image.png

«Σε παρακαλώ κάνε να διαποτιστούν τα γραπτά μου από τις χριστιανικές αρχές και κάνε να υπάρξουν αρκετά γραπτά μου (δημοσιευμένα) για να διαποτιστούν απ’ τις αρχές αυτές. Τρέμω, Κύριε, στη σκέψη ότι μπορεί να χάσω την πίστη μου. Το μυαλό μου δεν είναι δυνατό. Είναι έρμαιο κάθε διανοητικής αγυρτείας. Δεν θέλω η αιτία που με κρατά στην Εκκλησία να είναι ο φόβος. Δεν θέλω να είμαι δειλή, δεν θέλω να μένω κοντά Σου επειδή φοβάμαι την Κόλαση. Θα έπρεπε να σκεφτώ λογικά και να πω ότι, εφόσον φοβάμαι την Κόλαση, μπορώ να είμαι βέβαιη για τον Δημιουργό της. Αλλά οι σπουδαγμένοι μπορούν να μου αναλύσουν γιατί φοβάμαι την Κόλαση και το συμπέρασμά τους είναι ότι Κόλαση δεν υπάρχει. Όμως εγώ πιστεύω στην Κόλαση. Στο φτωχό μου μυαλό, η Κόλαση φαίνεται πιο πραγματική από τον Παράδεισο. Το δίχως άλλο επειδή θυμίζει περισσότερο τα εγκόσμια».

Mary Flannery O’Connor 

Όπως είναι γνωστό ευρύτερα, η Αποκάλυψη είναι το μοναδικό βιβλίο της Αγίας Γραφής που δεν διαβάζονται αποσπάσματά του μέσα στην Εκκλησία. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι για να αποτραπούν οι πιστοί από το ν’ αρχίσουν τις αυθαίρετες εικασίες και ερμηνείες, «προσαρμόζοντας» τις εσχατολογικές προφητείες στην ιστορική τους εποχή[1]. Όσον αφορά τώρα την ερμηνευτική της βιβλικής Αποκαλύψεως, εκεί τα λάθη πληθαίνουν. Για την ακρίβεια, όσοι επιχείρησαν να συνδέσουν τις προφητείες της με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα (ιδιαίτερα κατά την Τουρκοκρατία, οπότε και βλέπουμε να γράφονται όσα δεν είχαν γραφθεί αιώνες ολόκληρους) κατά κανόνα απέτυχαν. Αλλά, θα αντιτείνει κανείς, δεν υπάρχουν και Άγιοι και εκκλησιαστικοί πατέρες που να επιχείρησαν να το ερμηνεύσουν; Σε αυτό ακριβώς το σημείο παρουσιάζουμε τον Άγιο Αναστάσιο Γόρδιο (1654/5-1729)[2]. Εδώ θα δούμε τη συνοπτική πραγματεία του Σύγγραμμα περί Μωάμεθ και κατά Λατείνων.  Ο Αντίχριστος, ο τελικός και μεγαλύτερος αντίπαλος των Χριστιανών στα έσχατα χρόνια, υποστηρίζει μέσα σε αυτή, είναι όχι ένα αλλά στην πραγματικότητα δύο πρόσωπα: o Μωάμεθ και ο Πάπας (ενν. ο θεσμός, όχι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που τον ενσαρκώνει). Αξίζει να προσεχθεί ότι πουθενά δεν γίνεται λόγος για ηλεκτρονικές ταυτότητες, «φακέλωμα» ή «χάραγμα», ούτε και ταυτίζεται ο Αντίχριστος μ’ ένα μονάχα πρόσωπο. Πάντως, τούτη η πραγματεία είναι πολύ σημαντική, διότι εκεί διακρίνονται τέσσερα στοιχεία που μέχρι σήμερα παρατηρεί κανείς στην ελληνική λαϊκή «ψυχή»: η σφοδρή αποστροφή προς τη «Δύση» (η ίδια αποστροφή θα ωθήσει τον Πατροκοσμά, ο οποίος επίσης επιχείρησε, μέσω της διδασκαλίας των γραμμάτων, να εμποδίσει τους μαζικούς εξισλαμισμούς, να πει κάποια στιγμή: «Τον Πάπα να καταράσθε, διότι αυτός θα είναι η αιτία του κακού»), ένα γενικότερο αίσθημα διωγμού, μια ροπή προς τις αποκαλυπτικές και εσχατολογικές τάσεις, αλλά και μια παθιασμένη ρωσοφιλία και συμπάθεια. Πάντως, με τη χαρακτηριστική σεμνότητα που τον διακρίνει, ο Άγιος διευκρινίζει εξαρχής:

