Γράφει: Στέφανος Διαμαντής, φιλόλογος

H αστυνόμευση της γλώσσας έχει τα τελευταία χρόνια εξελιχθεί σε άθλημα όπου επιδίδονται με ζήλο οι ένθερμοι υπέρμαχοι της κοινωνικής δικαιοσύνης (Social Justice Warriors – SJW), φαινόμενο που απαντάται – κυρίως στην δυτική Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική – με μεγαλύτερη συχνότητα σε συγκεκριμένα κοινωνικά/επαγγελματικά πεδία, των καλών τεχνών, του ακαδημαϊκού χώρου και της ψυχοθεραπείας συμπεριλαμβανομένων. Όσον αφορά τους ψυχοθεραπευτές/συμβούλους ψυχικής υγείας και συγκεκριμένα στη Μεγάλη Βρετανία, η εκπαίδευση και τα κριτήρια ηθικής άσκησης του επαγγέλματος περιλαμβάνουν πλέον μια σειρά από προαπαιτούμενα τα οποία κανείς είναι αυτονόητο πως προσυπογράφει από τη στιγμή που γίνεται μέλος ενός ή περισσοτέρων σωματείων ψυχοθεραπευτών. Στο πλαίσιο του σεβασμού της διαφορετικότητας, λοιπόν, είναι εκ των ων ουκ άνευ πως πρέπει κανείς να καταβάλει προσωπική προσπάθεια προκειμένου να «μορφωθεί» γύρω από ζητήματα ταυτότητας φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού καθώς και για το φυλετικό ζήτημα, και φυσικά να βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση σχετικά με το ποιες προσωπικές αντωνυμίες χρησιμοποιεί στον προφορικό και γραπτό του λόγο.

Πιο συγκεκριμένα, και επί παραδείγματι, δεν πρέπει κανείς επ’ ουδενί να υποθέτει πως ένα άτομο φαινομενικά αντρικού φύλου, επιθυμεί να χρησιμοποιεί για τον εαυτό του την αντωνυμία he/him (αυτός/αυτόν), καθώς το άτομο έχει το δικαίωμα να ζητάει απο τους άλλους να το αποκαλούν διαφορετικά: she/her ή they/them. Σε διαδικτυακές ομαδικές συναντήσεις μεταξύ επαγγελματιών ψυχικής υγείας (διαλέξεις, συνεντεύξεις κ.α.) οι χρήστες ενθαρρύνονται (προς το παρόν τουλάχιστον άτυπα και στο πλαίσιο καλής, αλλά προαιρετικής, πρακτικής) να πληκτρολογούν δίπλα στο όνομά τους την αντωνυμία που προτιμούν για τον εαυτό τους: he/him, she/her, they/them. Το they/them χρησιμοποιείται από άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως μη δυαδικού φύλου (non-binary), ή απροσδιόριστου φύλου (queer, gender neutral, pan-gender κ.α.). Αν κάποιος δεν αναγράψει την αντωνυμία που προτιμά, κανείς δεν καταφέρεται εναντίον του, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο αν, μη σεβόμενος την αντωνυμία ενός άλλου, τον/την αποκαλέσει με την λάθος αντωνυμία. Σε αυτή την περίπτωση οι αντιδράσεις ποικίλλουν από μια ευγενική υπενθύμιση, μέχρι και ευθεία απαξιωτική λεκτική επίθεση, αναλόγως με το πόσο ένθερμος υπέρμαχος της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι ο «συνομιλητής». Το ίδιο ισχύει και σε οποιαδήποτε εκ του σύνεγγυς συνάντηση (μάθημα, συνέδριο κλπ), όπου o σεβασμός στην χρήση των αντωνυμιών αναμένεται να είναι απόλυτος και καθολικός.

Μεταξύ των εγχειριδίων που καταρτίζουν και προωθούν τα σωματεία των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, περίοπτη θέση, εν είδει ιερού κειμένου, έχουν καταλάβει έγγραφα που αφορούν την διαφορετικότητα φύλου, σχέσεων, και σεξουαλικού προσανατολισμού, όπου επιχειρείται μια σχεδόν κανονικοποίηση όλων των πιθανών ερωτικών επιλογών και πρακτικών όπως ο σαδομαζοχισμός (BDSM), η πορνεία (κατ’ ευφημισμόν sex work, αντί του κοινού prostitution), όσοι δηλώνουν α-ρομαντικοί (aromantic, δεν εμπλέκονται σε ρομαντικές σχέσεις) κ.α.

Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα ενός τέτοιου εγγράφου που εκδίδει το σωματείο BACP (British Association for Counselling and Psychotherapy):

“Όπως οι α-ρομαντικοί άνθρωποι και οι αναρχικοί σχέσεων, οι εργαζόμενοι του σεξ προβληματίζουν τη συμβατική κατανόηση των σχέσεων, επειδή εμπλέκονται σε σεξουαλικές συνευρέσεις για λόγους άλλους εκτός από τη ρομαντική αγάπη. [….] Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι στην πραγματικότητα μερικές φορές οι άνθρωποι κάνουν σεξ για λόγους άλλους από τη σεξουαλική έλξη, συμπεριλαμβανομένης της λήψης διαφόρων μορφών αποζημίωσης. Μερικές φορές τα ζευγάρια ανταλλάσσουν σιωπηρά ή ρητά το σεξ με δώρα, ραντεβού, δουλειές του σπιτιού, ρομαντισμό ή άλλες μορφές σωματικής επαφής, για παράδειγμα. Οι αρχικές αρνητικές αντιδράσεις στη σεξουαλική εργασία, και όχι αυτές οι άλλες ανταλλαγές, από την πλευρά ενός θεραπευτή μπορεί να οφείλονται στο πολιτισμικό στίγμα που ονομάζεται «πορνοφοβία».”

Οι συγγραφείς, εν ολίγοις, επιδιώκουν να τοποθετήσουν την πορνεία σε ένα πλαίσιο ανεκτικότητας και αποδοχής, επιχειρώντας να της προσδώσουν την υπόσταση που έχει οποιαδήποτε άλλη μορφή εργασίας, στιγματίζοντας εκ των προτέρων και αντιστρόφως ανάλογα τους διαφωνούντες, δημιουργώντας τον νεολογισμό «πορνοφοβία». Αντί, λοιπόν, να αντιμετωπίζεται η πορνεία ως κοινωνικό φαινόμενο που χρήζει αντιμετώπισης και θεραπείας, κανονικοποιείται – τουλάχιστον στα λόγια – προκειμένου να επιτευχθεί η ισότιμη συμπερίληψη των sex workers στον γενικότερο πληθυσμό.

Είναι λοιπόν δεδομένο πως οι ψυχοθεραπευτές που εκπαιδεύονται και βγαίνουν στην αγορά εργασίας, είτε ειλικρινώς προσυπογράφουν τα παραπάνω, είτε, αν διαφωνούν, αναγκάζονται να μην το εκφράσουν θεσμικά ή δημόσια. Κάτι παρόμοιο, ίσως με αργότερους ρυθμούς, συμβαίνει και με τους παλαιότερους επαγγελματίες, αφού η συνεχής επανεκπαίδευση (continuing professional development – cpd) είναι ίδιον της κουλτούρας του επαγγέλματος. Οι φανατικότεροι δε εξ’ αυτών, ψυχανεμιζόμενοι ίσως μια κοινωνική εξέλιξη που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται με τις ευαίσθητες κεραίες τους, θεωρούν πως οι νεότερες γενιές προσχωρούν αναφανδόν στην ιδεολογία του δικαιωματισμού, και πως σε λίγα χρόνια που «θα περάσουν το κατώφλι» των επαγγελματιών υγείας ως πελάτες, οι επαγγελματίες θα πρέπει να τους υποδεχτούν όντες ενημερωμένοι για όλες τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από τους νέους τρόπους του είναι και του εκφράζεσθαι. Η άποψη αυτή βέβαια δεν αντιλαμβάνεται πως η ευρύτερη κοινωνία ζει σε συνθήκες που δεν έχουν καμία σχέση με τον μικρόκοσμο της ψυχοθεραπείας, δηλαδή πως ο «κόσμος εκεί έξω» συνεχίζει να εκφράζεται αυθόρμητα και ακανόνιστα με τρόπους που για τους SJW θεωρούνται προσβλητικοί, ρατσιστικοί και χυδαίοι. Αυτό που μπορεί να συμπεράνει κανείς με μια σχετική ασφάλεια είναι πως παρατηρείται μεν στους νεότερους μια αυξανόμενη τάση  όσον αφορά τον προβληματισμό τους γύρω από τα ζητήματα ταυτότητας, ο οποίος όμως δεν μπορεί να είναι ποτέ μετρήσιμος, καθώς υπεισέρχονται οι αστάθμητοι παράγοντες της ποικιλίας των ιδιαιτεροτήτων, και των οικογενειακών και κοινωνικών καταβολών των ατόμων.

