«Οποιαδήποτε ρεαλιστική καταγραφή των κομουνιστικών εγκλημάτων θα έκλεινε ουσιαστικά την πόρτα στην Ουτοπία και πάρα πολλές καλές ψυχές σε αυτόν τον άδικο κόσμο δεν μπορούν να εγκαταλείψουν την ελπίδα για το απόλυτο τέλος της ανισότητας (και μερικές λιγότερο καλές ψυχές θα τους προσφέρουν πάντοτε “ορθολογικά” θεραπευτικά γιατροσόφια). Και συνεπώς, όλοι οι σύντροφοι που αναζητούν την ιστορική αλήθεια θα πρέπει πράγματι να προετοιμασθούν για μια πολύ Μεγάλη Πορεία, προτού αποδοθεί στον κομουνισμό το δίκαιο μερίδιό του για το απόλυτο κακό».
Martin Malia (παρά Vladimir Tismăneanu)
«Δεν είμαι υπέρ της οικονομίας της αγοράς και πολέμιος του σοσιαλισμού επειδή οι καπιταλιστές είναι πολύ καλοί άνθρωποι. Μερικοί είναι, μερικοί όχι. Υπό αυτήν την έννοια δεν διαφέρουν από άλλους ανθρώπους. Είμαι υπέρ του καπιταλισμού διότι ωφελεί την ανθρωπότητα. Δεν είμαι κατά του σοσιαλισμού φγιατί οι σοσιαλιστές είναι κακοί άνθρωποι, αλλά διότι φέρνει για όλους μείωση του βιοτικού επιπέδου και καταστρέφει την ελευθερία».
Ludwig von Mises
Ο Αυστριακός οικονομολόγος Friedrich von Hayek (1899-1992) είναι γνωστός ως ένας από τους θεμελιωτές του νεοφιλελευθερισμού, ως φιλοσοφίας και οικονομικού συστήματος, καθώς και ως ένας από τους πλέον ανηλεείς αντιπάλους της σοσιαλιστικής πολιτικής, σε κάθε της έκφανση. Έχοντας βιώσει τον ναζιστικό ολοκληρωτισμό, δεν έπαψε να απεχθάνεται οποιοδήποτε καθεστώς επιχειρεί να καθυποτάξει την ελευθερία των επιμέρους ατόμων. Ο Hayek επιδόθηκε όμως και στη συγγραφή έργων σχετικά με την επιστημονική μεθοδολογία και τις προβλέψεις που σχηματίζουν οι επιστήμονες όσον αφορά στα κοινωνικά φαινόμενα.
Συγκεκριμένα, σε αρκετά δοκίμιά του, ο Hayek προβαίνει σε κριτική για τον ευρύτερο κλάδο των οικονομολόγων, με έμμεσες αρνητικές αναφορές στην ψυχανάλυση, συμπληρώνοντας πως η πλάνη ποσοτικοποίησης είναι ακόμη εντονότερη στην ψυχολογία, σε ορισμένους κλάδους της κοινωνιολογίας, καθώς και στη φιλοσοφία της ιστορίας.
Κεντρική σημασία στο έργο του έχει πάντοτε η έννοια της ελευθερίας:
«Ως ελευθερία σε αυτό το πλαίσιο εννοώ, στη μεγάλη αγγλοσαξονική παράδοση, την ανεξαρτησία από την αυθαίρετη βούληση κάποιου άλλου. Αυτή είναι η κλασσική σύλληψη της ελευθερίας υπό τον νόμο, μια κατάσταση πραγμάτων στην οποία ένας άνθρωπος μπορεί να καταναγκαστεί μόνο όπου ο καταναγκασμός απαιτείται από τους γενικού κανόνες του νόμου, οι οποίοι ισχύουν εξίσου για όλους, και ποτέ από την επιλεκτική απόφαση της διοικητικής αρχής».
