«Εμμένω στη συμβουλή να βάζει κανείς τον ασθενή να ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι, παίρνοντας ο ίδιος θέση πίσω από αυτόν, παραμένοντας αθέατος. Αυτή η διευθέτηση έχει ένα ιστορικό νόημα· είναι το κατάλοιπό της υπνωτικής θεραπείας, στη βάση της οποίας αναπτύχθηκε η ψυχανάλυση. Ωστόσο, για ποικίλους λόγους αξίζει να διατηρηθεί. Αρχικώς, εξαιτίας ενός προσωπικού κινήτρου, που ενδέχεται ωστόσο να συμμερίζονται και άλλοι. Δεν αντέχω να με κοιτάζουν άλλοι άνθρωποι οκτώ ώρες (ή περισσότερο την ημέρα. Καθώς κατά τη διάρκεια της ακρόασης αφήνομαι ο ίδιος στη ροή των ασυνείδητων σκέψεών μου, δεν θέλω οι εκφράσεις του προσώπου μου να δίνουν στον ασθενή υλικό για ερμηνείες ή να επηρεάζουν τα όσα λέει».
«Η προσωπική μου άποψη είναι ότι ο Φρόυντ ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για τις ιδέες παρά για τους ασθενείς. Αυτό που ήθελε ήταν χρόνος και δυνατότητα για να παρουσιάσει τις ιδέες του με έναν πειστικό τρόπο, τον οποίο θα αναγνώριζε ολόκληρος ο κόσμος και θα αποδεχόταν τον επαναστατικό τρόπο εξέτασης των ανθρώπινων όντων. Δεν είχε σημασία αν τα περιστατικά που επέλεγε να παρουσιάσει αποδείκνυαν την αποτελεσματικότητα της ψυχανάλυσης ως θεραπείας. Αυτό που είχε σημασία γι’ αυτόν ήταν ότι τα περιστατικά, που επέλεγε, θα στήριζαν τις θεωρίες του για την ανθρώπινη φύση».
Anthony Storr
«Εάν η θρησκεία, κατά την κρίση του Karl Marx, ήταν όπιο των λαών, η πίστη στην ψυχανάλυση περιγράφηκε τελικά από πολλούς ως νέο όπιο της αστικής τάξης».
John Hedley Brooke
Στο προηγούμενο μέρος αυτού του άρθρου, παρουσιάσαμε τις βασικές αρχές της φροϋδικής ψυχανάλυσης, ως φιλοσοφίας, ψυχολογικής θεωρίας και θεραπευτικής πρακτικής. Τώρα, μπορούμε να προχωρήσουμε στις όποιες αντιρρήσεις. Δεν θα επαναλάβουμε, φυσικά, τις κριτικές ενάντια στην υπόθεση της διάπραξης ενός αρχέγονου φόνου[1]. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι η αντιδιαστολή φύσης και πολιτισμού επιδέχεται και η ίδια αντιρρήσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Marshall Sahlins, η φύση και ο πολιτισμός δεν πρέπει να αντιδιαστέλλονται, ακριβώς διότι η «φύση» του ανθρώπου είναι ο πολιτισμός: γνωρίζουμε πως οι πρώτες εκφάνσεις πολιτισμού προέκυψαν προτού εξελιχθεί το είδος μας στη σημερινή του μορφή. Όπως έγραψε ο Malinowski, όσο πίσω και αν πάμε, ποτέ δεν μπορούμε να βρούμε τον πολιτισμό εν τη γενέσει του. Για τον Freud μπορεί ίσως να πει κανείς αυτό που έχει ειπωθεί από μερικούς και για τον Marx: οι παρατηρήσεις του αντιπροσώπευαν τόσο παραστατικά στην εποχή του, ώστε γενικεύτηκαν από τον ίδιο σαν να ήταν κανόνες του πολιτισμού συνολικά, οπότε όταν οι συνθήκες άλλαξαν, άρχισαν να μοιάζουν πια παρωχημένες[2]. Συγκεκριμένα, ο Freud και μερικοί που άντλησαν από αυτόν αργότερα, θεώρησαν τον αστικό πολιτισμό της νεωτερικής Δύσης ως όργανο για την εξασφάλιση της επιβίωσης, και συνάμα ως καταπιεστικό μέσο των ανθρώπινων ενστίκτων[3]. Τα ανθρώπινα ένστικτα όμως (π.χ. ύπνος, τροφή, σεξουαλικότητα) πλέον ικανοποιούνται από τον πολιτισμό σε ένα πληρέστερο επίπεδο, και όχι μονάχα σε συγκριτικά με την αυστηρά πουριτανική βιεννέζικη κοινωνία όπου έζησε ο Freud, αλλά και σε σχέση με κάθε προγενέστερη περίοδο. Πραγματικά, πότε άλλοτε υπήρξε τόση ποικιλία στην ικανοποίηση βασικών μας αναγκών; Είναι δυνατό να πιστεύει κανείς ότι οι άνθρωποι απολάμβαναν στο παρελθόν περισσότερες σωματικές ηδονές σε σχέση με σήμερα; Μάλιστα, πέραν των βασικών αναγκών, ο σύγχρονος πολιτισμός στη Δύση (τον οποίο είχε κυρίως κατά νου ο Freud) έχει την τάση να δημιουργεί νέες «ανάγκες», περισσότερο τεχνητές παρά βιολογικές (αφού οι τελευταίες έχουν λίγο-πολύ ικανοποιηθεί), στις οποίες μπορεί να συμπεριλάβει κανείς από τις διάφορες εκλεπτυσμένες μορφές ψυχαγωγίας, μέχρι τον καταναλωτισμό και τη χρήση ναρκωτικών, με το τελευταίο ειδικά να λαμβάνει σχεδόν ανεξέλεγκτες διαστάσεις τις τελευταίες δεκαετίες[4]. Οι φροϋδικές θεωρίες για την πολιτισμική καταπίεση των ενστίκτων, επενδυμένες με επαναστατικά πολιτικά σχήματα, χρησιμοποιήθηκαν τότε για ν’ αποκηρυχθούν πολλές παλιότερες νόρμες ευπρέπειας και κοινωνικών εθιμοτυπιών, με τη σεξουαλική επανάσταση, τον εκδημοκρατισμό στα ήθη και τη γενικευμένη χρήση ναρκωτικών ως μια μορφή επανάστασης, να εδραιώνονται για τα καλά στις κοινωνίες της Δύσης. Σήμερα, το μεγάλο πρόβλημα που συναντάται στις εκβιομηχανισμένες μεγαλουπόλεις μας, δεν