«Η μεταφυσική του Ντοστογιέφσκι έχει εσχάτως αποτελέσει αντικείμενο προσεκτικής έρευνας· είναι μία από τις βασικές πηγές του σύγχρονου υπαρξισμού».
George Steiner
«Ο Ντοστογιέβσκυ παραμένει οδηγός και ποδηγέτης για την εμπειρική ψηλάφηση των διαφορών Ορθοδοξίας και Δύσης».
«Στον Χριστιανισμό του Ντοστογιέφσκι ανήκει η επόμενη χιλιετία».
Oswald Spengler
«Ο Κομιακόφ, ο Ντοστογιέβσκι και ο Κωνσταντίν Λεόντιεφ εξέφρασαν πάντοτε έναν αληθινό ενθουσιασμό για το μεγάλο παρελθόν της Ευρώπης, γι’ αυτή την “χώρα των αγίων θαυμάτων” για τα ιερά της μνημεία και τις αρχαίες της πέτρες. Αλλά η γηραιά Ευρώπη πρόδωσε το παρελθόν της. […] Ο αγώνας ανάμεσα στην Ρωσία και στην Ευρώπη, ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, εμφανίζεται ως ένας αγώνας του πνεύματος ενάντια στην εξάντληση του πνεύματος, της θρησκευτικής κουλτούρας εναντίον του άθρησκου πολιτισμού».
«Αυτές οι ισχυρότερες προφητείες των ισχυρότερων μυαλών και καρδιών της Ρωσίας είχαν ένα κοινό μοιραίο ψεγάδι. Είδαν όλες τη δύναμη της ρωσικής ψυχής και τη σημασία της για τον κόσμο, αλλά όλες απέτυχαν να δουν πως αυτή η ψυχή ήταν σκλάβα επί χίλια χρόνια, πως οι ιδιομορφίες της είχαν εκτραφεί από την απουσία ελευθερίας […] Η Ρωσία εξελίχθηκε πάντα με παράδοξο τρόπο· αυτό που εξελίχθηκε ήταν ο βαθμός ανελευθερίας».
Vasily Grossman
«Η εξέγερση ενάντια στον υλισμό και τον καπιταλισμό, ενάντια στην αστική τάξη και την ψυχικο-θρησκευτική πλαδαρότητα […] είχε αναπτυχθεί επίσης σε πολιτική αποστολική ιδέα ήδη πριν τη στροφή του αιώνα από άλλους σημαντικούς συγγραφείς όπως ο Dostoevsky, τον οποίο θαύμαζε ο Nietzsche, στην ιδέα της πνευματικής αποστολής του πανσλαβισμού σε μια παρηκμασμένη Ευρώπη […] Ο “πολιτισμικός πεσιμισμός ως πολιτικός κίνδυνος” μπόρεσε […] να μετατραπεί σε μια εθνικιστική ιδεολογία και τελικά να παράσχει σε αυτή μια ολοκληρωτική ένταση- επειδή καταλάμβανε όλες τις σφαίρες της ζωής-, μια ένταση η οποία, ιδίως στη Ρωσία και στη Γερμανία, προετοίμασε το έδαφος για άνευ προηγουμένου βίαια καθεστώτα ενάντια στον πολιτισμό αλλά με τα καταστροφικά μέσα του πολιτισμού».
