«Μόλις εἶν᾿ ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος».
Διονύσιος Σολωμός-«Ο Κρητικός»
«Οι συνέπειες του πνευματικού φασισμού των ρασιοναλιστών υπήρξαν καταστρεπτικές για την ψυχική εξέλιξη· δημιουργήθηκε ένας άνθρωπος διχασμένος, σε σύγκρουση με τα ένστικτά του, φοβισμένος από την ενέργειά του. Η επιβολή του ρασιοναλισμού πάνω στα ένστικτα γεννά αυτές τις καταπιέσεις που η ψυχανάλυση πρέπει μετά να θεραπεύσει».
Luis Racionero
«Ισχυρίζομαι ότι έχουμε εδώ μια αποκλειστικά δυτική μεταφυσική, γιατί προϋποθέτει μιαν αντίθεση μεταξύ φύσης και πολιτισμού που είναι διακριτικό σημάδι του δικού μας φολκλόρ- σε αντιδιαστολή με τους πολλούς λαούς που, αντί να πιστεύουν πως οι άνθρωποι είναι βασικά κτήνη, θεωρούν πως τα κτήνη είναι βασικά άνθρωποι».
Marshall Sahlins
Η νέα ταινία για τον Sigmund Freud (1856-1939), με πρωταγωνιστή τον Anthony Hopkins, ανακοινώθηκε ότι θα παιχτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα, στις 22 Δεκεμβρίου. Θέμα της θα είναι οι φροϋδικές απόψεις πάνω στο θρησκευτικό ζήτημα, όπως και οι στοχασμοί του τελευταίου για τις ανθρώπινες σχέσεις και την κοινωνία. Λίγο διάστημα πριν, κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Στέλιου Ράμφου, με συγκεντρωμένες ομιλίες του για τη φροϋδική ψυχανάλυση. Προηγήθηκε βιβλίο του θρησκειολόγου Μάριου Μπέγζου, με θέμα τη φροϋδική προσέγγιση της θρησκευτικότητας. Και φυσικά, δεν ξεχνάμε και τη γνωστή τηλεοπτική σειρά στο Netflix. Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο λοιπόν, ο Freud παραμένει σήμερα εντυπωσιακά επίκαιρος. Στο παρόν άρθρο σκοπεύουμε να παρουσιάσουμε τις βασικές του απόψεις, επιδιώκοντας και μια συνολική και κριτική αξιολόγησή τους[1]. Μεθοδολογικές αρχές της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας υπήρξαν δύο: η χρήση των ελεύθερων συνειρμών και η ερμηνεία των ονείρων, ενώ η κύρια αρχή της ψυχαναλυτικής θεωρίας ήταν η αναζήτηση του πώς συγκροτείται φυσιολογικά ο άνθρωπος, μέσα από την παρατήρηση του παθολογικού, δηλαδή των ασθενών του ψυχαναλυτή. Η ψυχανάλυση είναι γνωστή τόσο ως μια ψυχοθεραπευτική πρακτική, όσο και ως ένα σύνολο επιστημονικών θεωριών, αλλά εμπεριέχει εντός της και μια βαθύτερη φιλοσοφία για τον πολιτισμό και την ανθρώπινη φύση εν γένει. Ας ξεκινήσουμε από το τρίτο σκέλος, για να μεταβούμε κατόπιν στο πρώτο, με ενδιάμεσες αναφορές στο δεύτερο. Πρώτα θα δούμε τις απόψεις του Freud για τον πολιτισμό, αρχής γενομένης με τη θρησκεία. Τα ζητήματα που εξετάζει ο Freud όσον αφορά στη θρησκεία, την οποία θεωρεί αυτόχρημα αυταπάτη, είναι τα εξής: πώς προέκυψε ιστορικά, πώς λειτουργεί ψυχολογικά, καθώς και γιατί συνεχίζει να υπάρχει, αν και ψευδής, μέχρι και σήμερα. Αρχικά, ο Freud δηλώνει απερίφραστα πως όλες οι θρησκείες αποτελούν αυταπάτες, όντας μέρη του πολιτισμού, ο οποίος συγκροτείται από τους ανθρώπους στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από τους θανάσιμους κινδύνους που συναντώνται παντού στη φυσική, προπολιτισμική κατάσταση. Ο Freud αναγνωρίζει ρητά ότι ο αθεϊσμός του δεν μπορεί να διεκδικήσει κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία, μιας και τέτοιες παρατηρήσεις είναι κοινός τόπος, ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού, θεωρεί όμως συνάμα ότι η δική του συνεισφορά είναι η συγκρότηση μιας επιστημονικής-ψυχαναλυτικής ερμηνείας της αυταπάτης που ονομάζεται «θρησκεία».