είναι η καταπίεση των ενστίκτων (η «ματαίωση», στην ψυχαναλυτική γλώσσα) αλλά μάλλον ο υπερβολικός κορεσμός τους, ο οποίος γεννά σε πλήθος ανθρώπων αισθήματα κενού. Η ικανοποίηση των ενστίκτων της βιολογικής μας φύσης, αυτό που ο άθεος υλιστής Freud ταύτιζε με την ευτυχία, πλέον ικανοποιείται πλήρως. Γιατί όμως αυτό δεν είναι αρκετό; Βάση της παραπάνω συλλογιστικής, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι παρακινδυνευμένη η επέκταση της φροϋδικής ψυχανάλυσης πέραν των ορίων της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας. Ωστόσο, μήπως και η ίδια η διαδικασία είναι τρωτή σε αμφισβητήσεις; Κοντολογίς, ποια είναι τα θεραπευτικά εχέγγυα τις φροϋδικής ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας; Πόσες τεκμηριωμένες περιπτώσεις θεραπείας υπάρχουν διαθέσιμες; Επιπλέον, κατά πόσο υποστηρίζονται επιστημονικά οι βασικές παραδοχές της ψυχανάλυσης (π.χ. λανθάνουσα σεξουαλικότητα, απώθηση, οιδιπόδειο σύμπλεγμα, Εγώ-Υπερεγώ-Αυτό); Τουλάχιστον στον Freud, η θεραπευτική θεραπευτική πρακτική παριστάνεται με πολλές ιδιοτροπίες και υποκειμενισμούς, σε σημείο που αφήνεται να φανεί πως οι πλήρως ιαθέντες νευρωτικοί υπήρξαν μάλλον λίγοι[5][6]. Ο Freud παραδέχεται επίσης ότι η εξαιρετική ποικιλία των ψυχικών συγκυριών, η πλαστικότητά τους, καθώς και ο πλούτος των παραγόντων, πρακτικά απαγορεύουν την αυστηρή τυποποίηση της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, χρήσιμες τεχνικές της οποίας μπορεί κάποτε και να μην πετυχαίνουν, για άγνωστους σ’ εμάς λόγους[7]. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, πάντως, καμία λέξη, σκέψη, φράση και παρατήρηση δεν πρέπει να αποκλειστεί εκ των προτέρων, διότι είναι άγνωστο το πού μπορεί κανείς να βρει τον καθοδηγητικό μίτο:
«Είναι γενικά αδιάφορο με ποιο υλικό ξεκινά κανείς τη θεραπεία, με την ιστορία της ζωής, το ιστορικό της ασθένειας, ή τις παιδικές αναμνήσεις του ασθενούς. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αφήνει κανείς τον ασθενή να αφηγείται και να του παραχωρεί την επιλογή του αφετηριακού σημείου. Του λέει λοιπόν: “Προτού μπορέσω να σας πω κάτι, θα πρέπει να έχω μάθει πολλά για εσάς πείτε μου, σας παρακαλώ, τι γνωρίζετε για τον εαυτό σας”».
Ο ψυχαναλυτής, όταν επιχειρεί να θεραπεύσει κάποιον φίλο ή κάποιον συγγενή ενός φίλου του, πρέπει να είναι προετοιμασμένος ότι, ανεξαρτήτως του αν τα καταφέρει τελικά ή όχι, το εγχείρημα θα του κοστίσει τη φιλία τους, προειδοποιεί ο Freud. Ας παρατεθεί στο σημείο αυτό η προσωπική μαρτυρία του πρώην ψυχαναλυτή και ιδρυτή της αναλυτικής ψυχολογίας, Carl Gustav Jung, ο οποίος υπήρξε φίλος και συνεργάτης του επί σχεδόν μια εξαετία (1906-1911), μέχρι που οι δύο άνδρες διέκοψαν τις σχέσεις τους, αρχής γενομένης με μια συζήτηση στο τρένο, μέσα στο οποίο ταξίδευαν από κοινού, για την Αμερική, το 1909. Κατά το ταξίδι αυτό, που έχει μείνει στην ιστορία της ψυχανάλυσης, ο Freud προσφέρθηκε ν’ αναλύσει ένα όνειρο που είχε δει ο Jung.
Ας δούμε πώς αφηγείται ο τελευταίος το περιστατικό:
«Δεν ήμουν πρόθυμος να αποκαλύψω τις σκέψεις μου, καθώς εξαιτίας της πρόσφατης εμπειρίας μου εντυπωσιάστηκα βαθιά από το αγεφύρωτο χάσμα της νοοτροπίας του Freud και της δικής μου. Φοβόμουν πως θα έχανα τη φιλία του, αν άρχιζαν να του μιλώ για τον εσωτερικό μου κόσμο, ο οποίος θα του φαινόταν πολύ αλλόκοτος. Νιώθοντας πολύ αβέβαιος για τη δική μου ψυχολογία, του είπα σχεδόν αυτόματα ένα ψέμα για τους “ελεύθερους συνειρμούς” μου, προσπαθώντας να ξεφύγω από το άχαρο έργο να τον διαφωτίσω για την πολύ προσωπική κι εντελώς διαφορετική διανοητική ιδιοσυστασία μου. Κατάλαβα πως ο Freud έψαχνε για κάποια ασυμβίβαστη επιθυμία μου. Υπέθεσα, λοιπόν ότι τα κρανία αναφέρονταν πιθανώς σε ορισμένα μέλη της οικογένειάς μου, των οποίων το θάνατο ίσως επιθυμούσα για κάποιο λόγο. Τούτη η πρόταση δέχτηκε την έγκρισή του, αλλά δεν ήμουν ευχαριστημένος με μια τόσο “ψεύτικη” λύση. Καθώς προσπαθούσα να βρω μια κατάλληλη απάντηση στις ερωτήσεις του Freud, ταράχθηκα από μια διαίσθηση για το ρόλο που παίζει ο υποκειμενικός παράγοντας στην ψυχολογική κατανόηση. Η διαίσθησή μου ήταν τόσο ισχυρή, ώστε η μόνη σκέψη μου ήταν πώς να βγω από αυτό το ανυπόφορο μπλέξιμο και ακολούθησα τον εύκολο τρόπο του ψέματος. Κάτι τέτοιο δεν είναι βέβαια ηθικά υπερασπίσιμο, αλλά θα διακινδύνευα διαφορετικά ένα μοιραίο καβγά με τον Freud- και δεν το ήθελα αυτό για πολλούς λόγους».
