«Πολλές φορές τα παρανοϊκά άτομα παράγουν συνδυασμούς ιδεών και συμβόλων που ποτέ δε θα μπορούσαν να αποδοθούν στην προσωπική εμπειρία της ζωής τους, παρά μόνο στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Είναι μια στιγμή πρωτόγονης μυθολογικής σκέψης που αναπαράγει τις δικές της πρωταρχικές εικόνες και δεν είναι μια αναπαραγωγή των εμπειριών της συνείδησης».
C. G. Jung
Ο Mircea Eliade (1907-1986) υπήρξε αναντίρρητα ο κορυφαίος θρησκειολόγος, κατά το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Ειδικός ινδολόγος, έλαβε το διδακτορικό του το 1933, εκπονώντας μια διατριβή με θέμα την ινδική yoga (πρωτότυπος τίτλος: Essai sur les origines de la mystique indienne), αφού έζησε και δύο χρόνια στα Ιμαλάια, κοντά στο τάγμα των Ashrams. Τελικά, καθιερώθηκε ως ένας ακαδημαϊκός ιστορικός των θρησκευμάτων. Συνδέθηκε φιλικά με τον Emil Cioran (1911-1995), καθώς και με τον Jung, οι θεωρίες του οποίου στάθηκαν καθοριστικές για τη σκέψη του. Συμμετείχε σε κινήματα της Άκρας Δεξιάς, εκδηλώνοντας τη συμπάθειά του για τη ναζιστική οργάνωση Σιδερένια Φρουρά, κάτι που θα οδηγήσει στον μεταπολεμικό στιγματισμό του Eliade. Παράλληλα, εναντίον του εξαπολύθηκαν κατηγορίες για αντισημιτισμό. Αγγλικά, ιταλικά, σανσκριτικά, μπεγκάλι, πάλι, εβραϊκά και περσικά ήταν μερικές από τις γλώσσες που επεχείρησε (και κατόρθωσε) να μάθει. Παράλληλα, υπήρξε και συγγραφέας λογοτεχνικών έργων. Το επιστημονικό έργο του χαρακτηρίζεται από έντονη νοσταλγία για κάτι που έχει προ πολλού απολεσθεί. Πρόκειται για μια γενική πνευματική βάση, θεωρεί ο Eliade, η οποία διέπει όλους του παραδοσιακούς και προνεωτερικούς πολιτισμούς:
«Μ’ ένα λόγο, η παρουσία των Εικόνων και των συμβόλων διατηρεί “ανοιχτές” τις κουλτούρες: σε οποιαδήποτε κουλτούρα, είτε αυστραλιανή είτε αθηναϊκή, οι οριακές καταστάσεις του ανθρώπου έχουν τέλεια εκφραστεί χάρη στα σύμβολα, που αποτελούν το έρεισμά της. Αν παραμεληθεί αυτό το μοναδικό, πνευματικό θεμέλιο των διαφόρων πολιτισμικών ρυθμών έκφρασης, η φιλοσοφία της κουλτούρας θα καταδικαστεί να μείνει μια μορφολογική και ιστορική μελέτη, χωρίς καμμιά αξία για την καθαυτό ανθρώπινη κατάσταση. Αν οι Εικόνες δεν ήταν συγχρόνως και ένα “άνοιγμα” προς την υπέρβαση, θα ασφυκτιούσαμε τελικά μέσα σ’ οποιαδήποτε κουλτούρα, όσο μεγάλη και θαυμαστή κι αν τη φανταστούμε»[1].