Αυτό, φυσικά, μονάχα με την προϋπόθεση ότι η ίδια η ψυχανάλυση είναι θεμελιωμένη σε στέρεο επιστημονικό έδαφος. Η κριτική που εξαπολύει ο Freud, στηρίζεται ολοφάνερα σε επιστημονιστικές βάσεις:
«Η επιστήμη έχει πολλούς δηλωμένους και ακόμη περισσότερους κρυφούς εχθρούς ανάμεσα σε εκείνους που δεν της συγχωρούν ότι αποδυνάμωσε τη θρησκευτική πίστη και απειλεί να την καταλύσει. Καταλογίζουν στην επιστήμη πόσο λίγα μας έμαθε και πόσο ασύγκριτα περισσότερα έχει αφήσει στο σκοτάδι. Ξεχνούν όμως πόσο νεαρή είναι, πόσο επίπονο ήταν το ξεκίνημά της και πόσο απειροελάχιστο το διάστημα του χρόνου κατά το οποίο η ανθρώπινη διάνοια απέκτησε τη δύναμη να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της επιστήμης. Δεν σφάλλουμε όλοι θεμελιώνοντας την κρίση μας σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα;».
Και δεν είναι μόνο αυτό:
«Οι άνθρωποι διαμαρτύρονται για την αβεβαιότητα της επιστήμης, επισημαίνοντας ότι αυτό που σήμερα ανακοινώνεται ως νόμος η επόμενη γενιά θα το αναγνωρίζει ως σφάλμα και θα το αντικαταστήσει με έναν καινούργιο νόμο, εξίσου βραχύβιο. Τούτο όμως είναι άδικο και εν μέρει αναληθές. Οι αλλαγές των επιστημονικών απόψεων συνιστούν εξέλιξη και πρόοδο, όχι ανατροπή. Ένας νόμος που αρχικά θεωρήθηκε ότι είχε απόλυτη ισχύ αποδεικνύεται πως είναι η ειδική περίπτωση μιας ευρύτερης νομοτέλειας ή η ισχύς του περιορίζεται από έναν άλλο νόμο».
Θα μπορέσουν άραγε οι άνθρωποι να ξεφύγουν από τις όποιες θρησκευτικές παρηγοριές; Ο Freud απαντά πως αυτό είναι περιττό για όσους δεν ανατράφηκαν από την τρυφερή τους ηλικία με αυτό το «γλυκόπικρο δηλητήριο» που ονομάζεται θρησκεία. Όσο για τους υπόλοιπους, εκεί τα πράγματα θα είναι ασφαλώς δυσκολότερα. Ο πιστός που χάνει την πίστη του, θα κληθεί ν’ αναμετρηθεί με πρωτοφανείς δυσκολίες:
«Οπωσδήποτε, ο άνθρωπος θα βρεθεί τότε σε δυσχερή κατάσταση, θα αναγκαστεί να ομολογήσει όλη του την ανημπόρια, την ασημαντότητά του μέσα στο αδιάλειπτο γίγνεσθαι του κόσμου, καθώς δεν θα είναι πια το επίκεντρο της Δημιουργίας, ούτε το αντικείμενο της τρυφερής μέριμνας μιας καλοπροαίρετης Πρόνοιας».
