«Η νεωτερικότητα προέκυψε από τη δυσαρέσκεια για το χάσμα ανάμεσα στο είναι και στο δέον είναι, στο πραγματικό και το ιδανικό».
“In the matter of reforming things, as distinct from deforming them, there is one plain and simple principle; a principle which will probably be called a paradox. There exists in such a case a certain institution or law; let us say, for the sake of simplicity, a fence or gate erected across a road. The more modern type of reformer goes gaily up to it and says, ‘I don’t see the use of this; let us clear it away.’ To which the more intelligent type of reformer will do well to answer: ‘If you don’t see the use of it, I certainly won’t let you clear it away. Go away and think. Then, when you can come back and tell me that you do see the use of it, I may allow you to destroy it”.
«Ο δυτικός πολιτισμός απειλείται από τρεις διαφορετικές αλλά συγγενικές δυνάμεις: την αναβίωση του αυταρχισμού των μεγάλων δυνάμεων και του επεκτατισμού με τις μορφές του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της Ρωσίας του Vladimir Putin∙ την άνοδο του παγκόσμιου ισλαμισμού, που απειλεί να κινητοποιήσει έναν τεράστιο πληθυσμό εναντίον της Δύσης∙ και την ιογενή εξάπλωση της woke ιδεολογίας, η οποία κατατρώει την ηθική ευρωστία της επόμενης γενιάς».
Στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσω ν’ ανασυνθέσω μια πνευματική περιπλάνηση, τη δική μου πνευματική περιπλάνηση, συνδυάζοντας το προσωπικό-εξομολογητικό στοιχείο με γενικότερους πολιτικούς προβληματισμούς (που αυτοί είναι, σε τελική ανάλυση, και οι πιο σημαντικοί), από τον πολιτικό φιλελευθερισμό στον συντηρητισμό[1].
Η πρώτη μεγάλη αναγνωστική επιρροή υπέρ του πολιτικού φιλελευθερισμού, που μπορώ να θυμηθώ, υπήρξε η μελέτη του συνοπτικού αριστουργήματος του Βρετανού πολιτικού φιλοσόφου John Stuart Mill, Περί ελευθερίας. Μέσα σ’ αυτό, ο ιδιοφυής, ευφράδης και πολυμαθής Mill επιχειρηματολογούσε υπέρ του πόσο οι κοινωνίες θα ωφελούνταν αν επέτρεπαν την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων τους, θέτοντας τους όποιους κρατικούς περιορισμούς στην ελάχιστη δυνατή κλίμακα: την προστασία των ίδιων των ατόμων από μια βλάβη. Θυμάμαι πόση εντύπωση μου είχε κάνει η ιδέα ότι ο φιλελευθερισμός είναι ανοιχτός προς διάφορες κατευθύνσεις και σε κάθε λογής κοινωνικά πειράματα, φτάνει μονάχα αυτά να μην επιβάλλονται στο κοινωνικό σύνολο. Ο φιλελευθερισμός παρουσιαζόταν ως ένα σύνολο πρακτικών που προστατεύει επαρκώς τον άνθρωπο, χωρίς όμως αυτός ο τελευταίος ν’ «ασφυκτιά» υπό τους περιορισμούς που δέχεται για την προστασία του αυτή[2]. Η πρώτη συνειδητή «αφύπνιση» υπέρ του συντηρητισμού, καθ’ όσον είμαι σε θέση να θυμηθώ, έλαβε χώρα με την ανάγνωση του περίφημου βιβλίου του αείμνηστου Sir Roger Scruton. Έχοντας καταδείξει εμφατικά τις λεκτικές αυθαιρεσίες και τους νοητικούς ακροβατισμούς σε διάφορους σοσιαλιστές και κομουνιστές διανοητές, ο Scruton τόνιζε την, κατά τη γνώμη του, αδήριτη «ανάγκη» να μπουν τα πράγματα στη θέση τους, με την καίρια συμβολή της πολιτικής Δεξιάς. Η Δεξιά θα έπρεπε, κατά τον ίδιο, να δώσει ξανά στις λέξεις το λογικό τους νόημα. Γιατί όμως η συντηρητική Δεξιά και όχι το φιλελεύθερο Κέντρο; Τι είναι αυτό που «συντηρεί» αυτή, ενώ εκείνο όχι; Δεν ήμουν ακόμη σε θέση να δώσω απάντηση. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Σ’ όλο σχεδόν το βιβλίο του, ο Scruton υπερασπιζόταν αδιάκοπα αξίες και πρακτικές που εύλογα θα ονόμαζε κανείς «φιλελεύθερες»: το Κράτος Δικαίου, την ανεκτικότητα, τον πλουραλισμό, το ελάχιστα παρεμβατικό κράτος και τη διάκριση των εξουσιών. Όλα αυτά δέχονταν, κατά τη γνώμη του, βάρβαρη κακομεταχείριση στο στόμα συγγραφέων όπως ο Sartre, ο Althusser και ο Žižek, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που οι επαχθείς κρατικοί φόροι θεωρούνται ακόμη από πολλούς σήμερα «τυπική» έκφραση «φιλελευθερισμού», και μάλιστα στη «νεοφιλελεύθερη» εκδοχή του[3]. Ο Scruton, λοιπόν, φαινόταν αρκούντως φιλελεύθερος και δύσκολα μπορούσα να καταλάβω τότε τι ήταν αυτό που τον διαχώριζε, καθιστώντας τον «συντηρητικό»[4].
Εδώ λοιπόν εισέρχεται στη συζήτησή μας ο ακαδημαϊκός Αριστείδης Χατζής[5]. Σε αντίθεση με όλους τους άλλους, που επιχειρούν να μεγιστοποιήσουν τις επιμέρους «ελευθερίες» τους (δηλ. τα όσα τους επιτρέπονται), έλεγε ο ίδιος, οι φιλελεύθεροι επιθυμούν και επιχειρούν να μεγιστοποιήσουν τις ελευθερίες των άλλων, σύμφωνα με τον ορισμό του συγγραφέα Ανδρέα Λασκαράτου. Πώς μπορεί να μην αναγνωρίζει κανείς το πρωτοφανές ηθικό του μεγαλείο;[6]. Ο J. S. Mill, έλεγε ο Χατζής, προκάλεσε μια πραγματική «παραδειγματική αλλαγή» (“paradigm shift”, με τη γλώσσα του Kuhn) στη φιλελεύθερη σκέψη. Αντί να θέσει το ερώτημα τι μπορεί να επιτραπεί, ξεκίνησε αντίστροφα, αναρωτώμενος για το τι πρέπει, τι είμαστε αναγκασμένοι να μην επιτρέψουμε, εισηγούμενος πως οτιδήποτε δεν ανήκει εκεί, πρέπει να επιτρέπεται. Οι ηθικές αντιστάσεις σ’ αυτό το σκεπτικό είναι πολλές. Παρά τις όποιες ηθικές αντιστάσεις, όμως, το μέλλον ανήκει στον φιλελευθερισμό[7]. Αβίαστα, λοιπόν, προέκυπτε το συμπέρασμα ότι και αρκετές σημερινές απαγορεύσεις και κωλύματα θα φαίνονται κάποτε εξίσου γελοία στα εγγόνια μας, που δεν θα μπορούν να κατανοήσουν τον σκοπό τους. Η διαρκώς διευρυνόμενη παροχή δικαιωμάτων στο άτομο, που δεν αποκλείεται να φτάσει έως τον επιτρεπόμενο κανιβαλισμό ή τις ακραίες πρακτικές σωματικού αυτοβασανισμού, αποκάλυπτε τη συντελεσθείσα σταδιακή μετατόπιση των ηθικών μας ορίων. Περισσότερη ατομική ποικιλομορφία, περισσότερες επιλογές και δυνατότητες. Έως πού όμως; Μέχρι ποιο σημείο έμελλε να προχωρήσει η ηθική μετατόπιση; Και δεν υπήρχαν όρια, δεν υπήρχαν πιθανές αμφιβολίες που απειλούσαν να υπονομεύσουν το όλο εγχείρημα; Ο Α. Χατζής παραδέχτηκε κάποτε ότι μεγάλη (αν όχι η μεγαλύτερη) πρόκληση για τον φιλελευθερισμό σήμερα είναι οι πιέσεις που δέχεται η ανθρώπινη ελευθερία της βούλησης, εξαιτίας των νεώτερων επιστημονικών ανακαλύψεων για τη δομή του ανθρώπου. Ο παγκοσμίως γνωστός επιστημονικός εκλαϊκευτής, Yuval Noah Harari, τον οποίον επικαλέστηκε ο Α. Χατζής, είχε τότε γράψει ένα άρθρο με τίτλο «Ο μύθος της ελευθερίας», όπου δήλωνε ευθαρσώς πως η ελευθερία της βούλησης δεν είναι παρά ένα χριστιανικής κοπής μύθευμα, που δεν έχει καμία επιστημονική βάση[8]. Φαίνεται πως παρόμοιες θέσεις πρεσβεύει και ο κ. Χατζής. Σε τηλεοπτική συνέντευξή του (4.5.2018), ο τελευταίος δήλωσε χαρακτηριστικά:
«Ο φιλελευθερισμός γεννήθηκε στην Ευρώπη εξαιτίας του Χριστιανισμού. Γιατί; Στον Χριστιανισμό οφείλουμε κάποια πράγματα: πρώτον, την ηθική ισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Οι άνθρωποι δεν θεωρούνταν ηθικά ίσοι μέχρι τον Χριστιανισμό. Δηλαδή ο Χριστιανισμός είναι αυτός που το “επιβάλλει”, κατά κάποιον τρόπο. Δεύτερον, στον Χριστιανισμό οφείλουμε σε πολύ μεγάλο βαθμό την ελευθερία της βούλησης. Όχι μόνο στον Χριστιανισμό, αλλά αυτός είναι εκείνος που το “επιβάλλει” στην καθημερινότητα, στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα πράγματα. Τρίτον, που έχει επίσης πολύ μεγάλη [ενν. σημασία], τη θεωρία των φυσικών δικαιωμάτων. Η θεωρία των φυσικών δικαιωμάτων αναπτύσσεται κυρίως μέσα στους κόλπους της Καθολικής εκκλησίας. Τα προηγούμενα συνδέονται και με την Ορθόδοξη [ενν. Εκκλησία]»[9].
Αν και δεν είναι, λοιπόν, αναγκαστικά ασύμβατος με τη χριστιανική θρησκευτικότητα, είναι φανερό ότι ο φιλελευθερισμός έχει πρακτικά αφήσει πίσω του αυτές τις πνευματικές του ρίζες, και σήμερα επιβιώνει, κατά κύριο λόγο, δίχως αυτές. Πού θεμελιώνεται όμως; Στην εν λόγω συνέντευξη, ο Χατζής εξήγησε πως η ηθική βάση του φιλελευθερισμού μπορεί, για να το συνοψίσω πολύ σχηματικά, να είναι είτε δεοντοκρατική (δηλ. να στηρίζεται σε κάποια βασικά «πρέπει», όπως για παράδειγμα η καντιανή κατηγορική προσταγή, που είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα ηθικής δεοντοκρατίας), είτε συνεπειοκρατική (δηλ. να βασίζεται στην ιδέα ότι ηθικά σωστό είναι αυτό του οποίου τ’ αποτελέσματα έχουν ευεργετικές συνέπειες για την ανθρώπινη ευτυχία γενικά, όπως για παράδειγμα ορίζει ο βρετανικός φιλελευθερισμός του Mill)[10]. Έτσι, ο φιλελευθερισμός έμοιαζε ένα ισχυρό και αργά αλλά σταθερά κερδίζον έδαφος όχημα, με τη νίκη του να λογίζεται ως η πλέον πιθανή και συμβατή με την επιστημονική πρόοδο και την ορθολογικότητα. Στο σημείο αυτό ο προβληματισμός μου ήταν μεγάλος, και γινόταν μεγαλύτερος, όσο πιο πολύ δυσκολευόμουν ν’ αντιληφθώ την προέλευσή του. Για μία ακόμη φορά, η ανάγνωση έδρασε καταλυτικά. Πιο συγκεκριμένα, ήρθα σ’ επαφή με δύο πολύτιμες αναγνωστικές πηγές που έμελλαν να δώσουν απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Αυτές ήταν ο Σκώτος φιλόσοφος, Alasdair Macintyre, και ο Έλληνας στοχαστής και ιστορικός των ιδεών, Παναγιώτης Κονδύλης.