Ήδη από την εποχή του, ο Ρουμάνος στοχαστής ήταν μάλλον η εξαίρεση. Πολύ περισσότερο σήμερα, που η κατάτμηση και η εξειδίκευση (δηλ. η επικέντρωση σ’ επιμέρους ερευνητικές περιοχές) κυριαρχεί στην επιστημονική θρησκειολογία, με τις ολιστικές-συνθετικές προθέσεις ν’ απουσιάζουν, ή τουλάχιστον ν’ αποθαρρύνονται έντονα (και για λόγους πρακτικής δυσκολίας, μεταξύ άλλων). Ανάμεσα στους δύο ακραίους πόλους, την καθαρή έρευνα για χάρη της γνώσης, και την αναζήτηση «λύτρωσης», η θρησκειολογία προσανατολίζεται συνήθως σταθερά εγγύτερα προς τον πρώτο. Δεν είχαν όμως πάντοτε έτσι τα πράγματα. Οι πρώτοι εκπρόσωποι της θρησκειολογίας, στον 19ο αιώνα, κατά κανόνα φιλόλογοι, εθνολόγοι ή και αρχαιολόγοι, έβλεπαν τη μελέτη των θρησκειών του παρελθόντος πρωτίστως ως ένα καθήκον, ένα καθήκον που στήριζε ένα μεγαλόπνοο κοινωνικό όραμα. Σήμερα, μας λέει ο Eliade, ο καιρός εκείνος, ο καιρός των Tylor και Frazer, έχει πια παρέλθει μάλλον ανεπιστρεπτί. Η νοοτροπία της εποχής τους αμφισβητήθηκε, ίσως για πρώτη φορά, με την εμφάνιση της φροϋδικής ψυχανάλυσης. Πράγματι, η ψυχαναλυτική «επανάσταση» έφερε στο φως τα πολιτισμικά σύμβολα, αναγνωρίζοντάς τους μια σημασία που πήγαινε πέρα από την απλή «πρωτόγονη ανοησία». Η μελέτη των θρησκειών άρχισε πλέον να προωθείται, ως μια δραστηριότητα με βάθος. Ωστόσο, και ο καιρός της ψυχανάλυσης έχει παρέλθει. Ο ίδιος ο Sigmund Freud δεν ήταν παρά ο «τελευταίος θετικιστής», επινοώντας μια ακόμη γενική και αναγωγιστική θεωρία, στο πλαίσιο της οποίας η θρησκεία, πρώτη ιστορική μορφή της οποίας υποτίθεται πως αποτελεί ο τοτεμισμός, αποτελεί μια μορφή νεύρωσης, που στηρίζεται σε ένα πανάρχαιο συλλογικό φόνο. Οι θεωρίες περί «πρωτογόνης ορδής» και τοτεμισμού, στις οποίες ο Freud στηριζόταν, επιστημονικά είχαν ήδη αρχίσει να καταρρίπτονται προτού καν εκείνος τις χρησιμοποιήσει για να συντάξει την ψυχαναλυτική του ερμηνεία της θρησκείας. Πλέον γνωρίζουμε καλά, λέει ο Eliade, πως ο τοτεμισμός δεν είναι πάντοτε η πρώτη μορφή θρησκείας, ούτε και αποτελεί οικουμενικό φαινόμενο. Ακόμη εντονότερο ενδιαφέρον, όμως, προκάλεσε ένας άλλος εκπρόσωπος της λεγόμενης ψυχολογίας του βάθους, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Carl Gustav Jung. Χάρη σε εκείνον, οι ψυχολόγοι άρχισαν και πάλι να εμβαθύνουν στους μύθους των αρχαίων λαών, προσδοκώντας να βρουν τα παγκόσμια αρχέτυπα[2]. Στην αναζήτηση τέτοιων αρχετύπων αφιερώθηκε και το έργο του Ρουμάνου θρησκειολόγου που θα δούμε εδώ. Ωστόσο, ο Eliade διευκρινίζει ότι μεταχειρίζεται τον όρο «αρχέτυπα» όχι με τη σημασία που τους έχει δώσει ο Jung, αλλά με έναν τρόπο που προσιδιάζει περισσότερο σ’ εκείνη του Ιερού Αυγουστίνου. Όταν μιλάει για αρχέτυπα, έχει κατά νου τις ιδεοτυπικές πράξεις που για τους «παραδοσιακούς» (διάβαζε: προνεωτερικούς) πολιτισμούς είχαν πράξει κάποτε, σ’ ένα (υποτιθέμενο) ακαθόριστο παρελθόν πριν την ανθρώπινη ιστορία όπως την ξέρουμε, οι θεοί ή οι ήρωές τους και που οι ίδιοι όφειλαν αενάως να το επαναλαμβάνουν. Εδώ πρέπει να τονισθεί η κύρια διαφορά μεταξύ προνεωτερικού και νεωτερικού ανθρώπου:
«Στην ουσία μία από τις κυριότερες διαφορές που χωρίζουν τον άνθρωπο των αρχαϊκών πολιτισμών από τον σύγχρονο, βρίσκεται στην ανικανότητα ακριβώς του τελευταίου να βιώσει την ιερότητα της οργανικής Ζωής (κατά κύριο λόγο τη διατροφή και τη σεξουαλικότητα) […] Για το σύγχρονο άνθρωπο δεν είναι παρά φυσιολογικές πράξεις, ενώ για τον άνθρωπο των αρχαϊκών πολιτισμών είναι μυστήρια, τελετουργίες που χρησιμεύουν σαν διάμεσα επικοινωνίας με τα δύναμη που περιέχει η ίδια η Ζωή».