Ωστόσο, ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι για πάντα παιδί, και οφείλει κάποια στιγμή να σταθεί απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα, αντικρίζοντάς της κατάματα και χωρίς αυταπάτες. Ίσως τότε να μάθει να στηρίζεται αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις και, με την πολύτιμη αρωγή της επιστήμης, να μπορέσει να ενδυναμωθεί, μαθαίνοντας παράλληλα να αντιμετωπίζει καρτερικά όσες αναγκαιότητες της ανθρώπινης μοίρας δεν είναι δυνατό να αλλάξουν. Ποιες είναι αυτές οι αναγκαιότητες που έχει στον νου του ο Freud; Με αυτή την ερώτηση ξανοιγόμαστε μπροστά στην περίφημη φροϋδική θεωρία για τη «δυστυχία» μέσα στον πολιτισμό, εντός της οποίας εντάσσεται και η προσέγγιση της θρησκείας σαν ψευδούς παρηγοριάς. Ως «πολιτισμό», ο Freud ορίζει το σύνολο των θεσμών και των κατορθωμάτων που μεγαλώνουν την απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, πετυχαίνοντας δύο στόχους: την εξασφάλιση της ανθρώπινης επιβίωσης και τη ρύθμιση των ανθρώπινων σχέσεων. Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι, διατείνεται ο Αυστριακός ψυχοθεραπευτής, αποτελούμαστε από δύο αντίθετες ορμές: εκείνη που αυξάνει και πολλαπλασιάζει τη ζωή («έρωτας-libido») και εκείνη που τείνει στην καταστροφή της ζωής («θάνατος»)[2]. Αυτές οι δύο δυνάμεις μάχονται διαρκώς η μια την άλλη, και η εξέλιξη του (εκ)πολιτισμού απεικονίζει τον αμφίρροπο αγώνα ανάμεσά τους. Υπό την επίδραση του πολιτισμού, όμως, η επιθετικότητα ενδοβάλλεται και στρέφεται εναντίον του εαυτού, του «Εγώ» μας[3]. Τότε το «Υπερεγώ», ένα επιμέρους τμήμα του «Εγώ», του ασκεί την επιθετική ορμή, με τη μορφή της ενοχής: ο άνθρωπος εξετάζει τον εαυτό του και τον βρίσκει ηθικά ένοχο και άξιο τιμωρίας. Πρόκειται, για την ηθική συνείδηση. Κοντολογίς, στο πλαίσιο του πολιτισμού, η φυσική ανθρώπινη επιθετικότητα τείνει να εσωτερικεύεται και να στρέφεται ενάντια στο Εγώ μας με τη μορφή της ηθικής συνείδησης (Υπερεγώ)[4]. Για τον Freud, η φυσική κατάσταση χαρακτηρίζεται από πλήρη έλλειψη κανόνων και από αυθόρμητη ικανοποίηση των επιθυμιών όλων, οπότε ο κίνδυνος αλληλοεξόντωσης είναι πανταχού παρών. Για την προστασία από τον αφανισμό, συγκροτείται ο πολιτισμός, θεσπίζοντας κανόνες που (περι)ορίζουν την ικανοποίηση των επιθυμιών σε ορισμένα προσυμφωνημένα και κοινώς αποδεκτά πλαίσια, ώστε να μην απειλείται ανά πάσα στιγμή ο καθένας μας.