«[…] ελογίασα κάποια πράγματα άξια φόβου, ανίσως και είναι καθώς υπολαμβάνω, τα οποία θέλησα να τα σημαδεύσω γραφικώς. Και όποιος θέλει, καθώς το λογιάσει, ή ας τα δεχθή, ή ας μη τα δεχθή. Διατί εγώ δεν τα γράφω αποφασιστικά · μόνον έτζη το ελογίασα να είναι το πράγμα. Και εάν σφάλλω, καθώς και σφάλλω ως αμαθής, ας έχω συγγνώμην, παρακαλώ».

Ας δούμε τώρα τους ερμηνευτικούς ισχυρισμούς του Αγίου Αναστασίου. Αρχικά, ο Άγιος παρατηρεί πως υπάρχουν χωρία στη Βίβλο τα οποία πρέπει να ερμηνεύσουμε αλληγορικά. Για παράδειγμα, ο Άγιος ερμηνεύει τη φράση του Ησαΐα, που επαναλαμβάνει αργότερα και ο Χριστός, ότι «ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φῶς αὐτῆς» (Ησ. 13.10), λέγοντας ότι εννοεί το ότι έχουν πάψει να βαπτίζονται Ορθόδοξοι οι αλλόθρησκοι (ενν. οι Μουσουλμάνοι) και οι αλλόδοξοι (ενν. οι μη Ορθόδοξοι Χριστιανοί), απεχθανόμενοι κιόλας την Ορθοδοξία. Ο Άγιος Αναστάσιος βλέπει το Ορθόδοξο γένος των υπόδουλων Ρωμιών «εγκλωβισμένο» ανάμεσα σε δύο τρομακτικά «θηρία»: αφενός τη μουσουλμανική αυτοκρατορία των Οθωμανών, αφετέρου την αλλόδοξη Ευρώπη του Πάπα (να σημειωθεί ότι ο Άγιος ιχνηλατεί τον χωρισμό των δύο Εκκλησιών ήδη από την εποχή του πατριάρχη Φωτίου). Σύμφωνα με τον Άγιο Αναστάσιο, δύο είναι οι μεγαλύτερες ασέβειες των Λατίνων: η προσθήκη του filioque, πράγμα που ο ίδιος θεωρεί περίπου εφάμιλλο της αρχαιοελληνικής ειδωλολατρίας, και η αναγνώριση του παπικού πρωτείου (σε όλα τα επίπεδα), με αποτέλεσμα ο πάπας να διαθέτει δύο «κορώνες»: αυτή της κοσμικής/πολιτικής και εκείνη της πνευματικής/χριστιανικής εξουσίας. Ο Άγιος διατείνεται ότι ο Πάπας (ενν. ο παπικός θεσμός γενικότερα) είναι το Θηρίο της βιβλικής Αποκάλυψης, διότι ακριβώς διαθέτει ό,τι η τελευταία ονομάζει «δύο κέρατα». Αναμενόμενα, ο συγγραφέας μας είναι πολύ πιο επιτιμητικός απέναντι στον πάπα, παρά στον Μωάμεθ, τον οποίο κάπως δικαιολογεί, επικαλούμενος ως ελαφρυντικό τη γενικότερη αμορφωσιά του. Σε κάθε περίπτωση, καταλήγει ο Άγιος, οι Ορθόδοξοι βρίσκονται σήμερα, παρά τη θέλησή τους, ανάμεσα σε δύο μεγάλα «σύννεφα»: από τη μια μεριά στέκεται απειλητικό το μαύρο σύννεφο του Ισλάμ, το οποίο έχει σχεδόν κατακτήσει τα τρία τέταρτα της γης, ενώ από την άλλη ορθώνεται ένα επίσης μεγάλο σύννεφο, αυτό των Λατίνων και του Πάπα, μ’ ελάχιστο φως εντός του, να σκεπάζει πρακτικά όλη τη Δύση. Με τα λόγια του Αγίου:

