Βασισμένο σὲ ἄρθρο ποὺ ἀρχικὰ δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα Ἀνατολή, Μάρτιος – Ἀπρίλιος 2022, σ.4.

Ἡ ἔννοια λαϊκὸς οἰκουμενισμός, ὅπως τὴν ἔχουμε ἀναλύσει στὸ τρίτο καὶ τέταρτο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ τῆς ἱστοσελίδας, παραπέμπει σὲ ἔναν ἱδιόμορφο κοσμοπολιτισμό, ὁ ὁποῖος δὲν ἀποτελεῖ παρὰ κεκτημένο τοῦ οἰκουμενικοῦ καὶ ἀνθρωποκεντρικοῦ πνεῦματος τοῦ ἑλληνισμοῦ. Στὴν πραγματικότητα, τὸ κεκτημένο τῆς κοσμο-πολιτεῖας ἑδραιώνεται κατὰ τὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο, ὅπου τὸ κέντρο βάρους καὶ ἄσκησης πολιτικῆς στὸν ἑλληνικὸ κόσμο παύει νὰ εἶναι ἡ πόλις-κράτος ἐξ ὁλοκλήρου. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ξεκινᾶ ἡ οἱκουμενικὴ στροφή, ἡ ὁποῖα ἀναμένεται νὰ κορυφωθεῖ ἐντὸς τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς. Ὑπό διαφορετικὴ διατύπωση, κατὰ τὴ μετάβαση στὴν οἰκουμένη, τὸ ἐνδιαφέρον στρέφεται ἀπὸ τὴν τοπικὴ πολιτεία στὴν κοσμο-πολιτεία. Μὲ βάση τὸν Samuel Edward Finner, τὸ τέλος τὴς κρατοκεντρικῆς περιόδου συμματοδοτεῖ τὸ τέλος τῆς δημοκρατίας, ὅπως τὴ συναντά κανείς ἐντὸς συγκεκριμένων ἑλληνικὼν πόλεων. Τὰ πολιτεύματα ποὺ κυριαρχοῦν κατὰ τὴν πρώιμη οἰκουμενικὴ ἐποχή, δηλαδὴ κατὰ τὰ ἑλληνιστικὰ χρόνια, εἶναι κυρίως μοναρχικὰ, ὁλιγαρχικὰ, ἀλλὰ ὡς ἔνα βαθμὸ καὶ ἀντιπροσωπευτικά, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ δήμος παραμένει βασικὸς ἐντολὲας τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἡ ὁποία κατέχει τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀντιπροσώπου/ἐντολοδόχου. Πέρα ἀπὸ τὶς εὐρωκεντρικὲς ἀφηγήσεις, οι ὁποῖες δίκην ἐπιβεβαίωσης τοῦ πολιτικοῦ συστήματος ποὺ ὁ δυτικὸς Διαφωτισμὸς ὑπερασπίστηκε ὡς ἰστορικὸ δημιούργημα ἀνώτερο ὅλων τῶν ὑπόλοιπων ποὺ ἔχει γνωρίσει ἡ ἀνθρωπότητα (ἀφηγήσεις ποὺ ἐνστερνίζεται σχεδὸν σύσσωμη ἡ σχολὴ τῶν λεγόμενων μοντερνιστῶν βυζαντονιλόγων, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Romilly James Heald Jenkins καὶ ὁ Cyril Mango), άφηγήσεις ποὺ ταυτίζουν τὸ Βυζάντιο μὲ τὴν ἀπολυταρχία καὶ τὸν σκοταδισμό, μιὰ πιο προσεκτικὴ ἐρμηνεία καὶ ἀποκωδικοποίηση τῶν ἱστορικῶν πηγῶν μᾶς ὡθεῖ σὲ διαφορετικοῦ τύπου συμπεράσματα: τὸ βυζαντινὸ κράτος δὲν εἶναι μοναρχικὸ κράτος ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο. Κατὰ βάση, πρόκειται γιὰ μιὰ πολιτεία μεικτοῦ πολιτεύματος, ὅπως ἀναφέρει ὁ Anthony Kaldellis. Βεβαίως, θὰ φάνταζε ὑπερβολὴ νὰ ἰσχυριστεῖ κανείς ὅτι ἡ Βυζαντινὴ πολιτεία άκολουθεῖ τὸ ρεπουμπλικανικὸ παράδειγμα τοῦ Κικέρωνα περί μεικτοῦ πολιτεύματος (μὲ θεσμοὺς μοναρχικοὺς, δημοκρατικούς καὶ ἀριστοκρατικοὺς σὲ πλήρη ἰσορροπία), ὁπως πάνω κάτω ὑποστηρίζει ὁ Kaldellis κάνοντας λόγο γιὰ τὴ Ρωμαϊκὴ κληρονομιὰ τοῦ Βυζαντίου. Μήτε ἀπὸ τὴν ἄλλη ὑπάρχει κάποιο βάσιμο στοιχεῖο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μὰς ἐπιτρέψει νὰ μιλήσουμε γιὰ δημοκρατία στὸ Βυζάντιο. Ὡστόσο, θὰ μποροῦσε κανείς νὰ μιλήσει γιὰ τὴ Βυζαντινὴ κοσμο-πολιτεία, δηλαδὴ γιὰ ἔνα sui generis σύστημα διακυβέρνησης, ἱκανὸ νὰ δημιουργεῖ συνέργεια μεταξὺ πόλεων, τὶς ὁποίες ὑποχρεώνει νὰ συμμορφώνονται μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς διοίκησης τῆς βασιλεύουσας μητρόπολης, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ δεύτερη εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ σέβεται μέρος τῆς πολιτικῆς αὐτονομίας τῶν πρώτων, δηλαδὴ νὰ μὴν παρεμβαίνει στοὺς τοπικοὺς συμμετοχικοὺς θεσμοὺς. Ἡ διοίκηση τῆς μητρόπολης, ὁ βασιλέας, ἀσκεῖ ἔννομη ἐπιστασία, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης Ζωναράς, καὶ οἱ νομοθετικές του ἁρμοδιότητες περιορίζονται σὲ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν τὸν πόλεμο, τὴ διοίκηση τοῦ παλατιοῦ καὶ τῆς έκκλησίας καί, τέλος, τὶς σχέσεις μεταξὺ πόλεων. Ἔτσι, λοιπὸν, ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐδραίωση τοῦ κοσμοπολιτειακοῦ πολιτεύματος, τὸ ὁποῖο συνδιάζει μοναρχικοὺς, συμμετοχικοῦς, αντιπροσωπευτικοὺς καὶ ἀριστοκρατικοὺς θεσμούς, ὅχι ὅμως στὴ μικρὴ γεωγραφικὴ κλίμακα, ὅπως ἡ πολιτεία τοῦ Κικέρωνα, ἀλλὰ σὲ ἐπίπεδο οἱκουμένης.