Υποσημειώσεις
[1] Οι επιρροές υπήρξαν τόσο πρόσωπα και βιώματα, όσο και αναγνώσματα. Για τα αναγνώσματα, πάντως, μπορεί κανείς ευκολότερα να μιλήσει δημόσια.
[2] Στα ελληνικά πανεπιστήμια, ο όρος «φιλελευθερισμός» ηχούσε (και ακόμη ηχεί, θα έλεγε κανείς) σχεδόν σαν βρισιά, με τον υποτιμητικό όρο «φιλελές» να συνοδεύει όποιον τολμάει να τον υποστηρίξει δημόσια. Στην Ελλάδα, πίστευα (και πιστεύω ακόμη), υπάρχει σοβαρός πολιτικός αναλφαβητισμός, σε σημείο οι πολιτικοί όροι να κακοπαθούν ιδιαίτερα. Ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός, ο αναρχισμός, αλλά και ο φασισμός, είναι οι πλέον τυπικές περιπτώσεις αυτής της κακοπάθειας. Διόλου περίεργο λοιπόν που ακαδημαϊκοί πολίτες, φοιτητές και καθηγητές, επέκριναν αδιάκοπα τον φιλελευθερισμό υπέρ των σοσιαλιστικών εναλλακτικών της αρεσκείας τους, την ίδια όμως στιγμή δεν ήταν πρόθυμοι να ωθήσουν τις εναλλακτικές αυτές ως τα άκρα που πιθανότατα θα τις οδηγούσε μια συνεπής αντιφιλελεύθερη στάση. Πώς μπορείς να μην αναγνωρίζεις καθόλου τη φιλελεύθερη ανεκτικότητα και την ίδια κιόλας στιγμή να επικρίνεις σαν «άστοχες» τις σταλινικές πρακτικές δίωξης των πολιτικών αντιφρονούντων; Στο όνομα τίνος το κάνεις αυτό; Επιπλέον, αν υιοθετεί κανείς μια συνεπή υλιστική θέση, γιατί να μην προχωρήσει περισσότερο, μεταχειριζόμενος τους ανθρώπους σαν μηχανικά εξαρτήματα, αν είναι πεπεισμένος πως από μια τέτοιαν αντιμετώπιση πρόκειται να προκύψει η απόλυτη και οριστική συλλογική ευδαιμονία στο προσεχές μέλλον; Αλλά είναι καλύτερο να μην προτρέχω.
[3] Η «ανυποληψία» αυτή του φιλελευθερισμού στην Ελλάδα, έχει συγκεκριμένες ιστορικές ρίζες, όπως έδειξε και ο Παναγιώτης Κονδύλης.
[4] Ωστόσο, ο Scruton δεν κατόρθωσε να διατυπώσει με συνέπεια ένα στέρεο κριτήριο διάκρισης του φιλελευθερισμού από τον συντηρητισμό. Ο αείμνηστος Βρετανός φιλόσοφος έμοιαζε να καλεί σε μια πολιτική του «όχι ακόμη» και να προωθεί οτιδήποτε γίνεται σταδιακά και βαθμιαία, χωρίς να έχει κάποιο βασικό ηθικό κριτήριο που να είναι ανεξάρτητο από την όποια χρονική συγκυρία. Από αυτό έως τη στάση των σημερινών φιλελευθέρων, η απόσταση είναι πραγματικά ελάχιστη.
