«Είστε υπέρ ή κατά;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι».
Μανόλη Αναγνωστάκης, Η απόφαση
«Μα η παιδοκτονία είναι φόνος αγγέλου».
Από επιστολή του π. Ιωάννη Κρεστιάνκιν
«Πρέπει κανείς να κηρύττει όχι από το ορθολογικό του μυαλό, αλλά μέσα από την καρδιά του. Μόνο ό,τι προέρχεται από την καρδιά μπορεί να αγγίξει μια άλλη καρδιά. Δεν πρέπει ποτέ κανείς να επιτίθεται σε κανένα ή να μάχεται κάποιον. Αν ο κήρυκας πρέπει να πει στους ανθρώπους να απέχουν από ένα συγκεκριμένο είδος κακού, πρέπει να το κάνει με πραότητα και ταπείνωση, με φόβο Θεού».
Από ομιλία του γέροντος Θαδδαίου της Βιτόβνιτσα (Στρμπούλοβιτς)
«Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι ἡ θεϊκὴ καταγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ συγγένειά του μὲ τὸν Θεό, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε, ὄχι τὸ πῶς μᾶς ἔπλασε. Καὶ ἐπίσης ὁ κίνδυνος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὄχι νὰ κατάγεται ἀπὸ τὰ ζῶα, ἀλλὰ νὰ καταντήσει σὰν αὐτά, “ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὧν οὗ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. μη´ 13). Ἐνῷ ὁ προορισμός μας εἶναι νὰ ὁμοιάσουμε στὸν Θεό, ἐμεῖς νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἀποδείξουμε ὅτι εἴμαστε ζῶα. Τὸ πρόβλημα συνεπῶς δὲν εἶναι ἡ ἐπιστημονικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς ἐξέλιξης, ἀλλὰ ἡ προσήλωση στὴν ἀρρωστημένη ἑρμηνεία της. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο δὲν ἀποδεικνύει τὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἐμπαθῆ μυωπία τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ ἀνταλλάσσεται ἡ θεϊκὴ προοπτικὴ μὲ ἕναν ἀσύνετο ἐκφυλισμὸ σὲ ζῶο! Αὐτὸ οὔτε τὰ ζῶα δὲν θὰ τὸ ἤθελαν».
π. Νικόλαος Χατζηνικολάου, Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής
Η συζήτηση σχετικά με τον γάμο και την υιοθεσία των ομοφυλόφιλων ζευγαριών, «σημαδεύτηκε» από την ηχηρή άρνηση της ελληνικής Ιεράς Συνόδου να προβεί στη θεολογική αναγνώριση και αποδοχή της. Επιπλέον, η πρόσφατα δημοσιευμένη εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Νικολάου Χατζηνικολάου, στην έκτακτη σύνοδο της ιεραρχίας της Ελλαδικής Εκκλησίας, προκάλεσε σάλο και συζητήθηκε σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους[1]. Σε κάθε περίπτωση, με το παρόν άρθρο δεν θα επιχειρήσουμε να λάβουμε θέση στη συγκεκριμένη διαμάχη. Σκοπός μας είναι να εξετάσουμε την περίπτωση του π. Νικολάου και των κριτικών προς το πρόσωπό του. Ας ξεκινήσουμε από το άρθρο πολεμικής της Δήμητρας Κρουστάλλη. Μιλώντας για τον Μεσογαίας, η Δήμητρα Κρουστάλλη τον ονομάζει « “διώκτη” των ομόφυλων γάμων», αποκαλεί τις απόψεις του «υπερσυντηρητικές» και τον κατηγορεί για «θεωρίες συνωμοσίας». Όλο το κείμενο ξεχειλίζει από πικρόχολες ειρωνείες:
«Αυτός που νεαρός ονόμαζε, όπως έχει πει, τον εαυτό του άθεο, επειδή τη θρησκεία δεν την καταλάβαινε και την ένιωθε σαν ξένο σώμα πάνω του, που ακόμα αστράφτουν τα μάτια του όταν μιλά για τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Τμήμα Αστροφυσικής του Χάρβαρντ, μόλις συνειδητοποίησε ότι η επιστήμη άφηνε ένα κενό μέσα του, στράφηκε προς τον Βασιλέα της Δόξης για να νιώσει την “υπερχείλιση” που αναζητούσε. Τότε ακόμα δεν καταλάβαινε την Εκκλησία και εξερευνούσε την πίστη μέσα από αυτό που κατανοούσε καλύτερα, τις θεωρίες για τις μαύρες τρύπες. Στο τέλος η πίστη μάλλον άνοιξε μια τρύπα μέσα του, που κατάπιε την επιστήμη».
