«Παρ’ όλες τις διαφορές που τους εναντιώνουν, υπάρχει αυτό το κοινό ανάμεσα στον Mircea Eliade και τον Claude Levi–Strauss: και οι δύο επισημαίνουν τους “κανόνες” σύμφωνα με τους οποίους θεμελιώνεται η θρησκεία, καθώς και το συστημικό χαρακτήρα της· επίσης και οι δύο υπογραμμίζουν την αυτονομία της θρησκείας σε σχέση με την κοινωνία».
Ioan Petru Coulianu
Στο προηγούμενο μέρος του κειμένου μας, είδαμε ότι ο Eliade εντοπίζει ορισμένα οικουμενικά και διαχρονικά θρησκευτικά σύμβολα στους ανθρώπινους πολιτισμούς. Εδώ θα δούμε το πώς ο ίδιος ερμηνεύει αυτά τα σύμβολα, καθώς και τη σημασία που τους δίνει συγκριτικά με τον σύγχρονο άνθρωπο. Σύμφωνα με τον Eliade, η ζωή του παραδοσιακού ανθρώπου είναι μια ακατάπαυστη επανάληψη πράξεων που εισήγαγαν άλλα, μη ανθρώπινα και υπερβατικά όντα. Όλη η αρχαϊκή ανθρωπότητα προστάτευε με όλη της τη δύναμη εναντίον κάθε πιθανής «καινοτομίας», εναντίον ενός μη αναστρέψιμου γεγονότος, πιο απλά, εναντίον της ιστορίας.
«Η κύρια διαφορά μεταξύ του ανθρώπου των αρχαϊκών και παραδοσιακών κοινωνιών και του ανθρώπου των μοντέρνων κοινωνιών με τη δυνατή επίδραση του ιουδαιο-χριστιανισμού βρίσκεται στο γεγονός ότι ο πρώτος αισθάνεται τον εαυτό του ακατάλυτα συνδεδεμένο με τον Κόσμο και με τους κοσμικούς ρυθμούς, ενώ ο δεύτερος επιμένει ότι είναι συνδεδεμένος μόνο με την Ιστορία».
Για να υπάρξει παρερμηνεία, όμως, ο Eliade συμπληρώνει το εξής:
«Βέβαια, για τον άνθρωπο των αρχαϊκών κοινωνιών, ο Κόσμος έχει επίσης μια ιστορία, και μόνο γιατί είναι δημιουργία των θεών και γιατί πιστεύεται ότι έχει οργανωθεί από υπερφυσικά όντα ή μυθικούς ήρωες. Αλλά αυτή η “ιστορία” του Κόσμου και της ανθρώπινης κοινωνίας είναι μια “ιερή ιστορία”, που διατηρείται και μεταδίδεται μέσα από τους μύθους. Επιπλέον, είναι μια “ιστορία”, που μπορεί να επαναλαμβάνεται ατέλειωτα, με την έννοια ότι οι μύθοι χρησιμεύουν ως πρότυπα τελετών, που περιοδικά πραγματοποιούν ξανά τα τρομακτικά γεγονότα, που συνέβησαν στην αρχή του χρόνου Οι μύθοι διατηρούν και μεταδίδουν τα παραδείγματα, τα υποδειγματικά πρότυπα για όλες τις υπεύθυνες δραστηριότητες στις οποίες επιδίδονται οι άνθρωποι. Λόγω αυτών των παραδειγματικών προτύπων, που αποκαλύφθηκαν στους ανθρώπους κατά τους μυθικούς χρόνους, ο Κόσμος και η ιστορία αναγεννιούνται περιοδικά».
Για τον «πρωτόγονο» άνθρωπο, λοιπόν, η ζωή σήμαινε προ παντός το να ακολουθείς κάποια αρχέτυπα, κάποια πρότυπα που υπερβαίνουν τον άνθρωπο. Όλες οι ανθρώπινες πράξεις, θεωρούσε ο πρωτόγονος, έχουν συντελεσθεί στο παρελθόν από κάποιον που δεν ήταν άνθρωπος. Η ζωή του πρωτόγονου είναι μια ακατάπαυστη επανάληψη εκείνων των αρχέτυπων πράξεων. Πιο συγκεκριμένα, όλες οι αρχαϊκές και οι πρωτόγονες κοινωνίες χρειάζονται να ανανεωθούν περιοδικά μέσα από την «κατάργηση» του χρόνου. Γι’ αυτό, όλες οι τελετουργίες τους περιέχουν στοιχεία αναγέννησης μέσα από επαναλήψεις μιας αρχέτυπης πράξης της κοσμογονίας. Για την αρχαϊκή νοοτροπία όλες οι σημαντικές πράξεις ανακαλύφθηκαν εξαρχής, πριν τον ιστορικό χρόνο, από θεούς ή ήρωες (δηλ. υπερβατικά όντα). Οι άνθρωποι, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να επαναλαμβάνουμε αυτές τις παραδειγματικές χειρονομίες, ξανά και ξανά, δίχως τέλος. Ένα αντικείμενο είναι πραγματικό μόνο αν μιμείται και επαναλαμβάνει ένα προϋπάρχον αρχέτυπο, μεταφέροντας τους τελεστές στη μυθολογική εποχή.
