«Ένιωσα ξαφνικά πως η ευτυχία ήταν πιο τρομακτική από τις δύσκολες στιγμές που είχαν προηγηθεί. Διότι τότε η ζωή ήταν ένας συνεχής αγώνας, μια ατελείωτη αυτοάμυνα και επιβίωση · είχε ένα σκοπό: έπρεπε κανείς να επιβιώσει εδώ και τώρα, έπρεπε να εξασφαλίσει τη δυνατότητα να επιζήσει για λίγο ακόμα. Έπρεπε κανείς να γνωρίζει πού θα περνούσε τη νύχτα, όπως επίσης και τον τρόπο για να βρει κάτι να φάει- με αυτήν τη σειρά. Όταν αναπάντεχα ο συνεχής αυτός αγώνας έπαψε πλέον να είναι απαραίτητος, φάνηκε πως η ζωή ξαφνικά είχε γίνει εντελώς άδεια».
Antony Bloom, Μητροπολίτης Sourozh
«Αφού όλοι οι φιλόσοφοι είχαν διαφορετικά δόγματα, είναι προφανές ότι το δόγμα και η αρετή είναι εντελώς διαφορετικής φύσεως».
Βολταίρος
Η σχέση του καπιταλισμού με την ηθική αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα. Σημαντικοί κοινωνιολόγοι μίλησαν εκτενώς για τη σχέση μιας συγκεκριμένου τύπου ηθικής με την εξάπλωση του καπιταλισμού. Ωστόσο, ένα διαφορετικό- και επίσς ενδιαφέρον- ερώτημα είναι αυτό για την ίδια την ηθική του καπιταλισμού. Υπάρχει «καπιταλιστική» ηθική, με την κυριολεκτική έννοια του όρου; Ας δούμε τις απαντήσεις που επιχειρεί να δώσει ο καθηγητής Φιλοσοφίας της Σορβόννης André Comte-Sponville, ο οποίος συζητάει το πρόβλημα για τη σχέση της ηθικής με την πολιτική και την επιστήμη στις σύγχρονες κοινωνίες. Αρχικά, ο Σορβόννης André Comte-Sponville διαπιστώνει πως υπάρχει μια στροφή της τελευταίας γενιάς ανθρώπων (περίοδος 1980-2000) προς την ηθική και στην απόπειρα επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων όχι πλέον με πολιτικά αλλά με ηθικά μέσα (π.χ. φιλανθρωπίες, εθελοντισμός κ.λπ.). Οι τρεις κύριες γι’ αυτή τη στροφή είναι, θεωρεί, η «αντίδραση» στην υπερβολική πολιτικοποίηση της γενιάς του γαλλικού Μάη, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και ο συνακόλουθος «θρίαμβος» του καπιταλιστικού συστήματος, θρίαμβος που όμως συνεπαγόταν συγχρόνως και την επανεμφάνιση νέων αμφισβητήσεων για τη νομιμοποίηση του συστήματος αυτού, και τέλος, η γενικότερη εκκοσμίκευση-αποθρησκειοποίηση της σύγχρονης Δύσης. Ως προς το τρίτο, ο Γάλλος διανοητής έχει να πει κάτι παραπάνω:
«Εκείνο που με ανησυχεί είναι ότι αυτός ο κοινωνικός θάνατος του Θεού, μπορεί να είναι ταυτόχρονα και θάνατος του πνεύματος- εξαφάνιση, τουλάχιστον στη Δύση, κάθε πνευματικής ζωής άξιας αυτού του ονόματος. Σε βαθμό που, καθώς οι εκκλησίες αδειάζουν, να μην μπορούμε πλέον να γεμίζουμε το κυριακάτικο πρωινό, παρά τα σούπερ μάρκετ. Θα είχαμε άδικο να χαιρόμαστε γι’ αυτό. Επιτρέψτε στον άθεο που είμαι να σας πει ότι το ένα, το σούπερ μάρκετ, δεν αντικαθιστά τον άλλο, τις εκκλησίες. Και ότι μια κοινωνία που δεν θα είχε παρά σούπερ μάρκετ να προσφέρει, ειδικά στους νέους της, δεν θα είχε, κατά πάσα πιθανότητα, μέλλον. Οι νέοι το νιώθουν καλά, άλλωστε».