Ο Μητροπολίτης, συνεχίζει η αρθρογράφος, χρησιμοποιεί τα πτυχία του «ως διαπιστευτήρια ενός ανώτερου νου». Σαν να λέμε, δηλαδή, μεταχειρίζεται ύπουλα την επιστήμη για να περάσει τις ιδέες που θέλει. Το πρόβλημα είναι ήδη εμφανές. Πότε ο Μητροπολίτης είπε ότι η πίστη του οφείλεται στην επιστήμη ή ότι έστω προέρχεται από κάποιο επιστημονικό γεγονός; Εντελώς το αντίθετο τονίζει κάθε φορά. Για την ακρίβεια, κάθε φορά που αναφέρεται στην επιστήμη, δεν παραλείπει να τονίζει τη σπουδαιότητά της, αλλά και την ανάγκη ν’ απομυθοποιηθεί στα μάτια μας, επειδή υπάρχουν πράγματα με ακόμη μεγαλύτερη αξία (ενν. η πνευματική ζωή της Εκκλησίας). Επίσης, από πού και ως πού συνάγεται ότι ο π. Νικόλαος υπήρξε «διώκτης» των ομοφυλοφίλων ή οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής ομάδας; Με ποιον τρόπο τους «καταδίωξε»; Με το να έχει συντηρητικές απόψεις και να τολμάει να τις διατυπώνει δημόσια; Έχουμε φτάσει δηλαδή σε σημείο οι συντηρητικές απόψεις να θεωρούνται κοινωνική «απειλή»; Στη συνέχεια, η αρθρογράφος κατηγορεί τον Μεσογαίας ότι υπερασπίζεται αυταρχικά και θεοκρατικά καθεστώτα. Ούτε αυτό, φυσικά, αληθεύει. Πουθενά δεν υπάρχει συμπάθεια προς αυτά. Απεναντίας, ο Μητροπολίτης έχει καταφερθεί εναντίον τους, καταδικάζοντας κάθε βία και φανατισμό στο θρησκευτικό επίπεδο. Το άρθρο συνεχίζει τις έμμεσες προσπάθειες σπίλωσης του Μητροπολίτη, με αναφορές στον Μητροπολίτη Κόνιτσας Σεβαστιανό που είχε γίνει Μητροπολίτης «από το 1967» (ο αναγνώστης εδώ υποψιάζεται πως γίνεται υπαινιγμός στη Χούντα), καθώς και με αναφορές στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο («κόκκινο πανί» των απανταχού αντικληρικαλιστών). Οι απόψεις του Μεσογαίας παρερμηνεύονται συστηματικά, με τρόπο που είναι δύσκολο να μην γίνει κανείς καχύποπτος. Όταν, για παράδειγμα, γίνεται αναφορά σε παλιότερη δήλωσή του ότι, όταν έγινε ιερέας έπαψε να σκέφτεται σαν επιστήμονας, αυτό δεν πρέπει να ερμηνεύεται με τη σημασία ότι τάχα έγινε οπαδός του φονταμενταλισμού (άλλωστε, ο ίδιος έχει επίσης πει ότι και ως επιστήμονας ήταν μέλος της Εκκλησίας, αλλά και ως ιερέας συνεχίζει να παρακολουθεί συστηματικά τη νεώτερη επιστημονική έρευνα, ευγνωμονώντας το διαδίκτυο που τον βοηθάει σε αυτό). Αλλά το πρόβλημα εδώ είναι ευρύτερο. Αρκετοί απληροφόρητοι άνθρωποι συγχέουν τις επιστήμες με την ιδέα που οι ίδιοι έχουν για αυτές. Συγκεκριμένα, δεν είναι λίγοι όσοι έχουν μια ιδεολογική άποψη περί επιστήμης (ότι αυτή τάχα θα έπρεπε να οδηγεί, αναγκαστικά και αναπότρεπτα, σε φιλελεύθερα σεξουαλικά ήθη), γι’ αυτό και τους ενοχλεί ιδιαίτερα όταν ένας επιστημονικά διαπαιδαγωγημένος νους εκφράζει ηθικά συντηρητικές και παραδοσιακές θέσεις (π.χ. περί θεολογίας, αμαρτίας κ.λπ). Ας δούμε, για παράδειγμα, την εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσογαίας Νικολάου, που τόσο επικρίθηκε το τελευταίο διάστημα. Συγκεκριμένα, λένε ότι χαρακτήρισε την ομοφυλοφιλία «ψυχική νόσο», με αποτέλεσμα να τον διαψεύσουν τάχα, στη συνέχεια, παταγωδώς οι ψυχίατροι. Είναι όντως έτσι; Κάθε άλλο. Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας δήλωσε πως οι ψυχίατροι έχουν αφαιρέσει προ πολλού την ομοφυλοφιλία από τις ψυχικές διαταραχές:
«Το µεγαλύτερο λάθος µας ὡς Εκκλησίας θὰ ἦταν νὰ δεχθοῦµε ὅτι ἡ οµοφυλοφιλικὴ πράξη, ἐκτὸς ἀπὸ ψυχικὴ διαταραχή, δὲν εἶναι καὶ ἁµαρτία. Τὰ πρόσωπα αὐτά, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς ψυχιατρικῆς θεραπείας, θὰ εἶχαν χάσει ὁριστικὰ καὶ τὴ σωτήρια διάθεση µετανοίας καὶ τὴν ἀναζήτηση τῆς παρηγορίας τοῦ θείου ἐλέους γιὰ τὶς δικές τους ἐκτροπές».
Ακριβώς το ίδιο δήλωσαν και οι ψυχίατροι: η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί ψυχική νόσο. Δεν υφίσταται λοιπόν σύγκρουση, αλλά πλήρης ομόνοια, στο επιστημονικό τουλάχιστον επίπεδο. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο δηλώσεις, είναι η ηθική στάση: ο μητροπολίτης δείχνει ηθικά δυσαρεστημένος για την αλλαγή αυτή, ενώ οι ψυχίατροι εκφράζουν μια στάση μάλλον θετική (ή ουδέτερη) για το ίδιο ζήτημα. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για επιστημονική, αλλά για ηθικής φύσης σύγκρουση, που κάποιοι επιχειρούν να περάσουν με επιστημονικό «μανδύα», την ίδια στιγμή που κατηγορούν τον Μεσογαίας ότι το κάνει αυτό[2]. Αλλά τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως δεν υπάρχει χώρος για κριτική. Έχοντας υπάρξει αμφισβητίας της θρησκευτικής πίστης, στα νεανικά του χρόνια, ο π. Νικόλαος με το εντυπωσιακό βιογραφικό, έχει αποκαλύψει εκείνο το προσωπικό του βίωμα που τον ώθησε να γίνει από επιστήμονας ιερωμένος. Παράλληλα, σε διάφορες συνεντεύξεις, ομιλίες και εγκυκλίους που έχει απευθύνει ευκαιριακά στο λαό, ιδίως κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, ο Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος υποστήριζε πως η Ελλάδα (αλλά και ο σύγχρονος κόσμος γενικότερα) έχουν απομακρυνθεί από τη γνήσια χριστιανική πίστη και γι’ αυτό έχουν καταλήξει σε βαθιά ηθική παρακμή, απόρροια της οποίας είναι μεταξύ άλλων και η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Η λύση που προτείνεται, από τον ίδιο, τουλάχιστον για τη χώρα μας, είναι η επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, τις οποίες υπαινίσσεται ότι απεμπολήσαμε σκόπιμα, χάρη του εκθαμβωτικού οράματος μιας Ενωμένης Ευρώπης. Ο π. Νικόλαος Χατζηνικολάου αντιμετωπίζει όλες τις πρόσφατες εξελίξεις στην πολιτική ζωή ως συμπτώματα της ίδιας ηθικής εξαχρείωσης: η διαφθορά, η υπερφορολόγηση των πλέον ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων, η παράλογη ανοχή προς τους λαθρομετανάστες, το σύμφωνο συμβίωσης και η σχεδόν απεριόριστη