Ο Hayek ασκεί όμως παράλληλα και κριτική στον συντηρητισμό και διευκρινίζει τι τον διαφοροποιεί από τον φιλελευθερισμό. Ο συντηρητισμός, υποστηρίζει, προκρίνει τον κεντρικό-κρατικό σχεδιασμό για την επιβολή των ιδεών του στην κοινωνία, όπως και ο σοσιαλισμός, με τη διαφορά ότι συνήθως δεν το πράττει στα οικονομικά αλλά στα ηθικά ζητήματα.
Οπωσδήποτε φιλελευθερισμός και συντηρητισμός έχουν πιο πολλά κοινά μεταξύ τους από ότι με τον σοσιαλισμό, στο κάτω-κάτω αμφότεροι προτιμούν την ελεύθερη από κρατικούς σχεδιασμούς οικονομία, ωστόσο η κύρια διαφορά τους είναι ότι ο φιλελευθερισμός τοποθετεί διαρκώς το επίκεντρο την ατομική ελευθερία.
Στα ηθικά ζητήματα, οι συντηρητικοί συμπεριφέρονται κατά κάποιον τρόπο σαν τους σοσιαλιστές. Γιατί όμως ο Hayek επικρίνει τόσο σφοδρά τον σοσιαλισμό; Το βασικό του επιχείρημα στηρίζεται στην ελευθερία, αυτή με τη σειρά της στην άγνοια (και η άγνοια, με τη σειρά της, στην πολυπλοκότητα της αγοράς). Πιο συγκεκριμένα, ακριβώς επειδή κανένα μεμονωμένο άτομο δεν κατανοεί πλήρως τους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς, είναι απαραίτητο ο καθένας να επωφελείται από τη γνώση όλων των άλλων.
Αυτή η αξιοποίηση της διασκορπισμένης γνώσης, είναι που καθιστά εφικτά τα σημαντικά διανοητικά επιτεύγματα. Με αυτόν τον τρόπο, στηριγμένη δηλαδή σε προσπάθειες διαφορετικών ατόμων, μια φιλελεύθερη κοινωνία είναι σε θέση να διαθέτει τελικά περισσότερη γνώση από όση θα διέθετε, ατομικά, ακόμη και ο σοφότερος ηγέτης. Κανένα μυαλό δεν διαθέτει όλα τα οικονομικά δεδομένα για το σύνολο της κοινωνίας:
«Μου φαίνεται ότι αυτή η αποτυχία των οικονομολόγων να καθοδηγήσουν την πολιτική επιτυχέστερα συνδέεται στενά με την τάση τους να μιμούνται όσο δυνατόν περισσότερο τις διαδικασίες των λαμπρά επιτυχημένων φυσικών επιστημών- μια προσπάθεια που στο πεδίο μας μπορεί να οδηγήσει σε ξεκάθαρο σφάλμα. Πρόκειται για μια προσέγγιση που έχει φτάσει να περιγράφεται ως “επιστημονιστική” στάση- μια στάση η οποία, όπως την όρισα πριν τριάντα χρόνια, “είναι αποφασιστικά αντιεπιστημονική με την αληθινή άκριτη εφαρμογή συνηθειών σκέψης σε πεδία διαφορετικά από εκείνα στα οποία έχουν διαμορφωθεί”».
Μέσα από τις τιμές εκδηλώνονται οι προτιμήσεις επιμέρους ατόμων μιας κοινωνίας. Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες μας να εξασφαλίσουμε βέβαιη και ακλόνητη επιστημονική γνώση για τα κοινωνικά φαινόμενα, θα έπρεπε μάλλον να μας διδάξει ταπεινοφροσύνη και να αποθαρρύνει πιθανές νέες προσπάθειες συνολικού «ελέγχου» της κοινωνίας. Το πλήθος των επιμέρους μεταβλητών οδηγεί σε πολυπλοκότητα, η οποία με τη σειρά της καθιστά τις ακριβείς προβλέψεις αδύνατες[1]. Έτσι, η άγνοια μετατρέπεται σε επιχείρημα υπέρ της ελευθερίας (όπως τη συλλαμβάνει ο κλασικός φιλελευθερισμός).
