Eugenè Burnand (1850-1921) – Woman with ring

Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γ. Κουτσαντώνης, Μ. Θεοδοσιάδης και Κ. Μπαλατσός

Ο υστερικός «συλλογισμός» που σχηματίζεται στο παρακάτω γραφικό, αν και είναι επιπέδου δημοτικού, έχει αρχίσει ήδη να αναπαράγεται στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης μετά τη σχετική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ να εκχωρήσει στις Πολιτείες της αμερικανικής ομοσπονδίας το δικαίωμα να καθορίζουν τα όρια, τους όρους και γενικότερα το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά στις εκτρώσεις. Πριν δούμε τι κρύβεται πίσω από αυτή την απλοϊκή, ακραία και προσβλητική για κάθε κοινωνία σκέψη, θα χρειαστεί να γίνουν ορισμένες επισημάνσεις.

Καταρχάς πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι δεν απαγορεύτηκαν οι αμβλώσεις στις ΗΠΑ, όπως αναπαράγουν με εμμονικό τρόπο κάποια ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Αυτό που απαγορεύτηκε είναι στην κεντρική εξουσία, στην Ουάσιγκτον δηλαδή, να επιβάλλει τα «θέλω» της στις Πολιτείες των ΗΠΑ, οι οποίες θα μπορούν στο εξής να ρυθμίζουν από μόνες τους ζητήματα, νομικά και άλλα, που σχετίζονται με τις εκτρώσεις (όπως την εβδομάδα κύησης όπου θα επιτρέπεται η άμβλωση). Πιο συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο ήρε μια απόφαση της δεκαετίας του ’70, η οποία υποχρέωνε όλες τις Πολιτείες να νομιμοποιήσουν τις αμβλώσεις. Με την ανατροπή της συγκεκριμένης απόφασης ουσιαστικά επιστρέφει το δικαίωμα της νομιμοποίησης ή της απαγόρευσης των αμβλώσεων στα νομοθετικά σώματα των Πολιτειών, βάσει του φεντεραλιστικού προτύπου του Αμερικανικού πολιτεύματος. Στα πλαίσια του ομοσπονδιακού κράτους, κάθε Πολιτεία απολαμβάνει σχετική αυτονομία σε επιμέρους θέματα (όπως οι αμβλώσεις και η οπλοκατοχή). Αποτρέπεται, με άλλα λόγια, η υπερίσχυση της κεντρικής εξουσίας πάνω σε πολιτειακούς φορείς οι οποίοι ενδέχεται, από την πλευρά τους, να επιβάλουν ακόμη και συντηρητικές θέσεις. Υπάρχει ένας σαφής λόγος για τον οποίο οι Αμερικανοί Εθνοπατέρες επέλεξαν αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης: όπως μας πληροφορούν πλήθος ιστορικοί (βλ. Jonathan Israel, James Kloppenberg, κ.ά.), στόχος του φεντεραλισμού είναι η αποφυγή του συγκεντρωτισμού που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια νέα δεσποτεία, εφάμιλλη αυτής που οι Αμερικανοί επαναστάτες του 1776 προσπάθησαν να αποφύγουν, γκρεμίζοντας κάθε γέφυρα με τη Βρετανική μοναρχία. Κάποιοι βέβαια θα ισχυριστούν εδώ ότι δεν έχουμε να κάνουμε με υπεράσπιση του φεντεραλισμού, αλλά μιας νοοτροπίας, η οποία έχει τις ρίζες της στον βαθύ οπισθοδρομισμό του Αμερικανικού Νότου, ένας οπισθοδρομισμός που μας πάει ακόμα και στην εποχή της δουλείας. Αληθεύει ότι ο Αμερικανικός Νότος διατηρεί σε μεγάλο βαθμό κοινωνικές αντιλήψεις οι οποίες για τα πρότυπα του προοδευτικού και (υπερ)φιλελεύθερου Βορρά φαίνονται οπισθοδρομικές, εξωφρενικά συντηρητικές και κρίνονται απαράδεκτες, καθότι δεν συμβαδίζουν με το πρότυπο της εξύψωσης του ατομικού δικαιώματος έναντι κάθε άλλης αξίας. Βέβαια, ξεχνούν ότι μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που στρέφονται ενάντια στις αμβλώσεις, είναι προτεστάντες Αφροαμερικανοί, οι οποίοι ενδέχεται να έχουν συμβάλει, με τον τρόπο τους, στη διαμόρφωση αντιλήψεων ενάντια στους φυλετικούς αποκλεισμούς παλαιότερων δεκαετιών. Επίσης, ενδέχεται σκεπτικιστές και/ή άνθρωποι κατά των αμβλώσεων να είναι γυναίκες οι οποίες συνήθως προέρχονται από προτεσταντικούς/Ευαγγελικούς κύκλους. Σε αυτή την περίπτωση, οι θεράποντες της προοδευτικής ιδεολογίας, ισχυρίζονται, ότι οι συγκεκριμένες γυναίκες έχουν εσφαλμένη συνείδηση, γι΄ αυτό και στρέφονται ενάντια στο φύλο τους και ότι οι Αφροαμερικανοί, που είναι κατά των αμβλώσεων, υποστηρίζουν ένα σύστημα καταπίεσης που στο παρελθόν είχε στραφεί εναντίον τους. Στην πραγματικότητα, αυτή η στάση, να ισχυρίζεται δηλαδή κανείς ότι οι «πραγματικές γυναίκες» και οι «πραγματικοί μαύροι» είναι μόνο αυτοί που ασπάζονται την προοδευτική ιδεολογία, δεν υποδηλώνει τίποτα περισσότερο από χυδαίο πατερναλισμό και ελιτισμό. Ας αναρωτηθούμε επίσης το εξής: αν πραγματικά υποθέσουμε ότι ο Νότος είναι πιο οπισθοδρομικός σε σχέση με τον Βορρά, μήπως αυτό οφείλεται, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, στο γεγονός ότι ο φιλελεύθερος Βορράς, με τον έντονο μηδενισμό του, δεν κατάφερε να εμπνεύσει τους ανθρώπους του Νότου; Διότι νομίζουμε ότι τους απογοήτευσε με την υποτίμηση, την αδιαφορία και με μια γενικότερη στάση που τους καθιστούσε επί μακρόν αόρατους.