Karl Dietrich Bracher
Το λογοτεχνικό έργο του Fyodor Mikhailovich Dostoevsky (1821-1881) αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση συνδυασμού τέχνης με εμβριθείς φιλοσοφικούς προβληματισμούς. Είναι επίσης γνωστό ότι, εμπνευσμένος από το ρωσικό κίνημα των Σλαβόφιλων, ο Dostoevsky αντιδιέστειλε το ρωσικό πνεύμα και τις ιδιαιτερότητες που το χαρακτηρίζουν, με όσα εκείνος θεωρούσε τυπικά γνωρίσματα του Δυτικού πολιτισμού: ορθολογισμός, ωφελιμιστικό πνεύμα, μικροαστισμός, υλισμός και μια γενικότερα αντιηρωική στάση ζωής. Γενικά, το ντοστογιεφσκικό έργο χρησιμοποιείται συχνά για να τονισθούν οι αρνητικές όψεις της Ευρώπης ή και του Δυτικού πολιτισμού γενικότερα[1]. Πρόσφατα παρομοιάσθηκε με τους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του ο Vladimir Putin. Την αφορμή για το παρόν κείμενο την έδωσε όχι η πλούσια μυθιστοριογραφία του, αλλά το συνοπτικό ταξιδιωτικό του έργο Χειμερινές σημειώσεις πάνω σε καλοκαιρινές εντυπώσεις, που γράφθηκε στη δεκαετία του 1860, λίγο μετά το ταξίδι του στην Ευρώπη, για την οποία καταγράφει τα σχόλια και τις εντυπώσεις του. Στο έργο, όπως αναμένει κανείς, φανερώνεται έντονα η γενική αντίθεσή του προς τον Δυτικό τρόπο ζωής, με αποκορύφωμα τη στιγμή που ο Ρώσος μυθιστοριογράφος επισκέπτεται τη Δεύτερη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου, στα 1862, που διήρκεσε συνολικά από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο. Ο Dostoevsky συγκλονίστηκε τότε από το εξής θέαμα: το κτήριο, κατασκευασμένο από τούβλο, πέτρα, ξύλο, γυαλί και σίδερο, είχε διάμετρο σχεδόν πενήντα μέτρα και καταλάμβανε περίπου είκοσι τρία στρέμματα χώρου, ενώ χτιζόταν για έναν ολόκληρο χρόνο και κατεδαφίστηκε, μετά το τέλος της έκθεσης, για να δημιουργηθεί στη θέση του λίγο αργότερα αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου. Αυτό το πελώριο μέρος, με τα είκοσι εννιά χιλιάδες εκθέματα από τριάντα έξι χώρες (μεταξύ των οποίων, φυσικά, και η Ρωσία), και τους ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν μέσα του, πραγματικό «γυάλινο παλάτι», φέρνει στον νου του Dostoevsky σκηνές από την Αποκάλυψη Ιωάννου:
«Μάλιστα, η έκθεση είναι εκπληκτική και στον αέρα πλανάται η τρομερή της δύναμη, που έχει φέρει και συγκεντρώσει σε μια αγέλη αναρίθμητους ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο, και συνειδητοποιώντας τη γιγαντιαία ιδέα και το γεγονός πως εδώ πράγματι συντελείται ένα θαύμα, μια μεγάλη νίκη, ένας θρίαμβος, θα τρομάξετε με τη δύναμή τους, όσο ανεξάρτητος κι αν νιώθετε… Μήπως τελικά αυτό είναι το ιδανικό, αναρωτιέστε, μήπως αυτό είναι το τέλος της αναζήτησης, το “κοπάδι”; Και η πιθανότητα ότι θ αναγκαστούμε να αποδεχτούμε αυτή την πραγματικότητα σαν να πρόκειται για την απόλυτη αλήθεια και ότι θα βουβαθούμε οριστικά μάς τρομάζει…».
Σε αυτό σκηνικό, όπου η ελευθερία θα έχει πια ανεπίστρεπτα χαθεί, ο Ρώσος λογοτέχνης νομίζει ότι βλέπει ολοκάθαρα το αποκορύφωμα της ανθρώπινης παρακμής:
«Όλα φαίνονται τόσο νικηφόρα, πανηγυρικά και περήφανα, που σου κόβεται η ανάσα βλέποντας εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους να συρρέουν πειθήνια, ανθρώπους με την ίδια σκέψη και σκοπό να στοιβάζονται ήσυχα, επίμονα και αθόρυβα στο κολοσσιαίο ανάκτορο που στεγάζει την έκθεση, και τελικά καταλαβαίνεις ότι εδώ έχει πραγματοποιηθεί κάτι το τελεσίδικο- και… έχει τελειώσει. Αυτό που μένει είναι ένας βιβλικός πίνακας, κάτι σαν τη Βαβυλώνα, μια προφητεία από την Αποκάλυψη, η οποία επαληθεύεται περίτρανα και χρειάζεται να διαθέτεις πραγματικά τεράστια και προαιώνια ψυχική αντίδραση, συνειδητή άρνηση, για να μην υποκύψεις και υποταχτείς στη δύναμη των εντυπώσεων, να μη προσκυνήσεις τον Βάαλ, να μην αποδεχτείς εντέλει το γεγονός…».
