Στην Πράγα ο Έλληνας Πρωθυπουργός δε συνάντησε τον Τούρκο Πρόεδρο, κάτι που ήταν σωστό καθότι, προς το παρόν, δεν υπάρχουν ζητήματα που μπορούν να συζητηθούν με την σημερινή ηγεσία της Τουρκίας. Η Τουρκία είναι αναθεωρητική, προκλητική, παράλογη, επιθετική, ενώ αψηφά το Διεθνές Δίκαιο. Ωστόσο, «δεν έχω να συζητήσω κάτι επί του παρόντος», δε σημαίνει ότι κλείνεται κάθε δίαυλος διαλόγου και διπλωματικής επικοινωνίας. Οι χώρες δεν είναι σχολιαρόπαιδα, έρμαια του θυμικού, που επειδή ερίζουν για τα μάτια μιας Ελένης ή για άλλο θέμα, κρατάνε μούτρα ή σταματούν να πηγαίνουν στο σχολείο – τα κράτη δεν είναι παιδάκια: «θύμωσα, δε σε παίζω». Συνομιλίες είχαν ακόμα και οι σύμμαχοι, με τον αντίπαλό τους Χίτλερ, κατά τον Β’ΠΠ. Επομένως η δήλωση του Κυβερνητικού Εκπροσώπου για διάλογο με την Τουρκία, πριν την Πράγα, μάλλον υπήρξε ένα παίγνιο απόδοσης ευθυνών (blame game) εντός του ΝΑΤΟ, κατά κύριο λόγο, και δευτερευόντως μια επικοινωνιακή κίνηση με αποδέκτη τους Διεθνείς Οργανισμούς. Το ότι ο Ερντογάν δεν «καταδέχτηκε» να κουβεντιάσει αποτελεί έναν ακόμη λόγο – ένα ακόμη λιθαράκι μαζί με πολλά άλλα – για να χαρακτηριστεί η Τουρκία αυτό που είναι: ένας ταραξίας. Διότι με τις αμφισβητήσεις και την άρνηση για διάλογο, ο Τούρκος Πρόεδρος υπονομεύει την ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ, απέναντι σε μια Ελλάδα αξιόπιστη και σύννομη με τις αρχές και τους κανόνες του ΝΑΤΟ και του ΟΗΕ.
Πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ότι στους ηγέτες των άλλων χωρών του πλανήτη δεν είναι πάντα γνωστές οι λεπτομέρειες των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αν και θα το θέλαμε, η Ελλάδα δεν είναι το κέντρο του κόσμου, παρά το πολιτισμικό φως που ακτινοβολεί εδώ και χιλιετίες. Οι πολιτικές ελίτ κάθε χώρας έχουν τις δικές τους σκοτούρες, τη στοχοπροσήλωσή τους και ίδια ενδιαφέροντα. Επομένως, όταν το ακροατήριο είναι διεθνές, δεν μπορεί κανείς να περιμένει από έναν Έλληνα αξιωματούχο να μιλήσει με τον αέρα του αυτονόητου. Αυτό γιατί τα διάφορα ζητήματα που εκθέτονται στους ξένους ηγέτες, δεν είναι καθόλου αυτονόητα, ενώ συχνά δεν τούς είναι καν γνωστά.
Κάποιοι, πολύ εύστοχα, παραλληλίζουν τη σημερινή περίοδο με αυτή του 1938 – 1940, με τις τότε ιταλικές προκλήσεις και τη στάση του Ιωάννη Μεταξά. Φυσικά υπάρχουν και διαφορές, ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα, αλλά η αναλογία είναι ισχυρή, όπως έχουν εξηγήσει ειδικοί στο πεδίο της ιστορίας του πολέμου. Η Ελλάδα μετά από πολλές δεκαετίες δείχνει να προετοιμάζεται, όπως και τότε, πριν την αναμέτρηση της χώρας με τη φασιστική Ιταλία. H κυριότερη και δραστικότερη διαφορά, με την εποχή εκείνη, είναι ότι σήμερα υπάρχουν το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. Δηλαδή υπερεθνικοί οργανισμοί που φτιάχτηκαν από τις στάχτες του Β’ΠΠ για να κάνουν κυρίως δυο πράγματα: α) να αποτρέψουν κάτι παρόμοιο και β) το ΝΑΤΟ ειδικά – μαζί με την ανάσχεση της Ρωσίας – να αποφύγει τη σύγκρουση ανάμεσα σε μέλη της συμμαχίας, κάτι που είναι αποστολή/κόκκινη γραμμή των ΗΠΑ. Συνεπώς, εδώ όποιος ρίξει την πρώτη τουφεκιά, χάνει. Επιπροσθέτως, όσο κι αν οι Γερμανοί είναι ξεκάθαρα κοντά στην Τουρκία, η κήρυξη πολέμου εναντίον της Ελλάδος, θα οδηγήσει σε κατακρήμνιση το ευρώ, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ΕΕ και την ίδια τη Γερμανία.
