Coming Home: Why Conservatism Appeals to Young People ~ The Imaginative Conservative

«Αν πρωτύτερα επιβαλλόταν να αναρωτηθούμε κατά πόσον η θρησκεία είναι μια θετική δύναμη, τώρα πρέπει να διατυπώσουμε την αμφιβολία μας ως προς την αξιοπιστία του Λόγου Στο κάτω κάτω και η ατομική βόμβα είναι προϊόν του Λόγου·  στο κάτω κάτω η τεχνητή αναπαραγωγή και διαλογή ανθρώπων εφευρέθηκαν από το Λόγο. Δεν θα έπρεπε λοιπόν τώρα να τεθεί, αντιστρόφως, ο Λόγος υπό επιτήρηση; Ποιος όμως ή τι θα τον επιτηρεί;».

Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ (από τον διάλογό του με τον Habermas)

«Μήπως το φιλελεύθερο, εκκοσμικευμένο κράτος συντηρείται από κανονιστικές προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο δεν μπορεί να εγγυηθεί;»

ErnstWolfgang Böckenförde

Στο προηγούμενο μέρος του παρόντος κειμένου, αφηγήθηκα τις απαρχές της ιδεολογικής μεταστροφής μου από τον φιλελευθερισμό στον συντηρητισμό. Εδώ θα εκφράσω τις φιλοσοφικές βάσεις αυτής της μεταστροφής, καίριο ρόλο στην οποία έπειξαν ο Παναγιώτης Κονδύλης, και ο Alasdair MacIntyre. Αρχικά, ο Κονδύλης, μέσα σε μια σειρά διαφορετικών αλλά συνάμα συστηματικών, εξαιρετικά προσεγμένων και τεκμηριωμένων συγγραμμάτων, επιχειρούσε να δείξει ότι κατά τους Νεώτερους Χρόνους, αποκορύφωμα των οποίων στάθηκε ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, επήλθε μια συγκλονιστική ηθική ρήξη με το παρελθόν. Η ρήξη αυτή θα μπορούσε να συνοψισθεί με τη φράση «διάκριση Είναι και Δέοντος». Το Είναι, ο κόσμος όπως είναι, αποτελεί την αιτιώδη θεώρηση, ενώ το Δέον, την κανονιστική:

«[…]ο Διαφωτισμός είναι σήμερα ζωντανότερος παρά ποτέ, προπαντός στις αστικοφιλελεύθερες χώρες της Δύσης. Όμως, δεν εμφανίζεται πια με τη μορφή της σύνθεσης εκείνης, η οποία επιδιωκόταν πριν από δύο αιώνες, αλλά ολότελα διχασμένος, δηλ. ως αγιάτρευτη διάσταση αιτιώδους και κανονιστικής θεώρησης. Ο Διαφωτισμός του 18ου αιώνα είχε τη δυνατότητα να ξεχνά τον διχασμό τούτον, που εξαρχής άλλωστε υπήρχε μέσα του, γιατί χρησιμοποιούσε τόσο την αιτιώδη όσο και την κανονιστική (του) θεώρηση ενάντια στον θεολογικό αντίπαλο. Ο παλιός αντίπαλος λείπει σήμερα, και δεν απομένει παρά μόνον η συναίσθηση του διχασμού, που γίνεται όλο και πιο οδυνηρή».