Η αφήγηση αυτή είναι πολύτιμη, διότι μας αποκαλύπτει όχι μόνο την επίμονη παρουσία υποκειμενικών παραγόντων στην ερμηνεία των ονείρων, αλλά και την αυταρχική και αδιάλλακτη φύση του Sigmund Freud, που τελικά διέρρηξε οριστικά τις σχέσεις του με τους Adler και Jung, με τους οποίους ουδέποτε συμφιλιώθηκε. Αν ο Jung βίωσε τόσο έντονα τον φόβο της απόρριψης από τον Freud, και έφτασε στο σημείο να υποκριθεί πως συμφωνεί με την αυθαίρετη ερμηνεία των δικών του ονείρων, πώς αποκλείει κανείς να συνέβη το ίδιο με τους ασθενείς του Freud, οι οποίοι μάλιστα δεν διέθεταν εντατική εκπαίδευση στην ψυχαναλυτική διαδικασία και, ως νευρωτικοί, ήταν μάλλον περισσότερο ευάλωτοι συναισθηματικά; Επίσης, ο ίδιος ο Freud συνήθιζε να μαθαίνει λίγα για τους ασθενείς του, σε μια σύντομη και προσωρινή φάση, ώστε να κρίνει αν πρόκειται για περιστατικά που προσφέρονται για ψυχανάλυση ή όχι. Όσο για τη διάρκεια της επιχειρούμενης θεραπείας, αυτή είναι αδύνατο να προσδιορισθεί εκ των προτέρων, μας λέει και πάλι ο ίδιος. Βέβαια, παραδέχεται, πάντα στην ψυχανάλυση έχουμε να κάνουμε με μεγάλα χρονικά διαστήματα, δηλαδή διαστήματα που ξεπερνούν το εξάμηνο και αρκετές φορές φθάνουν αρκετά έτη. Ο Freud το αιτιολογεί επικαλούμενος τη βραδύτητα με την οποία συντελούνται οι βαθιές ψυχικές μεταβολές και το άχρονο των εσωτερικών μας διεργασιών εν γένει. Δεν είναι, έτσι, περίεργο που η ψυχαναλυτική θεραπεία προσφερόταν εξαρχής σε μια τιμή που από πολλούς εθεωρείτο πολύ υψηλή, με αποτέλεσμα όσοι την αναλάμβαναν να είναι κατά κανόνα μέλη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων:
«Ο ψυχαναλυτής θα πρέπει να προτιμά, περισσότερο από όλους, εκείνους τους ασθενείς που απαιτούν πλήρη ίαση, στον βαθμό που αυτή μπορεί να επιτευχθεί, και θέτουν στη διάθεσή του τόσο χρόνο, όσο χρειάζεται η διαδικασία αποκατάστασής της. Φυσικά, τέτοιου είδους ευνοϊκές συνθήκες μπορούν να προσδοκώνται μόνο σε λίγες περιπτώσεις».
Είναι επίσης σύνηθες, αντί για έρευνες και κλινικές μελέτες, ο ψυχαναλυτής Freud να στηρίζεται σε λογοτεχνικά ή θρησκευτικά έργα, με τις διάφορες ερμηνείες του να βασίζονται σε έξυπνους και ευρηματικούς, αλλά επίσης ατεκμηρίωτους κι άκρως υποκειμενικούς συνειρμούς[8]. Ας δούμε, για παράδειγμα, το δημοφιλές δοκίμιό του με τον τίτλο Ο Ντοστογιέφσκι και η πατροκτονία. Στόχος του υπήρξε η σκιαγράφηση μιας ψυχαναλυτικής ερμηνείας του ντοστογιεφσκικού έργου. Καθοδηγητικός μίτος, για την εν λόγω ερμηνεία, στάθηκε η υποτιθέμενη λανθάνουσα αμφισεξουαλικότητα του Dostoevsky, σε συνδυασμό με την αγριότητα του πατέρα του. Αυτές οι δύο, σύμφωνα με τον Freud, οδήγησαν τον Ρώσο συγγραφέα στην ασύνειδη επιθυμία να τον «σκοτώσει», γεγονός που του δημιουργούσε (ασύνειδες) ενοχές: έτσι εξηγείται όχι απλώς η ισόβια επιληψία του, που για τον Freud, ήταν ολοκάθαρα νευρωτικής φύσεως, αλλά και η μαζοχιστική του συμπεριφορά, η τάση του να ταυτίζεται με εγκληματίες στο έργο του, καθώς και η τελική υποχώρηση και συμφιλίωση με το πατρικό Υπερεγώ, τόσο στην πολιτική (υποταγή στην τσαρική μοναρχία), όσο και στη θρησκεία (ενστερνισμός των διδαχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας). Ο Freud συμπεραίνει τολμηρά:
«Θα λέγαμε ότι ο Ντοστογιέφσκι ουδέποτε απηλλάγη από το συνειδησιακό βάρος που του δημιουργούσε η πρόθεση να σκοτώσει τον πατέρα του. Το γεγονός αυτό προσδιόρισε και τη στάση του απέναντι στους δύο άλλους τομείς, όπου η σχέση με τον πατέρα του παίζει καθοριστικό ρόλο- με άλλα λόγια, στη στάση του απέναντι στην κρατική αυθεντία και στην πίστη στον Θεό».