Επομένως, αυτή η δικαστική απόφαση στις ΗΠΑ είναι, υπό μια έννοια, μια νίκη της αμερικανικής δημοκρατίας, διότι λειτουργεί αποσυγκεντρωτικά και δίνει λόγο στις Πολιτείες οι οποίες με τη σειρά τους δίνουν λόγο στους πολίτες τους που εκλέγουν Κυβερνήτες. Στην Ελλάδα βεβαίως, που το κράτος είναι άκρως συγκεντρωτικό και πρωθυπουργοκεντρικό, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι η δημοκρατία στις ομοσπονδίες – και ειδικά σε μια τόσο προηγμένη όπως των ΗΠΑ – δεν λειτουργεί όπως νομίζουν ή όπως θα ήθελαν οι ίδιοι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα Συντάγματα είναι πολιτικά κείμενα και όχι ιερά βιβλία που, όπως και παλαιότερες δικαστικές αποφάσεις, δεν είναι πράγματα αμετάβλητα μέσα στο χρόνο. Μπορεί να αλλάξουν ώστε να προσαρμοστούν στα θέλω και στις ανάγκες μιας κοινωνίας του σήμερα. Είναι γνωστό ότι η δημοκρατία ενίοτε μπορεί να αποφασίσει πράγματα που σε κάποιους δεν αρέσουν και που μπορεί να τα χαρακτηρίσουν με τα πρόσημα που επιθυμούν, αλλά η ίδια δεν παύει να είναι ένα πολίτευμα – που έχει ως βασική του αρχή τη βούληση της πλειοψηφίας και που σέβεται τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, χωρίς βέβαια να αγνοείται το γεγονός ότι και οι δικαστικές αρχές καλούνται να ψυχογραφήσουν το κοινωνικό κλίμα που επικρατεί γύρω τους. Σίγουρα πάντως, η δημοκρατία, δεν είναι το νομιμοποιητικό εργαλείο κάποιας συγκεκριμένης ιδεολογίας (φιλελεύθερης, μαρξιστικής ή άλλης). Διότι αν πραγματικά ισχυριστούμε ότι μια δημοκρατία έχει αξία μόνο όταν σέβεται κάποιες φιλελεύθερες αξίες, τότε στην πραγματικότητα δεν επικαλούμαστε τη δημοκρατία, αλλά τη δημοκρατική επιβεβαίωση και επικράτηση των αξιών που μόνον εμείς κρίνουμε ορθές. Υπό διαφορετική διατύπωση, η δημοκρατία δεν είναι το πολίτευμα της μεταφυσικής του σωστού, αλλά το πολίτευμα της ευθύνης για τους λόγους και τις πράξεις μας. Οι συλλογικές αποφάσεις δεν σημαίνει a priori και αξιωματικά ότι είναι και «σωστές». Πράγματι, μια πλειοψηφία ενδέχεται να λάβει αποφάσεις οι οποίες δεν θα ικανοποιούν κάποια φιλελεύθερα αιτήματα. Η διαφορά της δημοκρατίας από ένα καθεστώς απόλυτης ειδικοκρατίας είναι ότι στην πρώτη περίπτωση οι πολίτες επωμίζονται τα δικά τους λάθη και όχι τα λάθη άλλων (των «ειδικών»). Επιπλέον, τα φιλελεύθερα κεκτημένα δεν αποτελούν δημιουργήματα ex nihilo, όπως συχνά πυκνά αφήνουν να εννοηθεί οι υπερασπιστές τους. Αυτά τα κεκτημένα ήταν το αποτέλεσμα των αιτημάτων που είχαν εμποτίσει τις ατομικές συνειδήσεις πριν γίνουν συλλογικές πράξεις στον δυτικό κόσμο, εξυπηρετώντας συγκεκριμένες ανάγκες, όπως την έξοδο της Δύσης από τη δεσποτεία της φεουδαρχίας. Οι αξίες λοιπόν καλλιεργούνται, δεν έρχονται άπαξ και δια παντός, και καλλιεργούνται μονάχα μέσα στον κοινό κόσμο της πράξης και της ομιλίας. Ως εκ τούτου, οι προοδευτικοί πέφτουν σε έναν παράλογο ιδεαλισμό, περιμένοντας πρώτα να αναδυθεί ο ιδεατός τύπος του πολίτη και έπειτα να του επιτραπεί κάποια δημοκρατική δράση. Στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει πάντα το αντίθετο. Μέσω της καθημερινής τριβής των υπαρκτών προσώπων σφυρηλατούνται οι εκάστοτε αξίες και εμπεδώνονται στο πολιτικό σώμα. Αξίζει να θυμηθούμε, στο σημείο αυτό, τις δράσεις του Martin Luther King, κατά την περίοδο του Civil Rights Movement, οι οποίες είχαν στόχο όχι να περιορίσουν την πολιτική δράση των Αμερικανών του Νότου, ώστε να αρθούν οι αποκλεισμοί των Αφροαμερικανών, αλλά να πραγματοποιηθεί μια ειρηνική μεταστροφή της κοινής γνώμης. Αξίζει κανείς να μελετήσει τόσο κείμενα του ίδιου του King, όσο και άλλων ιστορικών, όπως ο Taylor Branch, ο David Garrow και ο James Collaiaco, όπου αναγράφονται οι τρόποι με τους οποίους οι ακόλουθοι του King, μέσα από ζωντανές ζυμώσεις με την κοινωνία, στο Southern Christian Leadership Conference, κατάφεραν να μεταστρέψουν την κοινή γνώμη των Αμερικανών, κυρίως του Νότου, οι οποίοι σαφέστατα (και μάλιστα στη μεγάλη πλειοψηφία τους) τάσσονταν υπέρ του αποκλεισμού των Αφροαμερικανών.