Ο Dostoevsky θεωρεί ότι λίγο-πολύ όλη η Ευρώπη, μολυσμένη από το αστικό πνεύμα και τον σοσιαλισμό που είναι η συνεπής συνέχειά του, αποτελεί ένα μέρος που άλλοτε έσφυζε από ζωή αλλά τώρα δεν είναι παρά ένα «νεκροταφείο». Οι ελπίδες του είναι στην τσαρική, παραδοσιακή και απολυταρχική Ρωσία, με την Ορθοδοξία και τους απλούς ευλαβείς μουζίκους της, οι οποίοι, σε αντίθεση με τη ρωσική ιντελιγκέντσια, διατηρούν ακόμη μέσα τους μια πεισματάρικη τρέλα, μια σχεδόν αδιόρθωτη ξεροκεφαλιά. Παρότι όλη η ζωή των Ρώσων, ήδη από τα παιδικά τους χρόνια, διαμορφώνεται συστηματικά με σημείο αναφοράς τα ευρωπαϊκά ιδεώδη, αυτά εξακολουθούν να μην «ριζώνουν» στη Ρωσία. Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση που δίνεται είναι ότι:
«Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του έθνους αλλάζουν πολύ δύσκολα και δεν μπορείς αβίαστα να απαλλαγείς από συνήθειες και αξίες καλλιεργημένες από το απώτατο παρελθόν. Έχουν μπει κι έχουν ριζώσει βαθιά στη σάρκα και στο αίμα σου…».
Σε αυτό το σημείο, ο Dostoevsky δεν κρύβει καθόλου τη σλαβοφιλία του:
«Μήπως τελικά όντως υπάρχει κάποια χημική ένωση μεταξύ των ανθρώπων και της πατρώας γης, έτσι που καμία δύναμη να μην είναι ικανή να τους κρατήσει μακριά της, ώστε, κι αν ακόμα φύγουν κάποια μέρα, να επιστρέφουν πάντα κοντά της; Η σλαβοφιλία άλλωστε δε μας έπεσε από τον ουρανό, κι αν αργότερα διαμορφώθηκε ως μοσχοβίτικη ιδέα, η βάση της είναι πλατύτερη από τη μοσχοβίτικη διατύπωσή της και φωλιάζει βαθύτερα σε ορισμένες καρδιές απ’ ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά, ακόμα και στους Μοσχοβίτες».
Οι επιθέσεις του Dostoevsky στοχεύουν προ παντός τους θετικιστές και ωφελιμιστές του 19ου αιώνα, οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι πως ανθρώπινη βούληση δεν υφίσταται καν, και μάλιστα πανηγύριζαν αυτή τους την «ανακάλυψη», ως όχημα για την «επιστημονική» διόρθωση του ανθρώπου. Ο Ρώσος συγγραφέας πιστεύει ακράδαντα ότι ο άνθρωπος δεν είναι το ορθολογικό ον που αυτοί νομίζουν: αντίθετα, είναι ελεύθερος και αδιόρθωτα ξεροκέφαλος, έτοιμος για κάθε παραλογισμό. Γιατί; Για να επιβεβαιώσει στον εαυτό του ότι είναι και παραμένει ελεύθερος. Ο χειρότερος ίσως εφιάλτης στον νου του Dostoevsky είναι η «ουτοπία». Πρόκειται για μια ανθρώπινη συνθήκη όπου όλοι θα ζουν «ορθολογικά», επιδιώκοντας το ατομικό τους συμφέρον, και όπου κανείς άνθρωπος δεν θα μπορεί να παρεκκλίνει από τα προκαθορισμένα πρότυπα. Ο ίδιος βλέπει ίχνη της στη σοσιαλιστική φιλολογία της εποχής του (κυρίως τους λεγόμενους «ουτοπικούς» σοσιαλιστές), αλλά και επιπλέον να έχει ξεκινήσει να εφαρμόζεται στην πράξη[2]. Πού συμβαίνει αυτό; Μα φυσικά στην Ευρώπη. Δεν ισχύει άραγε πως η Ευρώπη έχει λιμνάσει προ πολλού; Τι νόημα έχουν σήμερα τα θεμελιώδη ιδανικά του Δυτικού πολιτισμού[3]; Ας δούμε, προτείνει ο Dostoevsky, το περίφημο αξιακό της τρίπτυχο «ελευθερία-ισότητα-αδελφοσύνη». Πώς έχει εξελιχθεί στις μέρες μας, δηλαδή στα μέσα του 19ου αιώνα; Αρχικά, η ελευθερία ισοδυναμεί βασικά με την καπιταλιστική «απελευθέρωση» από την ανέχεια, μια «απελευθέρωση» που έχουν εξασφαλίσει ελάχιστα άτομα, αυτά που διαθέτουν εκατομμύρια. Για τους υπόλοιπους, αυτή η ελευθερία είναι απλό παραμύθι διότι, αν δεν διαθέτεις περιουσία εκατομμυρίων δεν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις αλλά μπορούν να σε κάνουν ό,τι θέλουν. Ας δούμε τώρα το δεύτερο σκέλος του τριπτύχου, που είναι η ισότητα. Η ισότητα, με τη σημασία της πολιτικής ισότητας, της ισότητας ενώπιον του νόμου, μας λέει κοφτά ο Dostoevsky, όπως εφαρμόζεται σήμερα, είναι (και πρέπει να είναι) για κάθε Γάλλο σήμερα μια προσβολή. Ο Dostoevsky δεν δίνει περαιτέρω εξηγήσεις. Τέλος, για την αδελφοσύνη, που φαίνεται ότι τον απασχολούσε ιδιαίτερα, ο Ρώσος μυθιστοριογράφος έχει να πει περισσότερα. Σύμφωνα με τον ίδιο, η αδελφοσύνη είναι η μεγαλύτερη «εμμονή» της Δύσης, αλλά και το μεγαλύτερο σφάλμα της, διότι στην πραγματικότητα η αδελφοσύνη δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να «αποκτηθεί», μα ένα ανθρώπινο γνώρισμα το οποίο υπάρχει στη φύση. Στον πολιτισμό της σύγχρονης Δύσης, το εν λόγω γνώρισμα είναι ξένο, μιας και τα μέλη της είναι διαπαιδαγωγημένα έτσι ώστε να απαιτούν τα ατομικά τους δικαιώματα, ξεχωρίζοντας από το κοινωνικό σύνολο. Έτσι, στερούνται τις ιδέες της γνήσιας αυτοθυσίας και της προσφοράς, που αποτελούν την αναγκαία βάση για την απόκτηση αδελφοσύνης:
«Στη φύση του δυτικού ανθρώπου λοιπόν η αρχή της αδελφοσύνης είναι ανύπαρκτη, και τι να κάνει ο σοσιαλιστής, όταν νουθετώντας και διδάσκοντας περί αδελφοσύνης, έχει να αντιμετωπίσει τη μεμονωμένη, προσωπική, ατομική αρχή, η οποία με το σπαθί στο χέρι διεκδικεί τα δικαιώματά της και μετασχηματίζεται αδιάκοπα; Προσπαθεί λοιπόν να δημιουργήσει εκ του μηδενός κάποια αδελφική κοινότητα και να τη θεμελιώσει πάνω στα ιδανικά της αγάπης και της ομόνοιας, αλλά πώς να φτιάξεις ραγκού από λαγό όταν σου λείπει ο λαγός; Όταν δηλαδή λείπει η ικανότητα της ανθρώπινης φύσης να αγαπά τον πλησίον της ως αδελφό, να πιστεύει στη δυνατότητα υλοποίησης της αδελφοσύνης, και να έλκεται με φυσικό τρόπο από αυτήν».
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι πρέπει κανείς να είναι απρόσωπος για να την κατέχει. Εντελώς το αντίθετο ισχύει: η αυτοθυσία, όταν είναι απόλυτα ειλικρινής, συνειδητή, εθελούσια και γίνεται για χάρη του κοινού οφέλους, είναι χαρακτηριστικό δείγμα ανεπτυγμένης ατομικότητας, δύναμης και αυτοκυριαρχίας. Στο κάτω κάτω, πρόκειται για τον φυσικό τρόπο ύπαρξης των ανθρώπων, ένα «ένστικτο», θα έλεγε ίσως ακόμη κανείς. Όταν όμως αυτή η προσφορά δεν είναι απόλυτα ανιδιοτελής και αγνή, τότε αμέσως η αδελφοσύνη εξαφανίζεται. Σύμφωνα με τον Dostoevsky, η αυτοπροσφορά, για να είναι αληθινή, πρέπει να ξεκινάει από το άτομο και να πηγαίνει προς το κοινωνικό σύνολο, αλλά και να επιστρέφεται πίσω στο άτομο, ως ατομικό δικαίωμα (ο όρος χρησιμοποιείται προφανώς καταχρηστικά). Σήμερα όμως κυριαρχεί το καπιταλιστικό σύστημα, όπου ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα άτομα καθιστά την αδελφοσύνη απίθανη. Από την άλλη μεριά, οι σοσιαλιστές επιχειρούν να οικοδομήσουν έναν κόσμο αδελφοσύνης, στη Δύση όμως η δυνατότητα αυτή είναι πια χαμένη. Το αποτέλεσμα; Οι σοσιαλιστές κατασκευάζουν μια θεωρητική «μυρμηγκοφωλιά», ένα κοινωνικό σύστημα εξ ορισμού λογικό, πειστικό και σοφό, που όμως οι «κουφιοκέφαλοι» άνθρωποι αρνούνται πεισματικά να κατοικήσουν μέσα του, παρότι είναι εμφανές ότι έτσι θα ήταν χορτάτοι και ευτυχισμένοι[4]. Αν δεν προκύπτει με αυθόρμητο και φυσικό τρόπο, η αδελφοσύνη μάλλον δεν πρόκειται να προκύψει ποτέ[5].
