Το προοδευτικό και εκσυγχρονιστικό κουστούμι που κάποιοι, ιδίως από τις δεκαετίες του ’80 και ’90, προσπαθούν να φορέσουν απότομα και με το στανιό στην ελληνική κοινωνία, υπήρξε πρόχειρο και κακοραμμένο. Η προώθηση αυτής της εξόχως αφηρημένης «κοινωνικής προόδου», μοιάζει με κινέζικο φασόν· το γυαλιστερό προϊόν, αφού παρέλθει ο αρχικός ενθουσιασμός, σύντομα δείχνει την πραγματική του, σαθρή και λαμέ, στόφα. Σε μεγάλο βαθμό οι πρωτοστάτες και οι πρωτοπορίες αυτής της εκσυγχρονιστικής εμμονής υιοθέτησαν έναν διαφωτισμένο πιθηκισμό, συχνά κάνοντας αντιγραφές που εστίασαν στο λούστρο και όχι στις δομές με γνώμονα τις εγχώριες ιδιαιτερότητες και ανάγκες. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς την άχαρη, εγκληματική και τσαπατσούλικη εφαρμογή του ύστερου μοντερνισμού στο ελληνικό αστικό/αρχιτεκτονικό τοπίο και την υπερ-συγκέντρωση του πληθυσμού κυρίως σε δυο αστικά κέντρα. Όμως οι κοινωνίες, που δε μένουν ασφαλώς στάσιμες, χρειάζονται ταυτότητα, προσωπικότητα, στυλ, αλλά και τους κατάλληλους τρόπους μετασχηματισμού. Τρόποι που μπορεί να λειτουργήσουν μόνο αν ταιριάξουν στη φυσιογνωμία ενός λαού και καταφέρουν να αντέξουν μέσα στο χρόνο. Έτσι μπορούν να αλλάζουν οι κοινωνίες, ενώ ταυτόχρονα συντηρούν τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της κοινωνικής ειρήνης και της δημοκρατίας. Η δημοκρατία απαιτεί πάντα ένα ορισμένο και σταθερό πλαίσιο που δεν είναι έξω και πέρα από την κοινωνία, αλλά σώμα της. Διότι πρόκειται για συντηρητικό πολίτευμα που καλλιεργεί την πίστη στο ίδιο και στους θεσμούς του, ενώ προάγει τη σταθερότητα. Είναι ένα πολίτευμα που αναγνωρίζει την ιστορία, με τα θετικά και τα αρνητικά της, που δεν κουκουλώνει τα σφάλματα και τηρεί κανονικά τα προβλεπόμενα, χωρίς ιδεολογικές εμμονές. Γιατί η ιστορία των λαών δεν παραγράφεται κάτι που είχε καταλάβει καλά ο Γιώργος Σεφέρης, όταν είπε το γνωστό: «σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνεις και το αντίστοιχο απ’ το μέλλον». Η μόνιμη ρευστότητα, η ανιστορική (παροντική) αντίληψη, ο ρεβανσιστικός ριζοσπαστισμός και η αλά καρτ εφαρμογή των θεσμών, ταιριάζει στα ναρκισσιστικά ιδεολογήματα και στην αναρχία, όχι στη δημοκρατία η οποία βασανίζεται, εξίσου, από την γραφειοκρατικοποίηση της πολιτικής – κάτι που βλέπουμε τελευταία στο πρόσωπο διαφόρων ευκαιριακών πολιτικάντηδων και επιλεκτικά/όψιμα αφυπνισμένων συνταγματολόγων.
Σε ό,τι αφορά στην πορεία της νεοελληνικής κοινωνίας, η καταλληλότητα ή μη των μεθόδων κοινωνικού μετασχηματισμού κρίνεται πάντα από το αποτέλεσμα μέσα στο χρόνο. Σίγουρα οι λαοί δεν αποτελούνται από πλαστελίνη, ώστε να διαμορφωθούν με κάποια εργαλεία απότομα κατά τις επιθυμίες ή τα προσωπικά γούστα ορισμένων ελίτ: της οικονομίας, της διανόησης, της τέχνης ή της πολιτικής. Οι ελίτ μπορεί να προσφέρουν αντικείμενα μίμησης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι «από τα κάτω» θα τα υιοθετήσουν οπωσδήποτε, ειδικά όταν το βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο των δεύτερων, βρίσκεται σε ανοδική πορεία. Ακόμη και αν η κοινωνία θεωρηθεί ένα καλλιεργήσιμο πεδίο, είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχουν απολύτως στείρα υποστρώματα, πάνω στα οποία μπορεί να ανθίσει με «καθαρότητα» ένα νέο γενικό πρότυπο, ούτε ασφαλώς μπορεί – και ευτυχώς – να υπάρξει μια ριζική κατάσταση, όπου μετά από κάποιου είδους «ξεχορτάριασμα» (tabula rasa), θα βλαστήσει κάτι εντελώς νέο. Στην Ελλάδα οι εκσυγχρονισμοί του ποδαριού, εδώ και δεκαετίες δείχνουν, κατ’ εξακολούθηση, ότι ο κοντόφθαλμος οραματισμός, που στηρίζεται στην τυφλή μίμηση και στον κομπλεξισμό, τελικά δεν ωφελεί τη χώρα. Η ελιτίστικη λογική ανθρώπων που νομίζουν ότι έγιναν ανώτερα πνεύματα επειδή μύρισαν λίγο άρωμα ανεπτυγμένης και διαφωτισμένης Δύσης, ενώ με εξωφρενική επιλεκτικότητα βλέπουν μόνο τα θετικά του δυτικού τρόπου, δεν καταφέρνει κάτι περισσότερο από το να αποκόπτει τους ίδιους από την εγχώρια κοινωνική πραγματικότητα.
