Κάθε ώριμος πολίτης κυριεύεται από θλίψη, ενίοτε και από θυμό, παρακολουθώντας την κατάσταση στα ακαδημαϊκά ιδρύματα της χώρας. Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος πώς θα καταφέρουμε να απομονώσουμε εκείνες τις αντικοινωνικές δυνάμεις που διασαλεύουν το ακαδημαϊκό περιβάλλον και επιθυμούν τη συντήρηση κάθε ανάξιου προς συντήρηση στοιχείου: αναφέρομαι φυσικά στην αντίληψη περί μιας επαναστατικής νεολαίας, η οποία αντιμετωπίζεται από το ακαδημαϊκό προσωπικό ως μια ιερή αγελάδα, ως φορέας κοινωνικής εξέλιξης και νέων ιδεών, που όλοι πρέπει να σέβονται γιατί είναι το “αύριο αυτού του τόπου”.
Στην πραγματικότητα σε αυτές τις ισχυρές μειοψηφίες ενδημούν όλες οι αρνητικές νοοτροπίες της μεταπολίτευσης, ξεκινώντας από το “ό,τι είναι δημόσιο μου ανήκει” μέχρι το “άσυλο ιδεών”, που επιτρέπει την διακίνηση ιδεών μονάχα σε μια άκρως περιχαρακωμένη και σαφώς οριοθετημένη έκταση, εκτός της οποίας ό,τι κυκλοφορεί κολλάει τη ρετσινιά του “κακού” και άρα απαγορεύεται απαρέγκλιτα η αναπαραγωγή του. Αυτή η νοοτροπία βρίσκει φυσικά πολιτική υποστήριξη στην τωρινή αντιπολίτευση αλλά, και συγγνώμη που θα το πω, υποστηρίζεται τόσα χρόνια -έμμεσα ή άλλες φορές πιο άμεσα- από όλες τις κυβερνήσεις σε μια προσπάθεια να μην προκαλέσουν αναταραχές και κοινωνικές έριδες.
Ακόμα και οι νόμοι που έχουν ψηφιστεί μέχρι τούδε, παρότι τελευταία κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αντανακλούν την επιθυμία του πολιτικού προσωπικού της χώρας να μην συγκρουστεί με αυτές τις οπισθοδρομικές δυνάμεις, ιδιαιτέρως δε επειδή οι πολιτικοί μας υπολογίζουν περισσότερο το πολιτικό κόστος παρά τον αντίκτυπο της δράσης αυτών των δυνάμεων στη δημόσια σφαίρα, στο κύρος της χώρας, και σε τελική ανάλυση στην ίδια την πρόοδο όσων νέων επιθυμούν να σπουδάζουν σε ένα υγιές ακαδημαϊκό περιβάλλον. Άλλωστε, οι πολιτικοί μας ενδιαφέρονται να διατηρούν την εικόνα του φιλελεύθερου και του προοδευτικού στα λόγια και όχι στις πράξεις, αντίθετα από τα λόγια του Αισχύλου “οὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος, ἀλλ᾽ εἶναι θέλει”. Υπό αυτή την έννοια, οι νόμοι που ψηφίζονται σχετικά με τα ΑΕΙ στοχεύουν στη διατήρηση του status quo και όχι στην δημιουργία ενός νέου, ποιοτικού, προοδευτικού και πραγματικά φιλελεύθερου πλαισίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να στρέψω την προσοχή μας στον φιλελευθερισμό του φόβου, ένα είδος φιλελευθερισμού αρκετά παραγκωνισμένου στην Ελλάδα, που συνδέθηκε με τη φιλόσοφο Judith Shklar. Εικάζω ότι έχει κάποια αξία να τον εντάξουμε στις συζητήσεις μας για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στα ΑΕΙ, όχι επειδή μπορεί να μας προσφέρει πρακτικές λύσεις αλλά γιατί δύναται να εμπλουτίσει τα ερμηνευτικά μας εργαλεία, την νοοτροπία μας, και τελικά τον τρόπο που συνδιαλεγόμαστε. Εξάλλου οι αποτελεσματικές λύσεις, αν δεν είναι αποτέλεσμα τυχαίων διεργασιών -περίπτωση εξαιρετικά απίθανη-, υποβαστάζονται και ανατροφοδοτούνται συνεχώς από τη φρόνηση και την ικανότητα των εμπνευστών τους. Επομένως, έχει κάποια αξία να ξεκινήσουμε από ένα θεωρητικό πλαίσιο πριν φτάσουμε στο πιο πρακτικό.