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πριν προχωρήσουμε, ας αναφέρουμε ότι οι συγγραφείς Avishai Margalit και Ian Buruma, στηριγμένοι σε θεωρίες της ιστορίας των ιδεών του Isaiah Berlin, έχουν υποστηρίξει πως το μίσος προς τον Δυτικό πολιτισμό συναντάται πολλές φορές σε πρόσωπα που γνώρισαν καλά τη Δύση και που η σχέση τους μαζί της σημαδεύτηκε από ένα τραυματικό βίωμα, το οποίο και είναι «ένοχο» για τη ριζική μεταβολή στη στάση τους. Αν και υπάρχουν σημεία που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση (π.χ. ο φόβος μπροστά στο «γυάλινο παλάτι»), δεν είναι αυτή η περίπτωση του Dostoevsky. Όχι μόνο διότι ο Ρώσος συγγραφέας ήταν ήδη γνώστης της ευρωπαϊκής κουλτούρας, αλλά και διότι το ταξίδι του στην Ευρώπη υπήρξε σύντομο, με τις απόψεις του για εκείνη ν’ αποτελούν περισσότερο την αιτία παρά το αποτέλεσμά του. Οι περιγραφές και τα σχόλιά του μαρτυρούν μια πικρόχολη προκατάληψη, και σε μερικά σημεία υποψιάζεται και ο ίδιος πως θα κατηγορηθεί γι’ αυτή. Εξετάζοντας τα όσα μας λέει, πρέπει να παραδεχθούμε πως ο κορυφαίος συγγραφέας έσφαλλε σε πολλά. Στην πραγματικότητα, η Δύση δεν πρέπει να ταυτίζεται συνολικά με τη χρησιμοθηρία, το αστικό κεφάλαιο και τον εργαλειακό λόγο. Όσοι χρεώνουν αυτά στον Δυτικό πολιτισμό, συνολικά, υποπίπτουν στο συνηθισμένο σφάλμα να ταυτίζουν έναν ολόκληρο πολιτισμό, με κάποια ιδεολογία ή τάση του. Διότι ο Δυτικός πολιτισμός δεν είναι μόνο η χρησιμοθηρία και η εργαλειοκρατία. Και αν δεχτούμε ότι ο Δυτικός πολιτισμός έχει αποδειχθεί αρκετά ικανός στο να παράγει τοξικά δηλητήρια, είναι αλήθεια ότι δεν υπολείπεται στην παραγωγή αντιδότων στα δηλητήρια αυτά. Για κάθε μερικούς ακραιφνείς «τεχνοκράτες», σε Ευρώπη και ΗΠΑ, υπάρχει και ένας τουλάχιστον κριτικός διανοητής που διακινδυνεύει την αμφισβήτηση. Κάθε πολιτισμός εμπεριέχει διαφορετικά και κάποτε αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία εντός του. Για παράδειγμα, είναι σχεδόν πανθομολογούμενο ότι ο Σχολαστικισμός, η Μεταρρύθμιση, ο Διαφωτισμός και ο Ρομαντισμός είναι όλα τους εξίσου «Δυτικά» πολιτισμικά κινήματα, αυτό όμως δεν τα εμποδίζει να βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση σύγκρουσης. Αν τόσες τάσεις ανήκουν στον Δυτικό πολιτισμό και αν αληθεύει ότι οι πολιτισμοί δεν είναι κλειστές και συμπαγείς οντότητες, τότε τι αποκλείει να προσλάβει αυτός κάποια στιγμή (ξανά) την Ορθοδοξία; Όπως η χρησιμοθηρία, ο αχαλίνωτος καπιταλισμός και η εργαλειοκρατία είναι μέρη του Διαφωτισμού, έτσι και η κριτική εναντίον τους, μέσα από την αποθέωση του συναισθηματικού αυθορμητισμού, της βούλησης, της γλωσσικής