«Σύμφωνα με τον James, όσο επιτυχημένα και να εξέφραζαν τους γενικούς νόμους της φύσης, οι φυσικές επιστήμες, οι βαθύτερες πραγματικότητες που βιώνει ο άνθρωπος είναι πάντοτε εκείνες που σχετίζονται με την εσωτερική ζωή. Πίστευε ότι πρέπει να υπάρχει χώρος τόσο για την επιστήμη όσο και για τη θρησκεία, διότι καθεμία ικανοποιεί διαφορετικές ανθρώπινες ανάγκες, η πρώτη τη λαχτάρα για ιδεώδεις μαθηματικές αρμονίες και η δεύτερη τη λαχτάρα για κάτι πιο πνευματικό και αιώνιο από ό,τι ο ίδιος ο κόσμος της φύσης».
John Hedley Brooke
Στο προηγούμενο κείμενό μας για τον William James, αναφερθήκαμε στον πραγματισμό του. Εδώ θα δούμε τις συνέπειες αυτής της φιλοσοφικής μεθόδου του πάνω στα μεταφυσικά ζητήματα της θρησκευτικής πίστης και του πραγματισμού. Αρχικά, είναι ευρύτερα γνωστό ότι, μεταξύ των ετών 1869 και 1872 ο William James βίωσε κατάθλιψη, από την οποία εξήλθε αργότερα και χάρη στην ανάγνωση του ποιητικού έργου του Wordsworth, καθώς και του έργου Deuxieme Essai, του Γάλλου φιλοσόφου Renouvier. Ο τελευταίος, μάλιστα, τον έφερε και σε επαφή με τον Pascal. Ο νεαρός James πήρε τότε μιαν απόφαση: αν και δεν μπορούσε να είναι βέβαιος για το αν διαθέτει ελευθερία βούλησης, και το ζήτημα τον βασάνιζε ασίγαστα, αποφάσισε να προχωρήσει σε μια πράξη πίστης, και απλώς να πιστέψει ότι τη διαθέτει. Αυτή η επιλογή πίστης εκ μέρους του, ήταν ίσως η πρώτη του κίνηση προς την ανακάλυψη του πραγματισμού. Εδώ θα δούμε πρώτα το πώς ο James επεκτείνει τη φιλοσοφική μέθοδο του πραγματισμού στο ζήτημα της θρησκευτικής πίστης, και κατόπιν το πώς την εφαρμόζει στην πράξη και παίρνει θέση στο ζήτημα της θρησκευτικότητας. Συγκεκριμένα, στο περίφημο δοκίμιό του The ethics of belief (1877), ο William Kingdon Clifford υποστήριξε ότι είναι ανεπίτρεπτο να υιοθετούμε μια άποψη αν δεν έχουμε επαρκή δεδομένα υπέρ της. Οι πεποιθήσεις μας έχουν αντίκτυπο στη ζωή μας και, έτσι, αν κάποιος πιστεύει κάτι δίχως αυτό να είναι θεμιτό, τότε είναι εύπιστος και, ως εύπιστος, μπορεί να πιστέψει οτιδήποτε, με όποιους κινδύνους (για τον ίδιο ή τους άλλους) αυτό συνεπάγεται. Αυτά συνεπάγονται πως το να πιστεύει κανείς σε οτιδήποτε δίχως επαρκείς λόγους, είναι ηθικά εσφαλμένο: οφείλουμε να μεριμνάμε ώστε οι πεποιθήσεις μας να είναι ορθές. Δεν έχει τόση σημασία μία πληροφορία, λέει ο Clifford, όσο ο τρόπος με τον οποίον αυτή αποκτήθηκε. Πρόκειται για τη χρήση κατάλληλης μεθοδολογίας. Αυτή αποτελείται αφενός από τη σωστή αρχική ερώτηση και αφετέρου από τις διαδικασίες που εκτελούνται για την εύρεση απάντησης στην ερώτηση αυτή. Ο Clifford μεταχειρίζεται το παράδειγμα του Νόμου