«[…] κανείς δεν αμφισβητούσε πράγματι την ύπαρξη του Θεού μέχρι ότου οι θεολόγοι βαλθούν να την αποδείξουν. Η αισθητά μικρή επιτυχία αυτών των αποδείξεων οδήγησε πολλούς στο να αναρωτηθούν εάν η ύπαρξη του Θεού ήταν όντως τόσο προφανής όσο είχαν κάποτε πιστέψει».
Alister McGrath
«Στις 25 Οκτωβρίου 2011 έδωσα μια διάλεξη στο Πολιτειακό πανεπιστήμιο του Πόρτλαντ υπό την αιγίδα της Εταιρείας Επιστημονικής Έρευνας Sigma Xi, τα μέλη της οποίας είναι επαγγελματίες ερευνητές και πανεπιστημιακοί. Η συγκεκριμένη συνάντηση ήταν μία διεπιστημονική εκδήλωση την οποία παρακολούθησαν διακόσιοι περίπου επιφανείς επιστήμονες από όλο το Όρεγκον. Ο αρχικός τίτλος της ομιλίας μου ήταν “Ο Ιησούς, ο Μωάμεθ, η Νεράιδα του Δοντιού και άλλα διαβολικά πλάσματα”. Ωστόσο, οι οργανωτές της εκδήλωσης μου ζήτησαν ευγενικά να χαμηλώσω λίγο τον τόνο στον τίτλο. Έτσι, υπέβαλα τον ακόλουθο, που έγινε αμέσως δεκτός: “Ο Ιησούς, η Μητέρα Τερέζα, η Νεράιδα του Δοντιού και άλλα διαβολικά πλάσματα”».
Peter Boghossian
Στο προηγούμενο κείμενό μας, κάναμε λόγο για την «τεκμηριοκρατία», τη στάση που αξιώνει εμπειρικά τεκμήρια για να γίνει κάτι αποδεκτό. Εδώ θα μιλήσουμε για τον αγνωστικισμό, που συχνά συνδέεται στενά μαζί της. Αρχικά, ο όρος «αγνωστικισμός» επινοήθηκε γύρω στα 1869, από τον ζωολόγο και δημόσιο διανοούμενο Thomas Henry Huxley, σύμφωνα με τον οποίον είναι λάθος να αξιώνουμε βεβαιότητα για κάτι, εφόσον δεν διαθέτουμε εμπειρικά τεκμήρια (evidence) υπέρ του. Εκεί έγκειται, σύμφωνα με τον ίδιο, η σημασία του όρου «αγνωστικισμός». διόλου δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ενστερνίζεται μια απάντηση ως λογικά πιθανότερη. Ο ίδιος θα του δώσει το όνομα αυτό, σε αντιδιαστολή με τα αρχαία «γνωστικά» συστήματα. Για τον Huxley, είναι λάθος να αξιώνουμε βεβαιότητα για κάτι (π.χ. για τον Θεό), εφόσον δεν διαθέτουμε εμπειρικά τεκμήρια για αυτό. Εκεί έγκειται, σύμφωνα με τον ίδιο, η σημασία του όρου «αγνωστικισμός», τον οποίο υποστηρίζει ο ίδιος, επικαλούμενος ρητά τους Hume και Kant. Αντίστοιχα εκφραζόταν ο σπουδαίος φυσιοδίφης και φίλος του, Κάρολος Δαρβίνος. Μάλιστα, συμπληρώνει ότι όχι μόνο πως είναι αδύνατο να γνωρίσουμε οριστικά την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού, αλλά ότι, ύστερα από είκοσι πέντε αιώνες μάταιης φιλοσοφικής διαπάλης, δεν γνωρίζουμε ούτε καν το αν υπάρχει γενικά αυτή η δυνατότητα γνώσης ή όχι. Βέβαια, συνεχίζει, το γεγονός ότι δεν διαθέτει θετική γνώση για ένα ζήτημα, διόλου δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ενστερνίζεται μια απάντηση ως λογικά πιθανότερη. Η επιστήμη, μας λέει, δεν είναι παρά η οργανωμένη «κοινή λογική» (common sense). Έχει σημασία να τονισθεί ότι ο Huxley δεν ισχυρίζεται πως είναι αδύνατο να γνωρίσουμε την αλήθεια για την ύπαρξη του Θεού, αλλά απλώς ότι προσωπικά ο ίδιος δεν γνωρίζει τίποτα σχετικά με αυτό, ενώ δεν γνωρίζει ούτε καν το αν υπάρχει γενικά αυτή η δυνατότητα γνώσης ή όχι. Αυτό θα υποστηρίξει, μερικά χρόνια