εύνοια στο κάθε λογής «διαφορετικό» είναι οι άστοχες πολιτικές ενέργειες που καταστρέφουν την ιδιοπροσωπία του πολιτισμού μας και, σε τελική ανάλυση, ουσιαστικά εντείνουν την κρίση αντί να την αμβλύνουν. Απέναντι σε αυτή τη διαρκώς επιδεινούμενη παρακμή πρέπει επειγόντως ν’ αναλάβουμε δράση. Εύλογα, η νεολαία θεωρείται το καινούργιο «ασκί» που χρειάζεται καινούργια «ασκιά». Ο Μητροπολίτης Νικόλαος υποστηρίζει πως η νεολαία είναι αληθινά η τελευταία ελπίδα της Ελλάδας. Για να διαπλαστεί μια χριστιανική και επαναστατική νεολαία, το κύριο μέσο που διαθέτουμε είναι η εκπαίδευση. Πρέπει λοιπόν να μεταβληθεί ριζικά το περιεχόμενο της σχολικής εκπαίδευσης: οφείλει να φέρνει τους μαθητές σ’ επαφή με τις ρίζες του πολιτισμού τους και με τις πατροπαράδοτες αξίες, για τις οποίες πολέμησαν κάποτε ηρωικά οι πρόγονοί τους. Σε μια εποχή σαν τη δική μας, που χαρακτηρίζεται από την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας, την Παγκοσμιοποίηση, την υπέρβαση των κάθε είδους συνόρων, τα βιοηθικά διλήμματα και τη γενικότερη κοινωνικοπολιτική αστάθεια, μοναδική λύση μοιάζει να είναι μονάχα η επαναφορά της Ελλάδας και της Ορθοδοξίας στο ιστορικό προσκήνιο. Μόνο έτσι, σύμφωνα με τον π. Νικόλαο, η χώρα μας θα μεγαλουργήσει ξανά και θα ηγηθεί μια παγκόσμιας μεταβολής απέναντι στην ηθική κρίση που μαστίζει τους λαούς στις μέρες μας. Ορισμένες αντιρρήσεις για τα όσα λέγονται, είναι ότι τείνει σε μια εξιδανίκευση των περασμένων δεκαετιών, καθώς και ότι εκλαμβάνει σαν περίπου αυτονόητη και θετική την επιβολή νομικών κυρώσεων για (από χριστιανικής σκοπιάς) ηθικά παραπτώματα. Ως προς το δεύτερο, ο π. Νικόλαος έχει εκφράσει τη δυσαρέσκειά του, για να πούμε ένα παράδειγμα, για την αποποινικοποίηση της μοιχείας, παραβλέποντας ίσως τα σπέρματα αυταρχισμού που είχε αυτός ο θεσμός, όπως επίσης και το ότι αρχικά στάθηκε κατάφωρα μεροληπτικός για το γυναικείο φύλο (για δεκαετίες, η ποινή σε περίπτωση μοιχείας ήταν αυστηρότερη για τις γυναίκες μοιχούς απ’ ότι για τους αντίστοιχους άνδρες). Αυτή η εξιδανίκευση του παρελθόντος, που συνοδεύεται από μια απόλυτη σχεδόν καταδίκη του σήμερα, συναντάται και σε άλλα σημεία των λόγων του. Για παράδειγμα, όταν τονίζει αλλού ότι η μόρφωση και οι σπουδές παλιότερα ήταν σπάνια και πολύτιμα πράγματα, ενώ σήμερα σπάνια είναι η γνήσια θρησκευτική πίστη, παραλείπει να τονίσει επαρκώς ότι δεν μπορεί η «πίστη» να είναι αυτόχρημα καλή, καθώς και ότι δεν είναι όλες οι «πίστεις» εξίσου πιθανές και εύλογες. Υπάρχουν περισσότερο και λιγότερο δικαιολογημένες πεποιθήσεις: όσον αφορά στο παράδειγμα που ο ίδιος χρησιμοποιεί, η άποψη ότι τα πρόσφατα εμβόλια είναι σε γενικές γραμμές αποτελεσματικά, δεν πρέπει να τίθεται στο ίδιο επίπεδο με την άποψη ότι τα εμβόλια μας «χαλούν» το DNA. Η πρώτη είναι σημαντικά πιο λογικά