Για τον Sponville, πάντως, η ηθική ενισχύεται υπό την υποχώρηση του θρησκευτικού. Χρησιμοποιώντας την παλιά ρήση του Pascal, o Sponville διακρίνει τέσσερις τάξεις-επίπεδα της ανθρώπινης ζωής γενικότερα: «Τεχνοεπιστημονικό» (στην οποία εκείνος συμπεριλαμβάνει και την οικονομία), «Νομικοπολιτικό», «Ηθικό» (αφορά στα καθήκοντά μας, όπως τα εννοεί η καντιανή ηθική φιλοσοφία) και τέλος, Ήθος (εννοεί την αγάπη, που δεν μπορεί να απαιτηθεί σαν «καθήκον»). Καθεμιά από αυτές διαθέτει τη δική της ξεχωριστή σφαίρα, αλλά οφείλει να περιορίζεται από την αμέσως επόμενη και ανώτερη. Συγκεκριμένα, η επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη προσδιορίζεται και περιορίζεται από τους νόμους και τις αποφάσεις που λαμβάνει η πλειοψηφία των πολιτών (ενν. στις δημοκρατικές κοινωνίες), οι οποίοι με τη σειρά τους (οφείλουν να) καθορίζονται από την ηθική συνείδηση των πολιτών[1]. Τέλος, η ηθική των πολιτών πρέπει να διέπεται από την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και πιο απόλυτη, αγάπη. Συγκεκριμένα, ο Pascal έκανε λόγο για τρεις τάξεις ή επίπεδα: τη «σάρκα», τη «λογική/πνεύμα» και την «καρδιά»[2] που, σύμφωνα με την περίφημη διατύπωσή του, «έχει τη δική της λογική». Επιστρέφοντας στον Sponville, κύρια θέση του είναι ότι δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στα τέσσερα επίπεδα, διότι αν αυτό συμβεί, τότε κινδυνεύουμε να υποπέσουμε σε «βαρβαρότητα». Ως «βαρβαρότητα» ο Sponville εννοεί την υποταγή ενός ανώτερου επιπέδου σε ένα από τα κατώτερα. Αν λόγου χάρη υποτάξουμε την ηθική στην οικονομία, φθάνοντας στο σημείο να υμνούμε τον καπιταλισμό, όπως κάποτε οι αρχαίοι Ισραηλίτες λάτρευσαν ένα χρυσό μοσχάρι. Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη μορφή σύγχυσης των επιπέδων. Πρόκειται για τον «αγγελισμό», δηλαδή την υποταγή ενός κατώτερου επιπέδου σε ένα από τα ανώτερα. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν για παράδειγμα, κάνουμε το λάθος να αναγάγουμε τα πολιτικά προβλήματα σε προβλήματα ηθικής. Τώρα, ο Sponville προχωράει στο κύριο ερώτημα: είναι ηθικός ο καπιταλισμός; Και τι ακριβώς είναι ο καπιταλισμός; Ένας περιεκτικός ορισμός του καπιταλισμού, που μας έρχεται από τον Marx, είναι ο ακόλουθος: «οικονομικό σύστημα θεμελιωμένο πάνω στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής, πάνω στην ελεύθερη αγορά και στη μισθωτή εργασία». Ο Sponville παραθέτει, συμπληρωματικά, και τον παρακάτω (λειτουργικό) ορισμό: «οικονομικό σύστημα που χρησιμεύει να παράγει, με τον πλούτο, περισσότερο πλούτο». Αυτό σημαίνει όχι μονάχα πως στον καπιταλισμό το χρήμα αντιμετωπίζεται ως «κεφάλαιο», αλλά επιπλέον ότι το χρήμα τείνει να «πηγαίνει», κατά κάποιον τρόπο, στο χρήμα: κοινώς, οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που το καπιταλιστικό σύστημα προκαλεί σε πολλούς αγανάκτηση για την οικονομική του ανισότητα. Έτσι όμως καθίσταται δυνατή η απάντηση στο ερώτημα: ο καπιταλισμός δεν είναι ούτε ηθικός ούτε ανήθικος, μας λέει ο Sponville. Για την ακρίβεια, είναι «αηθικός», δηλαδή δεν διέπεται από κάποια ηθική. Το καπιταλιστικό σύστημα έχει αποδείξει την πρακτική χρησιμότητά του και δεν χρειάζεται κάποια ηθική δικαιολόγηση: στόχος του είναι να παράγει πλούτο και αυτό το έχει καταφέρει αρκετά καλά ως τώρα. Η «ιδιοφυία» του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, λέει και πάλι ο Sponville, έγκειται στο ότι αυτό δεν απαιτεί από τους ανθρώπους τίποτα παραπάνω από το να δρουν όπως πραγματικά είναι, δηλαδή να δρουν εγωιστικά και με συμφεροντολογική πρόθεση. Ο καπιταλισμός, πολύ απλά, δεν χρειάζεται την καλοσύνη και τη συμπάθεια για να πετύχει. Μήπως αυτό τάχα συνιστά λόγο καταδίκης του; Όχι, απαντάει ο ίδιος, εξηγώντας την απάντησή του ως εξής: πρώτον, διότι η αηθικότητα δεν αποτελεί κάποιον ιδιαίτερο προσδιορισμό της φύσης του καπιταλισμού, παρά είναι η ίδια αηθικότητα που χαρακτηρίζει την οικονομία γενικά, ως μέρος του πρώτου επιπέδου (τάξη 1), και δεύτερον, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν διαθέτουμε κανένα, εξίσου αξιόπιστο, εναλλακτικό οικονομικό σύστημα για να το αντιπαραθέσουμε πρακτικά στον καπιταλισμό. Και τέλος, πράγμα που είναι και το σημαντικότερο, διότι εκεί ακριβώς έγκειται και η επιτυχία του. Συγκεκριμένα, ακριβώς επειδή είναι αηθικός, ο καπιταλισμός αποδέχεται τους ανθρώπους όπως αυτοί πραγματικά είναι (δηλαδή συχνά εγωιστές και μερικές φορές συμφεροντολόγοι), και αυτός είναι ο λόγος που λειτουργεί, σε αντίθεση με τον σοσιαλισμό, ο οποίος κατά κανόνα ζητάει από τους ανθρώπους αυτοθυσία μεγαλύτερη από όση μπορούν να επιδείξουν.