του Ohm, από τη Φυσική, και εξηγεί πως το καίριο σε αυτόν είναι όχι ο ίδιος, ως αποτέλεσμα, όσο η μέθοδος εύρεσής του. Αν μια μέρα ξεχασθεί ο νόμος, αλλά γνωρίζουμε τη μέθοδο εύρεσής του, μπορούμε να τον ανακτήσουμε ανά πάση στιγμή. Αν, αντίθετα, λησμονήσουμε τη μέθοδο αλλά γνωρίζουμε τον νόμο, τότε μας είναι άχρηστος, τουλάχιστον όσο άχρηστο θα ήταν ένα ρολόι στα χέρια ενός «αγρίου» ο οποίος δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το πώς να το κουρδίσει. Ακριβώς όμως επειδή δεν έχει πρωταρχική σημασία μια «αλήθεια» αλλά ο τρόπος που αυτή αποκτήθηκε, για κάθε «αλήθεια» που μας παρουσιάζεται οφείλουμε να θέτουμε ερωτήματα για το πώς αποκτήθηκε. Οι κάθε λογής παραδόσεις πρέπει να αμφισβητούνται. Αυτό είναι κάτι που οφείλουμε στις επόμενες γενιές. Υπό ποιες συνθήκες νομιμοποιούμαστε λοιπόν να πιστεύουμε κάτι; Ο Clifford θέτει τις εξής τρεις παραμέτρους, τις οποίες θεωρεί απολύτως αναγκαίες για κάθε θεμιτή πεποίθηση: αξιοπιστία (ηθική), τεκμηρίωση (πληροφορίες), εγκυρότητα (ορθολογικότητα). Ο Clifford επισημαίνει ότι, όσον αφορά τη γνώση, για να δεχτούμε έναν ισχυρισμό πρέπει τουλάχιστον αυτός να βρίσκεται εντός του γνωστικού πεδίου αυτού που μας τον παρέχει. Ακόμη και αν έχουμε πλήθος μαρτυριών για κάτι, οφείλουμε ν’ αναγόμαστε στην πρωταρχική πηγή αυτών των μαρτυριών και να εξετάζουμε αν αυτή, δηλαδή ο άνθρωπος, μπορεί να σφάλλει ή να ψεύδεται συνειδητά. Αλλά και η αγαθότητα, από μόνη της, δεν συνιστά έγκυρο κριτήριο, διότι ο αγαθός άνθρωπος ενδέχεται να έχει εξαπατηθεί ή να έχει πέσει θύμα ψευδαίσθησης ή αυταπάτης. Ο Clifford το λέει αυτό απευθυνόμενος ειδικά στους Μουσουλμάνους, ή μάλλον σ’ όσους Μουσουλμάνους στηρίζουν την αξίωση αλήθειας της θρησκείας τους αποκλειστικά στο υποτιθέμενο ηθικό μεγαλείο του προφήτη τους, Μωάμεθ. Τους αντιπαραθέτει τον Βούδα, θεωρώντας τον όχι λιγότερο έντιμο και ηθικό. Η πληθώρα αλληλοσυγκρουόμενων θρησκειών με εξίσου ηθικά έντιμους ιδρυτές, καθιστά το κριτήριο της εντιμότητας ανεπαρκές για την αξιολόγηση της θρησκευτικής αλήθειας. Το ίδιο ισχύει και για τις πιθανές αγαθές συνέπειες που έχει μια πεποίθηση: αυτές καθαυτές δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση απόδειξης της αλήθειας της. Κοινώς, προκειμένου να δεχθούμε μια πληροφορία που μας παρέχεται, πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο πάροχός της δεν έχει την πρόθεση να μας εξαπατήσει, παράλληλα όμως ότι είναι και καλώς πληροφορημένος και έχει σώας τας φρένας. Αυτά τα τρία κριτήρια όμως και πάλι δεν είναι αρκετά για να θεμελιώσουν ορισμένα πράγματα, όπως για παράδειγμα, τις βασικές ιδέες των επιμέρους επιστημών. Πράγματι, οι εν λόγω ιδέες τείνουν να υπερβαίνουν πολλές φορές την προσωπική μας εμπειρία, και δεν είμαστε σε θέση να βεβαιωνόμαστε για την καθεμιά τους ανά πάσα στιγμή (π.