Η αυθαιρεσία, σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι μάλλον αδύνατο ν’ αποφευχθεί[9]. Πόσοι επιστήμονες θα είχαν άραγε το θάρρος, προτού καν καθιερωθεί οριστικά η προτεινόμενη μέθοδός τους, να την εφαρμόσουν σ’ ένα πρόσωπο άγνωστο ολότελα στους ίδιους, και προ πολλού αποβιώσαν, και μάλιστα με μια τέτοιας έκτασης σιγουριά; Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμη, εξίσου ενδιαφέρον. Ενώ ο Freud θεωρούσε το εύρημά του μια κολοσσιαία αλλά και τραγική για την ανθρωπότητα ανακάλυψη, που μπορεί να γίνει αποδεκτή από τους ειδικούς αλλά πολύ δυσκολότερα από το ευρύ κοινό, εν τέλει είναι οι ειδικοί στην ψυχολογία αυτοί που επιμένουν, δεκαετίες τώρα, ν’ αμφισβητούν την εγκυρότητά της, σε αντίθεση με το ευρύτερο κοινό, που συχνά τη θεωρεί σαν την τελευταία λέξη της επιστημονικής έρευνας. Μέχρι σήμερα, οι έρευνες για την αποδοτικότητα της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας δείχνουν ότι τα αποτελέσματά της είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αμφιλεγόμενα. Στον αντίποδα, η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (cognitive behavioral therapy, CBT), είναι σημαντικά πιο τεκμηριωμένη, και γι’ αυτό έχουν παρατηρήσει μερικοί ότι υπήρξε ο «θάνατος» της ψυχανάλυσης, ως επιστημονικής πρακτικής[10]. Δεν απουσιάζουν και οι ειδικοί που προειδοποιούν για πιθανούς κινδύνους που εγκυμονεί η ψυχανάλυση. Και με αυτό περνάμε στο επίμαχο ερώτημα: είναι η ψυχανάλυση γνήσια επιστήμη ή όχι; Μία από τις πιο διαδεδομένες μομφές εναντίον της, προέρχεται από τον φιλόσοφο της επιστήμης, Karl Popper. Περίπου στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο Αυστριακός φιλόσοφος, έχοντας ήδη μελετήσει τη φροϋδική ψυχανάλυση και έχοντας εργαστεί και σε κλινικές του Alfred Adler για παιδιά, παρακολούθησε τις διαλέξεις του Albert Einstein, από τις οποίες έμεινε άναυδος. Αυτό που, κατά δική του ομολογία, τον εντυπωσίασε περισσότερο, ήταν το ρίσκο που ο σημαντικός αυτός θεωρητικός φυσικός είχε αναλάβει.Αν δεν υπάρξει μετατόπιση στο ερυθρό των γραμμών του φάσματος, έλεγε ο Einstein, οφειλόμενη στη δυναμική του πεδίου βαρύτητας, τότε η γενική Σχετικότητα δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί. Κοντολογίς, ο ίδιος ο Einstein ομολογούσε πως αν οι ιδέες του αποτύγχαναν σε ορισμένους εμπειρικούς ελέγχους, θα κατέληγαν αβάσιμες. Όπως εύγλωττα μας λέει o Popper, στην αυτοβιογραφία του:
«Αυτή ήταν μια στάση τελείως διαφορετική από τη δογματική στάση των Marx, Freud, Adler, και ακόμη περισσότερο από τη στάση των οπαδών τους. Ο Einstein αναζητούσε κρίσιμα πειράματα, ή συμφωνία των οποίων με τις προβλέψεις του σίγουρα θα εδραίωνε τη θεωρία του, ενώ μια διαφωνία- καθώς θα ήταν ο πρώτος που θα την υπογράμμιζε- θα αποδείκνυε τη θεωρία του αβάσιμη. Αυτή ήταν η αληθινά επιστημονική στάση· ήταν τελείως διαφορετική από τη δογματική στάση που σταθερά ζητούσε να βρει “επαληθεύσεις” για τις θεωρίες που προτιμούσε. Έτσι έφτασα κατά το τέλος του 1919 στο συμπέρασμα ότι επιστημονική στάση ήταν η κριτική στάση, αυτή που έψαχνε όχι για επαληθεύσεις αλλά για κρίσιμους ελέγχους, ελέγχους οι οποίοι μπορούσαν να αναιρέσουν την υπό έλεγχο θεωρία ενώ δεν μπορούσαν ποτέ να την καθιερώσουν».
Η παρατήρηση αυτή είχε καθοριστικές συνέπειες για την ποπεριανή επιστημολογία:
«Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μάλιστα αρκετά νωρίς ανέπτυξα περαιτέρω τις ιδέες μου για το θέμα της οριοθέτησης μεταξύ επιστημονικών θεωριών (όπως του Einstein) και ψευδοεπιστημονικών θεωριών (όπως των Marx, Freud και Adler). Μου έγινε σαφές ότι αυτό που κάνει επιστημονική μια θεωρία ή μια πρόταση είναι η ικανότητά της να εξαιρεί ή να αποκλείει τη εμφάνιση κάποιων πιθανών γεγονότων- να απωθεί ή να απαγορεύει την εμφάνιση αυτών των γεγονότων. Έτσι, όσο περισσότερα μια θεωρία αποκλείει, τόσο περισσότερα μας λέει».
Πιο συγκεκριμένα:
«Είχα σοκαριστεί από το γεγονός ότι οι μαρξιστές (των οποίων βασική αξίωση ήταν να θεωρούνται κοινωνικοί επιστήμονες) και οι ψυχαναλυτών όλων των σχολών ήταν ικανοί να ερμηνεύουν οποιοδήποτε γεγονός ως επαλήθευση των θεωριών τους. Αυτό μαζί με το κριτήριό μου της οριοθέτησης με οδήγησε στην άποψη ότι μόνον αναιρέσεις που επιχειρήθηκαν κι δεν πέτυχαν ως αναιρέσεις θα μπορούσαν να μετράνε ως “επαληθεύσεις”».
