Ο λόγος περί του άρθρου της Ελεάννας Βλαστού για την Καθημερινή “Γιατί η Σκωτία αλλάζει φύλο;” αναφορικά με την πρόσφατη πολιτική διαμάχη μεταξύ της κυβέρνησης του Ρίσι Σούνακ και της ημιαυτόνομης κυβέρνησης της Σκωτίας, υπό την προσφάτως παραιτηθείσα [1] πρώτη Υπουργό Νίκολα Στέρτζον, σχετικά με το απορριφθέν νομοσχέδιο που αφορά στην μεταρρύθμιση του νόμου για την αναγνώριση φύλου (Gender Recognition Act reform). Το κοινοβούλιο της Σκωτίας υπερψήφισε τη μεταρρύθμιση, η οποία προέβλεπε τη μείωση του χρόνου αναμονής της δοκιμαστικής περιόδου κατά την διαδικασία της αλλαγής φύλου σε τρεις μήνες (από δύο χρόνια!), την αφαίρεση του προαπαιτούμενου της παροχής ιατρικής διάγνωσης πριν την μετάβαση, και την μείωση του κατώτατου ηλικιακού ορίου για αιτήσεις αλλαγής φύλου από τα δεκαοχτώ στα δεκαέξι έτη.
Ο Σούνακ, σε μια κίνηση που τον καθιστά πιστό στις προεκλογικές του διακηρύξεις, ενεργοποίησε το άρθρο 35 του νόμου περί Σκωτίας (Section 35 order), αναγκάζοντας την κυβέρνηση της Σκωτιας να μην εφαρμόσει το ψήφισμα, αναφέροντας μια σειρά από επιπλοκές που θα δημιουργηθούν αν εφαρμοζόταν ο νέος νόμος: θα οδηγούσε σε “τουρισμό φύλου” (gender tourism) αφού Βρετανοί θα ταξίδευαν στη Σκωτία για να κάνουν την επέμβαση, θα γινόταν δυσκολότερη η παροχή υπηρεσιών υγείας από άτομα ίδιου φύλου, τα σχολεία θηλέων και αρρένων θα αναγκαζόταν να αλλάξουν κανονισμούς, η προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών θα γινόταν δυσκολότερη, κλπ κλπ. Εν ολίγοις, επιπλοκές νομικού και κοινωνικού χαρακτήρα βρίσκονται πίσω από αυτή την απόφαση, ενστάσεις οι οποίες όμως δεν είναι αρκετές για τα “προοδευτικά” MME, τα οποία υποτονθορύζουν το δικό τους αφήγημα: η κυβέρνηση των Tories ψαρεύει συντηρητικούς ψηφοφόρους. Κοινή τακτική των υπερ-ιδεολογικοποιημένων, κοινωνικά ευαίσθητων, αφυπνισμένων (woke) δικαιωματιστών, που τοποθετούν τους αντιπάλους τους σε ιδεολογικά κουτάκια-πλαίσια προκειμένου να τους απαξιώσουν, χαρακτηρίζοντάς τους συνοπτικά, χωρίς πραγματικό διάλογο ή καταφυγή στην κριτική σκέψη.
Σε αυτό το τελευταίο, λοιπόν, επεισόδιο των πολιτισμικών πολέμων (culture wars) που μαίνονται ως άλλες Εικονομαχίες με αυξανόμενη σφοδρότητα τα τελευταία χρόνια, απογοήτευση προκαλεί τόσο η μανιώδης προσήλωση της μιας πλευράς στην ναρκισσιστική υπερπροβολη της “αυταπόδεικτης” ηθικής της ανωτερότητας, όσο και η ατολμία της άλλης πλευράς να κατονομάσει την πηγή του προβλήματος που χάνεται μεταξύ των γραμμών χλιαρών και άστοχων άρθρων όπως αυτό της Καθημερινής: τη διάλυση κάθε σταθερής συνισταμένης προσδιορισμού που αφήνει ανοιχτό το πεδίο για τον εκ του μηδενός προσδιορισμό των πάντων. Ο άνθρωπος τείνει να θεωρείται λευκός πίνακας (tabula rasa) στον οποίο μπορεί ο καθένας να ζωγραφίσει ό,τι επιθυμεί. Έτσι τα πάντα, από την κοινή λογική, την επιστήμη, τη θρησκεία, τον αγώνα για την αναζήτηση της αλήθειας, ως τα φυσικά και βιολογικά δεδομένα, συρρικνώνονται και υποχωρούν μπροστά στην παντοδύναμη, παντογνώστρια μονάδα: το άτομο. Ένα άτομο που πολύ σύντομα, εν πλήρη συγχύσει, θα αναρωτιέται ακόμα και για την ίδια του την ανθρώπινη υπόσταση.
Σε αυτόν τον δημόσιο διάλογο που ευτελίζεται με γοργούς ρυθμούς σε παρωδία, υποτιμώντας την νοημοσύνη όσων στέκονται κριτικά έξω από αυτόν, κανείς δεν ρωτά το κυριότερο: ποιο είναι το κενό που ο κατακερματισμός των κατά δήλωση ταυτοτήτων φύλου προσπαθεί ανεπιτυχώς να καλύψει; Και γράφω “ανεπιτυχώς”, διότι αν αυτός ο κατακερματισμός είχε οποιονδήποτε στόχο και λόγο ύπαρξης – αν δηλαδή κατάφερνε να καλύψει το κενό αυτοπροσδιορισμού που όλο και περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται στις μέρες μας – τότε θα παρατηρούσαμε, στην ανάπτυξη και στην πορεία του εντός του κοινωνικού γίγνεσθαι, έναν σκοπό, ένα τέλος στο οποίο θα κατέληγε για να αυτοπραγματωθεί. Ελλείψει σκοπού και τέλους λοιπον, ο κατακερματισμός θα συνεχίζεται επ’ άπειρον για χάρη του κατακερματισμού, και όλο και πιο συστηματικά τα ζητήματα ταυτότητας θα εξελίσσονται σε ένα είδος κεντρικής αρτηρίας από όπου όλα θα ξεκινάνε και όπου όλα θα καταλήγουν.
Το πρόβλημα με άρθρα όπως αυτό την Καθημερινής είναι πως αποτελούν την αφετηρία μιας δημοσιογραφίας που χάνει και η ίδια την ταυτότητά της, και αντί να γίνεται πηγή αξιόπιστων πληροφοριών και βήμα δημόσιου διαλόγου που στοχεύει στην σε βάθος ανατομία της ανθρώπινης κατάστασης, καταλήγει σε έναν ασυνάρτητο πολτό χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ουσιαστική θέση, χωρίς συνείδηση. Κι αυτό είναι ντροπή.
[1] Αξίζει να σημειωθεί πως η παραίτηση αυτή – αναμενόμενη για τους εκ των έσω του Σκωτικού Εθνικού Κόμματος (SNP), αναπάντεχη για τους υπόλοιπους – φέρεται να προκλήθηκε τουλάχιστον εν μέρει από την αρνητική στάση μελών του κόμματος ως προς το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο, με αποτέλεσμα η Στέρτζον να χάσει την εμπιστοσύνη και την στήριξή τους.