Το λάθος του Marx ήταν το ότι απέτυχε να συνειδητοποιήσει τη διάκριση των τεσσάρων τάξεων-επιπέδων, κάνοντας λόγο για την «υπεραξία» και κατά συνέπεια, την εγγενή αδικία του καπιταλιστικού συστήματος, προσπάθησε να περάσει το ηθικό (τάξη 3) μέσα από το οικονομικό επίπεδο (τάξη 1), συμπεραίνει ο Sponville. Ο Marx λοιπόν συνέχεε την τάξη 1 με την τάξη υπ’ αριθμόν 3. Ο βασικός σκοπός του ήταν να ηθικοποιήσει την οικονομία. Αυτό ήταν όμως και το βασικό του σφάλμα. Δύο σημαντικές έννοιες του έργου του, η «αλλοτρίωση» και η «εκμετάλλευση», βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ οικονομίας και ηθικής, καθώς εισάγουν, ουσιαστικά αλλά και λαθραία, τη δεύτερη μέσα στην πρώτη. Εν ολίγοις, ο Marx ήθελε μεν οι οικονομικές αδικίες να λάβουν μεν τέλος, όχι όμως με μεταρρυθμίσεις, ούτε και με αόριστες επικλήσεις στην «ανθρωπιά», στην έμπρακτη ισχύ της οποίας ελάχιστα πίστευε, αλλά με την «επιστημονική» ανάδειξη ενός άλλου συστήματος που να καθιστά ίσα τα ανθρώπινα όντα. Αυτή η παράξενη ανάμειξη ηθικής με οικονομία, δεσπόζει στο έργο του, και δεν είναι παράξενο που μετέπειτα διχάστηκαν οι υποστηρικτές και ερμηνευτές του ανάμεσα στους δύο ακραίους του πόλους, την ηθική και την οικονομία, διχασμός που ισοδυναμούσε στην πράξη με τη σύγκρουση ανάμεσα σε «ανθρωπιστικό» μαρξισμό (στις διάφορες εκδοχές του) με «οικονομιστικό μαρξισμό (στις διάφορες εκδοχές του). Οι παραπάνω θέσεις δεν διατυπώνονται, όπως θα φανταζόταν κανείς, από κάποιον άτεγκτο υποστηρικτή του νεοφιλελευθερισμού αλλά από έναν δεδηλωμένο σοσιαλδημοκράτη, τακτικό ψηφοφόρο (κατά δήλωσή του) της κομματικής Αριστεράς στη Γαλλία. Καταλήγοντας, ας σημειωθεί ότι, πιο πρόσφατα, προκάλεσαν διχογνωμίες οι δηλώσεις του Γάλλου συγγραφέα, όταν απέρριψε τα lockdown για την προστασία των ηλικιωμένων από τον κορωνοϊό, με το επιχείρημα πως αφενός έτσι η κοινωνία λησμονεί ότι ο κίνδυνος αποτελεί θεμελιώδες γεγονός της ζωής, και αφετέρου, η οικονομική εξαθλίωση (ενν. μέσω των μέτρων) των ερχόμενων γενεών. Πόσο μας θυμίζει όλη αυτή η επιχειρηματολογία τον πολιτικό νεοφιλελευθερισμό;
[1] Ας σημειωθεί ότι ο Sponville φαίνεται να λησμονεί τις φιλελεύθερες κατοχυρώσεις (π.χ. στο σύνταγμα) που ορίζουν τις δημοκρατίες μας, αλλά δεν υπόκεινται στην κρίση της λαϊκής κυριαρχίας και της πλειοψηφίας των πολιτών (δηλ. στη δημοκρατία).
[2] Μια τέτοια τριμερή διάκριση του ανθρώπου μπορεί να βρεθεί και στους εκκλησιαστικούς πατέρες της Ορθοδοξίας, οι οποίοι μιλούν για «σώμα», «ψυχή» και «νου» (ή «καρδιά»). Από αυτά τα στοιχεία, θεωρούν, το τρίτο είναι αυτό χάρη στο οποίο είναι δυνατή η άμεση επικοινωνία με τον Θεό.