Μετάφραση και σημείωση: Αλέξανδρος Μπριασούλης
Αν θά ΄πρεπε να βρούμε μια εικόνα που να αποδίδει την εμπειρία ανάγνωσης των βιβλίων του Ρώσου φιλοσόφου Λεβ Σεστώφ, αυτό θα ήταν μια πορεία χωρίς υποδήματα επάνω σε κοφτερά βράχια: οδυνηρή, επίπονη και χρονοβόρα. Όπως ακριβώς ένας τέτοιος περιπατητής δεν μπορεί να αφήνει αμέριμνος το βλέμμα του να πλανάται στο μακρυνό ορίζοντα και στον προορισμό προς τον οποίο κατευθύνεται αλλά είναι αναγκασμένος να κοιτά συνεχώς που πατάνε τα πόδια του, έτσι κι ο Σεστώφ αναγκάζει τον αναγνώστη του να αναστοχάζεται διαρκώς κάθε του πρόταση, υποχρεώνοντάς τον να αναθεωρεί μία προς μία όλες του τις βεβαιότητες και να μετακινεί συνεχώς τα δικά του “φιλοσοφικά” πόδια. Κι αυτό όχι γιατί ο συγγραφέας χρησιμοποιεί περίπλοκη γλώσσα, ερμητική ορολογία ή λαβυρινθώδη επιχειρηματολογία. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, όπως διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας το μικρό απόσπασμα από το “Potestas Clavium” που παρουσιάζουμε παρακάτω: η γραφή του είναι τόσο απλή κάποιες φορές που φαντάζει ίσως αφελής και, για τον διαβασμένο αναγνώστη, σχεδόν μη φιλοσοφική. Αν συμβαίνει αυτό είναι γιατί ο Σεστώφ, ως γνήσιος συνεχιστής της νιτσεϊκής κληρονομιάς, πολιορκεί από όλες τις πλευρές το κάστρο του ορθολογισμού, προσπαθώντας να εξουδετερώσει τους πνευματικούς αυτοματισμούς που έχουν διεισδύσει στη μοντέρνα σκέψη και καθιστούν αυτονόητη για το μέσο άνθρωπο την ορθότητα των βασικών αξιωματικών παραδοχών του. Αν για τον Ιταλό στοχαστή G. Colli τα πρωταρχικά θεμέλια της ελληνικής σοφίας δεν πρέπει να αναζητηθούν στη διαλεκτική αλλά στη μανία, το αίνιγμα και τον λαβύρινθο, για τον Σεστώφ απαράβατη προϋπόθεση της τίμιας φιλοσοφικής έρευνας είναι η παραδοχή της θεμελιώδους άγνοιας μέσα στην οποία είναι καταδικασμένη να παραμένει, παρόλες τις προόδους της, η νόηση καθώς και το ανεξήγητο του υπαρκτικού δράματος του ανθρώπινου βίου. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Σεστώφ αρνείται και μια άλλη αυτονόητη παραδοχή της μοντέρνας σκέψης, την ταύτιση των σκοπών και μεθόδων της φιλοσοφίας με αυτών των εμπειρικών επιστημών και βεβαίως την αρχή της επαλήθευσης. Είναι λοιπόν η αριστοτελική λογική (και κατά συνέπεια όλος ο Χέγκελ) που αποτελεί τον κύριο στόχο της κριτικής του Σεστώφ, γιατί « …ο Αριστοτέλης είναι εκείνος που δημιούργησε τη θεωρία της “μεσότητας”, αυτός είναι που δίδαξε τους ανθρώπους τη μεγάλη αλήθεια, ότι αν θέλουμε να διαφυλάξουμε ακέραια τη Λογική, δεν πρέπει να την κουράζουμε με ερωτήσεις που υπερβαίνουν τις δυνάμεις της. Γιατί αυτός ήταν εκείνος που επινόησε το μύθο (veritatem aeternem), ότι οι ερωτήσεις στις οποίες δεν μπορούμε να δώσουμε απάντηση, είναι ερωτήσεις που ουσιαστικά στερούνται νοήματος και κατά συνέπεια είναι ανυπόστατες», όπως γράφει ο Ρώσος στη “Nύχτα της Γεσθημανής” το 1929. Αυτή η στροφή στο α-νόητο και το ανυπόστατο είναι που έκανε την ευρωπαϊκή φιλοσοφία να ανακηρύξει τον Σεστώφ ως έναν από τους προφήτες του παράλογου (έτσι τον εμφανίζει στον “Μύθο του Σίσσυφου” ο Καμύ) και τους προδρόμους του υπαρξισμού. Αν όμως αυτά τα δύο ρεύματα της μεταπολεμικής σκέψης παραμένουν, έστω και έμμεσα και διαμέσω του ουμανισμού