Του Niklas Luhmann[1]
Μετάφραση: Θεόδωρος Ντρίνιας
Αν όλα αυτά[2] είχαν ήδη αποφασιστεί από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, τι απομένει να ειπωθεί από τον Μαρξ; Η αστική κοινωνία έχει ήδη απογειωθεί διαμαρτυρόμενη εναντίον του εαυτού της. Το περισσότερο που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να αμφιβάλλει αν όλα αυτά ήταν πράγματι αναγκαία. Ο Linguet διαμορφώνει τις αντιλήψεις του χωρίς καν να χρησιμοποιεί τον όρο «τάξη». Συνεπώς, η κοινωνική δομή είναι η διαφοροποίηση που προκύπτει δια της εργασίας. Όταν ο όρος «τάξη» προστίθεται, και γίνεται δυνατό με τη χρήση του να διαμορφωθεί η έννοια της αναδιανομής της κατανομής (του πλούτου), η αναγκαιότητα αντικαθίσταται από την ενδεχομενικότητα. Τώρα, η πρωταρχική (κοινωνική) διαφορά μπορεί να αλλάξει για άλλη μια φορά. Η διαφορά «φυσικός» άνθρωπος/πολιτισμένος άνθρωπος, που διαμορφώνει την αναπόφευκτη παρουσία του πολιτισμού και όλες τις συνέπειες αυτής, αντικαθίσταται από τη διαφορά μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Εντούτοις, αντίθετα με τη διαφορά μεταξύ φύσης και πολιτισμού, η διαφορά μεταξύ των τάξεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαία. Κατά συνέπεια, ο 19ος αιώνας έχει τη δυνατότητα να σαγηνευτεί από την ιδέα ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Και ο Μαρξ, στη συνέχεια, παραδίδει εκείνη τη θεωρητική κατασκευή που υποδεικνύει ότι το να γίνουν τα πράγματα διαφορετικά είναι αναγκαίο.
Από την οπτική του «ατόμου», η ενδεχομενικότητα[3] της ταξικά βασισμένης ρύθμισης της κατανομής αντιστοιχεί σε μια αντίφαση εντός του ίδιου του «ατόμου» – πιο συγκεκριμένα στην αντίφαση ανάμεσα στον αντικειμενικό προσδιορισμό του διαμέσου της θέσης του στην ταξική ιεραρχία, από τη μία, και στον αυτοπροσδιορισμό του, από την άλλη. Γενικά, η οικονομική θεωρία απείχε από κάθε διαχείριση, πρόγνωση και ερμηνεία της ατομικής συμπεριφοράς, αλλά την ίδια στιγμή θεωρούσε αυτή τη συμπεριφορά (ειδικότερα τη «φυσική» προδιάθεση των ατόμων να βελτιώνουν την κατάστασή τους) ως την αληθινή πηγή του πλούτου και της κατανομής του. Το πρόβλημα αυτό μεταφέρεται στη θεωρία των τάξεων ως η αντίφαση μεταξύ αντικειμενικών και υποκειμενικών προσδιορισμών. Με αντικειμενικούς όρους, οι καπιταλιστές -χωρίς να το επιθυμούν- προορίζονται από την ταξική τους θέση να καταστρέψουν την ίδια την τάξη τους. Με αντικειμενικούς όρους, οι προλετάριοι -χωρίς να το επιθυμούν- προορίζονται να αλλοτριωθούν από την ίδια την ταξική τους θέση. Εδώ, επιπλέον, μια προοπτική για το μέλλον ενσωματώνεται, καθώς η αλλοτρίωση αντέχεται για μεγαλύτερο διάστημα από την αυτοκαταστροφή. Το προλεταριάτο είναι ικανό να επιβιώσει του καπιταλισμού, και η επιβίωση αυτή σημαίνει την εξαφάνιση της έτερης τάξης, τη μετάβαση στον αυτοπροσδιορισμό, και την πραγμάτωση μιας ατομικότητας ελεύθερης από αντιφάσεις. Είναι μάλλον ενοχλητικό ότι όλο αυτό πρέπει να ερμηνευτεί «υλιστικά» διότι είναι συνδεδεμένο με την παραγωγική διαδικασία, ώστε η ατομικότητα να συμπίπτει με την αυτο-ιδιοποίηση του συνολικού παραγόμενου προϊόντος της εργασίας (με τον ίδιο τρόπο που άλλοτε συνέπιπτε με την απόλαυση της ιδιοκτησίας).