χ. ένα παιδί που βάζει το χέρι του στη φωτιά τη μία μέρα, υπό αυτές τις επιστημολογικές συνθήκες, δεν θα μπορούσε να γνωρίζει με βεβαιότητα ότι το ίδιο θα συμβεί την επόμενη και τη μεθεπόμενη). Με ποιο κριτήριο μπορούμε, λοιπόν, ν’ αποδεχόμαστε κάτι που υπερβαίνει την εμπειρία μας; Ο Clifford διατυπώνει μίαν αρχή η οποία θεμελιώνει την επιστημονική γνώση και μπορεί να σταθεί ως υπόβαθρο των τριών προηγουμένων: πρόκειται για την ομοιομορφία της φύσης. Η ομοιομορφία της φύσης σημαίνει πως μπορούμε να εξαγάγουμε συμπεράσματα για όσα δεν γνωρίζουμε, βασισμένοι σε όσα γνωρίζουμε, θεωρώντας πως η φύση αποκλείεται να αντιφάσκει με τον ίδιο της τον εαυτό. Αν λοιπόν κάτι υπερβαίνει την εμπειρία μας, μπορούμε να το πιστέψουμε εφόσον προκύπτει ως συνέπεια της ομοιομορφίας της φύσης. Η φωτιά με καίει τη μία φορά που βάζω το χέρι μου μέσα της, άρα θα με κάψει και κάθε επόμενη που θα βάλω το χέρι μου μέσα της. Η ομοιομορφία της φύσης παρουσιάζεται από τον Clifford σαν αναγκαία προϋπόθεση για να ισχύσουν οι άλλες τρεις, οι οποίες χωρίς αυτή θα ήταν αστήρικτες. Αν κάτι, όμως, παραβιάζει αυτή την ομοιομορφία; Αν κάτι την παραβιάζει, εξηγεί ο Clifford, μπορεί να γίνει πιστευτό μονάχα από το ίδιο το υποκείμενο που το βίωσε, αλλ’ από κανέναν άλλον και, συνακόλουθα, δεν είναι αξιόπιστο θεμέλιο για να στηρίξει κανείς εκεί το οτιδήποτε. Γιατί όμως ορισμένα ιδανικά εκλαμβάνονται σαν να είναι αυτόχρημα αληθή; Αυτά δεν μπορούν να αποτελέσουν επίσης ζήτημα αμφισβήτησης; Για παράδειγμα, αν δεν έχουμε επαρκή λόγο να πιστέψουμε ότι το ψεύδος είναι κακό, μπορούμε να λέμε ψέματα; Στο ερώτημα αυτό, ο Clifford απαντά:
«Δεν υφίσταται, στην πράξη, κανένας κίνδυνος ότι θα υπάρξουν ποτέ τέτοιες κακές συνέπειες από την επιμελή εξέταση και τον αυτοέλεγχο σε θέματα πεποιθήσεων. Οι άνθρωποι που τα εφάρμοσαν, βρήκαν ότι κάποιες ορισμένες ηθικές αρχές, και αυτές που είναι οι πλέον κατάλληλες για την καθοδήγηση του βίου, έχουν εμφανώς αντέξει σε πλήθος ελέγχων, στον βαθμό που αυτοί διεξήχθησαν με προσοχή και εντιμότητα, με αποτέλεσμα να έχουν αποκτήσει πρακτικά ένα καθεστώς βεβαιότητας. Η πεποιθήσεις για το σωστό και το λάθος, που κατευθύνουν τις πράξεις μας απέναντι στους ανθρώπους και στην κοινωνία, και οι πεποιθήσεις για τον φυσικό κόσμο και την επαφή μας με έμψυχα και άψυχα σώματα, αυτές δεν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο από τη διερεύνησή μας!»[1].