τους, προσκολλημένα στον δυτικό λόγο, η σκέψη του Σεστώφ πατώντας στην πίστη είχε ήδη κόψει με τρόπο πολύ πιο ριζικό τα δεσμά της από την δυτική παράδοση της νοησιαρχίας. Δεν είναι όμως τόσο το χριστιανικό υπόβαθρο της σκέψης του Σεστώφ αυτό που ενδεχομένως προκαλεί δυσφορία στον σύγχρονο αναγνώστη όσο ο τρόπος με τον οποίο αυτό (δεν) χρησιμοποιείται: όχι δηλαδή ως ένα βολικά επεξηγηματικό μεταφυσικό οικοδόμημα αλλά ως ο κατεξοχήν αστάθμητος παράγοντας που δυναμιτίζει κάθε είδους νοητική κατασκευή του ανθρώπινου νου. Την ίδια κατηγορία που ο επιστημονικός υλισμός απευθύνει από την εποχή του Διαφωτισμού στη θρησκεία, ότι δηλαδή πρόκειται για μια επινοημένη μεταφυσική παρηγοριά, ο Σεστώφ την απευθύνει αυτούσια στην αριστοτελική λογική και κατ’ επέκταση σε όλη την παράδοση της δυτικής λογοκρατίας. Η εξουσία των «κλειδών» της Βασιλείας, που ο Καθολικισμός θεωρούσε ότι κατείχε νόμιμα από την εποχή του Αγίου Πέτρου, υφαρπάζεται στη νεωτερική από την επιστήμη και την τεχνοκρατία, τις μόνες πλέον αρχές στις οποίες ο σύγχρονος άνθρωπος αναγνωρίζει την εξουσία του λύειν και δεσμείν. Η σκανδαλώδης σκέψη του Σεστώφ δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μοναχική και πεισματική εξέγερση σε αυτήν την άνευ όρων συνθηκολόγηση του ανθρώπινου πνεύματος.
— // —
Οι άνθρωποι όλων των εποχών έσπασαν το κεφάλι τους για να καταλάβουν ποιο είναι το νόημα του πολέμου. Και πιο συγκεκριμένα οι φιλόσοφοι και οι ιστορικοί. Ήδη είχαν συμβεί αμέτρητοι πόλεμοι· όλη η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ατέλειωτη σειρά πολέμων· και όλοι αυτοί οι πόλεμοι έπρεπε να εξηγηθούν. Και όντως εξηγήθηκαν και οι εξηγήσεις που δόθηκαν ήταν ξεκάθαρες και κατανοητές. Κι εγώ, όταν ακόμα ήμουν μαθητής Λυκείου, καταλάβαινα πολύ καλά γιατί ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας θέλησε να κατακτήσει την Ινδία, γιατί ο Καίσαρας κατέσφαξε ένα εκατομμύριο Γαλάτες και σκλάβωσε άλλους τόσους, γιατί οι Βάρβαροι εισέβαλλαν στην Ευρώπη ή ο Ναπολέοντας στη Ρωσία. Και σήμερα εξηγούμε με τον ίδιο τρόπο τον πόλεμο που συμβαίνει τώρα, ακόμα κι αν αυτός δεν έχει τελειώσει. Όσο όμως τον εξηγούμε κι όσο οι εξηγήσεις μας γίνονται πιο κατανοητές, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε να μας καταλαμβάνει ναυτία. Και ιδίως όταν οι εξηγήσεις αυτές αναφέρονται στα “συμφέροντα των λαών”: η Γερμανία χρειαζόταν τη σιδηροδρομική γραμμή Βερολίνο-Βαγδάτη, η Αγγλία την ελεύθερη θάλασσα, η Γαλλία την Αλσατία-Λωρραίνη. Κι η Ελλάδα, η Ρουμανία, το Μαυροβούνιο χρειαζόταν κάτι κι αυτοί και προσπάθησαν να επιτύχουν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Οι σύγχρονοι ιστορικοί γνωρίζουν πολύ καλά για ποιο λόγο μάχονται οι λαοί μεταξύ τους, για ποια απτά και κατανοητά συμφέροντα. Και ξεχνάνε ότι κανένας σιδηρόδρομος και καμιά θάλασσα δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπληρώσει το αφάνταστο κόστος που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ευρώπη. Και δεν αναφέρομαι στα εκατομμύρια των θυμάτων, στους σακατεμένους, στη μιζέρια. Και τα ιδανικά! Πόσοι και πόσοι που ορκίζονταν πίστη αιώνια στα ιδανικά τους δεν αναγκάστηκαν να κάνουν θυσία τις ελπίδες τους στο βωμό του αχόρταγου θεού του πολέμου!
