Ο πίνακας είναι του Άγγελου Ραζή

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία – 28 Μαρτίου 2023.

Ο Βυζαντινός ιστορικός, Πρίσκος Πανίτης, στο έργο του Ιστορία Βυζαντιακή (441-472), περιγράφει τους Ούννους και τα έθιμά τους, ως αυτόπτης μάρτυρας κατά τη διάρκεια διπλωματικής του αποστολής (με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’). Στο βασίλειο των Ούννων ο Πρίσκος συναντά τον μέτοικο Γραικό, για τον οποίο η Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα κράτος στο οποίο κυριαρχούσε η ευνοιοκρατία και η μεροληψία. Εξηγεί, ωστόσο, ο Πρίσκος ότι στη Ρώμη/Βυζάντιο, παρότι το δικαστικό σύστημα δεν είναι πάντα σε θέση να λειτουργεί με απόλυτη αντικειμενικότητα, ουδείς προβάλλει αξιώσεις εναντίον της κυριαρχίας του νόμου. Υπό διαφορετική διατύπωση, η Βυζαντινή αυτοκρατορία είναι μια «έννομος πολιτεία» (τον όρο αυτό χρησιμοποιεί επίσης και ο Προκόπιος ο Καισαρεύς). Στο βασίλειο των Ούννων, εξηγεί ο Πρίσκος, όπου ο νόμος δεν εποπτεύει τον συλλογικό βίο, όλα επαφίενται στην τύχη. Ο ατομικός και συλλογικός βίος εκτός της εννόμου πολιτείας είναι αβέβαιος. Τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια και την ελευθερία του ανθρώπου. Πολλώ δε μάλλον, εκτός του πλαισίου μιας εννόμου πολιτείας οι κυρίαρχες εξουσίες είναι απόλυτες και δεσποτικές. Ο νόμος σε μια κοινωνία όπως αυτή των Ούννων, δεν ωφελεί τον δήμο αλλά τον ιδιοκτήτη της πολιτείας, δηλαδή τον ηγεμόνα. Σε μια έννομη πολιτεία (όπως αναφέρει ο Συνέσιος) «βασιλέως τρόπος ο νόμος». Αντιθέτως, «τυράννου δε νόμος ο τρόπος». Συνεπώς, ο νόμος είναι ανώτερος του βασιλέα. Στη Ρώμη (Βυζάντιο), όπως εξηγεί ο Αντώνης Καλλδέλης, ο νόμος πηγάζει από τα ήθη και τα έθιμα. Ο βασιλέας προκειμένου να νομοθετήσει θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι ο νόμος δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από «τῶν ἀνθρώπων ἡ προαίρεσις … τοῦτο δὲ πολιτευέσθω … καὶ πρὸ δόγματος νόμου πολιτευόμενον» (στα λόγια του Λέοντος του έκτου).

Υπό το πρίσμα αυτό, ο Πρίσκος εξηγεί στον Γραικό ότι η απόφασή του να μετοικήσει στο βασίλειο των Ούννων είναι παράλογη και επικίνδυνη. Ο απόλυτος ηγεμόνας ενός τέτοιου βασιλείου καθιστά νόμο τον δικό του τρόπο. Με άλλα λόγια, νομοθετεί όχι με βάση το δημόσιο συμφέρον, αναγνωρίζοντας τα ήθη και τα έθιμα του δήμου, αλλά έχοντας μοναδικό σκοπό τα προσωπικά του ιδιοτελή συμφέροντα, πράγμα που τόσο για τον Συνέσιο όσο και για τον Ιωάννη Ζωναρά, παραπέμπει στην τυραννία. Συνεπώς, η κοινωνία μένει «εκτός νόμου». Καθίσταται έρμαιο της τύχης και των αυθαίρετων αποφάσεων του ηγεμόνα. Ο Γραικός, όπως εξιστορεί ο Πρίσκος, θα αιχμαλωτιστεί αλλά θα απελευθερωθεί από τον ίδιο του τον αφέντη. Για την απελευθέρωσή του θα πρέπει να ευχαριστεί την τύχη, εφόσον κανένας νόμος ικανός να εγγυηθεί την ελευθερία του αλλά και την ίδια του τη ζωή δεν υπήρχε στο βασίλειο των Ούννων.