«Αν παρατηρήσουμε την όλη συμπεριφορά του αρχαϊκού ανθρώπου, θα εκπλαγούμε από το ακόλουθο γεγονός: ούτε τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, ούτε οι ανθρώπινες πράξεις, μιλώντας σωστά, έχουν καμιά αυτόνομη ουσιαστική αξία. Αντικείμενα ή πράξεις αποκτούν μια αξία, και μ’ αυτό τον τρόπο γίνονται πραγματικά, γιατί συμμετέχουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε μια πραγματικότητα που τα υπερβαίνει».
Η δομή της αρχαϊκής νοοτροπίας χαρακτηρίζεται από τον Eliade «πλατωνισμός», επειδή το καθετί μέσα σε αυτή αποκτά σημασία και νόημα μόνο αφότου έχει ταυτιστεί με ένα πανάρχαιο υποδειγματικό πρότυπο, προς το οποίο λειτουργεί ως απλή επανάληψη. Ακόμη και σε ιστορικά γεγονότα, η αρχαϊκή σκέψη απαλείφει τις αυθεντικές ιστορικές πληροφορίες, υποτάσσοντας τα εν λόγω γεγονότα στα πανάρχαια δικά της πρότυπα. Στόχος της είναι η αναστολή ανίερου χρόνου και επιστροφή στο μυθικό άχρονο και αιώνιο. Κάθε σημαντική πράξη (π.χ. κυνήγι, ψάρεμα, τροφή, γάμος και σεξουαλικότητα), διαθέτει έναν εγγενώς τελετουργικό χαρακτήρα. Έτσι πραγματοποιείται η «κατάργηση» της ιστορίας, που θεωρείται ανίερος χρόνος, και βίωση του ιερού χρόνου, δηλαδή της μυθικής εποχής όπου έλαβε χώρα η πράξη. Επίσης, έτσι λαμβάνει χώρα η «αναγέννηση» (που είναι πραγματική για όσους την πράττουν) του κόσμου και της ζωής μέσα από την επανάληψη της κοσμογονίας. Με αυτόν τον τρόπο, όλοι οι παραδοσιακοί λαοί κατόρθωναν κάτι που για εκείνους ήταν ζωτικό: να καταστήσουν υποφερτό τον τρόμο της ιστορίας. Συγκεκριμένα, η δυστυχία, ο πόνος που βίωνε μέσα από φυσικές καταστροφές, πολέμους και ανθρώπινες απώλειες, ήταν για τους ίδιους κάτι που διέθετε νόημα, κάτι που αντιστοιχούσε σε μια τάξη ανώτερή τους. Ένα άλλο κοινό των αρχαϊκών και πρωτόγονων κοινωνιών, παρατηρεί ο Eliade, είναι η πίστη σ` ένα υπέρτατο Ον, ασύγκριτα ισχυρότερο από τους συνήθεις θεούς, δαίμονες και ήρωες που οι πιστοί ζητούν να τους βοηθήσουν. Υπό κανονικές συνθήκες, το ανώτατο εκείνο Ον θεωρείται απομακρυσμένο από τις ανθρώπινες υποθέσεις και δεν απαιτείται η παρέμβασή του, παρεκτός και σε κάποια ειδική περίπτωση όπου ο άνθρωπος ή όλη η κοινωνία έχει βρεθεί σε εξαιρετικά δεινή θέση, οπότε και θα αναγκαστεί να επικαλεστεί την παρέμβασή του. Ένα τέτοιο παράδειγμα, για τον Eliade, είναι και η κοινωνία του αρχαίου Ισραήλ, που σε ακραίες καταστάσεις θυμόταν ξανά τον Γιαχβέ εγκαταλείποντας τις ήσσονες θεότητες που λάτρευε συνήθως. Η «αιώνια επιστροφή», μια διδασκαλία που έφερε ξανά στο προσκήνιο ο Nietzsche, και λίγο μετά από αυτόν ο Spengler, είναι γνωστό πως έχει τεράστιο παρελθόν πίσω της. Η κυκλική βίωση του χρόνου, τυπική για όλους σχεδόν τους παραδοσιακούς λαούς, δείχνει μια οντολογία «αμόλυντη» από τον χρόνο και το γίγνεσθαι. Γι’ αυτή, ο κόσμος στέκεται ακίνητος, το παρελθόν προεικονίζει το μέλλον και τίποτα εντελώς νέο δεν συμβαίνει μέσα του, αλλά και δεν θα μπορούσε να συμβεί, διότι το καθετί αποτελεί αναγκαία επανάληψη των ίδιων αρχέγονων και προαιώνιων αρχετύπων. Όσο κακό και αν βίωναν οι πρωτόγονοι άνθρωποι, έβρισκαν σε αυτό κάποιο νόημα και η επανάληψη των πράξεων της κοσμικής δημιουργίας/κοσμογονίας, πίστευαν, έφερνε την αληθινή «αναγέννηση» του κόσμου. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, με την απαξίωση της ιστορικότητας, ο πρωτόγονος άνθρωπος (αλλά, ως έναν βαθμό, και αυτός των αρχαϊκών πολιτισμών[1]) ζει σ’ ένα συνεχές παρόν. Με την επανάληψη χειρονομιών άλλων, νιώθουν ότι ζουν και οι ίδιοι σ’ ένα άχρονο παρόν. Εδώ υπάρχει όμως μια μοναδική και εντυπωσιακή εξαίρεση: η εβραϊκή σκέψη. Η εβραϊκή (και ακόμη περισσότερο η χριστιανική) σκέψη καταργεί την αιώνια επιστροφή και θεσπίζει την ιστορική μοναδικότητα. Αντίθετα, για παράδειγμα, με τους άλλους αρχαίους λαούς, που άντεχαν τα παθήματά τους βλέποντας τα ως μέρη του κοσμικού δράματος και ως αιώνια επανάληψη των προϊστορικών συμβάντων, οι Εβραίοι τα αντιμετώπιζαν δίνοντας μιαν εσχατολογική διάσταση, πιστεύοντας σε ένα ιστορικό τέλος όπου ο λαός τους επρόκειτο να βρει την οριστική του δικαίωση. Τα σημαντικά γεγονότα του λαού του Ισραήλ δεν είχαν λάβει χώρα σε ένα προϊστορικό παρελθόν, αλλά συνέβαιναν μέσα στον ιστορικό χρόνο (και τόπο): εκεί ο Θεός σύναψε τη συμφωνία του με τον Αβραάμ, εκεί ο Μωυσής έλαβε τον Δεκάλογο κ.λπ. Ολόκληρη η ιστορία αναδεικνυόταν πια σε μια μεγάλη «ιεροφάνεια». Αυτή ήταν η ριζική καινοτομία του ισραηλιτικού λαού. Για πρώτη φορά, η αρχέγονη εποχή δεν εντοπίζεται σε ένα αόριστο προ της ιστορίας παρελθόν, αλλά αναμένεται ως γεγονός που θα συμβεί στο μέλλον. Προσδοκία του Χριστιανού είναι αυτό το μελλοντικό συμβάν που θα καταργήσει ολόκληρη την Ιστορία. Έτσι, το κάθε συμβάν δεν είναι πια ένα ατέρμονα επαναλαμβανόμενο γεγονός αλλά αποκτά σημασία και μοναδικότητα[2]. Αυτά ως προς τον χρόνο. Παρατηρώντας από εξωτερική σκοπιά, ποια πρέπει να θεωρηθεί η αληθινή μοναδικότητα και η πρωτοτυπία της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης; Όχι πάντως η αναγνώριση της προπτωτικής κατάστασης («απωλεσθείς παράδεισος»), απαντά ο Eliade. Αυτή γινόταν παραδεκτή από τα πρωτόγονα, κιόλας, θρησκεύματα. Ο πρωτόγονος και ύστερα ο αρχαίος θρησκευόμενος βίωνε βαθιά νοσταλγία για ένα ιδανικό παρελθόν, πριν τον μεταβλητό χρόνο, όταν η κατάσταση ήταν σε μοναδική τελειότητα. Με τον Χριστιανισμό, όμως, δεν είναι πλέον μόνο τα σύμβολα και οι εικόνες που λογίζονται επιφορτισμένα με θεία στοιχεία, αλλά και η ίδια η Ιστορία, προ παντός η μικροϊστορία, δηλαδή τα φαινομενικά ασήμαντα καθέκαστα. Ο Eliade κάνει και διάκριση ανάμεσα σε ιουδαϊσμό και Χριστιανισμό, με το επιχείρημα