Εάν όλες αυτές οι υπεράνθρωπες προσπάθειες και τα υλικά μέσα που απαιτεί αυτός ο πόλεμος είχαν όντως χρησιμοποιηθεί για την υπεράσπιση των “συμφερόντων”, τότε, στα τρία ήδη χρόνια που διαρκεί η σύγκρουση, η Ευρώπη θα είχε μεταμορφωθεί σε ολάνθιστο κήπο και κανείς δεν θα χρειάζονταν σιδηρόδρομους και θάλασσες, αφού τα πάντα θα προσφέρονταν σε αφθονία. Για να πειστούμε ότι έτσι έχουν τα πράγματα, αρκεί να έχουμε μάτια για να βλέπουμε και να ξέρουμε να κάνουμε πρόσθεση. Αλλά παρόλο που όλοι έχουν μάτια και βλέπουν και ξέρουν να κάνουν πρόσθεση, κανείς δεν εκμεταλλεύεται αυτή τη γνώση. Όλοι συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν το ίδιο ρεφρέν: τα συμφέροντα, τα συμφέροντα, τα συμφέροντα… Καταλαβαίνουμε, καταλαβαίνουμε, καταλαβαίνουμε… Κι όμως ψευδόμαστε στον ίδιο μας τον εαυτό: τα συμφέροντα δεν έχουν εδώ καμία θέση. Όσοι νομίζουν ότι η κατανόηση του πολέμου εξαρτάται από την κατανόηση των συμφερόντων δεν καταλαβαίνουν τίποτε. Ας το πούμε ξεκάθαρα: σε σχέση με το ανθρώπινο συμφέρον, αυτός ο πόλεμος, όποιος κι αν είναι ο σκοπός του, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Πιθανόν να έχει κάποιο νόημα για τους Αμερικάνους ή τους Γιαπωνέζους, οι οποίοι, χωρίς κανένα ρίσκο, έχουν αποστραγγίσει όλο το χρυσό της Ευρώπης. Ίσως, βέβαια, κάποιος Γιαπωνέζος φιλόσοφος να φαντάζεται αυτή τη στιγμή ότι το νόημα του πολέμου είναι η ανάπτυξη της Αυτοκρατορίας του Ανατέλλοντος Ηλίου, η οποία, μέσω της ανατολικής σοφίας, θα αναζωογονήσει τη γερασμένη Δύση. Ή ίσως κάποιος Αμερικάνος τραπεζίτης, ο οποίος πριν τον πόλεμο ήταν απλά εκατομμυριούχος και τώρα ελπίζει να γίνει δισεκατομμυριούχος, να βλέπει το νόημα του πολέμου στα δισεκατομμύρια και να προσεύχεται ολημερίς κι ολονυχτίς στο Διάολο για να κρατήσει ο πόλεμος όσο το δυνατόν περισσότερο. Αν τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν – και γιατί να μην υπάρχουν; – τότε έχουν τόσο δίκιο όσο και οι Ευρωπαίοι που συζητούν περί ελεύθερων θαλασσών και σιδηροδρόμων.
Προκειμένου να κατανοήσουμε τον πόλεμο, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δεν έχει απολύτως κανένα νόημα, ότι είναι ένας απόλυτος παραλογισμός. Αυτή η παραδοχή είναι η αρχή της σοφίας, για να χρησιμοποιήσω μια πολύ σοβαρή και εντυπωσιακή έκφραση. Επιτρέπεται κάποιες φορές να χρησιμοποιούμε τέτοια γλώσσα, ιδίως απέναντι σε όλους αυτούς που συνηθίζουν να διατυμπανίζουν ουρλιάζοντας τις κοινοτοπίες τους. Κι αυτό όχι βέβαια γιατί έχουμε κι εμείς ανάγκη από τυμπανοκρουσίες ή άλλες μουσικές αλλά για να μην τους αφήσουμε να πιστεύουν ότι η αλήθεια βρίσκεται με αυτόν που φωνάζει πιο δυνατά. Μια δυνατή φωνή προϋποθέτει καλές φωνητικές χορδές και δυνατά πνευμόνια, τίποτε άλλο.