Όπως έγραψε και στο βιβλίο του Η ένδεια του ιστορικισμού, μία θεωρία που εξηγεί τα πάντα, στην πραγματικότητα δεν εξηγεί τίποτα. Έχει όμως δίκιο; Ο Popper, κατά τη γνώμη μας, ορθά μεν επισημαίνει την τάση των πρώτων ψυχαναλυτών ν’ ανθίστανται έντονα και μεθοδευμένα στις απόπειρες ελέγχου των θεωριών τους. Ωστόσο, έχει άδικο όταν κρίνει την επιστημονικότητα της ψυχανάλυσης με βάση τις πρακτικές των πρωτοπόρων της. Στην πραγματικότητα, η αποτελεσματικότητα μιας επιστημονικής ιδέας, ή μάλλον η διαψευσιμότητά της, μπορεί να κριθεί ανεξάρτητα των προθέσεων όσων τη συγκρότησαν. Βάση μιας τέτοιας κρίσης είναι η εξηγητική δύναμη της ίδιας της θεωρίας. Συγκεκριμένα, εδώ ακολουθούμε τους σχολιαστές της ψυχανάλυσης που επεσήμαναν ότι εκείνη υπήρξε μια επιστημονική προσπάθεια, μια γνήσια «πρωτο-επιστήμη» (και όχι ψευδοεπιστήμη), που όμως, τελικά, δεν κατόρθωσε να επιδείξει ερευνητικά τα εχέγγυά της. Παρόλη την απέραντη θεωρητικολογία της, η ψυχανάλυση υπήρξε μια γνήσια επιστημονική απόπειρα, κατά κανόνα όμως οι πειραματικοί ή παρατηρησιακοί έλεγχοι των θεωριών της κατέληξαν σε διάψευση. Ήδη από το 1961, μ’ ένα πολύκροτο άρθρο του που επιχειρούσε να εξηγήσει τη μακρόχρονη διατήρηση των ψυχαναλυτικών μεθόδων, παρά την έλλειψη στέρεας επιστημονικής τεκμηρίωσης υπέρ τους, ο Βρετανός ψυχολόγος και πρώην ψυχαναλυτής, Hans Eysenck, έγραφε χαρακτηριστικά το εξής:
«Η ψυχανάλυση έχει επιβιώσει τόσο καιρό, παρόλη την επαναλαμβανόμενη αποτυχία της να προσκομίσει μια επιτυχημένη θεραπευτική μέθοδο, λόγω του ότι “η φύση απεχθάνεται το κενό”. Όσο δεν είχαμε διαθέσιμη μια εναλλακτική θεωρία που να εξηγεί τα συμπτώματα των νευρωτικών διαταραχών, και που να προτείνει νέες και επιτυχείς μεθόδους θεραπείας αυτών των διαταραχών, τόσο η ψυχανάλυση παρέμενε σε μια ασφαλή και απόρθητη θέση. Οι επιστημονικές και φιλοσοφικές της βλέψεις έχουν από καιρό παραμερισθεί, και αυτή επιβιώνει ακόμη προ παντός εξαιτίας μιας νωθρότητας και ενός μεγάλου σώματος κατοχυρωμένων ενδιαφερόντων που έχουν αναπτυχθεί στον απόηχό της. Είναι απίθανο τα “καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα” να διατηρήσουν αυτόν τον θαυμασμό για πολύ ακόμη» (η μετάφραση από το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο δική μας).
Η νέα θεραπευτική μέθοδος που θεωρεί «ταφόπλακα» της ψυχανάλυσης είναι, φυσικά, η διεθνώς γνωστή και ερευνητικά εγκεκριμένη “Cognitive Behavioral Therapy” (CBT). Όπως δήλωνε αργότερα σε συνέντευξή του, ο «πατέρας» της θεραπείας αυτής, Aaron Beck, όταν ακόμη ήταν ψυχαναλυτής αποπειράθηκε να επιβεβαιώσει τις θεωρίες της φροϋδικής ψυχανάλυσης, μέσω της ερμηνείας ονείρων: συγκεκριμένα, αναζήτησε όνειρα επιθετικότητας, για να επιβεβαιώσει ότι κατάθλιψη είναι μια μορφή επιθετικότητας προς εαυτόν μας, από το Υπερεγώ. Η έρευνά του όμως έδειξε ότι οι ασθενείς με κατάθλιψη είχαν λιγότερα όνειρα επιθετικότητας, αντί για περισσότερα, πράγμα που μάλλον διέψευδε τη φροϋδική θεωρία. Αυτή είναι, φυσικά, ακόμη μια σοβαρή ένδειξη ότι η ψυχανάλυση πόρρω απέχει του να είναι μια μη διαψεύσιμη, και άρα μη επιστημονική, θεωρητικολογία. Καταλήγοντας, ο Freud μεταχειρίστηκε τη θεραπευτική πρακτική του ως μέσο τεκμηρίωσης της ορθότητας των επιστημονικών θεωριών του, οι οποίες με τη σειρά τους δεν ήταν παρά το κύριο «όχημα» για την εδραίωση της βασικής του μεραφυσικής, μιας μεταφυσικής επιστημονιστικής, νατουραλιστικής και απαισιόδοξος για το μέλλον της ανθρώπινης φύσης. Ωστόσο, η ψυχανάλυση, κόντρα στις πικρές διαβεβαιώσεις του Freud για το αντίθετο, έκανε για δεκαετίες θραύση, διαμορφώνοντας μέχρι και σήμερα νέες τάσεις και ρεύματα στην πολιτική, τη φιλοσοφία και την τέχνη. Ίσως ένας από τους κυριότερους λόγους, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, είναι η ευκαιρία που αυτή η πρωτότυπη θεωρία έδωσε στην εκτόνωση των τάσεων της τότε νεογέννητης μαζικής δημοκρατίας: απαγκίστρωση από το πουριτανικό ήθος και τη νοησιαρχία, υπέρ της έμφασης στα ανορθολογικά ορμέμφυτα και την ικανοποίησή τους. Γιατί όμως η ψυχανάλυση παραμένει τόσο δημοφιλής και σήμερα, με την παρέλευση ενός ολόκληρου αιώνα; Ας επιχειρήσουμε μιαν απάντηση: μία από τις κύριες ανάγκες που καλύπτει η ψυχαναλυτική διαδικασία στις μέρες μας, είναι η ανάγκη για προσωπική αυτοεξερεύνηση και ανακούφιση των ηθικών μας ενοχών. Σε μια εποχή όπου η χριστιανική εξομολόγηση έχει σημαντικά υποχωρήσει, με το άτομο και την αυτοπραγμάτωσή του να έχουν αντικαταστήσει τη θρησκεία, η «πνευματική» καθοδήγηση και η συναισθηματική λύτρωση είναι αναμενόμενο ν’ αναζητούνται αλλού, προ παντός δε στην ψυχανάλυση, η οποία κατά κανόνα δεν δεσμεύεται σε σφιχτά και βραχυπρόθεσμα χρονοδιαγράμματα θεραπευτικών παρεμβάσεων που να περιορίζουν την ελευθερία του ασθενή να εκφράζεται και να αναζητά. Η απάντηση που θα δοθεί λοιπόν εδώ στο ερώτημα του τίτλου είναι ότι το δίπολο είναι ψευδές. Αν όμως όλα τα παραπάνω ισχύουν, μήπως είναι η στιγμή ν’ αρχίσουμε να διερωτόμαστε για «το μέλλον μιας αυταπάτης», με τον ίδιο τρόπο που ο Freud μιλούσε για τη θρησκεία άλλοτε;[11].