Δυστυχώς η συλλογιστική φτώχεια και η κοινωνική εχθροπάθεια είναι διάχυτες στην εποχή μας. Κάποιοι αδυνατούν να καταλάβουν – και άλλοι να δεχτούν – ότι τα ατομικά δικαιώματα πολύ ευκολά μπορούν να μετατραπούν σε μια κούφια υπόθεση, που ελάχιστη σχέση έχει με το φιλελευθερόμετρο που ο καθένας έχει από χθες ανά χείρας ελέγχοντας τη σχετική συμμόρφωση ή μη. Εδώ ακριβώς κρίνεται απαραίτητο ένα ερώτημα: Πόσο φιλελεύθερο είναι άραγε να θεωρείς αναφαίρετο δικαίωμά σου, όταν μάλιστα σε ορισμένες φορές εξαρτάται, από τη δική σου αβλεψία, ανωριμότητα, ανευθυνότητα κ.λπ., να αφαιρέσεις μια ζωή που δεν σου φταίει σε κάτι απλά και μόνο επειδή έχεις την «εξουσία» να το κάνεις; Πολλοί ξεχνούν ότι ένα κράτος δικαίου δεν αφορά μόνο τις σχέσεις μεταξύ κράτους – ατόμων, αλλά και ατόμων μεταξύ ατόμων. Βέβαια το έμβρυο κατά τη δίκη τους αντίληψη δεν είναι άτομο, με τη στενή σημασία του όρου, και εδώ ακριβώς βρίσκεται όλη η υποκρισία του συλλογισμού. Ας θυμηθούμε ότι κατά την αρχαιότητα οι στωικοί πίστευαν ότι το έμβρυο δεν έχει Λόγο. άρα δεν είναι πρόσωπο. Δυστυχώς τα μυαλά κάποιων από τότε δεν προχώρησαν και πολύ και ενώ παρουσιάζουν αταβιστικές ή αρχαιοπρεπείς πτυχές στη σκέψη τους, αυτοχαρακτηρίζονται προοδευτικοί και προχωρημένοι. Στην πραγματικότητα είναι ιδεολόγοι που κατά βάθος απεχθάνονται τη δημοκρατία. Και αυτό ακριβώς κρύβεται πίσω από αυτό το παραπάνω απλοϊκό γράφημα: ο ελιτισμός, η χυδαιότητα και ένα βαθύ κεκαλυμμένο μίσος για τη δημοκρατία και την κοινωνία. Ένα μίσος που είναι υπόκωφο και φουντώνει κάθε φορά που η πλειοψηφία δεν συμφωνεί με κάτι που κραυγάζουν ορισμένες μειοψηφίες ή κάποιες ελίτ με μεγάλη γλώσσα ή όταν μια απόφαση της Δικαιοσύνης δεν κρίνεται ικανοποιητική. Ωστόσο, δεν είναι μόνο ζήτημα δημοκρατίας και ελιτισμού, είναι και ζήτημα επικίνδυνης προσέγγισης των κοινωνικών πραγμάτων (και των δικαιωμάτων). Πρόκειται για τη λογική του «κάνε ό,τι επιθυμείς, αρκεί να μην ενοχλείς τον άλλο», που υποστηρίζει ότι «δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο άτομο», κάτι εντελώς ειρωνικό, ειδικά όταν ακούγεται από ανθρώπους που χαρακτηρίζονται αντιθατσερικοί. Αυτός ο τραχύς ατομικισμός παραβλέπει το σημαντικότερο: για να έχουν οι άνθρωποι κάποια δικαιώματα (όποια), ακόμη και στην υστερία και στο μίσος τους για τη δημοκρατία των «οπισθοδρομικών», έχουν ανάγκη την κοινωνία και μάλιστα μια κοινωνία που θα διέπεται από μια κουλτούρα της ευθύνης και της υποχρέωσης. Ασφαλώς η κοινωνία υπάρχει και φροντίζει για την ελευθερία και την ασφάλεια των ανθρώπων της, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που την υποτιμούν, την απεχθάνονται, παραβλέπουν τα θέλω της, ή την θεωρούν υπεύθυνη για όλα τα κακά του κόσμου – από τον συντηρητισμό, μέχρι τον σκοταδισμό, την «θεοκρατία» και την οπισθοδρόμηση.