O κομουνισμός προϋποθέτει τον κεντρικό σχεδιασμό, όπως αντίστοιχα ο φασισμός τα μονοπώλια. Στον αντίποδα και των δύο, ο φιλελευθερισμός προωθεί τον ελεύθερο ανταγωνισμό[2]. Η άγνοια αυτή όμως δεν αποτελεί μειονέκτημα, διότι εξασφαλίζει την ελευθερία μας. Στην ουσία, η ελευθερία σημαίνει την αποποίηση του ελέγχου των ατομικών προσπαθειών, ενώ η άγνοια ευνοεί τη συνεργασία ανάμεσα στα άτομα.
Η ανάπτυξη του πολιτισμού συνεπάγεται και τον πολλαπλασιασμό των μέσων που χρησιμοποιούμε δίχως να κατανοούμε (ουσιαστικά και σε βάθος) τον μηχανισμό λειτουργίας τους. Το κράτος δικαίου, για τον Hayek, είναι απόλυτα ασυμβίβαστο με το κράτος πρόνοιας.
Ο λόγος είναι ότι θεμέλιο του πρώτου είναι η ουδετερότητα ανάμεσα στους πολίτες και η συνακόλουθη παρεμπόδιση των διακρίσεων, ενώ αντίθετα το δεύτερο στηρίζεται σε «θετικές» (όπως πιστεύουν πολλοί) διακρίσεις, με σκοπό την άνωθεν οικονομική εξίσωση[3]. Ο Hayek, μάλιστα, αμφιβάλλει σθεναρά ότι η έντονη αναζήτηση μετρήσιμων μεγεθών έχει συμβάλλει ιδιαίτερα στην κατανόηση των οικονομικών φαινομένων.
Αυτός ο επιστημονισμός είναι το βασικό σφάλμα του κεϋνσιανισμού, στηριγμένος στην ιδέα ότι υπάρχει απλή θετική συσχέτιση ανάμεσα στη συνολική απασχόληση και στο μέγεθος της συνολικής ζήτησης σε αγαθά και υπηρεσίες («καμπύλη Philips»). Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 κατέδειξε όμως τις αποτυχημένες βάσεις του κεϋνσιανισμού.
Εκτός από τον κεϋνσιανισμό, ο Hayek επιτίθεται και σε κάθε μορφή σοσιαλισμού. Ιστορικά, ο σοσιαλισμός ουδέποτε υπήρξε ένα κίνημα της εργατικής τάξης, λέει, ενώ σε καμία εποχή δεν υποστηρίχθηκε από την πλειονότητα των επαγγελματιών οικονομολόγων. Το ίδιο ισχύει και για τον οικονομικό προστατευτισμό γενικότερα. Τα τελευταία εκατό χρόνια, ο άνθρωπος έχει κατορθώσει να ελέγχει τις φυσικές δυνάμεις, κατανοώντας και προβλέποντας επιστημονικά τα φυσικά φαινόμενα, τον έχει γεμίσει με αισιοδοξία, παρασύροντάς τον στη βασικά εσφαλμένη ιδέα ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εφαρμοσθεί και στο κοινωνικό πεδίο. Αυτό μας υπέβαλε στη γοητεία του σοσιαλισμού, από την οποία ακόμη δεν έχουμε συνέλθει.
«Ειδικότερα, η σοσιαλιστική σκέψη οφείλει τη γοητεία της στους νέους σε μεγάλο βαθμό στον οραματικό της χαρακτήρα το ίδιο το θάρρος να ενδώσεις στην ουτοπική σκέψη είναι από αυτή την άποψη μια πηγή δύναμης για τους σοσιαλιστές την οποία ο παραδοσιακός φιλελευθερισμός δυστυχώς στερείται».