[1] Από τότε ακόμη, ο Malinowski έδειξε πως η «πατρική ορδή» και ο «πρωτοπατέρας» είναι η τέλεια προβολή στο παρελθόν της αστικής οικογένειας της Βικτωριανής Εποχής, αλλά και ότι όλη η φροϋδική συλλογιστική στο σημείο αυτό στηρίζεται σε ουσιώδεις αντιφάσεις (π.χ. για έναν ομαδικό φόνο απαιτείται κοινή συνεννόηση, άρα γλώσσα και ίσως κάποια μορφή κοινωνικής οργάνωσης και εργαλεία, οπότε ο πολιτισμός φαίνεται να μην μπορεί να εξηγηθεί από αυτόν, μιας και παρουσιάζεται να υπάρχει ήδη). Να σημειωθεί πως ο Malinowski αποδεχόταν σε γενικές γραμμές τις απόψεις της ψυχανάλυσης, αλλά απλώς απέρριπτε κάποιες από τις πιο «ακραίες» της θέσεις.
[2] Μπορεί άραγε ένας ψυχαναλυτής ή ένας αποδεχόμενος τις ψυχαναλυτικές μεθόδους να μην είναι άθεος; Θα μπορούσε να ασπάζεται κανείς μια θρησκεία και παράλληλα να αποδέχεται και το φιλοσοφικό υπόβαθρο της ψυχανάλυσης; Κατά τη γνώμη μας, η απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι καταφατική. Προκαταβολικά, πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι σε καμία περίπτωση οι φροϋδικές θεωρίες περί θρησκείας και πολιτισμού δεν χαίρουν καθολικής αναγνώρισης ανάμεσα στους επιμέρους ψυχαναλυτές. Τουναντίον, μάλιστα, δεν είναι απίθανο ένας ψυχαναλυτής να δέχεται τις βασικές επιστημονικές θεωρίες του Freud, χωρίς να προσυπογράφει τις ευρύτερες φιλοσοφικές του ιδέες. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Freud, αταλάντευτος υλιστής και ηδονιστής, είναι τόσο βέβαιος ότι δεν υπάρχει Θεός και ότι όλες οι θρησκείες αποτελούν ανθρώπινες αυταπάτες, ώστε δεν καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια να πείσει για αυτούς τους δύο ισχυρισμούς. Απλώς τους παραθέτει και στη συνέχεια προσφέρει κάποιες απόψεις που να δρουν επιβεβαιωτικά γι’ αυτούς. Γεγονός είναι ότι ο αθεϊσμός αυτός δεν διαμορφώθηκε από τις όποιες επιστημονικές θεωρίες και αναζητήσεις, αλλά προηγήθηκε χρονικά αυτών, με τις απόψεις του ν’ αποτελούν a posteriori (εκ των υστέρων) επιχειρήματα δικαιολόγησής τους. Ως τέτοια, όμως, έχουν ισχύ μόνο με την προϋπόθεση ότι ο αθεϊσμός είναι αληθής. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή λάβει κανείς ως δεδομένο ότι ο Θεός υπάρχει και ότι επικοινωνεί με τους ανθρώπους, οι σχετικές φροϋδικές θεωρίες μπορούν, με μικρές τροποποιήσεις, να δράσουν επιβεβαιωτικά για την πίστη: έτσι, η θεωρία του πρωταρχικού φόνου μπορεί να εκληφθεί ως τρόπος του Θεού να φανερωθεί στον άνθρωπο κ.λπ. Στην Ορθοδοξία, οι π. Νικόλαος Λουδοβίκος, π. Φιλόθεος Φάρος, και ακόμη περισσότερο ο π. Βασίλειος Θερμός, ο οποίος έχει κιόλας επιχειρήσει τη σύνδεση ψυχαναλυτικών θεωριών περί ασυνειδήτου με παραδοσιακές πατερικές διδασκαλίες, είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις κληρικών που θεωρούν την ψυχανάλυση ένα χρήσιμο εργαλείο για την πνευματική ζωή, όχι ανταγωνιστή της.
[3] Ίσως παρατηρήσει κανείς στον Freud μιαν αμφιρρέπεια. Πράγματι, ο Freud μιλούσε και σκεπτόταν αφενός ως ένας φιλελεύθερος και θετικιστής επιστήμονας, με ισχυρή πίστη στις δυνατότητες του ανθρώπου, αφετέρου όμως ήταν και θαυμαστής των ιδεών των Schopenhauer και Nietzsche, που έβλεπαν τη ζωή σαν την ανορθολογική κυριαρχία των ενστίκτων, χωρίς κάποιον σκοπό και νόημα. Έτσι, βλέπουμε τον Freud να υπερασπίζεται τον πολιτισμό και την πρόοδο, συνάμα όμως να προειδοποιεί για το πόσο εύθραυστες κατακτήσεις αποτελούν. Πάντως, η πρώτη του ιδιότητα επικρατούσε γενικά έναντι της δεύτερης. Αυτό όμως δεν απαντάει στο ερώτημα: από πού προέρχεται η φροϋδική ορμή του θανάτου; Πώς εξηγείται η διατήρησή της, δεδομένης της ύπαρξης φυσικής επιλογής; Και πώς γίνεται ο άνθρωπος να τρέμει αφενός τον θάνατο, πράγμα που κατά τον Freud είναι μία από τις κύριες πηγές κάθε θρησκείας, και ταυτόχρονα να τον αποζητά η δεύτερη βασική του ορμή;
[4] Όλα αυτά μπορεί κανείς να τα αποδώσει πρωτίστως στην υπέρβαση της σπανιότητας των υλικών αγαθών και υπηρεσιών, φαινόμενο ιστορικά πρωτοφανές, που προέκυψε γύρω στις αρχές του εικοστού αιώνα, μετά τις δύο πρώτες βιομηχανικές επαναστάσεις. Ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πληθυσμός της γης γνώρισε πρωτοφανή άνοδο και αναδύθηκε η γενιά “baby boom”, γενιά που απόλαυσε πρωτοφανή επίπεδα υλικής ευημερίας και άνεσης.