αργότερα, ο Βρετανός αναλυτικός φιλόσοφος Bertrand Russell. Ως φιλόσοφος, ο Russell δεν θα διστάσει να εξετάσει τα κεντρικότερα μεταφυσικά και γνωσιολογικά ερωτήματα, παραθέτοντας τις απαντήσεις που έχουν δώσει κατά καιρούς οι φιλόσοφοι, αλλά και ασκώντας τους κριτική. Ξεκινώντας από ένα τραπέζι, κάτι τόσο απλό και καθημερινό στην αντίληψη όλων μας, ο Russell προβάλλει τη μία αμφισβήτηση ύστερα από την άλλη απέναντι στην αντίληψη των πραγμάτων από τον κοινό νου, θέτοντας αυστηρά όρια ως προς το τι θα μπορούσε να συνιστά πραγματικά «βέβαιη» γνώση. Ο Russell ξεκινά από τα δεδομένα των αισθήσεων, στη συνέχεια διερευνά λεπτομερώς τα είδη της γνώσης, για να οδηγηθεί στην παραδοχή ότι τα περισσότερα πράγματα επιδέχονται όχι αμελητέα αμφισβήτηση. Αν όμως είναι τόσο σύνθετος και αβέβαιος ο χώρος της φιλοσοφίας, τότε η αξία της δεν μπορεί παρά να έγκειται στην αμφισβήτηση, η οποία απεγκλωβίζει το ανθρώπινο μυαλό από τον δογματισμό, και το υψώνει στο επίπεδο του όλου, σε αντίθεση με τα υποκειμενικά αισθήματά μας, που συνήθως μας περιορίζουν. Η φιλοσοφία δεν είναι ικανή να μας προσφέρει έγκυρη γνώση, αλλά αμφιβολίες για τη γνώση που ήδη έχουμε. Η αμφιβολία προβάλλεται, έτσι, σαν η μέγιστη αξία, επειδή διευρύνει τους ορίζοντες και πλαταίνει την αντίληψη για τον κόσμο μας. Μιλώντας, όμως, για δογματισμό, μπορούμε να δούμε στη συνέχεια τις απόψεις του Βρετανού φιλοσόφου όσον αφορά τα θρησκευτικά δόγματα. Σύμφωνα με τον Russell, η θρησκεία δεν μπορεί να μένει στο «απυρόβλητο» της κριτικής. Όσο για το ζήτημα του Θεού, και αυτό επιδέχεται ορθολογική κριτική. Η πίστη, μας λέει ο Russell, προκύπτει μονάχα εκεί όπου δεν υφίσταται γνώση. Για να υπάρχει χώρος για πίστη πρέπει να υπάρχει και επαρκής χώρος για να έχει κανείς αμφιβολίες, διαφορετικά η πίστη θα ήταν εντελώς αχρείαστη. Η πίστη στηρίζεται όχι σε ορθολογικές αλλά σε συναισθηματικές βάσεις και δεν είναι αρετή, αλλά μάλλον ελάττωμα, διότι δεν δηλώνει στην πραγματικότητα παρά την αποδοχή πραγμάτων για τα οποία δεν διαθέτουμε επαρκή τεκμηρίωση. Ο Russell, ο οποίος δηλώνει απερίφραστα αγνωστικιστής, απορρίπτει επίσης τα ωφελιμιστικά επιχειρήματα υπέρ της πίστης, αντιτείνοντας ότι αυτή επιφέρει αντίστοιχα και μερικές διόλου αμελητέες κοινωνικές συμφορές:
«Στην λεγόμενη εποχή της πίστης, όταν οι άνθρωποι πραγματικά πίστευαν τη χριστιανική θρησκεία σε όλη της την πληρότητα, εκεί ήταν η Ιερά Εξέταση με όλα της τα βασανιστήρια· εκεί ήταν εκατομμύρια άτυχες γυναίκες που κάηκαν ως μάγισσες· κι εκεί βρίσκονταν κάθε είδος απανθρωπιάς που εφαρμόσθηκε σε κάθε είδος ανθρώπου στο όνομα της θρησκείας. Βρίσκεις καθώς κοιτάς τον κόσμο τριγύρω, ότι κάθε μικρή πρόοδο στα ανθρώπινα συναισθήματα, κάθε πρόοδος στην εγκληματική νομοθεσία, κάθε βήμα προς την μείωση του πολέμου, κάθε βήμα προς την καλύτερη συμπεριφορά προς τους έγχρωμους ή κάθε μετριασμός της δουλείας, κάθε ηθική πρόοδος που πραγματοποιήθηκε στον κόσμο, εναντιώθηκε από τις οργανωμένες εκκλησίες του κόσμου».
