Σε πρόσφατο άρθρο του (https://www.respublica.gr/2022/06/post/liberalism-without-illusions/), ο Κώστας Μπαλατσός διεκτραγωδεί την κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστήμια, έτσι όπως διαμορφώνεται από τη μακρόχρονη δράση των λεγόμενων «αντισυστημικών ομάδων». Εισάγει δε την πολύ ενδιαφέρουσα θεωρητική συμβολή της Judith Shklar για το φιλελευθερισμό του φόβου, συνδέοντάς την με την ισχύ των βίαιων ομάδων μέσα στο πανεπιστήμιο και τη βαναυσότητα της πολιτικής τους δράσης.
Δύο παρατηρήσεις που θα μας βοηθήσουν στη σύντομη ανάλυση που ακολουθεί. Πρώτον, η Shklar, με τις θεωρητικές της αναζητήσεις, μάλλον επαναφέρει τη συζήτηση περί φιλελευθερισμού στις ορθόδοξες απαρχές της, όταν κύριο αντικείμενο της φιλελεύθερης πολεμικής ήταν η κρατική βία και αυθαιρεσία. Λιγότερο την απασχολούν οι εκδοχές ιδιωτικής βίας (σαν αυτήν που ασκούν οι συγκεκριμένες ομάδες), καθώς η συμβατική φιλελεύθερη σκέψη εδώ και καιρό θεωρεί ότι η προστασία των πολιτών από μορφές ιδιωτικής βαναυσότητας είναι από τα κύρια καθήκοντα ενός σύγχρονου κράτους.
Δεύτερον, οι βίαιες ομάδες που λυμαίνονται το χώρο του ελληνικού πανεπιστημίου, δεκαετίες τώρα, αποτελούν πια έναν ανθεκτικό «θεσμό» (έστω άτυπο) της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης. Κοινώς, διαμορφώνουν ένα σύνολο κανόνων, νορμών, πεποιθήσεων, και δομών, που κανονικοποιούν δράσεις, προσδοκίες και συμπεριφορές, έχοντας διάρκεια και σχετική σταθερότητα. Η απόδοση μιας «θεσμικής» διάστασης στις «αντιθεσμικές» ομάδες είναι απαραίτητη γιατί μας βοηθάει να σκεφτούμε λίγο με όρους θεωρίας των θεσμών. Δηλαδή, να παραδεχτούμε ότι η ανάδυση ενός θεσμού (τυπικού ή άτυπου, αδιάφορο) είναι συχνά αποτέλεσμα της παρακμής άλλοτε ακμαίων θεσμών σε ένα κοινωνικό πεδίο. Επομένως, η διερώτηση δεν είναι πια για το πόσο κακό κάνουν αυτές οι ομάδες στο ελληνικό πανεπιστήμιο (μάλλον αυτονόητη η απάντηση) και στα «όνειρα χιλιάδων νέων και γονιών, για προκοπή, καταξίωση και πρόοδο», αλλά η παρακμή ποιων άλλων τυπικών θεσμών επέτρεψε τη λειτουργική εμφάνιση και μακροβιότητα της δράσης τους. Ισχυρίζομαι, λοιπόν, ότι είναι η παρασιτική και παρακμιακή φύση και λειτουργία του ίδιου του ελληνικού πανεπιστημίου (και όχι μόνο) που λιπαίνει το χώμα που ανθίζουν τα πολυετή άνθη του κακού της βίας, του πραξικοπηματισμού και της καταστροφής. Και όχι το αντίστροφο.