Ο έρως και η ανάγκη είναι λοιπόν οι πρώτοι «γονείς» του πολιτισμού[5]. Εκεί ακριβώς υπεισέρχεται και η θρησκεία, η οποία όχι μόνο ενισχύει τη χαλιναγώγηση των επιθυμιών, αλλά επινοεί επιμέρους θεότητες για να καθησυχάσει τους φόβους που δημιουργεί η φύση, καθώς και για να συμφιλιώσει τα άτομα με τις τραγικότητες της ζωής τους, και ιδιαίτερα τον θάνατο. Για τον Freud, λοιπόν, το θρησκευτικό συναίσθημα προέρχεται από ένα πρώιμο νεογνικό συναίσθημα που έχει διατηρηθεί μέσα στον ψυχισμό μας, και αποτελεί μια μορφή παλιμπαιδισμού που χρησιμοποιεί η αδύναμη πλειοψηφία της ανθρωπότητας προκειμένου ν’ αντιπαρέρχεται τους κινδύνους και την αβεβαιότητα του κόσμου μας: το περίφημο «ωκεάνιο» αίσθημα, από το οποίο ξεπηδούν όλες οι θρησκευτικές ανάγκες, είναι και αυτό στο οποίο καταφεύγει το παιδί εξαιτίας της ανάγκης του για πατρική προστασία από τους κινδύνους. Δεδομένου ότι, κατά Freud, αρχικά το Εγώ (δηλ. όταν ο άνθρωπος είναι ακόμη νεογνό) δεν διαχωρίζει καν τον εαυτό του από τον εξωτερικό κόσμο, το βασικό συναίσθημα κάθε θρησκείας (ο Freud το αναγάγει στον «ανιμιστικό» τρόπο σκέψης) αποτελεί αναβίωση της ταύτισης του νεογνού με τον εξωτερικό κόσμο. Ο Freud φαίνεται πεπεισμένος πως το προαναφερθέν αίσθημα οφείλεται στην απόλυτη ηδονή που βιώνει ένα νεογνό, αφού όλες του οι επιθυμίες ικανοποιούνται αυτόματα και κανένας κίνδυνος δεν υπάρχει. Λόγω αυτής της ενδόμυχης νοσταλγίας, οι άνθρωποι έχουν ανέκαθεν την τάση ν’ αναπολούν έναν χαμένο παράδεισο[6]. Χαλιναγώγηση ορμών, ψυχολογική παρηγοριά και καρτερική συμφιλίωση με το αναπόδραστο: αυτός είναι ο τριπλός ρόλος της κάθε θρησκείας σε κάθε εποχή. Όσο περισσότερο κατανοούμε όμως τη φύση, τόσο υποχωρεί ο φόβος μας απέναντι στη φύση, καθώς και η αβεβαιότητα της ζωής μας. Έτσι, με την επιστημονική πρόοδο, η θρησκεία τείνει να εκτοπίζεται ολοένα και περισσότερο προς τον πρώτο από τους τρεις ρόλους του (δηλ. στην ηθική/χαλιναγώγηση επιθυμιών). Ο Freud προβάλλει όμως και μια ιστορική εξήγηση για τις πρωταρχικές πηγές της θρησκείας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η θρησκεία (όπως επίσης η οργανωμένη κοινωνία και η ηθικότητα) έλκει ιστορικά την καταγωγή της από ένα έγκλημα του μακρινού παρελθόντος του ανθρώπου. Στη συνενοχή σε αυτό στηρίζεται η κοινωνία, στη μεταμέλεια η θρησκευτική πίστη και στην εξιλέωση από την ενοχή η ηθική. Συγκεντρώνοντας τα ανθρωπολογικά και εθνολογικά ευρήματα, ο Freud προχωρά στην ψυχαναλυτική ερμηνεία τους, διατυπώνοντας μια θεωρία. Στην πρωταρχική ορδή (όρος παρμένος από τον Δαρβίνο), ένας βίαιος και ζηλότυπος πατέρας διώχνει από την οικογένεια τους γιους του μόλις αυτοί μεγαλώνουν. Στόχος του είναι η αποκλειστική κατοχή και η σεξουαλική εκμετάλλευση των θηλυκών. Οι αρσενικοί απόγονοι νιώθουν αμφίθυμα συναισθήματα για τον πατέρα