«Ο μαρξιστικός σοσιαλισμός είναι βαθιά αισιόδοξος στον πυρήνα του. Παρά τη ριζική κριτική των καπιταλιστικών θεσμών, πρεσβεύει επίμονα ότι, στην κοινωνία που συγκροτείται από αυτούς τους θεσμούς, έχουν συγκεντρωθεί όλες οι υλικές και ηθικές προϋποθέσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Ωστόσο, αν ο ανεπτυγμένος καπιταλισμός χαρακτηρίζεται όντως από τόσο μεγάλη ηθική ένδεια, όπως ισχυρίζονται οι περισσότεροι μαρξιστές, πού θα βρεθούν αυτά τα αποθέματα για το μέλλον; Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι, στο σημείο τούτο, ο μαρξισμός έχει την τάση να παράγει τις δικές του εκδοχές υπερανθρώπου: το ιδανικό προλεταριάτο του Λούκατς ή τον ιδεώδη επαναστάτη του λενινισμού. Όταν ο μαρξισμός δεν γίνεται βεμπεριανή σοσιαλδημοκρατία ή ωμή τυραννία, τείνει να γίνει νιτσεϊκή φαντασίωση».
Alasdair MacIntyre
«Οι εφαρμογές στην πράξη πηγάζουν από μια ενιαία αντίληψη. Εγώ ως πρόσφατα πίστευα ότι για όλα έφταιγε ο Στάλιν. Μετά έλεγα ότι έφταιγε ο Λένιν. Μετά έριξα το φταίξιμο στον ίδιο τον Μαρξ. Πέρασα πολλά χρόνια μελετώντας τα πιο νεανικά του κείμενα. Έπεσα σε μια επιστολή του, του 1844, τέσσερα χρόνια πριν απ’ το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Εκεί γράφει πως η ανθρωπότητα ζει υπό καταπίεση και πρέπει να απελευθερωθεί. Αλλά ότι δεν έχει συνείδηση της καταπίεσης αυτής και εφόσον δεν την έχει, δεν μπορεί να απελευθερωθεί. Ο ρόλος μας, έγραφε, είναι να δώσουμε στην ανθρωπότητα αυτή τη συνείδηση. Είτε το θέλει είτε δεν το θέλει. Επί λέξει. Και ανατρίχιασα. Ο νεότερος Μαρξ αυτά…».
Ο Anthony Giddens είναι αναμφίλεκτα ένας από τους επιφανέστερους κοινωνιολόγους της εποχής μας, και η θεωρία του περί δομοποίησης θεωρείται μια από τις πιο αξιόλογες συνεισφορές των τελευταίων ετών στον κλάδο[1]. Εδώ θα δούμε τις βασικές μεθοδολογικές παραδοχές που εισήγαγε και που οι κοινωνιολόγοι λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους. Αρχικά, ο Giddens ορίζει την κοινωνιολογία ως την επιστήμη που μελετά τα φαινόμενα και τους κοινωνικούς θεσμούς που επήλθαν στον τον 18ο και 19ο αιώνα, ύστερα από τη Γαλλική και τη Βιομηχανική Επανάσταση. Παρουσιάζοντας τους κυριότερους κοινωνιολογικούς προβληματισμούς μέχρι τη δεκαετία του 1980, ο Giddens στέκεται στη μαρξιστική προσέγγιση, με την οποία αντιπαρατίθενται η «θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας» των φιλελεύθερων κοινωνιολόγων. Οι δύο αλληλοσυγκρουόμενες προσεγγίσεις αποτελούν διαφορετικές ερμηνείες για καίρια κοινωνικά ζητήματα όπως το κράτος, οι ταξικές δομές και η αστικοποίηση. Σύμφωνα με τη μαρξιστική παράδοση, οι σύγχρονες κοινωνίες μας είναι κατά βάση καπιταλιστικές, αφού διατηρούν την ταξική πάλη και προωθούν την αστικοποίηση, με το κράτος να λειτουργεί λίγο-πολύ ως όργανο έκφρασης των συμφερόντων της αστικής τάξης, εννοείται, σε βάρος του προλεταριάτου. Αντίθετα, η (φιλελεύθερη) θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας αντιλαμβάνεται το κράτος ως μέσο έκφρασης του συλλογικού συμφέροντος και υποστηρίζει πως όσο αναπτύσσεται η βιομηχανία, τόσο οι κοινωνικές δομές εκδημοκρατίζονται και οι ανισότητες ανάμεσα σε αστική και εργατική τάξη τείνουν σταδιακά να εξομαλύνονται. Μάλιστα, η παλιότερα έντονη αντιπαράθεση των δύο αυτών τάξεων, θεωρείται από την εν λόγω θεωρία μια «περιστασιακή» φάση, μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της μετάβασης από την αγροτική στη βιομηχανική