Το πανεπιστήμιο είναι ένας οργανισμός που γεφυρώνει δύο διακριτά κοινωνικά πεδία, εκείνο της εκπαίδευσης και εκείνο της επιστήμης (κυρίως διαμέσου της έρευνας). Αυτό που πρέπει, λοιπόν, πρώτιστα να απασχολεί έναν παρατηρητή είναι οι επιδόσεις του ελληνικού πανεπιστημίου στα δύο αυτά κύρια πεδία. Στην πιο πρόσφατη κατάταξη QS World University Rankings 2022, τα ελληνικά πανεπιστήμια αρχίζουν να αναφέρονται μετά τη θέση 421 και αφού έχουν προηγηθεί πανεπιστήμια από χώρες όπως η Μαλαισία (πληθώρα), η Κολομβία (πληθώρα), η Εσθονία, το Μπρουνέι, η Σ. Αραβία, το Ομάν, το Καζακστάν, ο Λίβανος, η Λευκορωσία κ.ο.κ. Γιατί συμβαίνει αυτό το ξέρουμε ή το φανταζόμαστε, με εντέλει αδιάψευστο μάρτυρα την πείρα μας: Τεράστιος αριθμός φοιτητών ανά μέλος ΔΕΠ (αναλογία που χειροτερεύει έτι περαιτέρω από τη συνήθεια πάμπολλων διδασκόντων να ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο πλην της διδασκαλίας), ιδιαίτερα χαμηλή συμβολή στην έρευνα ή στην παραγωγή πρωτότυπης γνώσης (οι δείκτες βιβλιογραφικών αναφορών ανά πανεπιστήμιο είναι συχνά ενδεικτικοί της ερευνητικής μιζέριας, με πολλά μέλη ΔΕΠ να έχουν εγκαταλείψει το «σπορ» σχεδόν από τότε που ανήλθαν στην επιθυμητή βαθμίδα), διαβόητες ελλείψεις σε σύγχρονο εργαστηριακό εξοπλισμό, εξαιρετικά χαμηλός βαθμός διεθνοποίησης, αδιαφορία των γηγενών εργοδοτών για το πανεπιστήμιο κτήσης του πτυχίου ενός υποψηφίου εργαζομένου ή για συνέργειες με πανεπιστημιακά ιδρύματα, ανυπαρξία υποστηρικτικών δομών για τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, μεγάλα ποσοστά εγκατάλειψης των σπουδών και ετεροαπασχόλησης μετά τη λήψη του πτυχίου (ιδιαίτερα σε θεωρητικές σπουδές) κ.ά. Πέραν αυτών των λίγο ως πολύ τυπικών δεικτών μέτρησης της ποιότητας πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας, υπάρχουν και οι άλλοι δείκτες, ίσως οι πιο σημαντικοί για τη φήμη ενός πανεπιστημίου: νεποτισμός, «αυλές» και πανίσχυρα κυκλώματα προώθησης ημετέρων (ακόμη και παροιμιωδώς ανεπαρκών), ίδρυση άχρηστων πανεπιστημιακών τμημάτων για το βόλεμα «δικών μας παιδιών» χωρίς κανέναν κοινωνικό και επιστημονικό αντίκτυπο, δικτατορία συγκεκριμένων επιστημονικών, επιστημολογικών και ιδεολογικών αντιλήψεων και φίμωση ή αποκλεισμός κάθε άλλης φωνής όσο επιστημονικά τεκμηριωμένης κι αν είναι (ιδιαίτερα στις θεωρητικές σπουδές), συνδιαλλαγές του χειρίστου είδους με τα κόμματα, το βαθύ κράτος και τις φοιτητικές παρατάξεις (τις μη βίαιες…), εκμετάλλευση και χειραγώγηση των φοιτητών (ιδιαίτερα των μεταπτυχιακών/διδακτορικών), προκλητική και ατιμώρητη ημιμάθεια και κλοπή ή μαϊμουδισμός κειμένων και ιδεών, και ο κατάλογος κυριολεκτικά δεν έχει τέλος. Το χειρότερο όλων, αναγνωρισμένο παραδόξως από όλους τους «υπεύθυνους» (ακαδημαϊκούς, οικονομικούς και πολιτικούς), παραμένει η τεράστια απόσταση ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και