τους: από τη μια τον θεωρούν ανταγωνιστή τους, οπότε τον φοβούνται και τον μισούν, συγχρόνως όμως τον αγαπούν και τον θαυμάζουν σαν ένα ισχυρό πρότυπο. Τελικά συσπειρώνονται και μια μέρα τον σκοτώνουν και τον καταβροχθίζουν, δίνοντας έτσι τέλος στην πατρική ορδή. Εξαιτίας όμως των αμφίθυμων συναισθημάτων τους, νιώθουν μεταμέλεια για το έγκλημά τους και κάνουν υπακοή εκ των υστέρων, αποκηρύσσουν την πράξη τους ως εσφαλμένη και αρνούνται τα οφέλη της: απαγορεύουν το σκότωμα ενός ζώου που θεωρείται υποκατάστατο του πατέρα (Totem) και παραιτούνται από την κατοχή των γυναικών. Επομένως, από αυτό το κοινή ενοχή εκείνων προέκυψαν σε όλους τους πρωτόγονους λαούς δύο θεμελιώδεις απαγορεύσεις (Taboo), οι οποίες συμπίπτουν με τις δύο απωθημένες επιθυμίες των γιων[7]. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα προέρχεται από το αίσθημα ενοχής, το οποίο γεννήθηκε μετά τη θανάτωση του πατέρα από τους γιους του, και μεταβιβάσθηκε κληρονομικά στους απογόνους[8]. Επίσης, κάθε μαζικός σχηματισμός, σύμφωνα πάντα με τον Freud, απλώς επαναλαμβάνει την πράξη εκείνης της προϊστορικής οικογένειας, ενώ ακόμη και το ίδιο το τμήμα του ψυχισμού μας που ευθύνεται για τις ηθικές μας αξίες (Υπερεγώ), δεν είναι παρά το ιδανικό της πατρικής ορδής με εσωτερικευμένη μορφή. Σε αντίθεση με τον πρωτόγονο άνθρωπο, που ήταν πιο ευτυχής αλλά κινδύνευε περισσότερο, ο πολιτισμένος παραχώρησε ένα μέρος της ευτυχίας του, για να εξασφαλίσει περισσότερη σιγουριά επιβίωσης. Η πολιτισμένη κοινωνία είναι λοιπόν εύθραυστη και απειλείται συνεχώς με καταστροφή, πράγμα για το οποίο πρέπει διαρκώς να περιορίζονται οι επιθετικές ορμές των ανθρώπων της, όπως θα πει και στην περίφημη αληλλογραφία του με τον Einstein. Ο Freud, που παρεπιμπτόντως καταφέρεται εναντίον του σοσιαλιστικού πειράματος το οποίο ελάμβανε τότε χώρα στη Ρωσία (Μπολσεβίκοι), βλέπει με πεσιμισμό την κατάσταση και κρίνει το τελικό αποτέλεσμα αβέβαιο:
«Το ερώτημα για το πεπρωμένο του ανθρώπινου είδους μού φαίνεται πως είναι αν και σε ποιον βαθμό θα κατορθώσει η εξέλιξη του πολιτισμού του να ελέγξει τη διασάλευση της κοινής ζωής που προκαλεί η ανθρώπινη ορμή καταστροφής και αυτοεξόντωσης. Όσον αφορά τούτο, ειδικά η σημερινή εποχή παρουσιάζει ίσως ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι έχουν προχωρήσει τόσο πολύ στην κυριαρχία επί των φυσικών δυνάμεων ώστε τους είναι εύκολο μα τη βοήθειά τους να αλληλοεξοντωθούν όλοι τους ως τον τελευταίο. Αυτό το γνωρίζουν, εξ ου και ένα μεγάλο μέρος της σημερινής τους ανησυχίας, της δυστυχίας, του άγχους τους. Και τώρα μπορούμε να προσδοκούμε ότι η άλλη εκ των δύο “ουρανίων δυνάμεων”, ο αιώνιος Έρως, θα προσπαθήσει να επιβληθεί στον αγώνα με τον εξίσου αθάνατο αντίπαλό του. Ποιος μπορεί όμως να γνωρίζει το αποτέλεσμα και την έκβαση;»