[5] Είδα για πρώτη φορά από κοντά τον κ. Χατζή στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών μου σπουδών, αν και η μορφή του μου ήταν ήδη γνωστή μερικά χρόνια πριν, όταν διάβαζα τα δημοσιογραφικά κείμενά του και παρακολουθούσα διαδικτυακά ομιλίες του. Ο ιδιαίτερος συνδυασμός ευφράδειας λόγου με τη μεστή επιχειρηματολογία του, ήταν γνωρίσματα που είχαν τότε μάλλον ισχυρή επίδραση πάνω μου, θυμίζοντας ως έναν βαθμό το ύφος γραφής του Mill. Αναρωτιόμουν τότε πώς ήταν δυνατόν να παραγνωρίζει κανείς την οφθαλμοφανή αλήθεια του, και πώς μπορεί κανείς να τον απονομιμοποιεί και να υιοθετεί κάποιαν άλλη πολιτική γραμμή.
[6] Παραθέτοντας τα προκλητικά σκίτσα που δημοσίευε το γνωστό γαλλικό περιοδικό Charlie Hebdo, το κυνήγι εναντίον του Salman Rushdie και της Ayaan Hirsi Ali, και φυσικά τις μαζικές αντιδράσεις στη χώρα μας από την προβολή της ταινίας του Martin Scorsese με θέμα το βιβλίο του Καζαντζάκη, Ο τελευταίος πειρασμός, ο Αριστείδης Χατζής σκιαγραφούσε τον φιλελευθερισμό σαν μια «ηρωική» απόφαση, που στη θεωρία ελκύει πολλούς, στην πράξη όμως λίγοι τον ακολουθούν πιστά, και ακόμη λιγότεροι έχουν το θάρρος να οδηγηθούν ως τις ακραίες του συνέπειες. Δεν πρέπει, πάντως, να συγχέεται ο φιλελευθερισμός με τη «μπαχαλοκρατία». Ο ίδιος ο Αριστείδης Χατζής έχει τοποθετηθεί υπέρ μιας αυστηρότερης εκπαιδευτικής πολιτικής για τα πανεπιστήμια, υπερασπιζόμενος σθεναρά και σταθερά την ευνομία.
[7] Τα μαθήματα εκείνα έδειχναν την ιστορική απόσυρση των απαγορεύσεων άλλων εποχών στη χώρα μας (όπως ήταν, για παράδειγμα, η παρωχημένη απαγόρευση του να βλασφημεί ή να ερωτοτροπεί κανείς εντός του λεωφορείου) και τις έκαναν να φαντάζουν γελοίες. Και πράγματι, σήμερα τέτοιες απαγορεύσεις μοιάζουν γελοίες στον μέσο άνθρωπο, ο οποίος κατά κανόνα δεν έχει ζήσει στο «κλίμα» τους και πρακτικά του είναι συναισθηματικά ξένες.
[8] Την ίδια άρνηση της ελευθερίας της βούλησης διατύπωσε, στο άνωθεν προαναφερθέν δοκίμιό του, και ο Mill. Ο Mill δεν φαινόταν να βλέπει κάποια τρομερή αντίφαση σ’ αυτό, πάντως.
[9] Οι δηλώσεις είναι στο 19ο λεπτό. Στο 21ο λεπτό της ίδιας συνέντευξης, συνέχισε λέγοντας πως το τέταρτο στοιχείο που οφείλει στον Χριστιανισμό ο φιλελευθερισμός, είναι η ελευθερία της συνείδησης, συμπληρώνοντας πως και η ίδια η έννοια της «ατομικότητας» προέρχεται από εκείνο, περισσότερο δε από τον προτεσταντισμό. Πάντως, αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί άνευ όρων συμπάθεια προς τη χριστιανική παράδοση, τη σημασία της οποίας ο Χατζής θεωρεί περισσότερο εμφατικά «τονισμένη» απ’ ότι θα ταίριαζε σε μια φιλελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία.
[10] Ο Αριστείδης Χατζής δεν κρύβει την προτίμησή του για τον δεύτερο τρόπο δικαιολόγησης, γεγονός που δεν θα πρέπει να ξαφνιάζει, αν λάβουμε υπόψη του τη σημασία του Mill για τη σκέψη του.