ιδιαιτερότητας και των μικρών τοπικών κοινοτήτων, είναι κληροδοτήματα του Ρομαντισμού, της Δύσης, τόσο στην ίδια όσο και στην υπόλοιπη ανθρωπότητα. Συγκεκριμένα, το ρομαντικό κίνημα, από το οποίο μαθαίνουμε πως διαμορφώθηκε ιστορικά ο γερμανικός εθνικισμός (παγγερμανισμός). Ο τελευταίος έδωσε, με τη σειρά του, το υλικό για τη συγκρότηση του πανσλαβισμού που ο Dostoevsky τόσο θερμά εγκωμιάζει εδώ. Κοντολογίς, η βάση της ντοστογιεφσκικής κριτικής στη Δύση, δεν είναι «εξωτερική» αλλά προέρχεται από μέσα της, από το δικό της πνευματικό απόθεμα, πράγμα που ο συγγραφέας δεν συνειδητοποιεί. Θα μπορούσε, μάλιστα, να παρατηρήσει κανείς ότι αυτή η τάση της Δύσης, να φιλοξενεί μέσα της τόσες διαφορετικές αντιτιθέμενες φωνές, δεν είναι σημάδι παρακμής αλλά, αντίθετα, πολιτισμικής ικμάδας, μια ικμάδα που πιθανώς υποστηρίζεται και από το γενικότερο πλουραλιστικό κλίμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μάλιστα, o εικοστός αιώνας θα φέρει για τα καλά στο προσκήνιο τη συζήτηση γύρω από το ανθρώπινο πρόσωπο. Οι φιλόσοφοι Martin Buber, Charles Renouvier, Emmanouel Mounier, και Jacques Maritain ήταν κάποιοι από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους αυτής της πνευματικής τάσης. Σημαντικοί στάθηκαν και αρκετοί Ρώσοι (ο Chestov, ο Berdyaev και ο π. Γεώργιος Florovsky είναι μάλλον οι πιο γνωστοί), ωστόσο η συνεισφορά τους προέκυψε από τη διασταύρωση με τις απόψεις των Ευρωπαίων, και όχι από τον αποκλεισμό της. Ακόμη και όταν οι Ρώσοι διακηρύσσουν την εναντίωσή της στη Δύση, η προσφορά τους θα προκύψει όχι από τον απομονωτισμό, αλλά από το γεγονός ότι αυτός ο απομονωτισμός παρέμεινε αποκλειστικά στα λόγια και δεν έγινε πράξη. Σήμερα, πολλές φωνές μέμφονται τη σημερινή Δύση για έλλειψη αξιών και μηδενισμό. Αυτό το είδαμε και στην περίπτωση του γνωστού γαλλικού περιοδικού Charlie Hebdo, όταν πλήθος ανθρώπων από διάφορες χώρες διαμαρτυρήθηκε διεκδικώντας την απόλυτη ελευθερία του λόγου, μετά τη σφαγή των φανατικών. Πολλοί είπαν ότι τέτοιες διαμαρτυρίες, δεδομένης της διαβόητης αθυροστομίας και του βλάσφημου χιούμορ των συντακτών του περιοδικού, μαρτυρούν ότι η Δύση τελεί πλέον υπό την κυριαρχία του μηδενισμού. Έκαναν λάθος όμως. Μηδενισμός δεν είναι όταν κανείς υπερασπίζεται αξίες που εμείς απορρίπτουμε. Μηδενισμός είναι όταν δεν διαμαρτύρεσαι για τίποτα, υπερασπίζεσαι καμία αξία, όταν δηλαδή θεωρείς πως δεν υπάρχει τίποτα άξιο να υπερασπισθείς. Μηδενισμός, με την κυριολεκτική σημασία του όρου, σημαίνει πλήρης απουσία αξιών. Το αν μπορεί κανείς να ζήσει πραγματικά έτσι, αυτό είναι ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα.
[1] Λόγω της Ορθόδοξης έμπνευσης πολεμικής του στον σοσιαλισμό και τον αθεϊσμό, Ορθόδοξοι θεολόγοι στον εικοστό αιώνα θα εκθειάσουν το έργο του Ρώσου συγγραφέα, είτε σαν μια «νέα θεολογική σύνθεση» (Χρήστος Γιανναράς), είτε σαν προφητικό για την επέλαση του μηδενισμού και των αθεϊστικών ολοκληρωτισμών στη Ρωσία και στην Ευρώπη (π. Σεραφείμ Ρόουζ), είτε ως μια μεγαλοφυή σύλληψη της διαλεκτικής παρακμής στην οποία βυθίζεται ολοένα ο Δυτικός πολιτισμός (Άγιος Νικόλαος Αχρίδος και Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς).
[2] Ας θυμίσουμε εδώ ότι στη δεκαετία του 1840 ο νεαρός Dostoevsky είχε γοητευτεί από τις σοσιαλιστικές ιδέες και έφθασε να γίνει μέλος της οργάνωσης Πετρασέφσκι, ενός κύκλου σοσιαλιστών οπαδών του Fourier, με αποτέλεσμα την εικονική εκτέλεση και την τετραετή καταδίκη του σε κάτεργα της Σιβηρίας (1850-1854). Ο Dostoevsky θα συναντήσει εκεί τον ρωσικό λαό στις γνησιότερες στιγμές του, με την ταπεινή Ορθόδοξη ευλάβεια και την αυθεντική συμπόνια για τον εγκληματία, που θα τον συγκινήσουν και θα δώσουν στη σκέψη του νέα τροπή, υπέρ της ρωσικής ιδιαιτερότητας και της πίστης. Μπορεί κανείς να διακρίνει τον ενθουσιασμό του στο αυτοβιογραφικού χαρακτήρα μυθιστόρημα Αναμνήσεις απ’ το σπίτι των πεθαμένων, που αναφέρεται σε πολλά αληθινά γεγονότα από τη ζωή μέσα στο κάτεργο.
[3] Οι έννοιες «Ευρώπη» και «Δύση» χρησιμοποιούνται εδώ περίπου εναλλακτικά από τον Dostoevsky, χωρίς κάποια ειδική διευκρίνιση για τις ΗΠΑ.
[4] Αναλύοντας την κατάθλιψη στο ντοστογιεφσκικό, το νιτσεϊκό και το υπαρξιστικό έργο, ο Γάλλος ιστορικός Georges Minois υποστηρίζει ότι ενώ κατά την Αρχαιότητα η ανία και η απογοήτευση του ανθρώπου από τη ζωή συνδεόταν με την ανάγκη και τον καθημερινό μόχθο, στη σύγχρονη εποχή έλαβε τη μορφή της μάταιης ελευθερίας, της ελευθερίας που προκαλεί το αίσθημα απελπισίας ή της «ναυτίας» (όπως την κατανοεί ο υπαρξισμός), ενδεικτικό του τιμήματος της αξίας που επιδαψίλευσε ο σύγχρονος κόσμος στην ελευθερία. Πρέπει να θυμόμαστε επίσης ότι το πρόβλημα της ανθρώπινης ελευθερίας συνδέεται γενικά από τον Ρώσο συγγραφέα με την ύπαρξη του Θεού, και τη θρησκευτική πίστη και με τον μηδενισμό, ως την άρνηση των δύο προηγουμένων. Ο Dostoevsky, γνωστός για τις άγριες επιληπτικές κρίσεις του, που του έφεραν την άρνηση του καθημερινού εαυτού και μια επίταση των δημιουργικών ικανοτήτων, εξεγειρόταν με πάθος ενάντια στην ιδέα μιας ολοκληρωμένης τάξης στον κόσμο, είτε αυτή ήταν θεϊκή είτε απλώς ανθρώπινη. Αυτό θα φανεί στη νουβέλα του Το υπόγειο, που μαζί με τις Αναμνήσεις απ’ το σπίτι των πεθαμένων, προαναγγέλλουν τις ιδέες που θα πραγματευθεί στη συνέχεια σε όλο σχεδόν το ώριμο, κατοπινό του έργο. Πεπεισμένος ότι η ελευθερία είναι η βασική του ιδιότητα, και αυτή η ελευθερία είναι αναπόσπαστα συνυφασμένη με το να μπορείς να κάνεις το κακό, να μπορείς να δρας ακόμη και αυτοκαταστροφικά, μιας και ο άνθρωπος έχει και αυτοκαταστροφικές τάσεις εντός του, που η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδει σε μια συγκεκριμένη αρχέγονη αμαρτία («προπατορικό αμάρτημα»). Σε αυτόν τον θρησκευτικής έμπνευσης πεσιμισμό, που θ’ αποτελέσει αργότερα και το θέμα του μυστηριώδους και συγκινητικού διηγήματός του Το όνειρο ενός γελοίου, στηρίζεται και η σφοδρή πολεμική του στον σοσιαλισμό, μια πολεμική που επηρέασε με ουσιώδη τρόπο τον Χριστιανό υπαρξιστή φιλόσοφο της Ρωσίας, Nicolas Berdyaev.