[5] Ενδεικτικά, στο δοκίμιο Για την εισαγωγή της θεραπείας αναφέρονται οι επιμέρους περιορισμοί της θεραπείας (π.χ. οικονομικοί, χρονικοί, προσωπική αδιακρισία) και περιγράφονται και μέθοδοι «χειραγώγησης» του ασθενή προς αυτή την κατεύθυνση.
[6] Παρεμπιπτόντως, μια από τις πιο συκοφαντημένες θεωρίες του Freud, ήταν εκείνη που όριζε ότι οι γυναίκες βιώνουν τον «φθόνο του πέους». Να τι έγραφε ο ίδιος στο δοκίμιό του για το παλαιό taboo της παρθενίας: «Από την ανάλυση πολλών νευρωτικών γυναικών γνωρίζουμε ότι διανύουν ένα πρώιμο στάδιο κατά το οποίο ζηλεύουν τον αδελφό για το σημάδι του ανδρισμού του και εξαιτίας της έλλειψής του (στην πραγματικότητα, της σμίκρυνσής τους) αισθάνονται αδικημένες και παραγκωνισμένες. Αυτή τη “ζήλεια του πέους” την ταξινομούμε στο “σύμπλεγμα του ευνουχισμού”». Σύμφωνα με τον Freud, ο πρώτος άνδρας με τον οποίο μια γυναίκα συνευρίσκεται ερωτικά, είναι κατά κάποιον τρόπο αυτός που τη «διδάσκει» την ερωτική ζωή, με αποτέλεσμα η γυναίκα να τρέφει απέναντί του αμφίθυμα αισθήματα: από τη μια μεριά να τον απεχθάνεται (επειδή η πρώτη σεξουαλική επαφή προκαλεί στη γυναίκα πόνο), αλλά και να παραμένει συναισθηματικά προσκολλημένη σε αυτόν, λόγω της ασύνειδης ανάγκης της να τον εκδικηθεί. Στις «πρωτόγονες» κοινωνίες, λέει ο Freud, κυριαρχεί το «taboo της παρθενίας», με τον άνδρα να φοβάται να νυμφευθεί μια παρθένα, μη τυχόν και εκείνη τον μισήσει. Αντίθετα, στα υψηλότερα πολιτισμικά στάδια, ο άνδρας έχει απαλλαγεί από έναν τέτοιο φόβο, και διεκδικεί τα πλεονεκτήματα από τη γυναικεία παρθενία (δηλ. τη συναισθηματική προσκόλληση). Ωστόσο, καταλήγει, ίχνη της «πρωτόγονης» συμπεριφοράς» διατηρούνται ακόμη, και γι’ αυτό βλέπουμε μέχρι και σήμερα πολλές γυναίκες να είναι πολύ πιο τρυφερές κατά τον δεύτερο γάμο τους, όταν στον πρώτο η συμπεριφορά τους ήταν εντελώς αντίθετη. Έτσι, οι μομφές περί «μισογυνισμού» στον Freud είναι ευρέως διαδεδομένες στον εικοστό πρώτο αιώνα.
[7] Περιττό να πούμε πως, σύμφωνα πάντα με τον Freud, ένα ακόμη σημαντικό εμπόδιο για την ψυχαναλυτική θεραπεία, είναι γενικότερη η δυσπιστία των υποψηφίων ασθενών για τις μεθόδους της.
[8] Επιπροσθέτως, στο βιβλίο του Ο ποιητής και η φαντασίωση, ο Freud διατείνεται ότι οι καλλιτέχνες απλώς παρουσιάζουν κοινές φαντασιώσεις που λίγο πολύ όλοι μας έχουμε κρυφά, τους δίνουν όμως μια «μη αηδιαστική» μορφή, και εκεί ακριβώς οφείλεται η καλλιτεχνική ομορφιά. Με λίγα λόγια, η τέχνη παρουσιάζεται από τον Freud αποκλειστικά σαν διέξοδος μη πραγματοποιημένων επιθυμιών. Αυτό όμως, πέραν του ότι αδυνατεί να εξηγήσει αυτό που καθιστά την τέχνη τέχνη, δηλαδή την αισθητική της ομορφιά, θεωρεί δεδομένη τη σύνδεση του καλλιτέχνη, ως καλλιτέχνη, με απραγματοποίητες επιτυχίες και φαντασιώσεις; Πώς τεκμηριώνεται όμως αυτό; Υπάρχει όντως κάποια αποδεδειγμένη σχέση; Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει συνήθως και, μάλιστα, ένας καλλιτέχνης δεν στερείται συνήθως το ταλέντο και τη δημιουργικότητά του όσο ικανοποιεί τις επιθυμίες του και αποκτά πείρα, αλλά μάλλον τα ενισχύει. Ας δούμε ένα ακόμη παράδειγμα. Το «ανοίκειο» (δηλ. το φρικιαστικό, το αλλόκοτο), μας λέει ο Freud στο ομώνυμο δοκίμιό του, είναι ένα ειδικό συναίσθημα φόβου, συχνότατα εμφανιζόμενο σε ιστορίες τρόμου. Πηγή του είναι είτε η αναβίωση απωθημένων παιδικών συμπλεγμάτων (ενν. με αφορμή κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα), είτε η φαινομενική επανεμφάνιση πρωτόγονων πεποιθήσεων που ο άνθρωπος του σύγχρονου πολιτισμού θα έπρεπε να έχει υπερβεί. Φυσικά, δεν αποκλείεται να αλληλεπικαλύπτονται οι δύο αυτές κατηγορίες καθώς τα παιδιά κατά κάποιον τρόπο βιώνουν καταστάσεις που ανήκαν στην κανονική ζωή ενός πρωτόγονου ανθρώπου (π.χ. πίστη στον ανιμισμό). Πιο απλά, τα παιδικά συμπλέγματα δεν είναι παρά οι ξεπερασμένες πεποιθήσεις των πρωτόγονων. Σύμφωνα με τον Freud, το ανοίκειο προκύπτει ακριβώς για τον λόγο ότι «απειλείται» η ταυτότητα του Εγώ που έχει ο σύγχρονος πολιτισμένος ενήλικος. Για παράδειγμα, μια αφήγηση με διαμελισμένα ανθρώπινα σώματα μπορεί να μας τρομάζει, επειδή αναβιώνει, αν και με «μεταμφιεσμένο» τρόπο, τον παιδικό μας φόβο για ευνουχισμό, ενώ μια ιστοριούλα με θανατηφόρες κατάρες και ξόρκια αναβιώνει εντός μας την πρωτόγονη-ανιμιστική πίστη στην παντοδυναμία της βούλησης. Όταν γνωρίζουμε πως κάτι γίνεται σε μη πραγματικούς κόσμους (π.χ. στα παραμύθια), τότε δεν αισθανόμαστε φόβο από τα ιστορούμενα, διότι δεν νιώθουμε ότι η προσωπικότητά μας κινδυνεύει. Σε τελική ανάλυση, το ανοίκειο δεν είναι άλλο από τον τρόμο μας μπροστά στο πολιτισμικά ξεπερασμένο, που επανεμφανίζεται απειλώντας να διαλύσει τη συγκρότηση της προσωπικότητάς μας (ή μάλλον του συνειδητού ορθολογικού της τμήματος, που ο Freud ονομάζει Εγώ) και να μας επαναφέρει σε πολιτισμικά παρωχημένα στάδια.