βάσιμη και εμπειρικά τεκμηριωμένη. Ναι μεν όλες εμπεριέχουν έναν βαθμό εμπιστοσύνης, δεν είναι όμως όλες οι «πίστεις» εξίσου βάσιμες. Από την άλλη πλευρά, ο αθεϊσμός, με τις διάφορες και ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενες μορφές του, γίνεται αποδεκτός από μια μικρή μειονότητα παγκοσμίως, μια μειονότητα που μεγαλώνει αν συμπεριλάβει κανείς εκεί και τον αγνωστικισμό, ωστόσο παραμένει μειονοτικός. Η (κάθε λογής) θρησκευτική πίστη είναι πολύ πιο διαδεδομένη παγκοσμίως, αντίθετα με τα όσα λέει ο π. Νικόλαος. Εκφράζοντας φόβο και δυσπιστία για το παρόν (π.χ. χαρακτηριστική υπήρξε η αρνητική του στάση για τη λεγόμενη «κάρτα του πολίτη»), ο π. Νικόλαος εκθειάζει συχνά το παρελθόν, παραμερίζοντας τ’ αμφιλεγόμενα στοιχεία του, δίνοντας κάποτε και την αίσθηση ότι πιστεύει σε μια «πρωταρχική» χριστιανική εποχή, όπου η αγιότητα ήταν η «φυσική γλώσσα» των ανθρώπων, και από την οποία έχουμε «εκπέσει». Μια ιστορική έρευνα όμως δείχνει το αντίθετο: ναι μεν σήμερα θαυμάζονται πολύ οι μεγάλοι επιστήμονες, στο Βυζάντιο όμως θαυμάζονταν οι ανώτεροι αξιωματικοί, οι στρατιωτικοί και οι αριστοκράτες, στην Τουρκοκρατία αντίστοιχα οι δραγουμάνοι κ.λπ. Δηλαδή σε κάθε εποχή υπήρχαν πρότυπα διαφορετικά ή και αντίθετα στην αγιοσύνη. Το να πιστεύει κανείς ότι αυτό δεν ισχύει, πέραν του ότι δείχνει (ακούσια) ιστορική μεροληψία (π.χ. με το να παίρνει ως παράδειγμα μιας άλλης εποχής έναν άγιο, δηλαδή ένα εξαιρετικά σπάνιο πρόσωπο, όχι τον «κανόνα») υπονομεύει ίσως την εσχατολογική άποψη ότι ο Χριστιανισμός δεν μπορεί να βρεθεί σε πλήρη σύμπνοια με τον «κόσμο». Σε κάθε περίπτωση, το έργο του π. Νικολάου, ενός ανθρώπου τόσο ολόψυχα δοσμένου στην πίστη στον Χριστό, ώστε να έχει αρνηθεί ακόμη και τον μισθό του, είναι πολύτιμο, με αποκορύφωμα τα δύο αριστουργηματικά βιβλία του Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός και Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω, όπως και μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα αποτελεί η μονάδα ανακουφιστικής φροντίδας «Γαλιλαία», την οποία έχει ιδρύσει. Τέλος, ο Μητροπολίτης Νικόλαος, ακόμη και με τις όποιες αντιρρήσεις προς επιμέρους δηλώσεις του, αποτελεί έναν από τους πιο δραστήριους και γενναίους ιερείς και ιεράρχες της εποχής μας. Στην τελευταία του έως τώρα συνέντευξη[3], αφού μίλησε ενδελεχώς, μεταξύ άλλων, για τη στήριξη που προσφέρει η επισκοπή του στην οικογένεια (με όχι μικρή έμφαση στους πολυτέκνους), ο π. Νικόλαος είπε χαρακτηριστικά (χωρίς αυτά ν’ αναφέρονται αποκλειστικά στον εαυτό του):
«Έχω και τα ελαττώματά μου. Αυτό σημαίνει αυθόρμητος, ότι έχω και τις αδυναμίες μου. Δεν θέλω το “ψέμα” μου. Ψέμα όχι. Αδυναμίες ναι. Στενοκεφαλιά μπορεί να έχω. Αυτός είμαι. Αλλ’ αληθινός να είναι κανείς. Και να μπορεί ν’ ανοίξει τον ορίζοντά του».