Το ιδιαίτερο στοιχείο αυτού του φιλελευθερισμού, πάντα κατά την ταπεινή μου άποψη, έγκειται στο πώς αντιλαμβάνεται τη κοινωνία και την πολιτική. Παρότι δεν αρνείται τη σημασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για μια φιλελεύθερη κοινωνία, θεωρεί ότι αυτά απορρέουν μέσα από μια συγκεκριμένη κοινωνική σχέση: τη σχέση μεταξύ ισχυρών και αδύναμων. Τα δικαιώματα υπάρχουν όχι φύσει αλλά νόμω, για να θωρακίζουν τους αδύναμους είτε από τις αυθαιρεσίες του κράτους είτε από υποδεέστερες ισχυρές ομάδες. Από τούτη τη σχέση εκπηγάζει ο φόβος των ανθρώπων, το πλέον πανανθρώπινο συναίσθημα, για τη δυνητική σκληρότητα των ισχυρών κάθε είδους, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο τον μέσο πολίτη ως έναν αεικίνητο φορέα επαγρύπνησης, επίβλεψης και εντοπισμού υφιστάμενων καταχρήσεων.
Αυτός ο φιλελευθερισμός, που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε και αγωνιστικό φιλελευθερισμό λόγω του ότι δεν επαναπαύεται κυριολεκτικά ποτέ, πλεονεκτεί σε ένα πολύ βασικό σημείο σε σχέση με τον φιλελευθερισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: η εναρκτήρια δήλωσή του δεν αφορά κάποιο φυσικό δίκαιο και μια προκαθορισμένη κανονιστική τάξη μέσα από την οποία απορρέουν θεμελιώδη δικαιώματα αλλά, σαν ένα είδος ρεαλισμού της εσωτερικής πολιτικής, αντικρίζει το κοινωνικό σώμα έτσι όπως πραγματικά είναι, δίχως εξωραϊσμούς. Εντοπίζει τον υφέρποντα φόβο των ανθρώπων για την ενδεχόμενη σκληρότητα των ισχυρών, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους όχι μέσω της επίκλησης του φυσικού δικαίου αλλά από τη συνεχή αναδιαμόρφωση και ανατροφοδότηση των θεσμών, η οποία πυροδοτείται από την πολιτική δραστηριοποίηση του απλού, μέσου πολίτη, όταν εκείνος εντοπίζει αρρυθμίες και έναν ενδεχόμενο κίνδυνο.