Ἡ χρήση τοῦ ὅρου «λαϊκὸς οἰκουμενισμὸς» ἐξυπηρετεῖ τὴν ἀνάγκη διαχωρισμοῦ τοῦ ἱδίου ἀπὸ τὸν σύγχρονο φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμὸ τῆς ὑστερης νεοτερικότητας, πάγιο χαρακτηριστικὸ τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ ἔντονη ἐπίθεση ποὺ ἐξαπολύει στὶς λαϊκές ταυτότητες καὶ παραδόσεις. Τὸ χίπστερ φιλελεύθερο κοσμοπολίτικο πνεῦμα τῆς ὕστερης νεοτερικότητας, ὅπως εἶχε τονίσει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἁμερικανός ἱστορικός Christopher Lasch, ταυτίζει τὶς λαϊκές καὶ ἐθνικὲς παραδόσεις μὲ τὸν ὀπισθοδρομισμό, μὲ τὶς τάσεις ἐγκλεισμοῦ τῶν μαζῶν στὸν δικό τους πολιτισμικὸ μικρόκοσμο, ἐνάντια στὴν πρόοδο καὶ τὴν τεχνολογικὴ ἀνάπτυξη. Ἀντίθετα, ο λαϊκὸς οἱκουμενισμός, ἀκολουθῶντας τὰ χνάρια τῶν Στωϊκῶν φιλοσόφων καὶ πολὺ περισσότερο τὸ Βυζαντινὸ κοσμο-πολιτειακὸ παράδειγμα, δίνει ἔμφαση τόσο στὴν ἀξία τοῦ λαϊκοῦ στοιχεῖου, στὴν ἐντοπιότητα καὶ τὴν πολιτισμικὴ αὐτονομία τῶν πόλεων καὶ ἐθνῶν (δίχως τὴν ὁποία δὲν δύναται νὰ ὑπάρξει πολιτικὴ αὐτονομία, ἡ ὁποία προϋποθέτει ἔναν δήμο, δηλαδὴ ἔναν πληθυσμὸ μὲ σαφὴ συνείδηση κοινωνίας καὶ πολιτισμικὴ ταυτότητα) ὅσο καὶ στὴν οἰκουμενικότητα καὶ τὴ συνένωση τῶν ἀνθρώπων. Δυνάμεθα νὰ ἐντοπίσουμε πληθώρα σύγχρονων στοχαστῶν καὶ προσωπικοτήτων, οἱ οποῖοι ἐκφράζουν ἀπόψεις κοντὰ στὸ πνεῦμα τοῦ λαϊκοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἀπό τὴ Γαλλίδα φιλόσοφο Simone Weil μέχρι καὶ τὸν Martin Luther King τὸν νεώτερο (ἡγέτης τοῦ κινήματος γιὰ τὶς Πολιτικὲς Ἐλευθερίες τῶν Ἀφροαμερικανῶν κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1960), συναντᾶμε τὸ στοιχεῖο τοῦ λαϊκοῦ οἱκουμενισμοῦ, τὴν ἀνάγκη γιὰ ρίζες ἀπό τὴ μιά, και τὸ ἱδεῶδες τὴς φιλοκοσμίας/εὐκοσμίας, δηλαδὴ τῆς ρητῆς κατανόησης ὅτι κάθε ἄνθρωπος, ὄντας ὄν ἐλεύθερο καὶ (ἐν δυνάμει) ἱσόνομο, σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ πλανήτη, δύναται νὰ συνεισφέρει μὲ λόγια καὶ ἔργα στὸ κοινὸ τῶν ἐθνῶν, δηλαδὴ στὴν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη.

Τὸ πνεῦμα τοῦ λαϊκοῦ οἰκουμενισμοῦ ἀντικατοπτρίζεται ἀνάγλυφα στὸ ἔργο τοῦ Βυζαντινοῦ οὑμανιστῆ Θεόδωρου Μετοχίτη. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἵδιος στὸ «Βυζάντιος Ἔπαινος Κωνσταντινουπόλεως», «ἕκαστοι μὲν ἕχουσιν ἐν τοῖς σφετέ- ροις οἴκοι πατρίδα τινὰ καὶ τροφὸν καὶ νόμους οὕστινας πρὸς ἀλλήλους κοινοὺς καὶ κοινὰ δόγματα καὶ βουλεύματα καὶ πολιτεύματα ἄττα καὶ ἀλλάγματα καὶ διαφορὰς ἐθῶν προσηκούσας ἄλλοις ἄλλας κατὰ βίοτον ὁντιναοῦν πάλαι τῶν χρόνων ἡρμοσμένον». Μὲ λίγα λόγια, κάθε ἄνθρωπος ἐμφορείται ἀπὸ τὴν ἀνάγκη νὰ ἀνήκει σὲ μιὰ συλλογικότητα, σὲ μιὰ ὁμάδα ἐντὸς τῆς ὁποῖας ἀναζητᾶ κοινὰ νοήματα καὶ ἀξίες. Οἱ κοινὲς αὐτὲς ἀξίες καὶ ἀρχὲς ποὺ μοιράζεται μὲ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς συλλογικότητάς του κυοφορούν μιὰ ταυτότητα, ἡ ὁποία διαφέρει ἀπὸ τὴν ταυτότητα κάποιας ἄλλης ὁμάδας, λόγω τῶν ποιοτικῶν διαφορῶν ποὺ δύναται νὰ ἐντοπίσει κανείς στὶς ἀξίες τῆς δεύτερης ἔν συγκρίσει μὲ αὐτὲς τῆς πρῶτης.