στις σύγχρονες απαιτήσεις της ζωής. Και όταν μιλάμε για «ανάγκες», δεν εννοούμε τις κακόμοιρες και τετριμμένες ανάγκες του παρασιτικού μεταπολιτευτικού κοινωνικού και παραγωγικού σχηματισμού (σε αυτές μια χαρά είναι προσαρμοσμένο τα πανεπιστήμιό μας), αλλά σε εκείνες που αν δεν ικανοποιηθούν άμεσα τίθεται σε διακινδύνευση η ίδια η ύπαρξη τη σύγχρονης Ελλάδας (παραγωγική αναδιάρθρωση και συγκρότηση, πολιτισμική και μορφωτική αναγέννηση, οργάνωση της άμυνας και ανόρθωση του διεθνούς κύρους της χώρας, μορφές συμμετοχής στην πρώτη γραμμή των τεχνολογικών και επιστημονικών ανακαλύψεων κ.ο.κ.). Φυσικά και υπάρχουν αρκετές νησίδες μέσα στο ελληνικό πανεπιστήμιο που γίνεται εξαιρετική δουλειά (ιδιαίτερα στις θετικές και τεχνολογικές σχολές). Και μάλιστα, ο αριθμός τους αυξάνει διαρκώς τα τελευταία χρόνια. Περισσότερο, όμως, η ύπαρξή τους οφείλεται σε ενδεχομενικούς παράγοντες και στη «φιλοπατρία» μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας (δασκάλων και μαθητών) και λιγότερο αποτελούν το προανάκρουσμα ριζικών αλλαγών κουλτούρας και δομών. Το περίφημο «αυτοδιοίκητο» του ελληνικού πανεπιστημίου και η «σχετική αυτονομία» του θεσμού από τα υπόλοιπα λειτουργικά συστήματα της κοινωνίας (κυρίως την πολιτική και την οικονομία) επιτρέπουν στις ισχυρές ομάδες συμφερόντων ή/και ιδεολογιών που το κανοναρχούν να εξασφαλίζουν προνομιακά τη διευρυμένη αναπαραγωγή τους. Αν θελήσουμε δε να κοιτάξουμε την κατάσταση της ελληνικής εκπαίδευσης σε όλη της την αλυσίδα, τελευταίος κρίκος της οποίας είναι το πανεπιστήμιο, θα δούμε ότι το πρόβλημα είναι συνολικό, διαρθρωτικό και πολιτισμικό, ενώ συνδέεται άμεσα με την παρακμή της σύγχρονης Ελλάδας σε όλα τα κρίσιμα για την επιβίωσή της επίπεδα. Μια ενδεικτική ματιά στη διάλυση της ανώτερης τεχνικής εκπαίδευσης, στη δυστοπική κατάσταση που επικρατεί σε τομείς-αποθήκες ψυχών της δευτεροβάθμιας (βλέπε ΕΠΑΛ), στις χαμηλές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών και στα κυριολεκτικά πειράματα αμορφωσιάς στα οποία υποβάλλεται η πρωτοβάθμια εκπαίδευση (συχνά με γονική συνευθύνη και συμμετοχή), καταδεικνύει το μέγεθος, το βάθος και την αλληλεξάρτηση των στοιχείων του προβλήματος. Όσο δε και να θέλουμε να εξωραΐσουμε τα πράγματα, δεν γίνεται να μην διαπιστώσουμε, επίσης, την αδιαφορία (στα όρια του χλευασμού) του οικονομικο-παραγωγικού συστήματος της χώρας και του αντίστοιχου πολιτικού για την «προκοπή και καταξίωση» των νέων μας. Η συνθήκη αυτή επιστρέφει στο ελληνικό πανεπιστήμιο, συναντάει τις χρόνιες παθογένειές του και το μετατρέπει σε ένα κοινωνικό μηχανισμό παραγωγής μιας στρατιάς ετεροαπασχολουμένων (κυρίως από τις θεωρητικές σχολές) και άλλης μιας στρατιάς διπλωματούχων προς εξαγωγή, για την κάλυψη των μακροχρόνιων αναγκών της Εσπερίας (κυρίως από τεχνολογικές και υγειονομικές σχολές).