ότι αμφότεροι αναγνωρίζουν θείες παρεμβάσεις στην ιστορία, ωστόσο μόνο ο δεύτερος τοποθετεί το θείο σε αδιάσπαστη σχέση μαζί της: ο Ιησούς, όντας συνάμα Θεός, παρουσιάζεται να πεινάει, να διψάει και να ζεσταίνεται, όπως οποιοδήποτε ανθρώπινο ον. Υπό αυτό το πρίσμα ο Χριστιανισμός είναι η υπέρταση ιεροφάνεια. Χάρη σε αυτόν, το κάθε ιστορικό γεγονός προσλαμβάνεται με προσοχή, διότι κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα να παρέμβει άμεσα ο Θεός σε αυτό. Πολύ περισσότερο, ο Χριστιανός καλείται από την πίστη του να προσεγγίζει «μετά φόβου και τρόμου» το κάθε ιστορικό συμβάν, διότι σε αυτό μπορεί να βρίσκεται όσο ο Θεός όσο και ο διάβολος. Έτσι, η ανθρώπινη ιστορία, με τις εξελίξεις και τις επιμέρους διαδικασίες της, αποκτάει θεολογική αξία, με την προοπτική της τελικής της κατεύθυνσης στα έσχατα (εσχατολογία). Με την αποσύνθεση της κυριαρχίας της χριστιανικής πίστης, αυτή η νοηματοδότηση του ιστορικού γίγνεσθαι θ’ αυτονομηθεί από την εσχατολογική προοπτική με την οποία συνδεόταν ως τότε, και θα γίνει αντικείμενο ξεχωριστής προσοχής. Ο ιστορικισμός κάνει εδώ την εμφάνισή του. Τι σημαίνει όμως αυτή η έννοια; Δεν μπορεί ν’ αρνηθεί κανείς ότι ο ιστορικισμός σημαίνει πολλά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους, ενώ οι ιστορικιστές διαφωνούν μεταξύ τους σε πολλά θέματα. Ο Eliade έχει επίγνωση όλων αυτών, και γι’ αυτό σπεύδει να μας ξεκαθαρίσει ότι κοινό γνώρισμα των ιστορικιστών είναι η πεποίθηση πως μια ανθρώπινη πράξη είναι αυθεντική μονάχα αν ανάγεται στη συνειδητοποίηση της ιδιαίτερης ιστορικής της στιγμής. Από τις θρησκειολογικές αναλύσεις, ο Eliade εξάγει ορισμένα συμπεράσματα πάνω στη φιλοσοφία της ιστορίας, διαλεγόμενους με τα έργα των Karl Mannheim (1893-1947) και Karl Löwith (1897-1973), οι οποίοι ανέδειξαν με απαισιόδοξο τόνο τη δυσκολία εύρεσης μιας σταθερής βάσης νοήματος και αλήθειας, μετά την εκκοσμίκευση-απογύμνωση που πραγματοποίησε η Νεωτερικότητα. Ως προς τον χρόνο, γνωρίζουμε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος είναι «ιστορικός», αρνείται δηλαδή να αναζητήσει το νόημα έξω από τον ιστορικό χρόνο, όπως οι παραδοσιακοί/προνεωτερικοί. Ο Eliade βλέπει το αποκορύφωμα του «ιστορικού» ανθρώπου στις φιλοσοφίες του ιστορικισμού, που δίνουν πρωταρχική σημασία στο ιστορικό γίγνεσθαι, όπως για παράδειγμα στις φιλοσοφίες υπαρξισμού και του μαρξισμού. Ο Eliade παρατηρεί παρενθετικά ότι ο «ιστορικισμός» ανέκαθεν διακηρυσσόταν από διανοητές που κατάγονταν από έθνη για τα οποία η ιστορία δεν λογιζόταν ως διαρκής τρόμος. Σύμφωνα με τον ίδιο, πιθανώς οι ίδιοι διανοητές να υιοθετούσαν μια διαφορετική άποψη, σε περίπτωση που κατάγονταν από έθνη της τελευταίας κατηγορίας, όπως για παράδειγμα των βαλτικών χωρών, των Βαλκανίων ή των αποικιών[3].