Εντούτοις, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι γράφοντες δεν είμαστε κατά των αμβλώσεων (δικαίωμα που πρέπει να προστατευτεί), είμαστε υπέρ, αλλά με προϋποθέσεις γιατί πιστεύουμε ότι – όπως και με καθετί άλλο που αφορά στον άνθρωπο – πρέπει να υπάρχουν όροι, όρια, υπευθυνότητα, σοβαρότητα, δημοκρατική ισορροπία και φυσικά αίσθηση των προτεραιοτήτων. Όταν ο κόσμος περνάει ένα τεράστιο ενεργειακό πρόβλημα, η Αφρική κινδυνεύει από επισιτιστική κρίση που προκαλεί η Ρωσία, η Ευρώπη έχει εισέλθει σε πληθωριστικό σπιράλ, ενώ ταυτόχρονα ο Πούτιν απειλεί με πυρηνικά όπλα, οι αμβλώσεις σαφώς δεν μπορεί να αποτελούν προτεραιότητα. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι η αμερικανική κοινωνία, εδώ και καιρό, περνάει μια πολύ δύσκολη περίοδο και είναι ιδιαίτερα επιρρεπής σε διχασμούς. Έτσι, η επιλογή του χρόνου, να εκδοθεί τώρα η συγκεκριμένη απόφαση για τις αμβλώσεις (που αναμφισβήτητα θα πολώσει εσωτερικά τις ΗΠΑ), δεν είναι καθόλου καλή. Και δεν είναι καθόλου καλή γιατί οι διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ με τις αναθεωρητικές δυνάμεις του 21ου αιώνα (Κίνα, Ρωσία, Τουρκία) βρίσκονται σε κομβικό σημείο. Μια Αμερική σε αστάθεια σημαίνει διεθνής αστάθεια κάτι που γίνεται βούτυρο στο ψωμί των ανταγωνιστών της που καραδοκούν ώστε να εκμεταλλευτούν κάθε προβληματική εσωστρέφεια.