Η συγκεκριμένη θεωρία του «ατόμου» αναζητά, φυσικά, μια άλλη διέξοδο. Για αυτήν την αντίληψη, το πρόβλημα του καθολικού σε σχέση με το ειδικό -ένα πρόβλημα που γεννιέται το 18ο αιώνα- γίνεται ξανά επίκαιρο. Μετά από μια μακρόχρονη διαμάχη στο πεδίο της αισθητικής σχετικά με τα «κριτήρια» που μπορεί κάποιος να κρίνει το καθολικά έγκυρο μέσα στο ειδικό ακολουθώντας την Κριτική της Κριτικής Δύναμης του Κάντ, ο νεο-ουμανισμός μετέφερε το καθολικό στο «ατομικό» και έτσι σε κάποιο βαθμό το υπαρξιοποίησε. Κατά αυτόν τον τρόπο, η έννοια του «ατομικού» έγινε η μορφή δια της οποίας το ερώτημα του καθολικού εντός του ειδικού απαντήθηκε, και η απάντηση ήταν: το ειδικό είναι στην ατομικότητά του κάτι καθολικό, διότι ο καθένας μας, όπως όλοι οι υπόλοιποι, είναι τουλάχιστον τούτο -ένα άτομο. Αυτό αντιστρέφει την παραδοσιακή έννοια της ατομικότητας. Δεν είναι πια η ταξινόμηση του λιγότερου καθολικού, μέσα σε ένα συνεχές αύξουσας καθολικότητας, που εθεωρείτο ως ειδικό. Μάλλον, ήταν ακριβώς το ειδικό που θεωρήθηκε ως το απόλυτο καθολικό, δεδομένου ότι η ατομικότητα όλων μας βιώνεται ως κάτι το ιδιαίτερο.
Στην αρχή, φυσικά, κάτι τέτοιο δεν γινόταν αντιληπτό ως δικαιολόγηση κάθε ιδιωτικού καπρίτσιου, η ως νομιμοποίηση κάθε απαίτησης. Μάλλον, γινόταν πάντα αναφορά στην ορθή κρίση, στην ικανότητα συναίνεσης, στην ευταξία, και, τελικά, στον κόσμο στην ολότητά του ενσωματωμένο στην έννοια του καθολικού. Ιδωμένη με αυτόν τον τρόπο, η ατομικότητα ήταν κάτι που μπορούσε να αυτοπραγματωθεί μόνο ως κάτι καθολικό, μόνο ως η πραγμάτωση της μεγαλύτερης δυνατής ανθρωπινότητας. Εντούτοις, ο Χέγκελ είχε ήδη χαρακτηρίσει την αστική κοινωνία ως μια δομή στην οποία οι πραγματικοί άνθρωποι μπορούσαν να κατέχουν τους εαυτούς τους μόνο ως την ολότητα των αναγκών τους, μπορούσαν να πραγματώνουν τους εαυτούς τους μόνο σε σχέση με μια άλλη καθολικότητα.[4] Στη Μαρξική ανάλυση, αυτό το ενοποιητικό πλαίσιο καταρρέει ολοκληρωτικά μπροστά στις σκληρές συνθήκες που μπορούσαν να παρατηρηθούν στον απόηχο της εκβιομηχάνισης. Ο κόσμος δεν βρίσκεται πια σε τάξη, και, βλέποντάς τον αναδρομικά, ποτέ δεν είχε υπάρξει σε τάξη από την εποχή της εισαγωγής της γεωργίας, της εκμετάλλευσης και της ιδιοποίησης της προστιθέμενης αξίας. Στη θέση της ενότητας του κόσμου και της κοινωνίας, ο Μαρξ μας δίνει τη σύγκρουση -και την ελπίδα για ένα διαφορετικό μέλλον. Η ενότητα είναι πια η διαφορά, ή, ακριβέστερα, η διαφορά που βιώνεται ως τέτοια και από τις δύο πλευρές και συνεπώς γίνεται αντίφαση. Η μόνη εναπομείνασα ενότητα στην οποία μπορούν τα άτομα να προβάλλουν την ατομικότητά τους ως καθολικότητα είναι η τάξη τους, ή αλλιώς, η τάξη τους σε σύγκρουση με μια άλλη τάξη.