Μια διαφορά ανάμεσα σε μαρξισμό και υπαρξισμό είναι ότι ο πρώτος έβλεπε έναν απώτερο σκοπό στην πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι (ενν. την αταξική κοινωνία), πράγμα που μπορούσε δυνάμει να νοηματοδοτήσει την κοινωνική αδικία και τα βάσανα του ανθρώπου. Στον αντίποδα, οι υπαρξιστικές φιλοσοφίες, όπως εκείνη του Martin Heidegger, οδήγησαν στην απόλυτη απαγόρευση αναζήτησης νοήματος μέσα στην ιστορία. Ο άνθρωπος παρουσιάζεται να είναι «ριγμένος» μέσα σε έναν κυκεώνα συμβάντων, χωρίς απώτερο σκοπό και νόημα. Αν όμως οι άνθρωποι των παραδοσιακών πολιτισμών μπορούσαν να αντέχουν τα βάσανα, αυτό συνέβαινε διότι ήταν βέβαιοι πως τα βάσανα είχαν ένα μεταϊστορικό νόημα. Γι’ αυτό, προβλέπει ο Ρουμάνος θρησκειολόγος, όσο οι ιστορικές συνθήκες μεγεθύνουν τον ανθρώπινο τρόμο σε ανυπόφορο βαθμό, η απήχηση των διαφόρων εκδοχών του φιλοσοφικού ιστορικισμού θα χάνει όλο και περισσότερη από τη γοητεία που ασκεί ευρύτερα:
«Μπορούμε επίσης να προβλέψουμε πως, όσο ο τρόμος της ιστορίας γίνεται χειρότερος, όσο η ύπαρξη γίνεται όλο και περισσότερο αβέβαιη λόγω της ιστορίας, οι θέσεις του ιστορικισμού θα χάνουν όλο και περισσότερο το γόητρό τους […] Με άλλα λόγια, μπορούμε να σκεφτούμε μια εποχή, μια εποχή μάλιστα όχι και τόσο μακρινή, που η ανθρωπότητα, για να εξασφαλίσει την επιβίωσή της, θα βρεθεί στη θέση να παραιτηθεί από κάθε περαιτέρω “δημιουργία” ιστορίας, με τον τρόπο που άρχισε να το κάνει με τη δημιουργία των πρώτων αυτοκρατοριών, θα περιοριστεί να επαναλαμβάνει υπαγορευμένες αρχέτυπες χειρονομίες και θα προσπαθήσει να ξεχάσει, ως ανόητη και επικίνδυνη, κάθε αυθόρμητη χειρονομία, που θα είχε ως αποτέλεσμα “ιστορικές” συνέπειες»[4].
Λόγω της μεγάλης σημασίας και έμφασης που δίνει στον Χριστιανισμό, το έργο του Mircea Eliade έχει δεχθεί κριτική ότι είναι μια λαθραία απόπειρα «κρυφο-θεολογίας». Οι απόψεις του περί ιστορικής μοναδικότητας του Χριστιανισμού, θυμίζουν λίγο αυτές δύο άλλων γαλλόφωνων συγγραφέων, του Rene Girard και του Marcel Gauchet. Ο Gauchet έχει κατά νου κυρίως τις πουριτανικές προτεσταντικές ομολογίες, με τον «εξορθολογισμό» της επικοινωνίας με το θείο, ενώ ο Eliade σκέφτεται την Ορθοδοξία, με τα θεϊκά της μυστήρια που εξαγιάζουν την ύλη. Οι Eliade και Gauchet πρακτικά συμφωνούν ότι οι προχριστιανικές θρησκείες διέπονταν από μια τάση να θεωρούν τον κόσμο ιερό. Ο πρώτος όμως θεωρεί ότι πάντα, μαζί με το ιερό, υπήρχε και το κοσμικό/βέβηλο, ενώ ο τελευταίος πιστεύει ότι αρχικά όλος ο κόσμος λογιζόταν, κατά κάποιον τρόπο, ιερός και ότι ο Χριστιανισμός έφερε το βέβηλο. Βέβαια, αμφότεροι πιστεύουν πως ο Χριστιανισμός είχε μοναδική αξία σε σχέση με τις προηγούμενες θρησκείες, αλλά επίσης συμφωνούν στο ότι εκείνος αποτέλεσε έναυσμα για εκκοσμίκευση και τη γραμμική ιστορία Ο Gauchet συλλαμβάνει