«Δεν υπάρχει απολύτως καμία αδιάρρηκτη θρησκεία, επιδρώσα ως βιοτική δύναμη, που να μην απαιτεί σε μια κάποια θέση το “credo non quod, sed quia absurdum”- τη “θυσία της διάνοιας”».
«Η απαιτούμενη στάση για την προσέγγιση της πλήρους βεβαιότητας πρέπει να είναι: Θα πιστέψω ότι το άσπρο αντικείμενο που βλέπω είναι μαύρο, αν αυτή είναι η απόφαση της ιεραρχικής Εκκλησίας, γιατί πιστεύω ότι ενώνοντας τον Κύριο Χριστό μας, το Νυμφίο και τη Νυμφία του, την Εκκλησία, υπάρχει ένα και το ίδιο Πνεύμα που κυβερνά και μας καθοδηγεί για το καλό των ψυχών μας».
(Από τις Πνευματικές Ασκήσεις του Ignacio de Loyola, αγίου του Ρωμαιοκαθολικισμού και ιδρυτή του τάγματος των Ιησουιτών).
«Ούτε ο Marx ούτε ο Freud μελέτησαν άλλες θρησκείες εκτός από τον χριστιανισμό, ο Max Weber όμως το έκανε, και υποστήριξε ότι η θρησκεία θα μπορούσε να πρωτοστατήσει στο κίνημα για την αλλαγή της κοινωνίας […] Οι κοινωνιολόγοι συχνά εξάγουν περιορισμένα συμπεράσματα επειδή επικεντρώνονται μόνο στη χριστιανική θρησκεία, αλλά ο Weber μελέτησε τις παγκόσμιες θρησκείες και παρουσίασε τη φύση της ηθικής και παραδειγματικής προφητείας. Η πρώτη ενθαρρύνει την κοινωνική αλλαγή, ενώ η δεύτερη τις παραδόσεις. Οι παραδοσιακές μορφές θρησκείας υποστηρίζουν το κοινωνικό καθεστώς, ενώ οι αιρέσεις τείνουν να επιφέρουν ανατροπές».
Robert Crawford
«Όταν οι θεοί είναι νεκροί, η αρχετυπική στιγμή της χαρισματικής εμπειρίας είναι η στιγμή της υπερψήφισης ενός “ελκυστικού” πολιτικού έστω και αν αντιτίθεται κανείς στην πολιτική του».
Richard Sennett
Στην επιστημονική κοινωνιολογία, οι τέσσερεις πιο σημαντικές «σχολές» θεωριών για την κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων, είναι ο δομισμός, ο λειτουργισμός, οι μαρξισμοί (ή, κατά άλλους, οι «θεωρίες συγκρούσεων» γενικότερα) και, τέλος, η συμβολική αλληλεπίδραση. Οι Durkheim, Marx και Weber, οι τρεις θεμελιωτές της εν λόγω επιστήμης που ασχολήθηκαν κάπως με το θρησκευτικό φαινόμενο, ήταν της άποψης πως η (κάθε) θρησκεία βασικά δεν είναι τίποτε άλλο από μια ανθρώπινη αυταπάτη. Συγκεκριμένα, αν ο λειτουργιστής Durkheim θεωρούσε τη θρησκεία έναν παράγοντα συνοχής των ανθρωπίνων κοινωνιών, και ο επαναστάτης θεωρητικός της σύγκρουσης Marx (που ασχολήθηκε λιγότερο από όλους με το θέμα) την έβλεπε σαν μιαν αποχαυνωτική παρηγοριά για τους κοινωνικά αδικημένους, ο Max Weber, θεωρητικός πρόδρομος της συμβολικής αλληλεπίδρασης, έτεινε να αντιλαμβάνεται το θρησκευτικό ως παράγοντα που αλληλεπιδρά ποικιλοτρόπως και αλληλεξαρτάται με τα υπόλοιπα κοινωνικά στοιχεία (π.χ. οικονομία), συμβάλλοντας στη συγκρότηση νοήματος όσον αφορά στις ανθρώπινες πράξεις[1]. Στο παρόν κείμενο, θα παρακολουθήσουμε μερικά από τα σημεία της βεμπεριανής έρευνας πάνω στα θρησκευτικά φαινόμενα εν γένει. Η συστηματική ερευνητική και συγγραφική ενασχόληση του Weber με τα θρησκευτικά ζητήματα ξεκίνησε την περίοδο 1904-1905, αρχής γενομένης με την πολυσυζητημένη και κλασική πια μονογραφία του, για τον συσχετισμό της πουριτανικής ηθικής με την κοινωνική συμπεριφορά των αστών, κατά την εποχή του πρώιμου καπιταλισμού[2] Ακολούθησαν οι εργασίες για τη θρησκεία των Κινέζων, των Ινδών και των Ιουδαίων, που δυστυχώς ο Γερμανός κοινωνιολόγος δεν πρόφτασε να αποπερατώσει, λόγω της πρόωρης αποδημίας του, το 1920, εξαιτίας της πνευμονίας που πιθανότατα προκλήθηκε από την ισπανική γρίπη. Εδώ όμως δεν θα μας απασχολήσει το ζήτημα της σχέσης προτεσταντισμού-καπιταλισμού, ούτε οι βαρυσήμαντες διαπιστώσεις περί «απομάγευσης» του κόσμου, αλλά θ’ αναδείξουμε τις παρατηρήσεις του Γερμανού κοινωνιολόγου πάνω σε ορισμένους βασικούς «ιδεότυπους» που χαρακτηρίζουν τις θρησκείες. Τρεις τέτοιοι ιδεότυποι είναι ο μάγος, ο προφήτης και ο ιερέας. Αρχικά, τι ακριβώς είναι ένας «προφήτης»; Πότε και υπό ποιες συνθήκες αποδίδεται σε κάποιον ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός; Ας δούμε τον ορισμό που μας προσφέρει ο Weber:
«Ως “προφήτη” θα αντιλαμβανόμαστε εδώ έναν καθαρά προσωπικό φορέα χαρίσματος, ο οποίος μέσω της αποστολής του αναγγέλλει μια θρησκευτική διδασκαλία ή μια θεία εντολή».