[5] Ο όρος «μηδενισμός» εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο μυθιστόρημα του Ιβάν Τουργκένιεφ, Πατέρες και παιδιά. «Μηδενιστής είναι ο άνθρωπος που δεν προσκυνάει καμιά αυθεντία, δεν πιστεύει σε καμιάν αρχή, όποιος κι αν είναι ο σεβασμός που την περιβάλλει» λέει εκεί περήφανα ο ήρωας Arkády Nikoláyevich Kirsánov, για να περιγράψει τον φίλο του, Bazarov. Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί ιστορικά, τουλάχιστον με δύο διαφορετικούς τρόπους: αφενός για την απαισιόδοξη παραίτηση από τη ζωή, και αφετέρου για να αναφερθεί στην επιθυμία της εκ θεμελίων καταστροφής των παραδοσιακών κοινωνιών, από τους Ρώσους αναρχικούς στο τρίτο μέρος του 19ου αιώνα. Οι δύο αυτές έννοιες δεν πρέπει να ταυτίζονται, ωστόσο έχουν συσχετισθεί επανειλημμένα. Για παράδειγμα, ο Nietzsche συνέδεε τους Ρώσους με τον μηδενισμό όπως τον αντιλαμβανόταν εκείνος, δηλαδή ως μια πεσιμιστική και σοπεναουερικού χαρακτήρα απόσυρση του ανθρώπου από τη ζωή, λόγω μη εύρεσης νοήματος σε αυτή. Ο Nietzsche, εσφαλμένα βέβαια, ήταν πεπεισμένος πως οι Ρώσοι αναρχικοί ήταν υποστηρικτές του φιλοσόφου Schopenhauer. Πάντως, κάποιοι αποκαλούν τον πεσιμισμό τύπου Schopenhauer «παθητικό μηδενισμό», ενώ ονομάζουν «ενεργητικό μηδενισμό» τις επιδιώξεις καταστροφής των κοινωνικών θεμελίων από τους αναρχικούς στη Ρωσία, ενώνοντας τους δύο «μηδενισμούς» με τη συλλογιστική ότι ο διαπιστωμένος «θάνατος του Θεού» προκαλεί αμφότερους. Σε κάθε περίπτωση, ο ρωσικός «μηδενισμός» του 1860 αναστάτωνε έντονα τον Dostoevsky και είχε γράψει επανειλημμένα για τις συνέπειες αυτού σε άρθρα του. Για παράδειγμα, η είδηση της δολοφονίας του Ρώσου φοιτητή Ivanov από τον Sergei Nechayev, φίλο του Bakunin και ριζοσπάστη αρχηγό αναρχικής οργάνωσης, τον Νοέμβριο του 1869 στη Μόσχα, συγκλόνισε τον Dostoevsky, ο οποίος επείσθη ότι υπάρχει στενή σύνδεση ανάμεσα στις «μηδενιστικές» εκείνες ιδέες και στις εγκληματικές πράξεις: δεν είναι μυστικό ότι αυτή ήταν η αφορμή του μάλλον βίαιου μυθιστορήματός του Δαιμονισμένοι, με τον κυνικό ήρωα Pyotr Stepanovich Verkhovensky να θυμίζει τον Nechayev. Ο Dostoevsky τρομοκρατούνταν αναλογιζόμενος το μέχρι που μπορεί να οδηγήσει την ανθρωπότητα ο μηδενισμός. Ο ίδιος θα σκιαγραφήσει, στα μέσα της δεκαετίας του 1860, τον μηδενισμό σαν ένα παράξενο «μικρόβιο» που έχει προσβάλλει όλη την οικουμένη: οι άνθρωποι μολύνονται και βαθμηδόν οδηγούνται στην τρέλα, πράγμα περίεργο όμως, ποτέ δεν ήταν τόσο βέβαιοι για τη λογική και για την επιστημονική τους πρόοδο. Παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο τελευταίο μέρος του αριστουργήματός του Έγκλημα και τιμωρία, στο σημείο όπου ονειρεύεται ο Raskolnikov.