Η ελληνική στάση δεν είναι φοβική και αυτό αποδεικνύουν τα γεγονότα του 2020 – Έβρος, Ορούτς Ρέις, υπογραφές ΑΟΖ, κ.α. – αλλά και οι προμήθειες των εξοπλισμών και οι υπογραφές ποικίλων συμφωνιών. Όσοι διατείνονται ότι οι Τούρκοι θέλουν να μας σύρουν σε διάλογο, πρέπει να σκεφτούν ότι ακριβώς με αυτές τις κινήσεις της Ελλάδας, ήδη είμαστε σε πλεονεκτικότερη θέση – εάν και όποτε προκύψει διάλογος. Η πολιτική διεθνούς νομιμοποίησης – προβάλλοντας την ίδια τη χώρα ως παράγοντα ειρήνης και σταθερότητας – και όχι με μονοθεματική μεμψιμοιρία τις ελληνοτουρκικές διαφορές – ενώ συγχρόνως εξοπλιζόμαστε και αναβαθμίζουμε την οικονομία μας, είναι η ορθή πρακτική με στόχο, εκτός των άλλων, την αποδυνάμωση όποιου φιλοτουρκισμού υπάρχει εντός της Δύσης.
Όσες φωνές εδώ και καιρό – για τους δικούς τους λόγους η καθεμιά – βρίσκονται σε πατριωτικό οίστρο και ρεαλιστικό-επιθετική πρεμούρα, καλό θα ήταν να ηρεμήσουν και να σκεφτούν ψύχραιμα. Να καταλάβουν ότι οι Διεθνείς Σχέσεις είναι μαραθώνιος και όχι κατοστάρι για οξύθυμα κοκοράκια. Να δουν με νηφαλιότητα ότι η χώρα προετοιμάζεται και έχει ήδη κάνει σημαντικά βήματα, σε επίπεδο διπλωματικό, συμφωνιών και εξοπλισμών, από την εποχή που η λογική του κατευνασμού ήταν απόλυτη και κυρίαρχη. Με τις αντιπολιτευτικές τσιρίδες τους -συχνά για λογαριασμό της αντιπολίτευσης- και την καταγγελία του ελληνικού «πασιφισμού», δεν γίνονται χρήσιμοι στην Ελλάδα, αλλά γραφικοί – σε σημείο που [πράγματι] είναι να αναρωτιέται κανείς τί θα έλεγαν οι ίδιοι για τον Μεταξά τον καιρό του τορπιλισμού της Έλλης.
Ας ευχηθούμε ότι δεν θα χρειαστεί να επιβεβαιωθεί η ορθότητα της παραπάνω αναλογίας με τον προηγούμενο αιώνα, γιατί η ειρήνη είναι ύψιστο αγαθό και μόνο αν χρειαστεί πραγματικά πρέπει να δώσει τη θέση της στον πόλεμο, ο οποίος είναι κακό πράγμα, ακόμη κι όταν είναι δίκαιος και αμυντικός. Ας αναρωτηθούμε, τέλος, τί μπορεί να κάνει ο καθένας μας για την πατρίδα – από σήμερα, αλλά και αν αυτό απαιτηθεί στην πράξη – και ας θυμηθούμε τα λόγια του John Stuart Mill: «Ο πόλεμος είναι πολύ κακό πράγμα, αλλά δεν είναι το χειρότερο απ’ όλα. Η κατάπτωση του ηθικού και των πατριωτικών συναισθημάτων, που κάνει κάποιους να πιστεύουν ότι δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο αξίζει να πολεμήσουν, είναι πολύ χειρότερη. Ο άνθρωπος που δεν έχει τίποτα για το οποίο είναι έτοιμος να πολεμήσει, τίποτα που να είναι πιο σημαντικό ακόμη και από την ατομική του ασφάλεια, είναι ένα πλάσμα ραγισμένο και αποκαμωμένο χωρίς καμία δυνατότητα να ζήσει ελεύθερο παρά μόνον αν υποστηριχθεί και συντηρηθεί από την τεράστια προσπάθεια ανθρώπων που είναι σαφώς καλύτεροι από αυτόν».