Ο πόλεμος λοιπόν είναι ένας τέλειος παραλογισμός. Δεν στοχεύει στην ικανοποίηση συμφερόντων αλλά καταστρέφει όλα τα συμφέροντα. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε ανοίγει ο δρόμος για τη διατύπωση άλλου τύπου υποθέσεων, οι οποίες, σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες, διαθέτουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα: ακόμα κι αν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, κανείς δεν μπορεί να το αποδείξει γιατί πολύ απλά δεν υπόκεινται στον έλεγχο της επαλήθευσης. Ένας διάσημος Έλληνας ποιητής, ο Μένανδρος, είπε κάποτε: «Όσους αγαπάνε οι θεοί, πεθαίνουν νέοι». Σε κάποιες εποχές γεννιούνται έφηβοι, στους οποίους κανείς δεν δίνει σημασία, που οι θεοί όμως βρίσκουν εξαιρετικά γοητευτικούς κι αξιαγάπητους. Τότε ξεσπάνε οι μεγάλοι πόλεμοι, σαν κι αυτόν που ζούμε τώρα. Ο θάνατος θερίζει τα πλήθη των εφήβων και τους παίρνει σ’ έναν άλλο κόσμο, εκεί όπου θα τους εκτιμήσουν περισσότερο απ’ ότι εδώ κάτω. Να ποιο είναι το νόημα του πολέμου κι όχι το αν η Αμερική θα αποκτήσει περισσότερο χρυσό ή αν η Γερμανία θα χάσει αποικίες. Δεν συμφωνείτε; Δικαίωμά σας, αλλά δεν έχετε κανένα επιχείρημα να μου αντιτάξετε. Μήπως θα αρχίστε πάλι να μου λέτε για τα συμφέροντα; Μα δεν είμαι, νομίζω, ο μόνος που έχει αρχίσει να ζαλίζεται από αυτές τις ατελείωτες αναλύσεις περί συμφερόντων. Στο τέλος θα μας εξαντλήσουν όλους και τότε θα πειστούμε επιτέλους ότι το νόημα του πολέμου δεν είναι τα πλούτη, οι αποικίες ή το εμπόριο.
Ώ θείε Πλάτωνα, εσύ που ήξερες τόσο καλά να χρησιμοποιείς τους μύθους! Επέτρεψέ μας να λέμε καμιά φορά ό,τι μας έρθει στο κεφάλι και να εξαγοράσουμε έτσι το μεγάλο σου αμάρτημα: γιατί εσύ εφεύρες τη διαλεκτική και θέλησες να αναλάβουν οι φιλόσοφοι τα ηνία του Κράτους. Αυτό το τελευταίο, ευτυχώς, δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Η διαλεκτική όμως συνεχίζει να κυβερνά τους ανθρώπους κι έτσι τιμωρήθηκες τελικά όπως σου άξιζε. Πριν, η ρηχή κοινοτοπία δεν ήταν παρά ρηχή κοινοτοπία. Τώρα, όλοι προσπαθούν να την αποδείξουν και την βαφτίζουν αλήθεια.
*
Μπορώ άραγε να ελπίζω ότι η αλήθεια που μόλις τώρα εξέφρασα θα αναγνωριστεί αργά ή γρήγορα ως τέτοια από όλα τα νοήμονα όντα; Θέτω αυτό το ερώτημα γνωρίζοντας τον αριθμό των φιλοσόφων που έχουν ήδη εναντιωθεί ρητά σε μια τέτοια προοπτική. Ας είμαστε λοιπόν πιο ρεαλιστές κι ας επαναδιατυπώσουμε την ερώτηση: μπορώ να ελπίζω ότι όλοι οι άνθρωποι θα αναγνωρίσουν την αλήθεια μου; Ούτε κι σ’ αυτό μπορώ να βασίζομαι. Μπορώ τουλάχιστον να ελπίζω ότι εγώ ο ίδιος, κατά τη διάρκεια της ζωής μου, δεν θα αναθεωρήσω τις πεποιθήσεις μου; Αν και φοβάμαι ότι θα χάσω το κύρος μου απέναντι στο αναγνωστικό κοινό μου, πρέπει εντούτοις να απαντήσω: όχι, δεν έχω ούτε καν αυτή τη βεβαιότητα. Κι αν μου ανταπαντήσουν ότι, απαντώντας έτσι, στερώ από τους αναγνώστες μου την πιο βαθιά μεταφυσική παρηγοριά τους, τότε θα γελάσω κατάμουτρα μπροστά στους κατηγόρους μου. Φτωχά ανθρωπάκια, ανόητα και γελοία! Φαντάζονται ότι τα έχουν ήδη όλα κατανοήσει και τρέμουν μήπως και υπάρχει ακόμα μέσα στο Σύμπαν κάτι που δεν καταλαβαίνουν. Τρέμουν και φοβούνται ενώ θά ‘πρεπε, αντιθέτως, να παραδειγματιστούν από τα παράλογα πλάσματα… Κοιτάξτε αυτή την πεταλούδα που ορμά άφοβα μέσα στη φλόγα, δίχως να ρωτά τίποτα, δίχως να αναρωτιέται τι θα της συμβεί ή τι την περιμένει. Κι εσείς θα υποχρεωθείτε, αργά ή γρήγορα, να ριχτείτε μες στη φωτιά, στη φωτιά που θα κάνει στάχτη τις αιώνιες αλήθειες σας, ακριβώς όπως τα φτερά της πεταλούδας.