Ο Weber ξεκαθαρίζει επίσης ότι ένας «προφήτης» ενδέχεται να είναι και ο ιδρυτής μιας νέας θρησκείας ή «απλώς» ο ανανεωτής μιας ήδη υπάρχουσας. Επιπλέον, το σώμα των υποστηρικτών του μπορεί να είναι επικεντρωμένο στο πρόσωπό του (π.χ. Μωάμεθ, Ζωροάστρης) ή στο μήνυμα που αυτός κομίζει (π.χ. Βούδας, προφήτες του αρχαίου Ισραήλ). Πώς, όμως, ξεχωρίζουμε έναν προφήτη από έναν ιερέα ή έναν μάγο; Όπως ορίζει ο Weber, κάθε εξουσία μπορεί να νομιμοποιηθεί σε τρεις δυνατούς τρόπους: με το έθιμο, που εκφράζει το «πανάρχαιο χθες» και η προέλευσή του χάνεται στα βάθη του παρελθόντος (παραδοσιακή εξουσία), έπειτα το «χάρισμα», δηλαδή προσωπική γοητεία ενός ηγέτη (χαρισματική εξουσία), και τέλος, η νομιμότητα (νόμιμη εξουσία), η οποία στηρίζεται σε γενικούς και αφηρημένους κανόνες του θετικού Δικαίου. Για τον Weber, η διαφορά ανάμεσα στον ιερέα και στον προφήτη είναι η διαφορά ανάμεσα στην αξιοσέβαστη ιερή παράδοση και στην προσωπική ιδιαίτερη εσωτερική κλήση ενός συγκεκριμένου χαρισματικού ατόμου. Ακόμη και στην περίπτωση ο ιερέας συμβαίνει να διαθέτει επίσης και κάποιο προσωπικό «χάρισμα», δεν παύει να μεταφέρει «σωτηριακά» αγαθά μέσω του λειτουργήματός του, το οποίο αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου οργανισμού με θέση στην κοινωνία. Αντίθετα, ο προφήτης στηρίζεται προ παντός στο προσωπικό του χάρισμα. Αυτό δεν κάνει όμως και ο μάγος; Ποια η διαφορά τότε ανάμεσα σε μάγο και προφήτη; Αρχικά, είναι γεγονός πως τόσο οι μάγοι όσο και οι προφήτες στήριζαν το κύρος τους συνήθως σε κάποιου είδους επίδειξη «μαγικών» ικανοτήτων (θαύματα κ.λπ.) και ένας προφήτης που κόμιζε νέες διδασκαλίες, σχεδόν πάντοτε έπρεπε πρώτα να αποδείξει το κύρος του επιδεικνύοντας τις ικανότητές του. Σε αντίθεση με τον μάγο, ο προφήτης καταθέτει προσωπικές υπερβατικές «αποκαλύψεις», αποκρυσταλλώνοντας το μήνυμά του σε εντολές που στηρίζονται πάνω σε αυτές τις αποκαλύψεις. Βέβαια, σχεδόν πάντοτε οι προφήτες διαθέτουν και κάποιες «μαντικές» ιδιότητες (δηλ. υπερφυσικά χαρίσματα) από τις οποίες, κατά κανόνα, αντλούν το κύρος τους. Ενίοτε ένας προφήτης μπορεί να είναι και νομοθέτης (δες, για παράδειγμα, την περίπτωση του Μωυσή) ή και ηθικοδιδάσκαλος, με σαφή, φυσικά, ιεραρχική υπεροχή έναντι των μαθητών του. Μια από τις επίσης σημαντικές ιδιότητες ενός προφήτη, που τον διακρίνει αυστηρά από τον νομοθέτη, είναι ότι αυτός δεν αναλαμβάνει την αποστολή του μέσω κάποιας ανθρώπινης ανάθεσης, αλλά κατά κάποιον τρόπο τη «σφετερίζεται», όχι όπως οι τύραννοι στην αρχαία Ελλάδα, αλλά λόγω της άμεσης υπερβατικής αποκάλυψης την οποία διατείνεται ότι έχει λάβει. Όπως συμπληρώνει ο Weber:
«Ανεξάρτητα, όμως, εάν η προφητεία έχει περισσότερο ηθικό ή περισσότερο υποδειγματικό χαρακτήρα, η προφητική Αποκάλυψη σημαίνει πάντα- και αυτό είναι το κοινό στοιχείο πρωτίστως για τον προφήτη και ακολούθως για τους βοηθούς του: μια ενιαία άποψη περί του βίου, που έχει αποκτηθεί μέσω συνειδητά ενιαίας, εννοηματικής στάσης απέναντί του».