Οι κοινωνίες, δεν είναι εικαστικά πονήματα τα οποία οι καλλιτέχνες-σχεδιαστές τους θα προλάβουν να καμαρώσουν, όπως το ολοκληρωμένο έργο του ένας ζωγράφος ή κάποιος αρχιτέκτονας. Οι κοινωνίες δεν λειτουργούν σε αυτούς τους χρόνους, ούτε απαντούν καλά στις βιαστικές και πρόχειρες κινήσεις. Φυσικά, προκειμένου να υπάρξει κάποια βελτίωση χρειάζεται αμφισβήτηση, αντικατάσταση ή και απόρριψη νοοτροπιών, κυρίαρχων προτύπων κ.λπ.. Χρειάζεται δηλαδή να υπάρξουν άνθρωποι ικανοί, οι οποίοι σκέφτονται, δημιουργούν και φαντάζονται, οραματίζονται και προτείνουν νέα πρότυπα που θα αντιπροταθούν.
Ωστόσο, οι πειραματισμοί πρέπει να γίνονται αργά, με μεγάλη σύνεση και σεβασμό, έχοντας υπόψη τη δύναμη της Αδράνειας (inertia), της Συντήρησης και της Παράδοσης που δεν πρέπει να υποτιμούνται ποτέ, αλλά ούτε να αντιμετωπίζονται με εχθρικό τρόπο. Η Παράδοση και η Συντήρηση, είναι απολύτως απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιτυχία ενός μετασχηματισμού ή οποιασδήποτε καινοτομίας, ενώ η Αδράνεια δεδομένη σταθερά.
Η ψευδαίσθηση ορισμένων ότι έγιναν επιτέλους Ευρωπαίοι, επειδή απέκτησαν κάποια οικολογική συνείδηση, ασπάζονται τη ρευστότητα των φύλων, την υστερία του νεοφεμινισμού, την πολιτική ορθότητα, την «αφυπνιστική» (woke) οικοφοβία, την κουλτούρα των παρεκκλίσεων κλπ. δεν αφορά καθόλου τις ιδιαίτερες πραγματικότητες της Ελλάδας η οποία ζει με τον δικό της τρόπο και στους δικούς της ρυθμούς. Είναι οι ιστορικές ιδιαιτερότητες και η γενική φυσιογνωμία ενός λαού που καθορίζουν τις δυνατότητές του και πολύ λιγότερο το όραμα κάποιων αυτιστικών ελίτ της πόζας, του πιθηκισμού και της πρόκλησης. Η επίγνωση της παραπάνω αλήθειας είναι ζωτικής σημασίας για κάθε Κυβέρνηση…
Προσφάτως, μια από αυτές τις πραγματικότητες/ιδιαιτερότητες έδειξαν αρκετοί Έλληνες με τον τρόπο τους – ενδεχομένως κάποιοι από αντίδραση στην υποτίμηση και τη λοιδορία των αυτοαποκαλούμενων προοδευτικών – με αφορμή την κηδεία ενός πρώην αρχηγού του ελληνικού κράτους, του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Διαχρονικά, την ίδια δύναμη της συντήρησης και αδράνειας, δείχνουν πολλοί από εκείνους που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι ένας νέος Ανδρέας Παπανδρέου, θα σώσει την εκσυγχρονιστική παρτίδα, τη στιγμή που η λογική, η διεθνής συγκυρία και η παρακμή – τόσο της Σοσιαλδημοκρατίας, όσο και της Αριστεράς, ιδίως της ριζοσπαστικής – δείχνουν ξεκάθαρα ότι η Ελλάδα σήμερα χρειάζεται διαφορετικές ιδέες και λύσεις, αν όχι ακριβώς τα αντίθετα από όσα ήταν, έκανε και πρέσβευε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ μεγάλο τμήμα του οποίου σήμερα έχει μετοικίσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Ας ελπίσουμε ότι αυτά τα βασικά πράγματα, που αναπτύχθηκαν εδώ σε συντομία, έχουν γίνει κατανοητά από τις δυνάμεις που πλαισιώνουν τη σημερινή Κυβέρνηση η οποία, κατά πάσα πιθανότητα, σύντομα θα ανανεώσει τη θητεία της.