Εύκολα διακρίνει κανείς στην παραπάνω συλλογιστική ένα αυστηρό ηθικό υπόβαθρο: έννοιες όπως “evil”, “sinful”, “duty” όχι μόνο εμφανίζονται συχνά, αλλά και έχουν κύριο ρόλο στην εδραίωση του γνωσιολογικού εμπειρισμού του. Γιατί αυτές δεν γίνονται αντικείμενα εξίσου αυστηρού επιστημολογικού ελέγχου; Μήπως εξαιρούνται; Αν εξαιρεθούν, γιατί να μην εξαιρείται και ένα θρησκευτικό σύστημα που να λειτουργεί ως αναγκαίο εμπειρικό υπόστρωμα δικαιολόγησής τους; Σ’ αυτή τη βάση θα επιτεθεί στη συλλογιστική του Clifford ο Αμερικανός φιλόσοφος William James. Ο πραγματισμός του William James ορίζει πως, όταν δεν έχουμε γνωστική βεβαιότητα για κάτι, μπορούμε να επιλέξουμε αν θα το υιοθετήσουμε ή όχι κρίνοντας την πιθανή αξία που θα έχει η πίστη αυτή για εμάς στην πράξη. Για παράδειγμα, αν η πίστη σε μία θρησκεία (ενν. που δεν έχουμε δεδομένα ότι ψεύδεται) είναι για εμάς ωφέλιμη, η πλέον ορθολογική επιλογή είναι να την αποδεχθούμε. Ο Αμερικανός πραγματιστής στρέφει αυτή τη συλλογιστική εναντίον του Clifford. Πίσω από την επιφυλακτικότητα του Clifford, μας λέει, κρύβεται ο φόβος της εξαπάτησης και η σημαντική ευθύνη που έχουμε για τους γύρω μας. Ο φόβος, όμως, αποτελεί συναίσθημα και η ευθύνη είναι μια έννοια που εμπεριέχει ηθικό βάρος. Αυτό σημαίνει πως η στάση του Clifford δεν είναι αντικειμενική ή ουδέτερη, αλλά εξαρτάται από μία προϋπάρχουσα ηθική δέσμευση. Άρα, το να μένει κανείς «ουδέτερος» στα μεταφυσικά ζητήματα (π.χ. στο ζήτημα της θρησκείας) είναι και αυτό μία θέση και ως εκ τούτου ενέχει το ρίσκο της αποτυχίας. Στην πραγματικότητα, πίσω από τις προσχηματικές δηλώσεις αντικειμενικότητας κρύβεται η άρνηση ενός διανοητή να δεχθεί το υπερβατικό. Σύμφωνα με τον William James:
«Όταν άνθρωποι σαν τον Clifford μας λένε πόσο αμαρτία είναι να είμαστε Χριστιανοί, επικαλούμενοι τόσο “ανεπαρκή τεκμήρια”, η ανεπάρκεια είναι πρακτικά το τελευταίο πράγμα που έχουν κατά νου. Για αυτούς, τα τεκμήρια είναι απόλυτα επαρκή, μόνο που λειτουργούν αντίστροφα. Πιστεύουν τόσο ακράδαντα σε μια αντι-χριστιανική τάξη του σύμπαντος, ώστε δεν υπάρχει καμία ζωντανή επιλογή. Ο Χριστιανισμός για αυτούς είναι εξαρχής μία νεκρή υπόθεση».