μ’ αισιόδοξο πρίσμα τη Νεωτερικότητα. Ο Χριστιανισμός, θεωρεί, εκτόπισε (ακριβέστερα: περιόρισε) το «ιερό» από τον κόσμο μας, φέρνοντας τον γραμμικό χρόνο στη θέση της κυκλικής και αιώνιας ανακύκλησης. Η συνέχεια αυτού, η εκκοσμίκευση, ήταν μια από τις ευεργετικές συνέπειες του Χριστιανισμού στο ανθρώπινο γένος. Αντίθετα, επειδή ο Eliade βλέπει πρωτίστως αρνητικά τη Νεωτερικότητα, αναγνωρίζει ως θετικό του Χριστιανισμού ότι αυτός έφερε εγγύτερα στον κόσμο το ιερό, εξαγιάζοντάς τον και δίνοντας τον γραμμικό χρόνο στη θέση του κυκλικού, παράλληλα όμως, η παρακμή της πίστης, που ευνοεί μέχρι ενός βαθμού η εκκοσμίκευση, γέρνει στον άνθρωπο μια τρομακτική απώλεια νοήματος. Είναι αλήθεια ότι και ο Gauchet αναγνωρίζει αυτή την απώλεια, ωστόσο δεν επικεντρώνεται αυτή και τείνει να τη θεωρεί αναστρέψιμη, χωρίς να διαπιστώνει την ανάγκη να επανέλθει κάποια μορφή συλλογικής υπερφυσικής παρηγοριάς (μια ομοιότητα που έχει η σκέψη του με αυτή ενός άλλου αισιόδοξου «εγελιανού», του Francis Fukuyama). Επικρίνοντας εμμέσως πλην σαφώς τον σύγχρονο κόσμο, ο Eliade εξηγεί ότι αυτός απώλεσε στοιχεία που αποτελούσαν πολύτιμη «περιουσία» όλων των αρχαϊκών κοινωνιών, στοιχεία που τώρα απλώς λαθροβιούν στο περιθώριο του σημερινού μας πολιτισμού, δίχως πάντως να έχουν αφανισθεί ολότελα. Οι άνθρωποι διψούν για νόημα και, αν πιεστούν πολύ, είναι απολύτως αναμενόμενο ότι θα καταφύγουν στις πηγές που εγγυημένα μπορούν να τους το προσφέρουν.
Υποσημειώσεις
[1] Σημειώνεται εδώ πως ο Eliade αναγνωρίζει μερικές διαφορές και μεταξύ «ιστορικών» και «πρωτόγονων» λαών.
[2] Ο μύθος του χαμένου παραδείσου, υπενθυμίζουμε, δεν είναι αποκλειστικά χριστιανικός. Υπάρχει λίγο-πολύ παντού. Χριστιανική όμως είναι η εσχατολογία, δηλαδή η ιδέα ότι θα υπάρξει μια πλήρης και οριστική δικαίωση ημών των εκπεσθέντων ανθρώπων. Για τις άλλες θρησκείες, δεν έπρεπε ν’ αναμένεται μια οριστική λύση του δράματος. Όλα θα συνεχίζονται εις το διηνεκές.
[3] Ο Eliade γράφει χαρακτηριστικά: «Μέχρι ένα ορισμένο σημείο, και για ορισμένα άτομα, μπορεί να ειπωθεί ότι μαρξισμός– ειδικά στις λαϊκές μορφές του- εκπροσωπεί μιαν άμυνα εναντίον του τρόμου της ιστορίας. Μόνο η ιστορικιστική θέση, σε όλες τις παραλλαγές και τις αποχρώσεις της- από τη “μοίρα” του Νίτσε μέχρι τη “χρονικότητα” του Χάιντεγκερ– παραμένει άοπλη».
[4] Ας σημειωθεί ότι οι παραπάνω παρατηρήσεις γίνονται λίγα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν στη Γαλλία είχαν αποκτήσει δημοσιότητα, μεταξύ άλλων, οι ιδέες των Ρουμάνων συγγραφέων Emil Cioran (1911-1995) και Eugène Ionesco (1909-1994), που τόνιζαν όχι δίχως λυρισμό τον «παραλογισμό» της ύπαρξης, και τους οποίους είχε συναναστραφεί ο Eliade, ήδη από τα χρόνια των σπουδών του στο πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης.