξύ πολλών άλλων, τις βαρύτατες ευθύνες των ειρηνιστών διανοουμένων για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίοι είχαν εμποδίσει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες να συνειδητοποιήσουν την απειλή που αντιπροσώπευε ο Χίτλερ. Οκτώ δεκαετίες αργότερα ο ειρηνισμός εργάζεται και πάλι εντατικά για να ευνοήσει μια νέα μεγάλη τραγωδία, τουλάχιστον στην Ιταλία [σσ. το άρθρο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε αρχικά στα ιταλικά], παρεμποδίζοντας την κοινωνική συνειδητοποίηση του κινδύνου που αντιπροσωπεύει το πουτινικό ρωσικό καθεστώς.
*Ο Σωτήριος Φ. Δρόκαλος έχει μεταπτυχιακούς τίτλους στις Διεθνείς Σχέσεις, τη Στρατιωτική Ιστορία και τη Διεθνή Αντιτρομοκρατία, όπως και πτυχίο Νομικών Επιστημών, από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και το Πανεπιστήμιο Niccolò Cusano της Ρώμης. Είναι συγγραφέας βιβλίων και μελετών ιστορίας και θεωρίας διεθνών σχέσεων που έχουν δημοσιευτεί στην ιταλική, ελληνική και αγγλική γλώσσα.