Αυτό με τη σειρά του εισάγει ένα άλλο πρόβλημα στη θεωρία, πιο συγκεκριμένα το ερώτημα πώς η ενότητα της τάξης μπορεί να γίνει νοητή ως η ενότητα των ατόμων. Αν η τάξη πρόκειται να λειτουργήσει ως υποκατάστατο του καθολικού, αρκεί για τα άτομα να αποδοθούν σε μια τάξη; Χρειάζεται απλά να κατανοούν τους εαυτούς τους ως μέλη μιας τάξης, ή πρέπει στην πραγματικότητα να παίρνουν ενεργά μέρος στην ταξική σύγκρουση, να συμμετέχουν σε συγκεντρώσεις και ούτω καθ’ εξής; Κανονικά, αυτό το πρόβλημα τίθεται σαν ένα ερώτημα σχετικά με τη συνειδητή ταύτιση κάποιου με την τάξη του, σχετικά με την αλληλεγγύη, σχετικά με την αίσθηση της κοινότητας και τα παρόμοια. Θα ήταν περισσότερο θεωρητικά συνεπές να ρωτάμε αν και πώς η ταξική διαφορά καθιστά εφικτό να βιώνει κάποιος την κατάστασή του ως προϊόν συνθηκών, τη μειονεκτική του θέση ως αυθαίρετη, και, εξοργιζόμενος για αυτά, να αναζητά ομοϊδεάτες. Πάνω απ’ όλα, όμως, αν, σκεπτόμενοι σοβαρά και με συνέπεια, η αντίφαση μεταξύ αντικειμενικού προσδιορισμού και αυτοπροσδιορισμού των προλεταρίων (όχι των καπιταλιστών!) τους σπρώχνει να ταυτίζονται με την τάξη τους. Για αυτούς, η τάξη τους είναι το υποκατάστατο καθολικό, καθώς η μετάβαση στην αταξική κοινωνία επιλύει την αντίφαση μεταξύ αντικειμενικού προσδιορισμού και αυτοπροσδιορισμού για αυτούς. Στην αταξική κοινωνία, οι προλετάριοι είναι ικανοί να πραγματώσουν το καθολικό στον αυτοπροσδιορισμό τους, όπως όλοι οι υπόλοιποι. Εν πάσει περιπτώσει, το ατομικό ενδιαφέρον για την τάξη του καθενός και οι προσπάθειες που έγιναν για λογαριασμό της μπορούν να εξασφαλιστούν μόνο από το γεγονός ότι τα άτομα βλέπουν τους εαυτούς τους ως προορισμένους να βρουν τι έχουν κοινό. Αντιθέτως, αν βλέπουν τους εαυτούς τους μόνο ως άτομα, σύμφωνα με τις πρόσφατες αντιλήψεις για το πρόβλημα του συλλογικού ορθολογισμού, γίνεται παράλογο να παίρνει κάποιος θέση υπέρ της τάξης του.[5]
[1] Το απόσπασμα στο γερμανικό πρωτότυπο βρίσκεται στο κεφάλαιο Luhmann, N. (1985). Zum Begriff der sozialen Klasse. Στο: Luhmann, N. (επιμ.) Soziale Differenzierung. VS Verlag für Sozialwissenschaften, Wiesbaden. Η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά, από τις σελίδες 178-180, του τόμου Morgner, C. (επιμ.) (2022). The making of meaning: From the individual to social order. Selections from Niklas Luhmann’s works on semantics and the social structure. Oxford University Press.
[2] Στις παραγράφους που προηγούνται του τρέχοντος αποσπάσματος, ο Λούμαν παραθέτει εκτενή χωρία από το έργο του Γάλλου δημοσιογράφου και νομικού Simon-Nicholas Henri Linguet (1736 – 1794), Théorie des loix civiles, ou Principes fondamentaux de la société (Λονδίνο, 1767), όπου γίνεται σαφές ότι στην ανερχόμενη αστική κοινωνία των μέσων του 18ου αιώνα είναι η κατοχή περιουσίας που «επανεισάγει» το άτομο στην κοινωνία (και όχι η προσπάθεια της σωτηρίας του δια της θρησκείας), και ταυτόχρονα ανάγεται σε κυρίαρχη κοινωνική διαφορά η άνιση κατανομή των περιουσιών και συνεπώς του πλούτου (ΣτΜ).
[3] Για τον Λούμαν, ως ενδεχομενικό ορίζεται κάτι που δεν είναι αναγκαίο, αλλά ούτε και απίθανο (ΣτΜ).
[4] Ο Χέγκελ το εκφράζει πιο καθαρά στο υστερόγραφο της διάλεξης του 1819-1820 απ’ ό,τι στο τυπωμένο κείμενο της Φιλοσοφίας του Δικαίου: “Die Konkrete Person erscheint jetzt als besonderer Zweck für sich, und die Algemeinheit ist von ihr verschieden, steht ihr gegenüber” (Τώρα το συγκεκριμένο πρόσωπο εμφανίζεται ως ένας ειδικός σκοπός για τον εαυτό του, και η καθολικότητα διαφέρει από αυτό, ίσταται απέναντί του). Βλέπε Georg Friedrich Wilhelm Hegel, Philosophie des Rechts: Die Vorlesung von 1819-20 in einer Nachschrift, επιμ. Dieter Henrich, Frankfurt am Main 1983, σελ. 147, 151.
[5] Πρβ. Mancur J. Olson, The Logic of Collective Action, Cambridge, MA 1965.