Αν οι θρησκείες προϋποθέτουν έναν βαθμό πίστης και ο Clifford μας αποτρέπει από το να έχουμε πίστη, αυτό δεν συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση που κάποιο θρησκευτικό σύστημα αληθεύει, εμείς θα έχουμε στερηθεί τα πνευματικά του αγαθά ενώ θα μπορούσαμε να τα έχουμε απολαύσει; Μήπως, λοιπόν, ο τεκμηριοκρατικός αγνωστικισμός είναι τελικά παράλογος; Το ερώτημα μας φέρνει τελικά μπροστά στο παλιό και γνωστό «στοίχημα» του Pascal, για το οποίο νομιμοποιούμαστε να πιστεύουμε στον Θεό, σαν ένα πετυχημένο «ποντάρισμα», διότι αν έχουμε δίκαιο, κερδίζουμε τα πάντα, αλλά τα χάνουμε οριστικά, αν αρνηθούμε τον Θεό και τελικά έχουμε άδικο. Ο James συμφωνεί με τη ρήση του Pascal και προσυπογράφει τη δήλωσή του ότι «η καρδιά έχει τη δική της λογική», υπερασπιζόμενος τη θρησκευτική πίστη[2]. Έτσι, ο William James επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι δεν υπάρχουν αποφασιστικά κριτήρια υπέρ ή κατά της θρησκείας, μ’ εξαίρεση εκείνο της πράξης. Εδώ εδράζεται ρητά και ο πραγματισμός του (αν και ο ίδιος, στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα, κάνει λόγο για «εμπειρισμό»). Ουσία της επιστήμης, θα πει ο James, δεν είναι κάποιες συγκεκριμένες δοξασίες, αλλά η αντικειμενική της μεθοδολογία. Ωστόσο, μας λέει, δυστυχώς οι επιστήμονες κατά κανόνα την ασκούν προϋποθέτοντας μια συγκεκριμένη φιλοσοφική άποψη σχετικά με τη βαθύτερη τάξη της φύσης, την οποία θεωρούν εγγενώς μηχανιστική, οπότε και απορρίπτουν κάθε άλλη προοπτική κατανόησής της. Ο μηχανιστικός ορθολογισμός τις απορρίπτει εντελώς, θεωρώντας τελικά μέχρι και την ίδια την ανθρώπινη προσωπικότητα μιαν ανυπόστατη ψευδαίσθηση. Το χρέος μας προς την επιστήμη, παραδέχεται, είναι αναμφισβήτητα ανυπολόγιστο. Παράλληλα όμως, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι:
«η ετυμηγορία της καθαρής παραφροσύνης, της αδικαιολόγητης προτίμησης του λάθους και της προκατάληψης, στην οποία έχουν οδηγηθεί σήμερα οι επιστήμονες από τη διανοητική τους προσπάθεια να αξιολογήσουν ολόκληρη τη σκέψη του παρελθόντος, είναι μια ετυμηγορία εξαιρετικά επιπόλαιη».
Δεν θα φαίνεται άραγε κάποτε και η δική μας (ατελής) επιστημονική γνώση, στα δισέγγονά μας ίσως, ως κάτι το παλιό και το ξεπερασμένο; Σύμφωνα με τον James, ο λόγος που θα συμβεί αυτό θα είναι όχι το ότι τάχα η επιστήμη μας υπολείπεται σε αρχές ή σε μεθοδολογία. Απεναντίας, προβλέπει, η κύρια έλλειψη που οι μεταγενέστερες γενιές θα καταλογίζουν στους σημερινούς μας επιστήμονες, είναι η άγνοια της δομικής πολυπλοκότητας των φαινομένων που έπρεπε να ερμηνευθούν.
Υποσημειώσεις
[1] Έχει σημασία ότι η απάντηση αυτή αναφέρεται στο κίνδυνο υπονόμευσης των ηθικών αξιών λόγω διερωτήσεων, δεν καταπιάνεται όμως με την ιδέα της δικαιολόγησης της ίδιας της ηθικής στην οποία στηρίζεται ο εμπειρισμός του Clifford, ο οποίος δεν πίστευε στον Θεό, ούτε φυσικά ενστερνιζόταν κάποιο θρησκευτικό σύστημα.
[2] Ουσιαστικά, πρόκειται για μια μορφή «φιντεϊσμού» (<fides: πίστη). Φιλοσοφικά, «φιντεϊσμός» ονομάζεται η φιλοσοφική ιδέα ότι δεν πρέπει να υπόκεινται οι θρησκευτικές αξίες σε ορθολογική αποτίμηση.