Ὅπως ἐπισημαίνει ἡ Hannah Arendt, ὁ ανθρώπινος νοῦς εἶναι ἀδύνατο νὰ σταματήσει νὰ παράγει σκέψεις καὶ ἐπιθυμίες, μὲ βάση ὅλα ὅσα ἔχει ἀποθηκεύσει. Αὐτές οἱ ἀποθηκευμένες ἔννοιες ποὺ ἀποκομίζουμε ὰπό τὸν ἐμπειρικό κόσμο γίνονται ἀντικείμενο ἐπεξεργασίας. Τί συμβαίνει, ὡστόσο, ὅταν ὁ ἐμπειρικός κόσμος, δηλαδὴ ἡ κοινὴ πατρίδα καὶ τροφός, ἐξαφανίζεται, ὅταν ἔννοιες καὶ ἀξίες ἱκανὲς νὰ «ἀπασχολούν» τοῦτο τὸν μηχανισμὸ (τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ) σβήνονται ἀπὸ τὴ μνήμη, ὅταν ὅλα τὰ πολιτισμικὰ ἀντικείμενα ποὺ παράγουν νόημα καὶ προσανατολισμὸ παύουν νὰ ὕφίστανται; Ὁ ἱδίος ὁ μηχανισμός, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ ἀδιάληπτα, δύναται νὰ βυθιστεῖ στὸν λεγόμενο «ὑπογειο νοῦ», δηλαδὴ στὴν ἄβυσσο τῶν πιὸ σκοτεινῶν ἀνθρώπινων παθῶν. Πρόκειται γιὰ τὸ θυμοειδές μέρος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, κατὰ τὸν Πλάτωνα. Ὑπὸ τὶς συνθήκες αὐτὲς εὐνοείται κυρίως ἡ κατασκευὴ συλλογικῶν ταυτοτήτων, ἱκανῶν νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν τραχύτητα τοῦ τρομεροῦ αὐτοῦ θυμοῦ ποὺ ὁ ἱδίος ὁ ὑπόγειος νοῦς ἐκτρέφει. Συνεπῶς, τὸ φαινόμενο τῆς ἐκρίζωσης καὶ τῆς ρευστότητας που ὁ σύγχρονος φιλελεύθερος κοσμοπολιτισμὸς προωθεῖ ὥς στοιχεῖο προόδου ἐνάντια στὸν πατριωτικὸ «ὀπισθοδρομισμό», ὀρθώνεται στὴν ἐποχή μας ἀπειλητικὰ γιὰ τὶς ἱδίες τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες· ἀντὶ νὰ ένθαρρύνει τὴ συνύπαρξη καὶ τὴ συμπόνοια, ἐκτρέφει τὰ ἐθνικιστικὰ μίση. Μὲ ἄλλα λόγια, εἴτε ὠθεῖ τὶς ἴδιες τὶς κοινωνίες σὲ ἐσωστρέφεια καὶ ἀναδίπλωση (πράγμα ποὺ βλέπουμε νὰ συντελεῖται μὲ τὴν ἀνάδυση τοῦ δεξιοῦ λαϊκισμοῦ σὲ πολλὲς δυτικὲς χώρες), ὅντας ἀδύνατες νὰ ἐντοπίσουν τὸ δικὸ τοὺς στίγμα στὸ παγκόσμιο πολιτισμικὸ καὶ πολιτικὸ πράττειν, εἴτε (απὸ τῆν ἄλλη), οἱ ἴδιες οἱ κοινωνίες ποὺ ἀσπάζονται αὐτοῦ τοῦ εἶδους τὸν προοδευτισμὸ, δηλαδὴ τὴν ἀπώλεια τῆς κοινῆς μνήμης καὶ συνείδησης κοινωνίας, καθίστανται εὐάλωτες στὰ σχέδια ἐπεκτατικῶν, ἀναθεωρητικῶν καὶ ἀκραία ἐθνικιστικῶν δυνάμεων, ἐφόσον οἱ ἴδιες οἱ κοινωνίες δὲν ἀναγνωρίζουν τὴν ἀξία τούτης τῆς μνήμης καὶ συνείδησης ὡς μέσο ἐπιβίωσης.