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της προφητείας, είναι το γεγονός ότι αυτή προσφέρεται αμισθί. Ο τυπικός προφήτης προβάλλει τις ιδέες που προβάλλει, για χάρη των ίδιων, και όχι για χάρη μιας πιθανής αμοιβής, γι’ αυτό και επιλέγει να ζει με την εργασία των χεριών του (π.χ. Απόστολος Παύλος) ή να λαμβάνει μονάχα όσα με δική τους πρωτοβουλία του δίνουν οι ακροατές του (π.χ. Βουδιστές). Αυτή η αμισθία είναι ένας από τους λόγους της επιτυχίας ενός προφήτη. Ο Χριστιανισμός, κατά την εποχή της αποστολικής και μετα-αποστολικής περιόδου, γνωρίζει ως φαινόμενο τον περιπλανώμενο προφήτη. Οι ιερείς είναι οι λατρευτικοί λειτουργοί που επηρεάζουν τους «θεούς» με λατρευτικά μέσα, ενώ οι μάγοι εξαναγκάζουν τους «δαίμονες» με μαγικά μέσα. Ο διακριτός κύκλος προσώπων και τακτική λατρευτική «επιχείρηση», είναι τα δύο στοιχεία που διακρίνουν βασικά τους ιερείς από τους μάγους.
Μονάχα ένα επαγγελματικό, αυτόνομο και συστηματικά ενασχολούμενο με ποιμαντικά προβλήματα ιερατείο κατορθώνει να αναπτύξει ορθολογικά τις μεταφυσικές αναπαραστάσεις και να διαμορφώσει μια θρησκευτική ηθική. Όσο η θρησκεία έπαιρνε τη μορφή της συστηματικά καταγεγραμμένης και ορθολογικής θεολογικής διατύπωσης, τόσο περισσότερο μπορούσε να ευνοήσει την ανάπτυξη μιας λαϊκής σκέψης, αυτόνομης από ιερατικά δεσμά. Ήταν λοιπόν ζωτικής σημασίας, για το θρησκευτικό ιερατείο, το να διατηρεί μόνιμα το μονοπώλιο στην εκπαίδευση. Πάντως, οι τρεις τρόποι νομιμοποίησης εξουσίας, στη θρησκευτική σφαίρα ενσαρκώνονται στους ιδεοτύπους του ιερέα (νόμιμη εξουσία), του μάγου (παραδοσιακή εξουσία) και του προφήτη (χαρισματική εξουσία). Συγκεκριμένα, ενώ ο ιερέας είναι τέτοιος ως εκ λειτουργήματος και μέσα σε μια γραφειοκρατική θρησκευτική «επιχείρηση»-οργανισμό, ο μάγος προσφέρει τις υπηρεσίες του σε μια «πελατεία» που αναγνωρίζει την τεχνογνωσία του ως αυθεντικού φορέα μιας παράδοσης, ενώ, τέλος, ο προφήτης είναι μια μορφή προσωποπαγούς εξουσίας που ασκείται στο όνομα μιας προσωπικής (ενν/ υπερφυσικής) αποκάλυψης την οποία ο ίδιος επικαλείται. Στο έργο του, ο Weber καταπιάνεται επίσης με το ζήτημα της θρησκευτικής αναζήτησης νοήματος μέσα στα βάσανα του κόσμου και του ανθρώπου. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος αναγνωρίζει τρεις λογικά συνεπείς απαντήσεις στο πρόβλημα της θεοδικίας: το χριστιανικό-καλβινιστικό δόγμα του απόλυτου προορισμού, η περσική-ζωροαστρική δυαρχία, το ινδικό δόγμα του Karma. Σύμφωνα με το δόγμα του απόλυτου προορισμού-προκαθορισμού, μόνο ένα μέρος, ένα προεπιλεγμένο μέρος της ανθρωπότητας πρόκειται να σωθεί και ν’ απολαύσει την αιώνια μακαριότητα στο επέκεινα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι αναγκαστικά και εκ των προτέρων καταδικασμένοι σ’ αιώνια μαρτύρια (αυτή η ιδέα, βέβαια, απειλεί το δόγμα της παναγαθότητας του Θεού). Όσον αφορά την περσική-ζωροαστρική δυαρχία, ο Weber εξηγεί ότι δεν θ’ άξιζε ίσως να την πραγματευθεί καθόλου, διότι καθαυτή έχει σχεδόν εκλείψει ως θρησκευτικό άρθρο πίστης, ωστόσο ασχολείται μαζί της διότι επέδρασε πάνω στον αρχαίο ιουδαϊσμό. Προσπαθώντας ν’ απαλλάξει τον θεό της (Ahura Mazda) από ευθύνew για τα δεινά στον κόσμο, του αρνήθηκε την παντοδυναμία, αναγνωρίζοντας μια ισάξιά της δύναμη, που όμως είναι κακόβουλη (Ahriman). Τέλος, ο ινδικός ασκητισμός επιχειρεί να κατακτήσει τη λύτρωση με τις δυνάμεις του ασκητή, ο οποίος συνδυάζει τον ασκητισμό του με μια αυστηρά οργανωμένη κοινωνική ηθική, που ρυθμίζει τις υποχρεώσεις του προς τους άλλους. Σε αυτό το πλαίσιο, ένοχος δεινών θεωρείται ο ίδιος ο άνθρωπος, και το θείο δεν είναι τόσο ισχυρό ώστε να τ’ αποτρέψει. Θυμίζοντάς μας κάπως το (εσφαλμένα) αποκαλούμενο (φιλοσοφικό) «παράδοξο του Επικούρου», όπου οι τρεις αποδιδόμενες ιδιότητες στο θείο (παντοδυναμία, παναγαθότητα, παντογνωσία) παρουσιάζονται αλληλοσυγκρουόμενες. Αν ο περσικός δυαλισμός και το karma αρνούνται τη θεϊκή παντοδυναμία, ο προτεσταντικός απόλυτος προορισμός δείχνει μάλλον ν’ αρνείται τη θεϊκή παναγαθότητα.
[1] Έχει παρατηρηθεί ότι οι τρεις ιδρυτές της κοινωνιολογίας αποπειράθηκαν, με διαφορετικό τρόπο έκαστος, να αναγάγουν τη Νεωτερικότητα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο: αν για τον Marx ήταν ο καπιταλισμός και για τον Durkheim ο ατομικισμός, ο Weber έδινε πρώτιστη σημασία στον ορθολογισμό, ο οποίος συνιστά μια «απομάγευση» (ή αλλιώς «αποπνευμάτωση») του κόσμου μας.
[2] Σε απάντηση όσων πεισματικά παρανοούν τη γνωστή άποψη του Weber για τη σχέση πουριτανικού προτεσταντισμού και καπιταλισμού, και νομίζουν ότι υπάρχει σ’ αυτό μια ιδεαλιστική αιτιοκρατική σύνδεση ανάμεσα στα δύο φαινόμενα (του τύπου «ο προτεσταντισμός γέννησε τον καπιταλισμό»), μπορούμε να υπενθυμίσουμε για ακόμη μια φορά όσα λέει ο ίδιος στη σχετική πραγματεία του: «Από την άλλη μεριά, όμως, δεν έχουμε καμία πρόθεση να υποστηρίξουμε την ανόητη και δογματική θέση πως το πνεύμα του Καπιταλισμού (με την προσωρινή έννοια του όρου που εξηγήσαμε πιο πάνω) αναδύθηκε απλώς σαν αποτέλεσμα ορισμένων επιδράσεων της Μεταρρύθμισης ή πως ο Καπιταλισμός σαν οικονομικό σύστημα είναι δημιούργημα της Μεταρρύθμισης. Και μόνο το γεγονός πως ορισμένες σημαντικές μορφές καπιταλιστικής επιχειρηματικής οργάνωσης είναι αποδεδειγμένα πολύ παλιότερες από τη Μεταρρύθμιση φτάνει για να αντικρούσει αυτόν τον ισχυρισμό. Απεναντίας, το μόνο που επιθυμούμε είναι να εξακριβώσουμε αν και σε ποιο βαθμό θρησκευτικές δυνάμεις έπαιξαν ρόλο στην ποιοτική διαμόρφωση και στην ποσοτική εξάπλωση του πνεύματος τούτου σε ολόκληρο τον κόσμο».