Ως ανθρωπολογικό μοντέλο, η θεωρία του αποδιοπομπαίου τράγου αναπτύχθηκε από τον Γαλλοαμερικανό στοχαστή René Girard και στη συνέχεια εξελίχθηκε και τροποποιήθηκε περαιτέρω από τον μαθητή και διάδοχό του Giuseppe Fornari. Πολύ συνοπτικά, πρόκειται για μια θεωρία που αφορά στις κοινωνικές και πολιτιστικές λειτουργίες: για το πώς δηλαδή άνδρες και γυναίκες χρησιμοποιούν κυρίως θρησκευτικές και πολιτικο-φιλοσοφικές πεποιθήσεις ώστε να κάνουν τις κοινωνικές σχέσεις λειτουργικές, ανεξάρτητα από το αν αυτές οι σχέσεις είναι θεσμοθετημένες ή μη.

Η θεωρία δεν ασχολείται με το ορθολογικό επίπεδο της κοινωνικής δομής ή του κοινωνικού/οικονομικού συμβολαίου και γενικότερα των συμφωνιών που βασίζονται στο συμφέρον και αποτελούν τμήματα της βάσης των ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων. Αντιθέτως, ασχολείται με το συναισθηματικό και ανθρωπολογικό επίπεδο. Εξετάζει πώς οι άνθρωποι καταφέρνουν να διαχειρίζονται τις συναισθηματικές συγκρούσεις, δηλαδή το θυμικό τους, διαμέσου θρησκευτικών και πολιτιστικών τελετών, μετατρέποντας έτσι μια σύγκρουση σε ένα αφήγημα με νόημα.

Στο μοντέλο του Girard, οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται αντιληπτές ως μονίμως τεταμένες, συγκρουσιακές και ανταγωνιστικές. Πράγματι η θεωρία που βασίζεται στην εξέταση της ανθρώπινης φύση και των αρχέγονων χαρακτηριστικών της, υποστηρίζει ότι τα άτομα έχουν διαχρονικά ανταγωνιστικό πνεύμα και αγωνίζονται για καλύτερες θέσεις κατάταξης μέσα από τις οποίες, όταν τις καταλάβουν, αισθάνονται αναγνώριση και θαυμασμό, αποκτούν πρόσβαση σε υλικούς πόρους και πάνω από όλα γίνονται αντικείμενα παρακολούθησης και μίμησης από τους άλλους. Συνήθως το επίπεδο της σκέψης μας περιορίζεται στην αναγνώριση και την πρόσβαση στους υλικούς πόρους, ωστόσο το ζήτημα της μίμησης για τον Ζιράρ είναι κεντρικό. Οι ανθρώπινες συγκρούσεις, εκτός από οικονομική ρίζα (πρόσβαση σε πόρους) και ιεραρχικές αιτίες (πρόσβαση σε υψηλότερες βαθμίδες στην ιεραρχία), έχουν και μια καθαρά μιμητική/γνωσιακή ρίζα, στην οποία όποιος κερδίζει γίνεται πρότυπο για τους άλλους: η συμπεριφορά του, οι σκέψεις ακόμα και τα συναισθήματά του γίνονται αντικείμενα μίμησης και προφανώς φθόνου από τους ηττημένους και τους ζηλόφθονους.