Ἐπιστρέφοντας στὸν Μετοχίτη, ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν τὸ «διδασκαλείῳ κοινῷ τῆς γῆς», μιὰ κοινή πατρίδα, ἡ ὁποῖα στὴ δική μας ἐκδοχή θὰ μπορούσε νὰ εἶναι ὁποιοδήποτε σημεῖο κοινῆς συνάντησης, ἢ ἔστω μιὰ ἀντίληψη ποὺ ἀντανακλὰ τὴν ἀνάγκη συνεύ- ρεσης τῶν εθνῶν (δίχως ὅμως νὰ ὠθεῖ στὴν ἀπώλεια τῆς κοινῆς ταυτότητας). Ἡ κοινὴ πατρίδα, μὲ ἄλλα λόγια, θὰ μποροῦσε ἀπὸ τὴ μιὰ νὰ λειτουργήσει ὡς δικλείδα ἀσφαλείας ἐνάντια στὸν κίνδυνο τῆς ἐκρίζωσης, ἐνὼ τὴν ἵδια στιγμὴ προωθεῖ τὴν οἰκουμενικότητα καὶ τὴν ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν λαοτήτων. Πρόκειται, κατὰ βάση, για μιὰ πατρίδα ποὺ (στὸ στοχασμὸ τοῦ Μετοχίτη) τὴν χαρακτηρίζει τὸ πνεῦμα τῶν Ἑλλήνων τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς μεγαλοψυχίας. Ἀυτὴ ἦταν, λοιπόν, ἡ Κωνσταντινούπολη τοῦ Μετοχίτη· μιὰ κοινοπολιτεία ἱκανὴ νὰ φέρει τὴν εἱρήνη στοὺς ἀνθρώπους σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, ἐνῶ τὴν ἵδια στιγμὴ θὰ καθίσταται ἐφαλτήριο συνδιαλλαγῆς, φέρνοντας σὲ ἐπικοινωνία καὶ συνέργεια τὰ ἔθνη ποὺ δὲν ἔχουν ἔρθει μέχρι στιγμὴς σὲ ἐπαφὴ μεταξύ τους. Ἀναγνωρίζοντας τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν εθνῶν ὡς ἔν δυνάμει ἵσους, ὡς ἱκανοὺς (μὲ ἄλλα λόγια) νὰ συνεισφέρουν στὰ κοινὰ μέσῳ τοῦ λόγου και τῆς ὀρθοκρισίας, ἐρχόμαστε σὲ ἐπαφή μὲ τὸ ἀθρωποκεντρικὸ πρόταγμα τῆς φιλοκοσμίας/εὐκοσμίας, με τὴν ἀντίληψη ὅτι κάθε ἄνθρωπος διαθέτει τὸν λόγο, τὴ μνήμη καὶ τὴν ἱκανότητα τὴς διαίσθησης, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δύναται νὰ ἐνστερνιστεῖ τὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συμπόνοιας, ὑπερβαίνοντας τὴν ὕβρη ποὺ ὁ ὑπόγειος νοῦς τρέφει. Ο λαϊκὸς οἰκουμενισμὸς θὰ μπορούσε νὰ ἀποτελέσει, ἐν μέσῳ ἀδιεξόδων τῆς ἐποχής μας, μιὰ καίρια ἀπάντηση στὸ φαινόμενο τῆς ἐκρίζωσης (ποὺ ὁ κοσμοπολιτισμός τῆς ὕστερης νεοτερικότητας προωθεῖ) ἀλλὰ καὶ στὸν στείρο κρατοκεντρικό πατριωτισμό.