Σύμφωνα με τον Russell, η περί Θεού εικόνα μας εμφανίστηκε, ιστορικά, από τις αρχαίες ανατολικές δεσποτείες. Γι’ αυτό και οι (μονοθεϊστικές τουλάχιστον) θρησκείες υποβιβάζουν ηθικά τον άνθρωπο, καθώς τον οδηγούν σε εξευτελισμούς μπροστά στη θεότητα που λατρεύει. Επιπλέον, η θρησκεία κρατάει τους φτωχούς στη μοίρα τους, συγκαλύπτοντας την κοινωνική αδικία. Όσο για τον μυστικισμό, αυτός αποτελείται από δύο συστατικά στοιχεία: το συναίσθημα, το οποίο ο Russell θεωρεί σπουδαίο, και τις πεποιθήσεις που στηρίζονται στο συναίσθημα και ποικίλλουν σημαντικά αναλόγως του ποιο είδος μυστικισμού κοιτάμε, πράγμα που τις καθιστά άκρως αμφίβολες. Ο Russell δεν αποκλείει, πάντως, την πιθανότητα να υπάρχει όντως Θεός, κρίνει όμως ότι σε μία τέτοια περίπτωση Αυτός θα πρέπει να είναι είτε (τουλάχιστον εν μέρει) κακός, είτε έστω να μην είναι Παντοδύναμος. Στο κάτω κάτω, αν τελικά υπάρχει Θεός, θα ήταν παράλογο Αυτός να τιμωρεί όσους απίστησαν, αφού ο ίδιος δεν τους έδωσε επαρκείς ενδείξεις για την ύπαρξή του. Σημαντικό τμήμα του έργου του είναι η κριτική που κάνει στον Ιησού Χριστό. Για τον Russell, ο Χριστός στάθηκε μεν αξιόλογος ηθικοδιδάσκαλος, όμως το γεγονός ότι πίστευε στο δόγμα της αιώνιας κόλασης, με την οποία προειδοποιούσε τους διαφωνούντες, δείχνει ότι δεν ήταν πιο σπουδαίος από άλλους ηθικοδιδασκάλους, όπως λόγου χάρη τον Σωκράτη. Παράλληλα, ο Russell επιθεωρεί ένα προς ένα τα παραδοσιακά φιλοσοφικά επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού. Για το κοσμολογικό (ας σημειωθεί ότι ο Russell ονομάζει την «προ-κοπερνίκεια» όλη την προνεωτερική θρησκευτικότητα), ισχυρίζεται πως επιστημονικά δεν είναι καν αναγκαίο να συμπεράνει κανείς πως υπάρχει μια πρώτη αρχή: θα μπορούσε κάλλιστα να υπάρχει μια άπειρη χρονική ακολουθία αιτίων ή, αν τελικά υπάρχει, να μην είναι καν «εξαιρετική» (π.χ. Θεός) αυτή η πρώτη αιτία. Από ηθική σκοπιά, το κακό που υπάρχει και πλεονάζει στον κόσμο μας, είναι μια αντένδειξη. Όσο για το τελολογικό επιχείρημα, μετά τις πρωτοποριακές ανακαλύψεις του Δαρβίνου έχει εντελώς καταστραφεί και δεν αξίζει να γίνεται λόγος γι’ αυτό. Εξάλλου, ο πελώριος χώρος του σύμπαντος και ο τεράστιος χρόνος που προηγήθηκε το ανθρώπου, εγείρει αμφιβολίες για το τελικό αποτέλεσμα, που είναι μάλλον «πενιχρό».