Με τέτοια ζοφερά λόγια τελείωνε ένα από τα έργα του ο σημαντικός συγγραφέας, ο οποίος έδειξε ότι ο Διαφωτισμός στην πραγματικότητα απλώς βάθυνε ό,τι είχε ήδη ξεκινήσει λίγο πριν, με την κατάλυση της σχολαστικής μεταφυσικής. Η κατάλυση αυτή έγινε πράξη εξαιτίας της μαθηματικοποιημένης φυσικής, κυρίως με τον Γαλιλαίο, στις αρχές του 17ου αιώνα. Προβάλλοντας το ηλιοκεντρικό μοντέλο των πλανητών, ο Γαλιλαίος έδειξε πως ο κόσμος μας είναι ενιαίος, δηλαδή διέπεται ολόκληρος από τους ίδιους νόμους, και ότι η σχολαστική-αριστοτελική (μεταφυσική) διάκριση του κόσμου μας σε «υποσελήνιο» (που είναι φθαρτός και επιδέχεται αλλοιώσεις) και «υπερσελήνιο» (που είναι αναλλοίωτος και άφθαρτος) είναι εσφαλμένη. Ένα ολόκληρο διανοητικό «σύμπαν» οδηγήθηκε στην κατάρρευσή του. Κατόπιν, οι Διαφωτιστές υπέδειξαν τη φύση (Είναι) σαν τη μόνη πηγή των κανονιστικών αξιών (Δέοντος), με αποτέλεσμα να θέσουν ακούσια στο προσκήνιο των ιδεών το πρόβλημα του μηδενισμού. Η συντριπτική πλειονότητα των Διαφωτιστών, με σποραδικές εξαιρέσεις σαν τον Sade, μαχόταν παράλληλα τόσο ενάντια στον παραδοσιακό θεολογικό αντίπαλο (σχολαστικισμός), όσο και ενάντια στον κίνδυνο της υπονόμευσης των αξιών (τον μηδενιστικό υλισμό του «όλα επιτρέπονται»).Παναγιώτης Κονδύλης: ο «μηδενισμός» ενός σύγχρονου Έλληνα διανοητή ~ Μύρων ΖαχαράκηςΈτσι, η υποψία του μηδενισμού βάραινε από νωρίς και τη σκέψη του Διαφωτισμού, και σχεδόν όλοι οι εκπρόσωποί του αναγκάστηκαν να αμυνθούν εναντίον της ήδη προτού καταφέρουν να εκτοπίσουν τον θεολογικό τους «αντίπαλο». Αφού όμως ο τελευταίος εξέλιπε από το ιστορικό προσκήνιο (καθώς η χριστιανική εκκλησία αναδιπλωνόταν και υφίστατο αλλεπάλληλες ήττες από το κοσμικό κράτος), έγινε οδυνηρά αντιληπτό το πρόβλημα της έλλειψης αξιών. Ο Διαφωτισμός είχε αναγάγει τις αξίες και τα πρέπει στη φύση, η επιστημονική έρευνα όμως παρουσίαζε μια εικόνα για τη φύση που ερχόταν σε σφοδρή αντίθεση μαζί της. Αποτέλεσμα; Η νέα αυτή μεταφυσική της φύσης άρχισε να στερείται θεμελίων. Ο μηδενισμός είναι ήδη παρών. Στο πλαίσιο αυτό, ο Κονδύλης εισηγούνταν μια δική του θεώρηση, που έχει μείνει γνωστή ως «περιγραφική θεωρία της απόφασης», και που ο ίδιος τη θεωρούσε λογικά αναπόδραστη συνέχεια της νεωτερικής ηθικής τομής. Παράλληλα, ο Κονδύλης προέβη σε ακόμη πιο ζοφερές διαπιστώσεις αναφορικά με το μέλλον του Δυτικού πολιτισμού, παρατηρώντας την απόλυτη καταβύθισή του στην καταναλωτική και ηδονική αποχαύνωση, προβλέποντας μάλιστα και τη γεωπολιτική του συντριβή στο απώτερο μέλλον. Η Δύση, ακολουθώντας μια αδιέξοδη πνευματική πορεία, έχανε την πίστη στις αξίες της και έμελλε τελικά ν’ αφανισθεί. Ο δεύτερος στοχαστής που με καθοδήγησε, ήταν ο Alasdair Macintyre, με το φιλοσοφικό αριστούργημά του Μετά την αρετή. Στο βιβλίο εκείνο, ο Macintyre έδειχνε πειστικά το πώς οι Διαφωτιστές τύπου David Hume παγίωσαν τη διάκριση ανάμεσα στο Είναι και στο Δέον, με αποτέλεσμα κάθε γενιά διανοητών ν’ αναζητεί έκτοτε μάταια ένα νέο ηθικό κέντρο. Ο ηθικός πλουραλισμός της εποχής μας, για τον οποίον τόσο συχνά επαιρόμαστε, δεν αποκαλύπτει παρά ένα βαθύτερο χάρος ασυνεννοησίας, λόγω κυρίως των ευθέως αλληλοσυγκρουόμενων θεμελίων που οι διαφορετικές ηθικές έχουν. Ύστερα από όλα αυτά, το «αίνιγμα» φαινόταν να έχει λυθεί: ο φιλελευθερισμός κλίνει προς τον μηδενισμό, διότι προσπαθούσε να κατορθώσει το ακατόρθωτο, που δεν είναι άλλο από τη διαμόρφωση μιας ηθικής δίχως μεταφυσικά ερείσματα. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο κ. Χατζής προβληματιζόταν με δηλώσεις δημοφιλών συγγραφέων σαν τον Harrari: η φιλελεύθερη ηθική έχει ανάγκη μια μεταφυσική βάση, αν όμως οι περαιτέρω επιστημονικές ανακαλύψεις μας απειλούν ανά πάση στιγμή να την κλονίσουν, τότε πού μπορεί κανείς να στηρίζεται; Για την ώρα, στη Δύση δεν υπάρχει μια κοινή και ευρύτερα αποδεκτή ηθική. Υπάρχει ένας διάχυτος ατομικισμός, διαρκώς διευρυνόμενος προς νέες κατευθύνσεις και δυνατότητες που όλο και αυξάνονται. Για να λειτουργήσει όμως αυτός ο ατομικισμός, απαιτείται ένα πλαίσιο συναίνεσης, έστω στα βασικά ζητήματα, αν είναι να μην προκύπτει κάθε φορά ηθικό και νομοθετικό χάος σχετικά με το τι πρέπει να επιτραπεί και τι όχι.Alasdair MacIntyre on the Sources of Unpredictability in Human Affairs (1972)Αυτό όμως το κοινό ηθικό πλαίσιο, για την ώρα τουλάχιστον, απουσιάζει, και οι επιστήμονες δεν μπορούν να το καλύψουν (ενν. χωρίς να εισάγουν κάποιο ηθικό κριτήριο, οπότε θα έπαυαν να τοποθετούνται αμιγώς «επιστημονικά»). Κάθε φορά που ένα ηθικό δίλημμα τίθεται στο προσκήνιο, παρατηρούμε την επανάληψη της γνωστής σύγκρουσης ανάμεσα στο τι πρεσβεύει η πλειονότητα μιας κοινωνίας, και στο τι εισάγεται από ορισμένες νομικές ή πολιτικές ομάδες και lobbies[1]. Εδώ γεννιέται το ερώτημα: ποιος αποφασίζει τι είναι «δικαίωμα»; Ο διάχυτος κοινωνικός ατομικισμός, γεννώντας, ευνοώντας και επιτρέποντας διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες ηθικές απόψεις και συμπεριφορές, τείνει τελικά ν’ αυτοϋπονομεύεται, διότι δεν αφήνει χώρο για μια κοινή ηθική βάση συναίνεσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να στηριχθεί μία νέα νομοθετική πράξη με ευρείες ηθικές συνέπειες. Παραμερίζοντας τη χριστιανική θεολογική κοσμοεικόνα, η Νεωτερικότητα (με αποκορύφωμα τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό) διαχώρισε αυστηρά την ηθική και τα πρέπει, από τη φύση και το πώς είναι ο κόσμος. Έτσι, η όποια ηθική θα πρέπει να είναι χωρίς μεταφυσική. Το πώς (και το αν) μπορεί να επιτευχθεί αυτό, είναι το κύριο πρόβλημα της ηθικής φιλοσοφίας του καιρού μας. Πώς μπορεί να αποφευχθεί το φάντασμα του σχετικισμού και, σε τελική ανάλυση, του ηθικό μηδενισμού; Οι περισσότεροι Διαφωτιστές αναζήτησαν μια μορφή φυσικού δικαίου, σήμερα όμως ακόμα και η επίκληση της φύσης στη θεμελίωση ηθικών εννοιών είναι το λιγότερο αμφίβολη[2]. Η πολυμορφία των αλληλοσυγκρουόμενων απόψεων, από την οποία υποσχέθηκε ο φιλελεύθερος Διαφωτισμός να μας εξαγάγει, παραμένει στο ακέραιο, αν δεν αυξάνεται: πλέον δεν συμφωνούμε καν για το αν υπάρχει Θεός, για το αν η ανθρώπινη ζωή έχει κάποιο νόημα και αν υπάρχουν αντικειμενικά το καλό και το κακό, το όμορφο και το άσχημο. Λείπει το πολυπόθητο «αρχιμήδειο» σημείο[3]. Αυτό αντανακλά και στο επίπεδο της γεωπολιτικής. Όσο η Δύση διατηρεί την ισχύ της, οι παγκόσμιες συγκρούσεις μπορούν να περιοριστούν. Δεν υπάρχει όμως καμία απόδειξη ότι αυτό θα συνεχίσει στο διηνεκές. Αλλά ακόμη και αν συνεχιζόταν, ποιος αποκλείει η σχετική διαμάχη να λάβει χώρα στο εσωτερικό μας; Στο κάτω κάτω, μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, τα ηθικά θεμέλια του φιλελευθερισμού ήταν (έστω κατ` επίφαση) χριστιανικά. Η ψυχροπολεμική κατάσταση ενίσχυσε αυτά τα ηθικά θεμέλια, ακριβώς για να διατηρηθεί η ενότητα σ’ έναν διχασμένο και αμφιταλαντευόμενο κόσμο. Σήμερα, όμως, ο διχασμός είναι εντονότερος και οι συγκρούσεις ακόμη περισσότερες. Δεν υπάρχουν δύο λίγο-πολύ οριοθετημένες δυνάμεις με βασικές και αντίθετες ιδεολογικές διακηρύξεις, αλλά ένα ετερόκλητο πλήθος διαφορετικών ιδεολογικών τάσεων, με μια ανησυχητική πολυπολικότητα σε κάθε επίπεδο. Πώς μπορεί να σταθεί ένας φιλελευθερισμός χωρίς κανένα μεταφυσικό θεμέλιο; Πώς μπορεί να μην καταρρεύσει η φιλελεύθερη ιδεολογία, αν δεν στηρίζεται σε κάποια κοινώς αποδεκτή ηθική; Και πώς θα μπορούσε να υπάρξει μία ηθική άνευ μεταφυσικής βάσης, χωρίς να χανόμαστε στον μηδενισμό της αξιολογικής αυθαιρεσίας; Οι Κονδύλης, Macintyre, Tristam Engelhardt, Max Weber, Jacques Monod, και άλλοι, έκαστος με τον τρόπο του, ανέδειξαν αυτό το σημαντικό ερώτημα, η απάντηση του οποίου είναι καθοριστική και για όλα τα υπόλοιπα. Ο συντηρητισμός δεν είναι παρά η απόπειρα διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξίας του ανθρώπου σ’ ένα πιο στέρεο έδαφος: το έδαφος της αντικειμενικής αλήθειας και του φυσικού δικαίου[4].