κοινωνία. Ασκώντας κριτική και στις δύο προσεγγίσεις, ο Giddens δείχνει να βρίσκεται ελαφρώς εγγύτερα στη μαρξιστική, καθώς παραδέχεται ρητά ότι οι σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες δεν είναι απλώς βιομηχανικές αλλά και καπιταλιστικές: αυτό σημαίνει ότι βασίζονται στην ατομική ιδιοκτησία, τον στόχο του ιδιωτικού κέρδους και συντηρούν την πάλη των τάξεων για την οποία είχε κάνει λόγο στα γραπτά του ο Marx. Ωστόσο, η σχέση του Giddens με τον μαρξισμό κάθε άλλο παρά απλή και μονοσήμαντη είναι. Ο Βρετανός ακαδημαϊκός επιχειρεί ν’ ανασυγκροτήσει την κοινωνιολογία, χρησιμοποιώντας μαρξιστικές ιδέες επιλεκτικά. Σύμφωνα με τον ίδιο, αν και ο Karl Marx υπήρξε ένας πρώτου μεγέθους κοινωνιολόγος, αναλύοντας διορατικά τις ταξικές δομές των σύγχρονων κοινωνιών, πολλές από τις προσδοκίες του αποδείχτηκαν άστοχες, αφού τα σοσιαλιστικά κράτη των ημερών μας απέτυχαν να εξασφαλίσουν δικαιοσύνη και εξελίχθηκαν σε στυγνές ολοκληρωτικές δικτατορίες. Επιπλέον, οι προβλέψεις του για την κλιμάκωση της ταξικής πάλης αποδείχτηκαν εσφαλμένες, αφότου έλαβε χώρα η διόγκωση της μεσαίας τάξης και, μαζί με αυτή, η παράταση ζωής του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης.
«Είναι δυνατόν να υπάρξουν διεισδυτικές μαρξιστικές κριτικές των κοινωνιών σοβιετικού τύπου και, πράγματι τα τελευταία χρόνια έχουν παρουσιαστεί αρκετές, κυρίως αν όχι αποκλειστικά, γραμμένες από τις πένες των μαρξιστών που ζουν στη Δύση. Εξακολουθεί, όμως, να είναι βασικό το θέμα κατά πόσο μερικά ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά των κοινωνιών στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού ανάγονται στα όρια των ίδιων των απόψεων του Marx. Αν, όπως νομίζω, συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε η σύγχρονη πολιτική θεωρία χρειάζεται βαθύτερη αναμόρφωση απ’ αυτήν που είναι ικανοί να πραγματοποιήσουν όσοι φοβούνται να απομακρυνθούν από τους περιορισμούς των δογμάτων του Marx».
Για τον λόγο αυτό, υποστηρίζει ο Giddens, η σύγχρονη κοινωνιολογία πρέπει να μη διστάζει να επωφελείται από τις μαρξιστικές αναλύσεις, αποφεύγοντας όμως να ταυτιστεί με τις αντίστοιχες προβλέψεις. Όσο σημαντική και αν είναι η κοινωνιολογική προσφορά της μαρξιστικής σκέψης, είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι μαρξιστές απέτυχαν να εκφράσουν επαρκώς τα ακόλουθα τρία σημαντικά αιτήματα του 20ού αιώνα: οικολογία, έθνος, φεμινισμός. Υπάρχει όμως μία μορφή στην κοινωνική θεωρία, οι ιδέες της οποίας προσφέρουν όντως μια διέξοδο στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε αυτά τα καίριας σημασίας ζητήματα: είναι ο Max Weber. Με αυτό, περνάμε στον τρόπο που κατανοεί ο Giddens την κοινωνιολογία. Η κοινωνιολογία, μας λέει εκείνος, δεν ανήκει στις φυσικές επιστήμες, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να μιμείται τις μεθόδους τους, αντιμετωπίζοντας τα κοινωνικά γεγονότα σαν πράγματα, όπως ήθελαν οι θεμελιωτές της, Comte και Durkheim. Σύμφωνα πάντα με τον Giddens, οι άνθρωποι διαμορφώνουν την κοινωνία και ταυτόχρονα διαμορφώνονται από αυτή, ενώ έχουν και τη δυνατότητα να κατανοήσουν τις υφιστάμενες συνθήκες και να τις μεταβάλλουν. Αυτή είναι η θεωρία του για τη «διπλή ανάμειξη ατόμων και θεσμών» και έρχεται σε αντίθεση με τους πρώτους κοινωνιολόγους που προσπαθούσαν να συλλάβουν τους αναλλοίωτους νόμους του κοινωνικού γίγνεσθαι. Απέναντι στις θετικιστικές μεθόδους τους, ο Giddens αντιπροτείνει τη μέθοδο της «κοινωνιολογικής φαντασίας». Ο όρος, που προέρχεται από τον σημαντικό κοινωνιολόγο C. Wright Mills, έχει τη σημασία της αναπαράστασης και ερμηνείας παλιών μορφών ζωής και αποτελείται από τρία σκέλη: το ιστορικό, το ανθρωπολογικό και το κριτικό. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοηθεί ο σύγχρονος Δυτικός κόσμος χωρίς αυτή την τριπλή άσκηση της φαντασίας. Η ιστορική διάσταση της κοινωνιολογικής φαντασίας μάς υπενθυμίζει πως τα περισσότερα πράγματα που για μας σήμερα είναι αυτονόητα, αποτελούν πρόσφατες κατασκευές του 19ου αιώνα: τέτοια παραδείγματα είναι οι φυλακές, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα γραφεία, οι φωτογραφίες και τα τηλέφωνα. Το ίδιο ισχύει και για τα εθνικά κράτη, τη φιλελεύθερη δημοκρατία, ίσως ακόμη και τον ίδιο τον καπιταλισμό. Ένας άνθρωπος του 19ου αιώνα θα ένιωθε τεχνολογικά πιο κοντά με τους ανθρώπους των αρχαίων χρόνων παρά με μερικές γενιές ύστερα από αυτόν. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σήμερα επιβιώνουν παλιότερες μορφές ζωής. Για να τις ερμηνεύσουμε και να τις κατανοήσουμε, δεν θα πρέπει να τις προσεγγίζουμε ευρωκεντρικά και να τις νομίζουμε πολιτισμικά υπανάπτυκτες, όπως συχνά αντιμετωπίζονται οι χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου από την εποχή της αποικιοκρατίας μέχρι σήμερα. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Giddens, η εκμετάλλευση των χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου δεν έχει σταματήσει. Η αποικιοκρατία έχει αντικατασταθεί στην εποχή μας από την οικονομική αφαίμαξη των πολυεθνικών εταιρειών. Αυτή είναι η ανθρωπολογική πτυχή. Εξίσου σημαντική με τις άλλες, είναι και η κριτική διάσταση: η Κοινωνιολογία πρέπει να στρέφεται κριτικά προς τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες και να εγείρει προβληματισμούς για τη διατήρηση ή τη μεταβολή τους. Άλλωστε, η κοινωνιολογία έχει ορισθεί ως η επιστήμη που προέκυψε από την προσπάθεια κατανόησης των δύο μεγάλων επαναστάσεων στην Ευρώπη. Ο Giddens καταλήγει ότι όσο και αν η κοινωνιολογία αποπειράται να προσδιορίσει τη μελλοντική μορφή του κόσμου μας, δεν μπορεί να διατυπώνει αιτιοκρατικές ερμηνείες: το μέλλον είναι ανοιχτό στα ανθρώπινα υποκείμενα, οι πράξεις των οποίων πάντα ενέχουν τον απρόβλεπτο παράγοντα. Το συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι ότι η ιδέα του 19ου αιώνα σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικές επιστήμες οφείλουν να μιμούνται τις μεθόδους των φυσικών επιστημών, αν και στην εποχή της υπήρξε γόνιμη και ενδιαφέρουσα, στον 20ό αιώνα αντικαταστάθηκε από την αντίληψη ότι η μελέτη των ανθρώπινων υποθέσεων αποτελεί πιο περίπλοκη και συνάμα πιο αβέβαιη υπόθεση για έναν επιστήμονα από όσο πίστευαν αρχικά. Αντίθετα με όσα πίστευαν οι θετικιστές, το μέλλον μας είναι απρόβλεπτο, ανοιχτό και εξαρτάται από τη δική μας νοηματοδότηση. Σήμερα, που αρκετοί φυσικοί επιστήμονες, σύμφωνα με τον φιλόσοφο Bas van Fraasen, ακόμη σκέφτεται την επιστήμη με φιλοσοφικούς όρους του 17ου αιώνα, αν όχι των Μεσαιωνικών Χρόνων, η φωνή του Giddens δύσκολα θα βρει εκεί πολλά ευήκοα ώτα.
[1] Ερευνητικά, αναζητώντας απάντηση στο ερώτημα του αν, κατά τη συγκρότηση της κοινωνίας, προηγείται το άτομο ή το «σύστημα», ο Giddens επιχειρεί ν’ ασχοληθεί ταυτόχρονα με τα κοινωνικά συστήματα και τις κοινωνικές δομές, χωρίς όμως να προσφεύγει στη σχολή του δομολειτουργισμού.