Από την άλλη, ενώ δικαίως καταγγέλλεται ο λεγόμενος «τραμπισμός» και οι συχνά χυδαίες εκφάνσεις του, θα πρέπει να σκεφτούμε, με σοβαρότητα, τι και ποιοι οδήγησαν στην άνοδό του. Αυτή είναι μια τεράστια συζήτηση που δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ, ωστόσο αφορά και τις επιλογές/στάσεις του Αμερικανικού προοδευτικού Βορρά (αποβιομηχάνιση, άνοδο της woke κουλτούρας, πολιτική ορθότητα, απαξιωτικές ρητορικές, κλπ). Δυστυχώς, σε πολλούς, δεν έχει γίνει κατανοητό ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει γνώμη, για οποιοδήποτε ζήτημα, κάποιος από τον αμερικανικό Νότο ή την καρδιά των ΗΠΑ, αν ένας Νεοϋορκέζος τον χλευάζει και τον αποκαλεί συνεχώς, οπισθοδρομικό, σκοταδιστή, οπαδό της θεοκρατίας, θρησκόληπτο κ.λπ. Πολύ περισσότερο όταν η ίδια η Νέα Υόρκη και η Ουάσιγκτον, σε πολύ μεγάλο βαθμό, είναι άμεσα υπεύθυνες για την άνοδο του Τραμπ και για την πίστη που του έδειξε μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος.

Καταλήγοντας, κρίνεται σκόπιμο να κλείσει αυτή η σύντομη ανάλυση με ένα απόσπασμα από τον Θουκυδίδη: «Οι αρχηγοί των κομμάτων, στις διάφορες πολιτείες, πρόβαλλαν ωραία συνθήματα. Ισότητα των πολιτών από τη μια μεριά, σωφροσύνη της αριστοκρατικής διοίκησης από την άλλη. Προσποιούνταν έτσι ότι υπηρετούν την Πολιτεία, ενώ πραγματικά ήθελαν να ικανοποιήσουν προσωπικά συμφέροντα και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Τούτο τους οδηγούσε να κάνουν τα φοβερότερα πράγματα επιδιώκοντας να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους, όχι ώς το σημείο που επιτρέπει η δικαιοσύνη ή το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις αγριότερες πράξεις, με μοναδικό κριτήριο την ικανοποίηση του κόμματός τους. Καταδίκαζαν άνομα τους αντιπάλους τους ή άρπαζαν βίαια την εξουσία, έτοιμοι να κορέσουν το μίσος τους. Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό κι εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις. Όσοι πολίτες ήσαν μετριοπαθείς θανατώνονταν από την μια ή την άλλη παράταξη, είτε επειδή είχαν αρνηθεί να πάρουν μέρος στον αγώνα, είτε επειδή η ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσαν να επιζήσουν προκαλούσε εναντίον τους τον φθόνο.»

(Θουκυδίδης, Ιστορία, 3.82.)