Η λειτουργία του νόμου, παρότι δεδομένη και αναγκαία για μια φιλελεύθερη κοινωνία, παραμένει στατική και τρόπον τινά τυφλή σχετικά με την εξέλιξη των κοινωνικών συνθηκών. Αγνοεί, όχι ένεκα μιας εγγενούς αδιαφορίας αλλά εξαιτίας της φύσης του, το πώς διαμορφώνεται η κοινωνία και, συνεπώς, αγνοεί το αν πλέον η λειτουργία του ανταποκρίνεται στον λόγο ύπαρξής του. Με αυτόν τον τρόπο ο απλός πολίτης μετατρέπεται σε εκείνο τον φορέα αλλαγής και προόδου, ο οποίος μέσα από την πολιτική του εγρήγορση και αγρυπνία είναι έτοιμος να υποστηρίξει αλλαγές και μεταρρυθμίσεις προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας. Τι σχέση άραγε θα μπορούσε να έχει αυτός ο φιλελευθερισμός με την τραγική κατάσταση των ΑΕΙ σήμερα;
Έχοντας σκιαγραφήσει τις συνθήκες των ακαδημαϊκών μας ιδρυμάτων, αντιλαμβανόμαστε με πικρία ότι οι ισχυροί σε αυτό το περιβάλλον είναι αυτές οι μειοψηφίες που περιγράψαμε προ ολίγου: φορείς μιας οπισθοδρομικής αντίληψης για τον δημόσιο χώρο αλλά και τη ζωή γενικότερα, τρομοκρατούν φοιτητές και καθηγητές που αντιστέκονται στην παρακμή, λεηλατούν την δημόσια περιουσία, παρακωλύουν την ερευνητική διαδικασία, και γενικότερα συμπεριφέρονται με έναν τρόπο αυταρχικό, επιδεικνύοντας σε κάθε ευκαιρία τη δύναμή τους. Μια δύναμη, που δυστυχώς παρέβλεπε μέχρι πριν λίγο καιρό όλος ο πολιτικός κόσμος, και που συνεχίζει να ταλαιπωρεί τα όνειρα χιλιάδων νέων και γονιών, για προκοπή, καταξίωση και πρόοδο. Θα μου προτάξετε το επιχείρημα ότι οι νόμοι υπάρχουν αλλά δεν εφαρμόζονται. Όχι, θα ανταπαντήσω, οι υπάρχοντες νόμοι δεν επαρκούν ούτε για να λύσουν το πρόβλημα ούτε και για να το καλυτερεύσουν. Άλλωστε, η αδυναμία των νόμων για την αντιμετώπιση της κατάστασης έχει τονιστεί από ανθρώπους πολύ πιο αρμόδιους από μένα.
Κλείνοντας, θα ήθελα να καταδείξω την ανάγκη υιοθέτησης μιας νοοτροπίας που θα μας κάνει πιο υπεύθυνους απέναντι στον εαυτό μας αλλά και απέναντι στις επόμενες γενιές, οι οποίες έχουν κάθε δικαίωμα να σπουδάσουν σε υγιή πανεπιστήμια όπως γίνεται σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Όμως, η συζήτηση για αυτονόητα δικαιώματα όπως η εξασφάλιση υγιούς και υψηλών προδιαγραφών εκπαίδευσης φαίνεται ότι δεν βρίσκει ευήκοα ώτα, μιας και η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έκλεισε τα μάτια της στην καταπάτηση των δικαιωμάτων χιλιάδων φοιτητών, ενώ είδε πρόσφατα καταπάτηση των δικαιωμάτων όσων κρατούσαν βαριοπούλες και κράνη. Όπως φαίνεται, ο διάλογος δεν μπορεί να εδράζεται στα παραβιασμένα δικαιώματα των απλών φοιτητών, όχι μόνο γιατί η επίκλησή τους δεν λύνει αυτομάτως το πρόβλημα αλλά και επειδή η παραβίασή τους καταγγέλλεται μονομερώς. Αυτό που χρειαζόμαστε τελικά είναι η άμεση και αποτελεσματική κινητοποίηση των θεσμών, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μονάχα μέσα από την έγκαιρη δραστηριοποίηση του ακαδημαϊκού προσωπικού που βρίσκεται καθηλωμένο δυστυχώς σε μια παθητική παρατήρηση. Τι μένει; Ο μέσος πολίτης, ο απλός φοιτητής, οι γονείς που πληρώνουν τα σπασμένα. Σε αυτό το σημείο έρχεται ο αγωνιστικός φιλελευθερισμός, ένας φιλελευθερισμός χωρίς αυταπάτες, να δώσει φωνή σε ένα κομμάτι της κοινωνίας, την αγωνία της οποίας οι ιθύνοντες κάνουν ότι δεν ακούν· άλλα μέσα δεν υπάρχουν σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, όμως και αυτά αρκούν, αρκεί να τα αξιοποιήσουμε σωστά. Από εμάς εξαρτάται.