Στον αντίποδα αυτού:
«Εκείνο που μας λείπει είναι μια φιλελεύθερη Ουτοπία, ένα πρόγραμμα το οποίο παρουσιάζεται όχι ως μια απλή υπεράσπιση των πραγμάτων ως έχουν ή ένα νερωμένο είδος σοσιαλισμού, αλλά ως ένας αληθινά φιλελεύθερος ριζοσπαστισμός ο οποίος δεν χαρίζεται στις ευαισθησίες των ισχυρών (συμπεριλαμβανομένων των συνδικάτων), δεν είναι υπερβολικά πρακτικός και δεν περιορίζεται σε ό,τι παρουσιάζεται σήμερα ως πολιτικά εφικτή».
Τέλος, σύμφωνα με τον Hayek, ο λόγος που είναι τόσο σημαντική και πολύτιμη η ελευθερία, είναι το ότι δεν γνωρίζουμε το πώς τα άτομα θα επιλέξουν να τη χρησιμοποιήσουν. Είναι πιο σημαντικό το να δοκιμασθεί το καθετί από κάποιον, παρά το να κάνουν όλοι τα ίδια πράγματα (εδώ φέρνει κανείς στον νου του τα διαφορετικά «πειράματα ζωής» του John Stuart Mill).
Δεν έχει σημασία το πόσοι επιθυμούν να το κάνουν. Θα μπορούσε να είναι οι περισσότεροι ή ακόμη και μικρή μειονότητα. Αν επιδιώκαμε έμπρακτα να είναι η πλειονότητα, τότε θα καταλήγαμε αναπότρεπτα στον αυταρχισμό. Ωστόσο, αυτή η δεοντοκρατία του συνοδεύεται και από μια ωφελιμιστική προσέγγιση, η οποία πρεσβεύει ότι, σε τελική ανάλυση, με την ελευθερία θα αποδεσμευθούν περισσότερες δυνάμεις για το καλό, παρά για το κακό. Αυτές οι σκέψεις οδηγούν τον νομπελίστα οικονομολόγο σε απαισιόδοξες προβλέψεις σχετικά με το άμεσο μέλλον.
[1] Ας θυμηθούμε και τα όσα λέει σχετικά ο Popper στο βιβλίο του Η ένδεια του ιστορικισμού. Οι Hayek και Popper εκτιμούσαν ο ένας τον άλλο και αλληλοεπιδρούσαν μεταξύ τους, μέσα στα έργα τους.
[2] Ας θυμηθούμε εδώ το γνωστό παράδειγμα του Friedman με το μολύβι, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα για την «αυθόρμητη» αποτελεσματικότητα του καπιταλιστικού συστήματος.
[3] Ασφαλώς, ο ωφελιμισμός και ο ελιτισμός που εκφράζει εδώ ο Hayek έχουν επικριθεί επανειλημμένα. Για παράδειγμα, το συνοπτικό και ιδιαίτερα ευφυές βιβλίο του Albert O. Hirschman, Η αντιδραστική ρητορική (The rhetoric of reaction, 1991), το οποίο αναλύει και σχηματοποιεί τα τρία κύρια κύματα της «αντιδραστικής» σκέψης ενάντια στους τρεις μεγάλους νεωτερισμούς του σύγχρονου κόσμου: τη ρητορική ενάντια στην «αστική» όψη (18ος αιώνας), τις απειλές ενάντια στην «πολιτική» όψη (19ο αιώνας) και τέλος, τις δυσοίωνες προφητείες ενάντια στην «κοινωνικοοικονομική» όψη του πολίτη στον σύγχρονο κόσμο (20ός αιώνας), προσάπτει στον Hayek κοντόθωρη φοβικότητα απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία και το κράτος πρόνοιας, τα οποία σε τελική ανάλυση διέψευσαν τις προβλέψεις του και όχι απλώς δεν οδήγησαν σε ολοκληρωτισμό, αλλά βελτίωσαν τη ζωή ενός πολύ μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Εκτός αυτού, ο Hayek συχνά επικρίθηκε για τις αμφιλεγόμενες σχέσεις που διατηρούσε με το δικτατορικό καθεστώς του Pinochet στη Χιλή. Σχετικά με αυτό το θέμα, βλ (eprints.lse.ac.uk)