Σύμφωνα με τον Eliade, ο καλύτερος ίσως τρόπος να ορίσουμε το ιερό, είναι να το αντιδιαστείλουμε από κάτι που δεν είναι ιερό, αλλά κοσμικό, «βέβηλο». Τούτου λεχθέντος, βάσιμα θα έλεγε κανείς πως η ιστορία των θρησκειών εν γένει συντίθεται από έναν μεγάλο αριθμό εκδηλώσεων ιερών πραγματικοτήτων. Αυτές ο Eliade τις αποκαλεί «ιεροφάνειες». Όταν λαμβάνει χώρα μια ιεροφάνεια, το πράγμα στο οποίο εμφανίζεται παραμένει εξωτερικά αυτό που είναι (π.χ. ένας λίθος), την ίδια όμως στιγμή γίνεται και κάτι διαφορετικό:
«οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί να γίνει με τρόπο παράδοξο μια ιεροφάνεια, δέκτης του ιερού, ενώ συνεχίζει η συμμετοχή του στον κοσμικό του χώρο γύρω του (η ιερή πέτρα δεν παύει να είναι μια πέτρα οποιαδήποτε κ.λπ.)»
Ο Eliade ονομάζει αυτή τη φαινομενική αντίθεση «διαλεκτική του ιερού». Οι παραδοσιακές κοινωνίες, μας εξηγεί, αντιλαμβάνονταν τον κόσμο που τους περιέβαλε, σαν έναν μικρόκοσμο: από τη μια μεριά βρισκόταν το οικείο και κατοικημένο μέρος, ενώ από την άλλη, έξω από αυτό, βρισκόντουσαν οι ερημικές περιοχές, που ταυτίζονταν με το βασίλειο των νεκρών και το χάος. Οι πιθανοί εχθροί μιας κοινωνίας εξομοιώνονταν, κατά κάποιον τρόπο, με τις δυνάμεις επαναφοράς του χάους, κάτι που μέχρι και σήμερα επιβιώνει στη γλώσσα που μιλάμε, κατά κάποιον τρόπο, όταν λέμε ότι ένας εγκληματίας «διασαλεύει την τάξη» ή ότι η έλλειψη κανόνων «καταστρέφει» τον πολιτισμό, γυρνώντας μας πίσω στην «πρωτόγονη» ζωή. Είναι πιθανό, εικάζει, οι πρώτοι άνθρωποι που έκτιζαν τείχη, να το έπρατταν με στόχο να προστατεύσουν την πόλη από επίθεση μαγικών και γενικότερα υπερφυσικών δυνάμεων των κακών πνευμάτων. Μονάχα αργότερα τα τείχη απέκτησαν τον, αποκλειστικά φυσικό, προστατευτικό ρόλο από την πολιορκία ενός εχθρικού στρατού. Η εγκατάσταση σε μια νέα, άγνωστη και ακαλλιέργητη περιοχή ισοδυναμούσε με πράξη Δημιουργίας. Σημαντικός είναι επίσης ο συμβολισμός του κέντρου: υπάρχει το Ιερό Όρος, το οποίο θεωρείται πως είναι κυριολεκτικά το κέντρο του κόσμου, και κάθε ναός, παλάτι, ιερή πόλη ή βασιλική κατοικία γίνεται Ιερό Όρος, άρα και κέντρο. Επίσης σημαντικός είναι ο συμβολισμός των κόμπων, που συνυπάρχουν με την πίστη σε έναν θεϊκό «δέτη» τους. Άλλα σημαντικά και οικουμενικής ίσως εμβέλειας σύμβολα, σύμφωνα με τον Eliade, είναι τα διάφορα όστρακα, τα οποία αρχικά ήταν σύμβολα κοσμολογικά και πλούσια σε ιερές δυνάμεις, με το πέρασμα του χρόνου, όμως, αυτά (ιδίως τα μαργαριτάρια) απέκτησαν μια σημασία περισσότερο διακοσμητική, συνδεδεμένη με τις αισθητικές τους ιδιότητες και την οικονομική τους αξία. Η οικουμενικότητα συμβόλων σαν τα παραπάνω θα μπορούσε να εξηγηθεί, λέει ο Eliade, με αναφορά σε ιστορικές δομές (επιμέρους πολιτισμικά δάνεια κ.