Σε μια εποχή που εξαίρει την αυθεντικότητα, αλλά την ίδια στιγμή κάνει οτιδήποτε είναι εφικτό για να την καταπνίξει, ο ασυμβίβαστος π. Νικόλαος είναι ασυγκρίτως καλύτερο ηθικό πρότυπο από κάθε τηλεπαρουσιαστή και επίδοξο δημόσιο κήνσορα ηθικής. Και αυτό το αντιλαμβάνονται και πολλοί από αυτούς που δεν πιστεύουν στον Θεό και στην Ορθοδοξία. Ποιο είναι το συμπέρασμα όλων των παραπάνω; Κανένας άνθρωπος δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο, ούτε μπορεί ν’ αποφύγει την κριτική όταν διατυπώνει δημόσια τις θέσεις του. Το ίδιο ισχύει, ασφαλώς, και για την Εκκλησία. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να της αντιτίθεται και να επικρίνεις τις ιδέες που εκφράζει. Η αλήθεια που πρέπει όμως να υπογραμμισθεί είναι η εξής: αν κάποιος δεν ανέχεται τη διαφορετική άποψη στην Ελλάδα του 2024, αυτός δεν είναι η Εκκλησία. Είναι τα μεγάλα ΜΜΕ, που όταν κάποιος κάνει μιαν αντιδημοφιλή δήλωση για ένα φλέγον κοινωνικό θέμα, σπεύδουν να προβούν σε δημοσιογραφικούς «βομβαρδισμούς» και επιθέσεις, με σκοπό τη «δολοφονία» του χαρακτήρα του[4]. Μάλλον τον δικό τους λάκκο σκάβουν, σε τελική ανάλυση. Γι’ αυτό, όποιος θέλει να βρει το μεγάλο «καρκίνωμα» της ελληνικής κοινωνίας, πριν κοιτάξει προς τον εκκλησιαστικό χώρο, δεν βλάπτει να ρίξει μια ματιά στον δημοσιογραφικό. Η κακή δημοσιογραφία είναι το μεγαλύτερο «καρκίνωμα» που έχουμε αυτή τη στιγμή. Η κριτική σε μια δημοκρατία είναι επιτρεπτή και αναγκαία. Οι συντονισμένες «δολοφονίες χαρακτήρα», όμως, το καλύτερο θα ήταν να εκλείψουν το γρηγορότερο.
[1] Ο γράφων το παρόν κείμενο είχε στη ζωή του περισσότερες από μία ευκαιρίες να συναντήσει από κοντά τον Μητροπολίτη Νικόλαο, το συγγραφικό και κηρυγματικό έργο του οποίου παρακολουθούσε συστηματικά από τα σχολικά του χρόνια και, χάρη σ’ αυτό, τον θεωρούσε ήδη ένα από τα σημαντικότερα πρότυπά του. Αν κάποια σημεία του κειμένου είναι γραμμένα σ’ έναν ελαφρώς πιο προσωπικό τόνο, ο αναγνώστης ας δείξει την κατανόησή του.
[2] Ας σημειωθεί ότι τις ίδιες θέσεις περί ομοφυλοφιλίας, που αναφέρονται και στην εισήγηση, o π. Νικόλαος τις διατυπώνει δημόσια και συστηματικά, κατά τα τελευταία χρόνια. Επίσης, έχει επιχειρήσει συζητήσεις και για τις «έμφυλες ταυτότητες». Έχει επίσης συνοψίσει τις, σύμφωνα με τον ίδιο, αρχές της Ορθόδοξης βιοηθικής, χωρίς να παρεκκλίνει από τις παραδοσιακές εκκλησιαστικές θέσεις.
[3] Στο ίδιο video, περίπου μετά το εικοστό λεπτό, ο Μητροπολίτης ισχυρίζεται πως κάποια εκ των λεγομένων του παρερμηνεύθηκαν και επιχειρεί ν’ αναλύσει το τι πραγματικά σήμαιναν.
[4] Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για ορισμένους τηλεπαρουσιαστές που παλιότερα έχουν κάνει οι ίδιοι δηλώσεις εναντίον των ομοφυλοφίλων, αλλά σήμερα έχουν γίνει επίδοξοι κήρυκες ηθικής και ανεκτικότητας.