Για να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα παραπάνω, δεν μπορεί ν’ αποφευχθεί μια περιδιάβαση στη φροϋδική θεωρία για τη σεξουαλικότητα, την οποία ο Αυστριακός νευρολόγος διαμόρφωσε παρατηρώντας προσεκτικά τους ασθενείς του. Συγκεκριμένα, ο Freud παρατήρησε ότι η πλειονότητα των νευρωτικών ασθενών του αντιμετώπιζε προβλήματα στη σεξουαλικότητά της, παρόμοια με εκείνα των αποκαλούμενων σεξουαλικά «διεστραμμένων». Για τον Freud, αυτό που ξεχωρίζει τους διεστραμμένους δεν είναι το αντικείμενο ή ο στόχος της σεξουαλικότητάς τους, αλλά η καθήλωση σε αυτόν. Κατά συνέπεια, το να καθορίζουμε το σεξουαλικό ένστικτο σαν ένα ένστικτο με εξαρχής καθορισμένο φυσικό αντικείμενο, είναι εσφαλμένο. Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι στη φύση της ακανόνιστη και, κατά κάποιον τρόπο, «διεστραμμένη». Αυτό το βλέπουμε ήδη από τα πρώτα έτη της ζωής, όταν το άτομο είναι ακόμη παιδί και νιώθει σεξουαλική ικανοποίηση θηλάζοντας, κάτι που προσπαθεί να επαναλάβει αργότερα με το πιπίλισμα. Πρόκειται για το πρώτο στάδιο της σεξουαλικότητας, το οποίο ονομάζεται «στοματικό». Το επόμενο στάδιο είναι το «πρωκτικό», κατά το οποίο το παιδί αντλεί την απόλαυση με τη διαδικασία της αφόδευσης, για να καταλήξει πολύ αργότερα στο «φαλλικό», όπου η πλέον σεξουαλική ενέργεια (libido) συγκεντρώνεται στην περιοχή των γεννητικών οργάνων και διαθέτει καθορισμένο αντικείμενο. Σε καθένα από αυτά τα τρία στάδια (στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό) υπάρχει ο κίνδυνος της «καθήλωσης». Αυτό σημαίνει ότι το άτομο ενδέχεται να αποκτήσει τάσεις παλινδρόμησης σε κάποιο από τα προηγούμενα στάδια της ανάπτυξής του. Σε αυτή την περίπτωση, το άτομο ενδέχεται είτε να εκτραπεί προς αυτή την τάση του και να γίνει σεξουαλικά διεστραμμένο, είτε να την απωθήσει και να καταλήξει νευρωτικό[9]. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η φροϋδική ψυχαναλυτική θεωρία περί σεξουαλικότητας. Είναι αναντίρρητο γεγονός ότι ο ρηξικέλευθος χαρακτήρας της σημάδεψε τον εικοστό αιώνα και αφήνει τα ίχνη του ως και σήμερα. Ερμηνεύοντας ένα ολόκληρο φάσμα νευρώσεων και διαφόρων άλλων ψυχοπαθολογικών συμπεριφορών, ο Freud δεν δίστασε να επεκτείνει αργότερα την ανακάλυψή του και στον ευρύτερο χώρο του πολιτισμού γενικότερα, με τον τρόπο που μόλις είδαμε. Είχε όμως δίκαιο; Πόσα από αυτά που υποστήριξε μπορούν να σταθούν σήμερα; Στο επόμενο μέρος του παρόντος άρθρου, θα επιχειρήσουμε να δώσουμε τις σχετικές απαντήσεις.
[1] Φυσικά, τίποτα από όσα θα ειπωθούν στη συνέχεια δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας. Στόχος μας παραμένει η ενημέρωση.
[2] Μερικές φορές μάλιστα, οι δύο ορμές συναντώνται ακόμη και συγχρόνως: χαρακτηριστικά παραδείγματα που το πιστοποιούν είναι ο σεξουαλικός σαδισμός και μαζοχισμός.