Κοντολογίς, περιποιεί μεγάλη τιμή, που σε τίποτα δεν τους αναλογεί, στις βίαιες ομάδες που δρουν ανεξέλεγκτα στο ελληνικό πανεπιστήμιο, να αναδεικνύονται στο σοβαρότερο διαρθρωτικό εμπόδιο που εμποδίζει την εκτόξευση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο σύμπαν των πιο αναπτυγμένων εκπαιδευτικών δομών του κόσμου μας. Η προσωπική μου εμπειρία, μάλιστα, δείχνει ότι σε περιοχές του πανεπιστημίου που, παρά τον αρνητικό συσχετισμό, γίνεται πραγματικά αξιόλογη δουλειά, η ύπαρξη τέτοιων ομάδων δεν αποτελεί πραγματικό εμπόδιο. Κοινώς, όπου το ακαδημαϊκό περιβάλλον είναι αυτό που έπρεπε να είναι, δημιουργείται μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που «ξερνάει» τις ομάδες αυτές και τα ιδεολογήματά τους. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι η συνέχιση αυτής της δράσης μπορεί να γίνει ανεκτή, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι πολιτικοί και ακαδημαϊκοί προστάτες και χειραγωγοί της βίας (βλέπε ΣΥΡΙΖΑ και «αντισυστημικούς» του ακαδημαϊκού …συστήματος), καθώς οι συμβολικές και ψυχολογικές συνέπειες από την εμπέδωση φαινομένων ανομίας, τρομοκρατίας, εξουσιαστικής επιβολής μιας άποψης και ατιμωρησίας είναι πράγματι σημαντικές, με αντίκτυπο και σε άλλα κοινωνικά πεδία. Θα πρέπει, όμως, να σημειώσουμε εδώ ότι το θεσμικό πλαίσιο είναι πια υπεραρκετό για την αντιμετώπιση της βίαιης ανομίας στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Ήδη με το Νόμο Διαμαντοπούλου από το 2011 και πιο τσεκουράτα (και ανεξέλεγκτα) ακόμη με το Νόμο Κεραμέως από το 2019, η αστυνομία πρακτικά μπορεί να παρέμβει και να δράσει όπως θέλει στο εσωτερικό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Άσυλο έχει πάψει να υφίσταται. Επομένως, η περίφημη (άοπλη) «πανεπιστημιακή αστυνομία» δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συμβολικό πυροτέχνημα που εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες (προβοκάτσια λέγεται, σε μια παλαιότερη πολιτική αργκό) των σημερινών κυβερνόντων και η μελλοντική δράση της το πολύ να περιορίσει φαινόμενα μικρο-παραβατικότητας, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να ανακόψει την πολιτική βία. Με ένα γκλομπ και ένα ζευγάρι χειροπέδες, μέσα σε αχανή κάμπους, δεν γίνεται να αντιμετωπίσει κάποιος έναν καταιγισμό μολότωφ και πετρών˙ ούτε τη σωματική του ακεραιότητα δεν γίνεται να διασφαλίσει. Και όμως, η κοινή γνώμη σπρώχνεται τεχνηέντως να στοιχηθεί υπέρ ή κατά της πανεπιστημιακής αστυνομίας-σάκου του μποξ. Οι μεν κυβερνώντες προσβλέπουν στο ανοιγμένο κεφάλι κάποιου «αστυνομικού», οι δε «προοδευτικοί» αντιπολιτευόμενοι στο ανοιγμένο κεφάλι κάποιου φοιτητή ή «αλληλέγγυου» (από την κανονική αστυνομία που θα σπεύδει κάθε φορά να σώζει τους «συναδέλφους»), ώστε να εμπλουτίσουν την πολιτική τους διαπάλη και να επιβεβαιώσουν τα ιδεολογήματά τους με κάμποσο αίμα και το σχετικό τηλεοπτικό θέαμα. Ο ορισμός της παρακμής.