Υποσημειώσεις

[1] Η συχνή «επωδός» είναι ότι ένα δικαίωμα είναι αδιαπραγμάτευτο και δεν απαιτείται η ευρύτερη κοινωνική συναίνεση για την εδραίωσή του. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει μια κοινή ηθική βάση για την εδραίωση μιας πράξης, κάθε φορά που αυτή εμφανίζεται κοινωνικά αμφιλεγόμενη, ο αντίλογος της κοινωνικής μειοψηφίας είναι η επίκληση των «δικαιωμάτων». Τι γίνεται όμως όταν δεν έχει κατοχυρωθεί κάτι θεσμικά; Αν δεν έχει κατοχυρωθεί, προφανώς δεν αποτελεί δικαίωμα, με τη νομική σημασία του όρου. Όποιος το αποκαλεί δικαίωμα, ασφαλώς κάνει έναν ηθικό ισχυρισμό, πού σκοπεύει να τον στηρίξει όμως τη στιγμή που η βάση που προϋποθέτει ο ίδιος είναι αμφιλεγόμενη;

[2] Από τους ειδικούς, μερικοί φιλόσοφοι εστίασαν έντονα στο πρόβλημα αυτό. Κάποιοι από αυτούς εξήγγειλαν, μάλιστα, κάλεσμα για μια «θρησκεία χωρίς Θεό», με μόνα της άρθρα πίστεως τον ηθικό ρεαλισμό και την αναγνώριση της αντικειμενικής ομορφιάς του φυσικού σύμπαντος. Άλλοι επιχειρούν την επανεισαγωγή τελολογικών εννοιών στον φυσικό κόσμο, αλλά πλέον σε κοσμικό ή και ρητά αθεϊστικό πλαίσιο. Μερικοί επίσης αναζητούν διέξοδο σε προσεκτικά επιλεγμένα στοιχεία των παλιών θρησκευτικών παραδόσεων, όπως η έξοδος από το εγώ μας μέσω του ανατολίτικου μυστικισμού.

[3] Μπορεί κανείς να εισηγηθεί ένα νέο και εκκοσμικευμένο ηθικό σύστημα, και πράγματι οι φιλόσοφοι επιδίδονται σ’ αυτό, ωστόσο η πολυπόθητη συμφωνία παραμένει ακόμη ζητούμενο και όχι δεδομένο γεγονός. Οι δύο κύριοι δρόμοι που επιλέγονται είναι ο δεοντοκρατικός και ο συνεπειοκρατικός, με αρκετές παραλλαγές και συσχετίσεις. Και οι δύο όμως είναι αβέβαιοι και, ακριβώς επειδή είναι κοσμικοί και χωρίς θρησκευτικές βάσεις, απειλούνται πάντα από τις επιστημονικές ανακαλύψεις. Πώς, για παράδειγμα, μπορεί να θεμελιωθεί ένα οποιοδήποτε δικαίωμα αν οι επιστήμονες πουν (και δεν θα είναι η πρώτη φορά) ότι η ελευθερία της βούλησης ή και η ίδια η ταυτότητά μας είναι απλή αυταπάτη;

[4] Αυτό το αντιλήφθηκε ορθά, κατά τη γνώμη μου, ο φιλόσοφος Leo Strauss, άσχετα με το πόσο πειστικές είναι τελικά οι συγκεκριμένες προτάσεις που εισηγήθηκε.