Η ανθρώπινη κοινωνία λοιπόν επηρεάζεται από συνεχείς καταστάσεις αντιπαλότητας και θυμού, η διαχείριση των οποίων δεν είναι καθόλου εύκολη. Για τον Girard, η κοινωνία τα καταφέρνει εναλλάσσοντας διαρκώς τελετουργικές συγκρούσεις και συμφιλιώσεις, λεκτικές προκλήσεις, αμοιβαίες αναγνωρίσεις, πειράγματα, προσβολές κλπ. Αυτή η δυναμική είναι πιο έντονη στον σύγχρονο κόσμο, ο οποίος έχει καταφέρει, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, να εξαλείψει τη σωματική βία στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των πολιτών ενός Κράτους Δικαίου. Οι κοινωνίες όμως περιοδικά χρειάζονται ένα θύμα που θα τους επιτρέψει, θυσιάζοντάς το συλλογικά, να συμφιλιωθούν προσωρινά μέχρι την επόμενη κρίσιμη στιγμή όπου θα «απαιτηθεί» η θυσία ενός νέου αποδιοπομπαίου τράγου. Είναι εντελώς αδιάφορο αν το θύμα είναι ένοχο ή όχι, το ζητούμενο είναι η ανακάλυψη ενός αντικειμένου που η θυσία του θα ενώσει την κοινότητα και θα κατευνάσει το θυμικό των μελών της. Επομένως το δίκαιο δεν είναι πάντα και απαραιτήτως με το μέρος της κοινωνίας-θύτη, ούτε φυσικά το αντίθετο. Υπό αυτό το πρίσμα της θεωρίας, ο Λιγνάδης, κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί χρήσιμος αποδιοπομπαίος τράγος. Η περίπτωσή του γίνεται το αντικείμενο διαφόρων «τελετουργικών» -όπως αυτά που είδαμε με τα πλακάτ προσφάτως σε θέατρα της χώρας- και οργίλων αντιπαραθέσεων στα τηλεοπτικά μέσα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έτσι, πολιτικοποιώντας, το αρρωστημένο πάθος του αποδιοπομπαίου τράγου, επιλεκτικά εν προκειμένω, καθότι και οι ευαισθησίες στις κοινωνίες είναι επιλεκτικές, δημιουργείται ένα αφήγημα με κάποιο νόημα (όπως λ.χ. η ευνοϊκή μεταχείριση του διεφθαρμένου μεγαλοαστού από τις αστικές δομές), διοχετεύεται η ένταση στο λεκτικό επίπεδο, αργά ή γρήγορα η κατάσταση εκτονώνεται και κυρίως αποτρέπεται η προσφυγή στη σωματική βία, στο χάος και στη διάλυση των κοινωνικών δεσμών. Επομένως, κάτι που θεωρητικά θα μπορούσε να επιλυθεί σε καθαρά θεσμικό επίπεδο γίνεται «κοινωνικό προκείμενο».

Η τελική επιλογή του αποδιοπομπαίου τράγου είναι κάτι πολύ σύνθετο και φαίνεται ότι εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί η πρόσβαση στους επικοινωνιακούς μηχανισμούς και δομές, η ένταση της μαζικής οργής/αγανάκτησης (πραγματικής ή υποκριτικής), η ιδεολογική/πολιτική στράτευση των εμπλεκομένων, η ταυτότητα και η ισχύς του αποδιοπομπαίου τράγου, κ.α. Η έκφραση φθόνου, πραγματικού ή εικονικού, για έναν αποδιοπομπαίο τράγο -που μάλιστα κάποτε αποτελούσε μιμητικό πρότυπο στο χώρο της τέχνης- αναμένεται πιο ισχυρή και ηχηρή ακριβώς από εκείνους που μέχρι χθες τον θαύμαζαν ή τους εξυπηρετούσε. Άλλωστε ιδανικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι είναι πρώην εξέχοντα μέλη της κοινωνίας η πτώση των οποίων τέρπει και ηδονίζει ακόμη περισσότερο το πλήθος. Σε κάθε περίπτωση, με την προϋπόθεση ότι το θεσμικό οικοδόμημα αντέχει τους κραδασμούς και η κατάσταση δεν οδηγείται σε ακραία και βίαιη εκτροπή, η μαζική επίθεση στον αποδιοπομπαίο τράγο, στη θεωρία, καταλήγει να εξυπηρετεί τόσο τη συμβολική (εξωθεσμική) μεταφορά/εκτόνωση των συλλογικών αμαρτιών (η συνενοχή του πλήθους εκφράζει από ασφαλή απόσταση τα βίαια ένστικτά του) σε κάτι συγκεκριμένο και τη σχετικά ομαλή συνέχεια της λειτουργίας των κοινωνικών σχέσεων, όσο και την ανάγκη για ανταγωνισμό, κάθε είδους, μέσα από τον οποίο θα προκύψουν νέοι νικητές και επομένως νέα αντικείμενα μίμησης και φυσικά φθόνου.