[9] Και δεν εδώ μιλούμε αποκλειστικά για τον Freud. Στην κορυφή των ψυχαναλυτικών αυθαιρεσιών, μπορεί να τοποθετηθεί ο Ούγγρος ψυχαναλυτής Geza Roheim, που θεωρούσε τη σχιζοφρένεια σαν οφειλόμενη στη νεογνική σχέση του ανθρώπου με το μητρικό στήθος και, συνακόλουθα, στη λήψη τροφής (άρα έτσι εξηγούνται και οι φαντασιώσεις τροφής των σχιζοφρενών), αλλά και η Alice Miller, η οποία ήταν τόσο πεπεισμένη ότι ο Hitler ήταν ένα κακοποιημένο παιδί από τον πατέρα του, ώστε θεωρούσε ότι και οι βιογράφοι του, που το αρνούνταν ρητά, ήταν στην πραγματικότητα εγκλωβισμένοι στην δική τους παθολογία, διότι είχαν και αυτοί βιώσει αντίστοιχη κακοποίηση. Παρεμπιπτόντως, η Miller θεωρούσε απαράδεκτους τους φροϋδικούς ισχυρισμούς περί παιδικής σεξουαλικότητας, και διέρρηξε τις σχέσεις της με το ψυχαναλυτικό κίνημα γι’ αυτόν τον λόγο. Ήταν πεπεισμένοι πως οι ασθενείς του Freud, που έδωσαν το έναυσμα για τη συγκρότησή της, ήταν στην πραγματικότητα παιδιά σεξουαλικώς κακοποιημένα από τους γονείς τους, με τον Freud ν’ αναγκάζεται να μιλάει έτσι με μυστικότητα για πράγματα που τότε απλώς δεν μπορούσαν επ’ ουδενί να λεχθούν δημόσια. Τέλος, ίσως η πιο αυθαίρετη (αν και εμπνευσμένη) ιδέα στην ψυχανάλυσης, ήταν αυτή του Otto Rank, ο οποίος ανήγαγε το «τραύμα της γέννησης» σε καθοριστικό παράγοντα όχι μόνο για τις νευρώσεις, αλλά και για λίγο-πολύ όλες τις πτυχές του πολιτισμού εν συνόλων. Σε απάντηση αυτού, ο Freud αρκέστηκε να υποδείξει ευφυώς ότι η ταύτιση νεύρωσης με μια αρχική τραυματική εμπειρία γέννησης είναι ανυπόστατη, διότι δεν υφίστανται στοιχεία ότι όσοι είχαν δυσκολότερη γέννα ήταν πιο πιθανό από τους υπόλοιπους να καταλήξουν νευρωτικοί. Κοινώς, να μια περίπτωση όπου τόνοι θεωρητικολογιών διαψεύσθηκαν από μια μάλλον προφανή παρατήρηση: την παντελή απουσία τεκμηρίων επιβεβαίωσης.
[10] Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η ικανότητα του ψυχαναλυτή να οδηγεί σε ύπνωση τον ασθενή με μόνη την επιβλητικότητα της φωνής του, έχει παρομοιασθεί με τη λεκτική καθοδήγηση και υποβολή συγκεκριμένων των σαμάνων στους «οραματιζόμενους» που είχαν κάνει χρήση ισχυρών παραισθησιογόνων μανιταριών. Αν και οι επιπτώσεις των παραισθησιογόνων στο ανθρώπινο σώμα είναι παντού όμοιες, οι δυσάρεστες εμπειρίες μπορούν να περιοριστούν μέσω τεχνικών του σαμάνου-θεραπευτή (φαινόμενο της «δογματικής συμμόρφωσης»), μ’ έναν τρόπο που μας θυμίζει σε αρκετά σημεία την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία.
[11] Άρα, θ’ αναρωτηθεί κανείς, δεν αξίζει να διαβάζουμε τον Freud; Αν η κατάδειξη των σφαλμάτων (ή έστω των αμφιλεγόμενων απόψεων) ενός συγγραφέα επαρκούσε για να σταματήσει αυτός ή αυτή να διαβάζεται, τότε ενδεχομένως οι συγγραφείς που θα διαβάζονταν σήμερα δεν θα υπερέβαιναν τη μισή ντουζίνα, στην καλύτερη περίπτωση. Όχι, το να διαβάζει κανείς έναν συγγραφέα δεν συνεπάγεται ότι θα τον θεωρεί την τελευταία λέξη της επιστήμης. Ο Freud, ένα από τα πιο ρηξικέλευθα πνεύματα όλων των εποχών, διαβάζεται και αξίζει να συνεχίσει διαβάζεται, με τον ίδιο όμως τρόπο που διαβάζεται ο Marx από τους δικούς του αναγνώστες. Διότι οι κομιστές νέων ιδεών προξενούν ωφέλεια, ακόμη και όταν έχουν οι ίδιοι υποπέσει σε σφάλματα. Ή μάλλον ιδίως τότε.