λπ.) ή με την επίκληση κάποιων διαχρονικών «καταστάσεων» (όρος των φιλοσοφιών του υπαρξισμού) του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Ο Eliade δεν κρύβει την προτίμησή του για τη δεύτερη εξήγηση, υπονοώντας πως είναι πιθανώς παραλλαγές ενός και του αυτού αρχετύπου. Το αρχέτυπο του «κόμπου», λόγου χάρη, δεν αποκλείεται να στηρίζεται στο ότι οι άνθρωποι αναγνώριζαν κάποιο αρχέτυπο της δικής του θέσης στον κόσμο, ειδικά στις λεγόμενες «οριακές καταστάσεις» του (ο Eliade, έχοντας κατά νου μάλλον τον υπαρξισμό, τονίζει ότι οι σύγχρονοι στοχαστές άδικα βαυκαλίζονται ότι έφεραν στο φως τον «συγκεκριμένο άνθρωπο», διότι οι αναλύσεις τους είναι υπερβολικά εστιασμένες στον μοντέρνο άνθρωπο της Δύσης, και έτσι πάσχουν από έλλειψη καθολικότητας). Όταν ο παραδοσιακός άνθρωπος αφηγείται ιερούς μύθους, ουσιαστικά «δραπετεύει» μερικώς από τον χρόνο μας και βρίσκεται για λίγο στον ιερό χρόνο-αιωνιότητα. Γι’ αυτό και η αφήγηση ιερών μύθων δεν μπορεί να λάβει χώρα οπουδήποτε και οποιαδήποτε στιγμή, παρά μονάχα σε ιερούς τόπους. Ο Eliade αφιερώνει αρκετές αναλύσεις του στις ινδικές θρησκευτικές παραδόσεις και μιλάει πολύ για τη yoga, στην οποία είναι ειδικός. Η yoga, μας λέει, αποτελεί ένα σύνολο μεθόδων διαφυγής του ανθρώπου από τον χρόνο και μεταφοράς του στο άχρονο, κατά την έλευση της ατομικής του φώτισης. Η πιο συνηθισμένη και πανταχού παρούσα στους Ινδούς τεχνική είναι το prāṇāyāma (ο συνειδητός έλεγχος της αναπνοής). Μ’ αυτή την τεχνική, οι Ινδοί ασκητές κατόρθωναν μια επιβράδυνση του χρόνου, που ενίοτε είχε και εντυπωσιακές βιολογικές επιπτώσεις: ο Eliade παραθέτει, από τη δική του εμπειρία στα Ιμαλάια, την ιστορία ενός εντυπωσιακά δυνατού και ρωμαλέου yogi, ο οποίος δεν έτρωγε πάνω από μια χούφτα ρύζι ημερησίως. Όταν ερωτήθηκε πώς καταφέρνει να διατηρεί τέτοια δύναμη με τόση λίγη τροφή, εκείνος απάντησε ότι τις νύχτες ελαττώνει τις αναπνοές του στο 1/10, με αποτέλεσμα το εικοσιτετράωρο να βιώνεται από εκείνον σαν μόλις δώδεκα ή δεκατρείς ώρες, κάτι που του έδινε (όπως και σε πολλούς άλλους yogi) εκπληκτικά νεανική εμφάνιση. Η θρησκευτική παράδοση στην Ινδία δεν διακρίνει μόνο ανάμεσα στις δύο καταστάσεις, την άγνοια του κοινού ανθρώπου (που ζει μονίμως μέσα στον χρόνο, άρα και στην άγνοια) και τη σοφία του yogi (που αποπειράται να εξέλθει από αυτόν και να φωτισθεί), αλλά παραδέχεται ως εφικτή και μια τρίτη: πρόκειται για εκείνη του ανθρώπου που ζει μεν κανονικά στον (ενν. κοσμικό) χρόνο, χωρίς όμως να λησμονεί πως αυτός δεν είναι τίποτα παραπάνω από αυταπάτη. Στο επόμενο μέρος του παρόντος κειμένου, θα δούμε τις κριτικές συνέπειες των ιδεών αυτών για τη σύγχρονη κοινωνία.
[1] Ο Eliade θεωρεί τα επιμέρους σύμβολα πανάρχαια και μη αναγώγιμα σε κάτι άλλο (π.χ. στον βιολογικό σκοπό της επιβίωσης), επικρίνοντας τους αναγωγισμούς που σχηματίστηκαν κατά τον 19ο αιώνα, και την ευρωκεντρική τους νοοτροπία, στην οποία στήριξε άλλωστε και ο Freud τις θεωρίες του. Ας σημειωθεί εδώ ότι, σύμφωνα με τον θρησκειολόγο, θεολόγο (και Αγγλικανό ιερέα) John Bowker, οι αντιλήψεις των Frazer, Freud και Marx, για τον θάνατο ως την απαρχή των θρησκειών, είναι απλοϊκές καρικατούρες. Στην πραγματικότητα, η πίστη σε μια κανονική και καλή μεταθανάτια ζωή εμφανίσθηκε στις θρησκείες χρονικά πολύ αργότερα, και αυτό συνέβη υπό τις πιέσεις για επανόρθωση του ηθικού κακού που λαμβάνει χώρα σε αυτόν τον κόσμο.
[2] Μπορεί κανείς να παρακολουθήσει και τη συνέντευξη που ο Jung έδωσε, το έτος 1959, στον δημοσιογράφο του BBC, John Freeman.