Ο Κώστας Μπαλατσός στο άρθρο του εισήγαγε μια ακόμα ενδιαφέρουσα οπτική, σε στενή συνάφεια με τον φιλελευθερισμό του φόβου, εκείνη του αγωνιστικού φιλελευθερισμού, δηλαδή της συνεχούς αναδιαμόρφωσης και ανατροφοδότησης των θεσμών, «η οποία πυροδοτείται από την πολιτική δραστηριοποίηση του απλού, μέσου πολίτη, όταν εκείνος εντοπίζει αρρυθμίες και έναν ενδεχόμενο κίνδυνο». Αν υποθέταμε ότι όντως οι «ισχυροί σε αυτό το περιβάλλον» είναι οι βίαιες μειοψηφίες, στις οποίες αποδίδεται η οπισθοδρόμηση του ελληνικού πανεπιστημίου, τότε ποιος είναι ο ανταγωνιστικός πόλος στο σώμα των μέσων φοιτητών/πολιτών που εντοπίζει τις αρρυθμίες και τους κινδύνους και αναλαμβάνει αγωνιστική δράση; Σε επίπεδο διακηρύξεων, τουλάχιστον, είναι η έχουσα για δεκαετίες τα εκλογικά πρωτεία ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, η άλλοτε κραταιά ΠΑΣΠ και διάφορα παραΔΑΠικά σχήματα ανεξαρτήτων που διαφοροποιούνται κυρίως για λόγους αισθητικής από τη ΔΑΠ. Από κοντά, και με λανθάνοντα τρόπο, το ασφαλές καταφύγιο της σε διαρκή άνοδο ΚΝΕ που εξασφαλίζει στα δόκιμα μέλη της ένα τελετουργικό αγωνιστικό προφίλ χωρίς βίαιες εξάρσεις και χωρίς κινδύνους για την μετέπειτα πορεία τους. Πως οργανώνουν, λοιπόν, τη δράση τους οι πρώτες παρατάξεις, που δεδηλωμένα αγωνίζονται για την «προκοπή των φοιτητών και φοιτητριών» και την πρόοδο του πανεπιστημίου; Οργανωμένες εκδρομές τα σαββατοκύριακα για ξεφάντωμα στην Αράχωβα, στη Μύκονο ή στο …Μπάνσκο (με το αζημίωτο για τους επικεφαλής «αγωνιστές»), καταρράκτες από (νοθευμένα) σφηνάκια σε «πάρτυ πρωτοετών» σε γνωστά κλαμπ (πάλι με το αζημίωτο), αγοραπωλησία θεμάτων (με το αζημίωτο «αγωνιστών» και κάποιων μελών ΔΕΠ ή ερευνητών), μαζικές αντιγραφές, εκδουλεύσεις και αμαρτωλές δοσοληψίες με το πιο παρασιτικό κομμάτι των διδασκόντων. Κοντολογίς, ένας χυδαίος ατομισμός και παρτακισμός, με βαρύτατες ιδεολογικές και αισθητικές συνέπειες, βγαλμένος από τα ίδια κατακάθια της μεταπολιτευτικής παρακμής με εκείνον των «βίαιων μειοψηφιών». Με άλλα λόγια, οι «βίαιες πολιτικές μειοψηφίες» έχουν τις «ειρηνικές πολιτικές πλειοψηφίες» που τους αντιστοιχούν. Επομένως, είτε ο αγωνιστικός φιλελευθερισμός είναι άγνωστος (και περισσότερο μια δική μας ευχή) για το μέσο φοιτητή και φοιτήτρια είτε αυτός ο ανθρωπολογικός μέσος όρος κατανοεί διαισθητικά ότι τα προβλήματά του δεν σχετίζονται με τη βίαιη δράση των οργανωμένων τραμπούκων, αλλά με άλλα, πολύ πιο διαρθρωτικά, ζητήματα, στα οποία νιώθει αδύναμος να αντιπαρατεθεί, και προτιμάει τις ατομικές λύσεις ή τη φυγή στην …αδιαφορία. Εξάλλου, αγωνιστικός φιλελευθερισμός (δηλαδή πολιτική δραστηριοποίηση) χωρίς μια φανερή, έστω υποτυπώδη, συλλογική έκφραση και πράξη μου είναι προσωπικά αδιανόητος.
Αν θέλουμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα από τα παραπάνω, είναι ότι το πρόβλημα το ελληνικού πανεπιστημίου είναι πολυπαραγοντικό και μάλλον έχει να κάνει με την δυστυχώς μεγάλη προσαρμογή του σε μια κοινωνία παρασιτική, παραγωγικά και πνευματικά. Η επικέντρωση σε ένα μόνο από τα προς επίλυση ζητήματα -το ζήτημα του «ασύλου» και της «ανομίας»- είναι μοχλευμένη ιδεολογικά και πολιτικά. Διεκπεραιώνεται με εντυπωσιακή ζέση από δύο παρατάξεις, «συντηρητικούς» και «προοδευτικούς», που «βλάπτουν κ’ οι δυο τους την Συρία το ίδιο», παραφράζοντας τον Αλεξανδρινό ποιητή. Δηλαδή, από δύο ιδεολογικά και πολιτικά μπλοκ που το καθένα από τη μεριά του, ή από κοινού, ευθύνονται εις το ακέραιο για την κατάσταση του ελληνικού πανεπιστημίου. Το νόστιμο είναι ότι και οι δύο, «διώκτες» και «υπερασπιστές», διαμορφώνουν τη στάση τους οικειοποιούμενοι μια φιλελεύθερη κριτική. Οι πρώτοι, μιλώντας από τη μεριά ενός φιλελευθερισμού που θεωρεί ότι το κράτος έχει καθήκον να προστατεύει τον πολίτη από την ιδιωτική βία˙ οι έτεροι, μιλώντας από τη μεριά ενός φιλελευθερισμού που θεωρεί ότι ο πολίτης πρέπει να προστατεύεται από την κρατική βία και αυθαιρεσία. Αν μάλιστα το καλοσκεφτούμε, και οι δύο «παρατάξεις» νιώθουν βολικά με δύο από τα κύρια χαρακτηριστικά του όψιμου δυτικού φιλελευθερισμού, την επιτρεπτικότητα και την ανεκτικότητα. Η όλη μεταξύ τους πολεμική εξελίσσεται για το πεδίο στο οποίο αυτά τα δύο χαρακτηριστικά θα κυριαρχούν. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι το ίδιο: ασυδοσία, κατακερματισμός, όλα «για την πάρτη μου» (αυτοπραγμάτωση, λέγεται στη μετανεωτερική αργκό), χλευασμός στη στοχοθεσία και δράση για ικανοποίηση συλλογικών αναγκών. Αν θέλουμε, λοιπόν, να εισάγουμε μια νέα εκδοχή φιλελευθερισμού που να ταιριάζει γάντι σε εκείνους, που τάχα από ιδεολογία και νοιάξιμο, αλληλοσυγκρούονται, για να διατηρήσουν εν τέλει το ελληνικό πανεπιστήμιο εγκλωβισμένο στη δική τους εκδοχή της παρακμής, τότε θα μιλούσαμε για ένα «φιλελευθερισμό της συνενοχής».
Συνοψίζοντας, γνώμη μου είναι ότι στην ανάλυση πολύπλοκων φαινομένων, και ακόμα περισσότερο, πολύπλοκων προβλημάτων, δεν πρέπει να πέφτουμε στην παγίδα της ιδεολογικοποίησης, δηλαδή στη χρήση προκατασκευασμένων νοητικών σχημάτων (καλοί «δεξιοί»-κακοί «αριστεροί», και το αντίστροφο). Αυτός ο τρόπος παρατήρησης των κοινωνικών φαινομένων σε καθιστά μέρος του προβλήματος που καλείσαι να αναλύσεις. Είναι προτιμότερο να παρατηρούμε πώς οι άμεσα εμπλεκόμενοι παρατηρούν ένα (στενό, μόνο) μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας και πώς εκλογικεύουν τη στάση που κρατάνε και να βγάζουμε τα συμπεράσματά μας από αυτό. Ένας τέτοιος τρόπος θέασης των κοινωνικών φαινομένων, πιθανά να μας οδηγεί και σε πιο περιεκτικές λύσεις, αν ποτέ θελήσουμε ως πολίτες, και μέσω του πολιτικού συστήματος, να πάρουμε μέρος στη λήψη συλλογικά δεσμευτικών αποφάσεων για την επίλυση πολύπλοκων κοινωνικών προβλημάτων. Υπό αυτό το πρίσμα, ένας φιλελευθερισμός που προσκαλείται να δώσει «λύσεις» στο πρόβλημα του ελληνικού πανεπιστημίου θα είναι υποχρεωτικά ένας «φιλελευθερισμός με αυταπάτες», διότι από το πλούσιο (δηλαδή, συχνά αντιφατικό) σώμα ιδεών και την πολυδιάστατη ιστορική διαδρομή της καλούμενης φιλελεύθερης σκέψης, θα πρέπει αναγκαστικά να επιλέξει κάποιο μέρος της και μόνο, πιθανώς δε για λόγους πολεμικής και επικράτησης του δυνητικού φορέα του στον αγώνα του για ισχύ.