Ἄς δοῦμε πώς πραγματικὰ θὰ μποροῦσε αὐτὸς ὁ λαϊκὸς οἱκουμενισμὸς νὰ μὰς ὁδηγήσει σὲ νέα προτάγματα, ἐνάντια στὰ ἀδιέξοδα τοῦ σύγχρονου κόσμου. Ὀφείλουμε, αρχικὰ, νὰ έπιστρέψουμε στὸ κοσμο-πολιτειακὸ παράδειγμα τοῦ Βυζαντίου καὶ μὲ βάση αὐτὸ νὰ μιλήσουμε γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἡ ἀνάγκη δημιουργίας θεσμῶν ἱκανοὶ νὰ ἐπιτρέπουν τὴ συνέργεια μεταξὺ ἐθνῶν-κρατῶν σήμερα κρίνεται ἀναγκαία τουλάχιστον σὲ Εύρωπαϊκό έπίπεδο. Θὰ εἴχε ἀξία, μὲ ἄλλα λόγια, νὰ στοχαστοῦμε τὴ στροφὴ πρὸς μία κοσμο-πολιτειακὴ Εὐρώπη, πέρα ἀπὸ τοὺς συγκεντρωτισμοὺς οἱ ὁποῖοι τροφοδοτοῦν άντιδράσεις καὶ καλλιεργοῦν φυγόκεντρες τάσεις. Ὁ περιορισμὸς τῆς νομοθετικῆς ἰσχύος τῶν ἐθνῶν-κρατῶν στὰ πλαίσια τοῦ συγκεντρωτισμοῦ τῶν Βρυξελλῶν, ὅπως εἴδαμε τὴν προηγούμενη δεκαετία, ἀποδυνάμωσε τὴν Εὐρωπαϊκὴ συνοχή, ἐνὼ τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ ἐμμονὴ στό δόγμα τῆς ἀπο-εθνικοποίησης καὶ τῆς μετατροπῆς τῶν κοινωνιῶν σὲ ρευστὲς συλλογικότητες, ἄμεσα προσαρμοσμένες στὰ μέτρα καὶ σταθμὰ τοῦ «παγκόσμιου χωριοῦ» ὁδήγησε στὸν δεξιὸ λαϊκισμό. Ὅπως ἄλλωστε έπισημαίνει ὁ Machiavelli στὸν Ἡγεμόνα, ἡ ὑπερβολικὴ χρήση σκληρῆς ἰσχύος προξενεῖ ἀντιδράσεις ἱκανὲς νὰ ἀποδυναμώσουν μιὰ πολιτικὴ ἐξουσία. Στὴ δικὴ μᾶς περίπτωση, οἱ ἔσωτερικὲς ἀντιδράσεις ὅξυναν τὸν κρατοκεντρισμὸ ἔναντι τῆς Εὐρωπαϊκῆς συνέργειας, φτάνοντας στὸ σημεῖο τῆς ἀποδυνάμωσης τῶν συμμαχιῶν ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ὀρθώσουν ἀνάστημα ἐνάντια στὶς ἀναθεωρητικὲς δυνάμεις. Μιὰ Εὐρωπαϊκὴ κοσμο-πολιτεία, ἀπὸ τὴν ἄλλη, μιὰ πολιτικὴ ἔνωση χωρῶν, θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει στὴν μείωση τῶν προ-πολιτικῶν χώρων ἐντὸς τῆς Εὐρωπαϊκὴς Ἔνωσης. Ὑπὸ διαφορετικὴ διατύπωση, ἐφόσον ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἔνωση κυρίως οἰκονομικὴ καὶ ὅχι πολιτειακὴ (ἀπὸ ὅπου καὶ ὁ ὄρος κοσμο-πολιτεία πηγάζει), τότε μιλάμε γιὰ συνεργασίες που διαμορφώνονται μὲ βάση τὸ προ-πολιτικὸ «δίκαιο τοῦ ἰσχυροῦ» καὶ ὅχι τῆς ἰσότητας καὶ τὴς συνέργειας ποὺ εἶναι πολιτικὰ κεκτημένα, τἀ ὁποία γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ κυριαρχήσουν ἀπαιτείται ἔνας σεβασμὸς στὴν ἰσχὺ τῶν πολιτικῶν σωμάτων, εἴτε τῆς πόλεως εἴτε τοῦ ἔθνους-κράτους, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀναγνώριση τῆς σημασίας τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας. Ἡ Εὑρωπαϊκὴ κοσμο-πολιτεία, μὲ ἄλλα λόγια, ἀπαιτεῖ τὸν λαϊκὸ οἰκουμενισμό, τὴ σαφὴ καὶ ρητὴ κατανόηση τῆς ἀνἀγκης γιὰ ρίζες, διότι χωρὶς αὐτὲς δὲν δύναται νὰ δομηθεῖ πολιτικὴ κοινότητα καὶ ἔθνος (χωρίς, ὡστόσο, κάτι τέτοιο νὰ μὰς ὁδηγεῖ στὸν ταυτοτικὸ ἐγκλεισμό, πράγμα ποὺ ἀναιρεῖ τὸν οἰκουμενισμὸ ἐν γένει). Στὴν προ-πολιτικὴ φάση τῆς συνεργασίας ἀφήνεται ἐλεύθερο τὸ πεδίο ὑπερίσχυσης συγκεκριμένων χωρῶν (τῆς Γερμανίας, πιο συγκεκριμένα) ἐντὸς αὐτῆς τῆς συνεργασίας, μὲ ἄμεση συνέπεια τὴν ὄξυνση τῶν ἀντιδράσεων, τὴν ἀποδυνάμωση καὶ τὴν ἀποσταθεροποίηση. Ὡς ἐκ τούτου, ἄν πραγματικὰ ἐπιθυμοῦμε καίριες παρεμβάσεις στὸ σύγχρονο πολιτικὸ παράδειγμα, ἄν στόχος μας εἶναι ὁ σύγχρονος κόσμος νὰ ἀποκτήσει ἀνθρωποκεντρικὲς βάσεις, νὰ καταστεῖ λειτουργικότερος, περισσότερο ἀγωνιστικὸς καὶ συμμετοχικὸς σὲ διακρατικὸ ἐπίπεδο, τότε τὸ πρόταγμα τοῦ λαϊκοῦ οἰκουμενισμοῦ καῖ τῆς κοσμο-πολιτείας θὰ μποροῦσε νὰ ὑιοθετηθεῖ.

Πηγές/άναφορές
Anthony Kaldellis, 2015, The Byzantine Republic, People and Power in New Rome, Cambridge and Massachusetts and London (England): Harvard University Press.
Christopher Lasch, 1991, The True and Only Heaven, New York: W. W. Norton & Company.
Cyril Mango, 1965, Byzantinism and Romantic Hellenism, Journal of the Warburg and Courtauld Institutes 28, σσ.29-43.
Hannah Arendt, 1978, Life Of The Mind, New York: Harcourt, Inc.
Romilly James Heald Jenkins, 1963, Byzantium and Byzantinism, Cincinnati: University of Cincinnati.
Samuel Edward Finer, 2003, The History of Government: Ancient Monarchies and Empires, Oxford: Oxford University Press,
Nicollo Machiavelli, 2021, Ὁ Ἡγεμόνας, Αθήνα: Διάδραση.
Θεόδωρος Μετοχίτης, 2013, Βυζάντιος: Έπανος Κωνσταντινουπόλεως, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
Ἰωάννης Ζωναράς, 1995, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, Άθήνα: Έκδόσεις Κανάκη.