«Και απόμεινεν η καθολική Εκκλησία η ανατολική ωσάν μία ποίμνη προβάτων όπου είναι χωρίς ποιμένα, ήγουν βασιλέα. Και να ευρίσκεται ανάμεσα εις δύο φωλεούς δρακόντων. Και να ευγαίνη πότε το ένα θηρίο να αρπάξη, πότε να ευγαίνη το άλλο να αρπάξη από το άλλο μέρος. Και εκείνο το πρόβατον όπου θέλει να φύγη από το στόμα του ενός να πίπτη εις του άλλου».

Έτσι έχει η κατάσταση στην εποχή που γράφει. Τα πατριαρχεία έχουν δυστυχώς χαθεί και, έτσι, οι «ακτίνες» του Χριστού μόλις που φθάνουν σήμερα στο μισό της Κωνσταντινούπολης, καθώς και στο βασίλειο των «Μοσχόβων». Οι Ρώσοι είναι μία από τις ελάχιστες ελπίδες φωτός, που διαφαίνονται αχνά μέσα στον σκοτεινό ορίζοντα. Φαίνεται λοιπόν πως η Ορθοδοξία ζει μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι, και η μόνη σωτηρία θα είναι να επέμβει σύντομα ο Χριστός, φέρνοντας την πολυπόθητη Δεύτερη Παρουσία Του. Με τα λόγια του ίδιου, το τέλος είναι πολύ κοντά:

«Ότι όλη η Θεία Γραφή και πολλοί των αγίων εις τον έβδομον αιώνα λέγουν πως έχει να γένη συντέλεια. Και ημείς επεράσαμεν τον έβδομον και επήραμεν και ένα τέταρτον του ογδόου. Και πώς; Θαρρούμεν άραγε να ψεύδεται η Γραφή όλη, και η Παλαιά και η Νέα και μάλιστα η Νέα το Ευαγγέλιον; Οι Απόστολοι και όλοι οι άγιοι φωνάζουν πως είναι κοντά η συντέλεια και ημάς μας φαίνεται παράξενον»;

Από τότε έχουν παρέλθει πάνω από δυόμιση αιώνες. Οποιοσδήποτε το επιθυμεί, μπορεί εύκολα να βρει και να μελετήσει την πραγματεία, ώστε να διαπιστώσει αυτοπροσώπως αν όσα γράφονται εδώ ανταποκρίνονται στην αλήθεια.


[1] Πάνω σε αυτό, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει όσα έχει πει. ο βιβλικός θεολόγος και ακαδημαϊκός Σάββας Αγουρίδης.

[2] Ο Άγιος Αναστάσιος γεννήθηκε και έζησε στα Βραγγιανά Ευρυτανίας, τα οποία αποτελούσαν τότε μέρος των Αγράφων. Η περιοχή ήταν εξαιρετικά δύσβατη και έτσι, βάσει ειδικής συνθήκης, οι Οθωμανοί δεν έστελναν στρατεύματα εκεί, αλλά αρκούνταν σ’ έναν τυπικό φόρος υποτέλειας, παραχωρώντας μια σχετική αυτονομία στον τόπο. Αυτή η αυτονομία ήταν που ευνόησε και κάποια πολιτισμική άνθιση, μέρος της οποίας ήταν και ο Άγιος Αναστάσιος. Για την ακρίβεια, ο Άγιος διέθετε αξιόλογη θεολογική αλλά και σημαντική «κοσμική» μόρφωση, αφού  μαθήτευσε πρώτα δίπλα στον Άγιο Ευγένιο τον Αιτωλό, και κατόπιν προχώρησε σε πανεπιστημιακές σπουδές ιατρικής στην Ευρώπη, ενώ κατόρθωσε να μάθει άπταιστα τα Γαλλικά και τα Ιταλικά. Επιστρέφοντας κατόπιν στον τόπο του, θεωρείται ότι είχε όχι μικρή συμβολή στην εκπαίδευση του τοπικού λαού. Αγιοκατατάχθηκε επισήμως το έτος 2021, ύστερα από πρόταση του Μητροπολίτη Καρπενησίου Γεωργίου, προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.