[3] Σε έργα του των αρχών της δεκαετίας του 1920, ο Freud διαιρούσε για πρώτη φορά τον ανθρώπινο ψυχισμό σε δύο επίπεδα: τη συνείδηση και τις μη συνειδητές παραστάσεις, που είναι και αυτές με τη σειρά τους δύο ειδών: του ασυνειδήτου, που αδυνατεί από μόνο του να γίνει συνειδητό, και του προσυνειδητού. Το ασυνείδητο ουσιαστικά δεν είναι παρά ένα λανθάνων συνειδητό, αφού οι παραστάσεις του έχουν υποστεί «απώθηση» από τον μηχανισμό της «αντίστασης». Με μία ακόμη διάκριση, ο Freud ονομάζει «Εγώ» τον πυρήνα που αντιπροσωπεύει τη λογική και προκαλεί αυτές τις απωθήσεις, ενώ αποκαλεί εκείνο «Αυτό» (όρος προέρχεται από τον Γερμανό γιατρό Georg Groddeck, ο οποίος τον είχε αντλήσει από τα έργα του Nietzsche), το σκοτεινό τμήμα του ψυχισμού που αντιπροσωπεύει τα πάθη μας. Το Αυτό λειτουργεί από την «αρχή της ηδονής», σε αντίθεση με το Εγώ που λειτουργεί με βάση «την αρχή της πραγματικότητας». Στην πραγματικότητα βέβαια, τα όρια ανάμεσα στις δύο περιοχές είναι μάλλον ασαφή, αφού αυτά επικοινωνούν μεταξύ τους. Σύμφωνα με τον Freud, το Αυτό δεν είναι παρά ένα τμήμα του Εγώ που έχει παραλλαχθεί ύστερα από την επίδραση του εξωτερικού κόσμου. Το Εγώ προσπαθεί διαρκώς να χαλιναγωγήσει το Αυτό, αλλά δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εκλογικεύει τις δικές του άλογες επιθυμίες. Ωστόσο, ο ψυχισμός μας δεν είναι διμερής αλλά στην πραηματικότητα τριμερής: εκτός από το Εγώ και το Αυτό, υπάρχει και ένα επιπλέον τμήμα, το οποίο ονομάζει «Υπερεγώ». Πρόκειται για ένα τμήμα του Εγώ, το οποίο έχει αυτονομηθεί από αυτό, είναι αυτό που επιβάλλει στο Εγώ τα ηθικά ιδεώδη. Εκεί οφείλει τη γέννησή του η οργανωμένη κοινωνία και ο πολιτισμός. Το Υπερεγώ προέκυψε από το «οιδιπόδειο σύμπλεγμα», την ερωτική διάθεση του παιδιού για το γονέα του αντίθετου φύλου και ακολούθως, τη σταδιακή ταύτιση με το γονέα του ίδιου φύλου, από τον οποίο αισθάνεται ότι απειλείται. Περιττό να υπενθυμίσουμε ότι, στο εν λόγω θεωρητικό πλαίσιο, όλες οι παρεκκλίνουσες από το καθιερωμένο πρότυπο σεξουαλικές τάσεις (π.χ. ομοφυλοφιλία) λογίζονται ως διαστροφικές. Σ’ επιστολή του, του 1935, ο Freud απαντούσε σε μια μητέρα ότι δεν είναι βέβαιος αν μπορεί να «θεραπεύσει» επιστημονικά τον ομοφυλόφιλο γιο της, αντιπροτείνοντάς της όμως να γιατρεύσει τις όποιες, πιθανές ψυχολογικές του νευρώσεις, συμπληρώνοντας παράλληλα ότι δεν θα πρέπει να τον αντιμετωπίζει κανείς σαν να είναι ένοχος για κάτι (ο Freud αναφέρει επίσης πως σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Πλάτων και ο Da Vinci, ήταν επίσης ομοφυλόφιλοι). Η επιστολή αυτή έγινε γνωστή στα 1951, όταν δόθηκε ανώνυμα στον γνωστό Αμερικανό σεξολόγο Alfred Kinsey, που ήταν ο πρώτος ο οποίος δημοσίευσε έρευνες υπολογισμού των ομοερωτικών ατόμων στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις έρευνες αυτές, που θεωρούνται σήμερα αμφιλεγόμενες, οι ομοφυλοφιλικές και οι ετεροφυλοφιλικές σεξουαλικές προτιμήσεις δεν αποτελούν δύο στεγανά διακριτές συμπεριφορές, αλλ’ αντιπροσωπεύουν μάλλον ένα συνεχές φάσμα, με ποικίλους βαθμούς αποχρώσεων προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Υπό την επιρροή του Kinsey, ο οποίος ήταν αμφιφυλόφιλος και πιθανώς προέτρεπε συνεργάτες του σε σεξουαλικούς πειραματισμούς, σημερινοί ερευνητές επιχειρούν να καταγράψουν τη σεξουαλική συμπεριφορά με βαθμούς στην κλίμακα του 6, με το 6 να εκφράζει μια πλήρως ομοφυλοφιλική περίπτωση, και το 0 να δείχνει την αναμφισβήτητα ετεροφυλοφιλική.