Εντός συνθηκών που ευνοούν την κοινωνική απογοήτευση, όπου οι πολίτες παύουν να έχουν εμπιστοσύνη σε θεσμούς, κυριαρχεί η αντίληψη ότι η επιβίωση οφείλεται στην τύχη, ότι η «κακιά στιγμή» αργά ή γρήγορα θα έρθει και δεδομένης της έλλειψης πρόνοιας και νόμων, η αποφυγή του δυσμενούς σεναρίου θα οφείλεται σε «θαύμα». Το δυστύχημα των Τεμπών καλλιέργησε τούτη την πεποίθηση. Οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν ζουν σε μια έννομη πολιτεία, αλλά σε μια ζούγκλα με θηρία, σε μια κατάσταση που μας θυμίζει τις συνθήκες οι οποίες επικρατούν στα λεγόμενα «αποτυχημένα κράτη» της Υεμένης, της Σομαλίας και άλλων παρόμοιων χωρών. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναρωτηθούμε το εξής: είναι η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα παρόμοια με αυτή χωρών όπου κανένας νόμος δεν κυριαρχεί, παρά μόνο η αυθαιρεσία, η καταδυνάστευση και η γενικευμένη ανομία, όπου όλα είναι αφημένα «στην τύχη»;

Το κοινωνικό συμβόλαιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε το νεοελληνικό κράτος δεν εδράζεται στην αρχή της εννόμου πολιτείας. Μήτε συμβαδίζει πλήρως με τα δυτικά πρότυπα, όπου η αρχή αυτή τηρείται έστω και επιφανειακά (κανένα από τα δυτικά πολιτεύματα δεν είναι αντιπροσωπευτικά, όπως η παρεξηγημένη Ρωμαϊκή πολιτεία). Το νεοελληνικό κράτος, από την εποχή του Όθωνα και έπειτα, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας υβριδικός μηχανισμός που εξυπηρετεί πρωταρχικά ιδιοτελή συμφέροντα και σε δεύτερη μοίρα τίθεται το δημόσιο συμφέρον. Παρότι δεν τίθεται θέμα σύγκρισης με τα «αποτυχημένα κράτη» πολλών χωρών της Αφρικής, το νεοελληνικό κράτος/μοντέλο με τις πελατειακές του δομές, όντας επικεντρωμένο στην εξυπηρέτηση ατομικών φιλοδοξιών, καθίσταται ανίκανο να επιλύσει κάποιες βασικές κοινωνικές ανάγκες. Συνεπώς, η μικρή εμπιστοσύνη που θα μπορούσε να εκφράσει ένας πολίτης προς τους θεσμούς ενός τόσο δυσλειτουργικού μηχανισμού, υπό την επίδραση ενός τόσο ξαφνικού και βίαιου γεγονότος (το οποίο δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από συνέπεια τούτης της δυσλειτουργικότητας) κλονίζεται συθέμελα.

Οφείλουμε, βέβαια, να απαντήσουμε σε ένα επιπλέον ερώτημα: πού απολήγει το συναίσθημα της μαζικής κοινωνικής απογοήτευσης, της εντύπωσης ότι όλα βασίζονται στην τύχη, εντύπωση που (όπως είδαμε) παρότι δεν είναι ορθή, εκτρέφεται από τις ίδιες τις συνθήκες που διαιωνίζουν οι δομές του νεοελληνικού και πελατειακού κρατικού μηχανισμού; «Εφόσον νόμος δεν υπάρχει», θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, «τότε νόμος θα γίνει ο δικός μου τρόπος». Αξίζει να αναφερθούμε στη Hannah Arendt, στις προσεγγίσεις της αναφορικά με τον όχλο (the mob). Ο όχλος δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με τον λαό. Αποτελεί ένα σύνολο ομάδων οι οποίες αισθάνονται ότι δεν εκπροσωπούνται από κάποιον πολιτικό φορέα, θεσμό ή κοινωνική τάξη. Έχοντας εξοριστεί από το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς, οδηγείται στη χρήση βίαιων και συχνά εκδικητικών μέσων για την επίτευξη συγκεκριμένων πολιτικών στόχων. Επιδιώκει να κατευνάσει τον θυμό του καταφεύγοντας στην εκδίκηση, τουτέστιν, στη χρήση μή έννομων πολιτικών διαδικασιών (άλλωστε η λέξη «εκδίκηση» ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη εκτός και τη λέξη δίκαιο, και παραπέμπει σε μεθόδους δράσης εκτός του πλαισίου της εννόμου πολιτείας, εκτός του δικαίου). Συχνά, ο όχλος αναζητά αποδιοπομπαίους τράγους, πράγμα που καλλιεργεί την εχθροπάθεια, διαρρηγνύοντας την όποια συνοχή έχει απομείνει. Δίχως τη συνοχή και την αλληλεγγύη (ἔθεσι και φιλία, κατά τον Αριστοτέλη), η πολιτεία καθίσταται έρμαιο συγκρούσεων και γενικευμένης ανομίας, έρμαιο της τύχης, όπως η περίπτωση του Γραικού (στην Ιστορία του Παννίτη). Κρίνεται, συνεπώς, άμεσα αναγκαίο να αναδυθούν νέες πολιτικές πρωτοβουλίες με άμεση προτεραιότητά τους να καταστήσουν την κοινωνία πρωταγωνιστή του πολιτικού συστήματος, πετώντας στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας το παλαιοπολιτικό σύστημα που εξυπηρετεί το αντι-κοινωνικό πελατειακό μοντέλο. Με ποιόν συγκεκριμένα τρόπο αυτές οι νέες πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να προτάξουν την έννομη πολιτεία; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα δοθεί σύντομα σε νέο άρθρο.