Στην Ελλάδα, ως γενική παρατήρηση μπορούμε να πούμε πως η άνοδος παρόμοιων φαινομένων (στην ψυχοθεραπεία ή αλλού) φαίνεται να διαγράφει μια λιγότερο οξεία ανοδική καμπύλη, για λόγους που δεν είναι απόλυτα σαφείς, και που για να τους περιγράψουμε θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε την έλλειψη οργάνωσης και ρύθμισης του επαγγέλματος των ψυχοθεραπευτών (αντίστοιχα σωματεία ψυχοθεραπευτών υπάρχουν μόνο σε υποτυπώδες επίπεδο, και δεν ανταποκρίνονται σε καμία περίπτωση στις ανάγκες των επαγγελματιών), την διατήρηση κάποιων παραδοσιακών δομών όπως είναι η οικογένεια, κάποιων κοινωνικών συνθηκών όπως είναι η μικρότερη ανάμειξη διαφορετικών εθνοτήτων σε σχέση με τα κράτη της δυτικής Ευρώπη και της Βόρειας Αμερικής, καθώς και οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας. Επί παραδείγματι, στον προφορικό ελληνικό λόγο η χρήση του αντίστοιχου they/them δεν είναι εφικτή – δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το πληθυντικό τύπο «αυτοί» αναφερόμενοι σε ένα άτομο, αφού το «αυτοί» ηχεί ακριβώς όπως το «αυτή» – ενώ στον γραπτό λόγο βλέπουμε ενίοτε να προστίθεται το κακοποιητικό σύμβολο @ στο τέλος των αντωνυμιών (αυτ@ αντί για αυτός/η), πράγμα που ωστόσο δεν φαίνεται να έχει την δυναμική για να διαδοθεί ευρέως.

Είναι σημαντικό, τέλος, να θυμόμαστε πως, όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί σε παλαιότερο άρθρο της αυτής ιστοσελίδας, ομάδες πίεσης και οργανώσεις με συγκεκριμένη στόχευση (ΛΟΑΤΚΙ κ.α.), στην Ελλάδα και διεθνώς, έχουν την ικανότητα να επιβάλλουν την παρουσία τους με βάση την επικοινωνιακή τους ισχύ και όχι την πραγματική αριθμητική τους δύναμη, λόγω πρόσβασης σε μηχανισμούς επιρροής, και θεσμικούς και ηγεμονικούς φορείς, με αποτέλεσμα να δημιουργείται στην κοινή γνώμη η παραμορφωτική εικόνα ενός διογκούμενου κινήματος με την δυναμική να διαμορφώσει συνειδήσεις και να επικρατήσει.

Το ότι ζούμε στην εποχή της σκεπτόμενης βλακείας, όπως εύστοχα παρατήρησε ο προσφάτως εκλιπών ηθοποιός Κωνσταντίνος Τζούμας, επιβεβαιώνεται όλο και συχνότερα από τον τρόπο με τον οποίο τα ζητήματα ταυτότητας εισβάλλουν όλο και πιο επίμονα στον δημόσιο λόγο και σε επαγγελματικούς χώρους που σχετίζονται με την διανόηση (των καλών τεχνών και του ακαδημαϊκού χώρου συμπεριλαμβανομένων), για να ονοματίσουν τα κομμάτια του κατακερματισμένου εαυτού του δυτικού ανθρώπου, που πεπεισμένος ότι το προσωπικό είναι και πολιτικό, όπως τον δίδαξαν τα κινήματα της δεκαετίας του 1960, καταλήγει να αστυνομεύει και να κακοποιεί την γλώσσα, ξεχνώντας πως η σαφήνεια στην έκφραση και στην κατανόηση μπορεί να προκύψει μόνο από την βαθιά γνώση (σοφία) των πραγμάτων.