[4] Αυτή είναι και η γνωστή φροϋδική ερμηνεία της κατάθλιψης, ως αλύπητης «καταδίκης» του Εγώ από το Υπερεγώ, μια ιδέα που αντλείται απευθείας από τα γραπτά του Nietzsche. Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, τα παιδιά ηλικίας κάτω των πέντε ετών δεν είναι δυνατό να βιώσουν κατάθλιψη, δεδομένου ότι δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί εντός τους το Υπερεγώ, πράγμα που θα συμβεί σταδιακά, με τη βίωση του «οιδιπόδειου» συμπλέγματος. Σήμερα, οι ειδικοί γνωρίζουν πως αυτό δεν ισχύει, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών, κάτω των πέντε ετών, με ψυχιατρικά διαγνωσμένη κατάθλιψη.
[5] Το Εγώ βοηθάει την ορμή του θανάτου, αλλά για να μην καταστραφεί, γεμίζει με την ερωτική ορμή, οπότε επιδιώκει να ζήσει και να αγαπηθεί. Απειλείται όμως από τρεις ισχυρούς κινδύνους: τον εξωτερικό κόσμο, τις έντονες λιμπιντικές επιθυμίες του Αυτό και την ηθική σκληρότητα του Υπερεγώ. Γι’ αυτό το λόγο το Εγώ αναπτύσσει αντανακλαστικά φυγής, τα οποία μπορεί να μετεξελιχθούν, αργότερα και υπό ορισμένες συνθήκες, στις λεγόμενες «προστατευτικές επενδύσεις». Πρόκειται για τις φοβίες.
[6] Ο Freud δηλώνει ότι κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα ύστερα από δια αλληλογραφίας συζήτησή του, με τον Γάλλο νομπελίστα λογοτέχνη Romain Rolland. Πάντως, η εν λόγω θεωρία δεν είναι ανταγωνιστική προς τους τρεις λόγους ύπαρξης θρησκειών, που ο ίδιος έχει εντοπίσει, αλλά μάλλον οργανικό τμήμα τους αφού, τουλάχιστον οι δύο τελευταίες (φόβος εξωτερικών κινδύνων, αναπόδραστο) είναι η αντίστροφη όψη εκείνης, καθώς τονίζουν τους κινδύνους που καθιστούν τη θρησκεία σημαντική πηγή παρηγοριάς, ενώ αυτή τονίζει τις απολαύσεις που αυτή υπόσχεται στους πιστούς της.
[7] Για τον Freud, τόσο η αρχαιοελληνική τραγωδία όσο και η χριστιανική Θεία Ευχαριστία αποτελούν αναβιώσεις εκείνου του πρωταρχικού τοτεμικού «γεύματος», ενώ ο «θεός» δεν είναι παρά μια μεταγενέστερη μορφή υποκατάστατου εκείνου του πρωτοπατέρα, της πρωτόγονης ορδής. Το ίδιο ισχύει και για τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο, ο οποίος ανήκει μάλλον στο παρελθόν παρά στο μέλλον μας.
[8] Σύμφωνα με τον Freud, οι γυναίκες κληρονομούν «φυλογενετικά» το ίδιο «ψυχικό» γεγονός, και έτσι εξηγείται το πώς βιώνουν και εκείνες αισθήματα ενοχής, αν και ουδέποτε συμμετείχαν στον πρωταρχικό φόνο.
[9] Σύμφωνα με τον Freud, νεύρωση και διαστροφή είναι στενά συνδεδεμένες, αφού η πρώτη είναι η αρνητική έκφραση της δεύτερης. Επίσης, και οι δύο είναι ενδείξεις της αδυναμίας ορισμένων ανθρώπων να εξισορροπήσουν ανάμεσα στις απαιτήσεις της libido και σε εκείνες της πολιτισμένης κοινωνίας.