«Έχουν λεχθεί πολλά στην παραδοσιακή θρησκεία (που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε προ-κοπερνίκειο), για τη γη που είναι το κέντρο του σύμπαντος, για τον Άνθρωπο που είναι μέγας και πολύς, και για το σύμπαν που κινείται γύρω από τον άνθρωπο. Νομίζω ότι είναι παράλογο και γελοίο να διατυπώνουμε αυτές τις απόψεις μετά τον Κοπέρνικο. Η γη είναι ένας από τους μικρότερους πλανήτες ενός όχι ιδιαίτερα σημαντικού άστρου, ενός ελαχιστότατου μέρους του Γαλαξία, που είναι ένας μεταξύ πολλών εκατομμυρίων γαλαξιών. Είναι μια ιδέα ματαιόδοξη αυτή η ιδέα, αν μου επιτρέπεται η έκφραση».
Σε μία προσωπική ομολογία του, μας λέει:
«Είμαι αγνωστικιστής, αλλά αν ήμουν σε κάποιο βαθμό ορθόδοξος πιστός- αν πίστευα στον Θεό- θα ντρεπόμουν να συναγάγω την ύπαρξή του από τις επίγειες ανάγκες μας σε αυτόν τον πλανήτη- δεν μπορείς, από κάτι τόσο ασήμαντο, να οδηγηθείς σε συμπεράσματα που αφορούν το σύμπαν».
Ο Russell διατείνεται ότι ο Kant επινόησε ένα νέο επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης Θεού, και δεν διστάζει να το εξετάσει και αυτό. Ο ηθικός νόμος, στον οποίο στηρίζεται το εν λόγω επιχείρημα, είναι απόλυτα προσωρινός, περιστασιακός και εξαρτημένος από το περιβάλλον μέσα στο οποίο κανείς ανατράφηκε. Ιστορικά, μας λέει, πολλοί ελεύθεροι στοχαστές συναγωνίζονται ή και υπερβαίνουν ηθικά τον οποιονδήποτε Χριστιανό. Δεν υπάρχει μια ηθική που να είναι «καλή». Όσο για τον Kant, μάλλον είναι χαρακτηριστική απόδειξη ότι ενίοτε η φιλοσοφία μας επηρεάζεται από τις τροφούς που μας ανέθρεψαν κατά τα πρώτα μας χρόνια.
Ο Russell υποστηρίζει επίσης ότι οι πιθανότητες να υπάρχει μεταθανάτια ζωή είναι αμελητέες, αλλά εμείς οφείλουμε να κοιτάζουμε αυτή την πραγματικότητα κατάματα, όσο και αν κάτι τέτοιο μας δημιουργεί φόβο. Μιλώντας για φόβο και επαναλαμβάνοντας όσα διατύπωνε παλαιότερα ο Hume (όπως και το περίφημο «παράδοξο του Επικούρου»), ο Russell αποδίδει την κάθε θρησκεία στον φόβο του ανθρώπου. Υποστηρίζει, τέλος, ότι ανέκαθεν οι θρησκείες εμπόδιζαν την κοινωνική πρόοδο. Μήπως το ίδιο δεν εξακολουθεί να συμβαίνει και στον εικοστό αιώνα; Πιο συγκεκριμένα, ο Russell πρεσβεύει ότι:
«Η σύγχρονη ηθική είναι ένα μίγμα από δύο στοιχεία: τις λογικές αρχές για μιαν ειρηνική συμβίωση στην κοινωνία, από τη μια μεριά, κι από την άλλη, τα πατροπαράδοτα ταμπού, που προέρχονται από παλιές δεισιδαιμονίες, μέσω των ιερών βιβλίων του Χριστιανισμού, του Μωαμεθανισμού, του Ινδουισμού ή του Βουδισμού […] Και είναι θλιβερό επίσης το γεγονός πως πολλές από τις ιδέες αυτές, που χωρίς καμία κριτική θεωρούνται ιερές από τους σημερινούς ανθρώπους, δημιουργούν ολότελα άχρηστες αθλιότητες σ’ αυτούς. Αν οι αγαθές παρορμήσεις των ανθρώπων ήταν ισχυρότερες, οι τελευταίοι θα έβρισκαν έναν τρόπο να εξηγήσουν πως τα ρητά των Γραφών δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά γράμμα».
Κριτική
Εδώ μπορούν να γίνουν κάποιες κριτικές παρατηρήσεις. Κόντρα σ’ ό,τι μας είπε προηγουμένως, ο ίδιος ο Russell ομολογεί στη συνέχεια:
«Στην πράξη, οι άνθρωποι διαλέγουν τα ιερά τους βιβλία ανάλογα με την κοινότητα όπου έτυχε να γεννηθούν, αλλά κι από τα βιβλία αυτά εκείνα μόνο τα μέρη που τους αρέσουν, αγνοώντας τα άλλα […] Έτσι συμβαίνει, ακόμα κι όταν έχουμε μιαν Ιερή Γραφή, να εξακολουθούμε να διαλέγουμε απ’ αυτήν μονάχα ό,τι συμφωνεί με τις δικές μας προλήψεις»[1].
Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, οι θρησκείες λαμβάνονται στα σοβαρά από τους πιστούς τους, γι’ αυτό τους οδηγούν σε οπισθοδρόμηση και τους κρατούν σε κοινωνική στασιμότητα (δηλ. εδώ οι θρησκείες παρουσιάζονται κοινωνικά ζημιογόνες). Σύμφωνα με τη δεύτερη, όμως, οι άνθρωποι ακολουθούν από τα ιερά τους βιβλία μόνο όσα ήδη τους αντιπροσωπεύουν (δηλ. αυτή τη φορά οι θρησκείες παρουσιάζονται κοινωνικά ουδέτερες). Τι από τα δύο ισχύει; Διότι, φυσικά, δεν μπορεί οι θρησκείες να είναι ταυτοχρόνως κοινωνικά επιβλαβείς και κοινωνικά ουδέτερες. Είτε είναι επιβλαβείς, οπότε καλύτερα να παραμερισθούν, είτε είναι ουδέτερες, οπότε δεν έχουν μεγάλη σημασία. Κοντολογίς, ο Russell αυτοαναιρείται αποδίδοντας στις θρησκείες δύο ιδιότητες που είναι μεταξύ τους ολωσδιόλου ασύμβατες. Μία ακόμη ασυμβατότητα του Russell είναι ότι τη μία στγιμή επιτίθεται στις θρησκείες τονίζοντας την ιστορική σχετικότητα των κάθε λογής ηθικών αξιών, ενώ την άλλη τις αποκρούει υπερασπιζόμενος τη φαυλότητά τους, βάση ενός υποκείμενου (απόλυτου) ηθικού κριτηρίου που προϋποθέτει ο ίδιος, αλλά που ουδέποτε εξηγεί ή τεκμηριώνει. Τέλος, ο Russell αναπαράγει ένα σωρό ανακριβείς διαδόσεις περί του Μεσαίωνα, όπως για παράδειγμα τον μύθο ότι η γη εθεωρείτο τάχα επίπεδη ή ότι ο Ρωμαιοκαθολικισμός αποδοκίμαζε για βιβλικούς λόγους τη νάρκωση.
Υποσημειώσεις
[1] Μια παρενθετική σημείωση: στον εικοστό πρώτο αιώνα, οι δημοφιλείς δημόσιοι διανοούμενοι που θα γίνουν γνωστοί ως New Atheists, θα επαναλάβουν και θα εκλαϊκεύσουν τις σκέψεις των Russell και Huxley. Ο εκλαϊκευμένος αθεϊσμός τους θ’ ακολουθήσει, κατά κάποιον τρόπο, τον παλιό αγνωστικισμό, επαναλαμβάνοντας επιλεκτικά τα επιχειρήματά του. Για παράδειγμα, η άποψη ότι ο Θεός δεν έχει εξηγητική αξία, διότι είναι περισσότερο μυστηριώδης έννοια από αυτές που υποτίθεται ότι εξηγεί η επίκλησή Του, έχει «εκλαϊκευθεί», από τους σημερινούς New Atheists, στο ρητορικό ερώτημα και slogan «ποιος δημιούργησε τον Θεό». Δεν είναι τυχαίο ότι οι σημερινοί λαϊκοί άθεοι, οι οποίοι τον αναπαράγουν, αποφεύγουν να υποστηρίξουν ότι δεν υπάρχει Θεός, αλλά προτιμούν να πουν «δεν έχουμε ενδείξεις υπέρ ύπαρξης Θεού», επιχειρώντας να εκμεταλλευθούν συγχρόνως δύο ρητορικές: από τη μια αυτή του αθεϊσμού (για να προωθήσουν έναν άθεο ανθρωποκεντρισμό), αλλά και εκείνη του αγνωστικισμού (για να φανούν μετριοπαθέστεροι, και για να μη χρειαστεί να παρουσιάσουν οι ίδιοι λογικά επιχειρήματα για την ανυπαρξία του Θεού, πράγμα σαφώς κοπιαστικότερο). Αν και δεδηλωμένοι αθεϊστές, οι New Atheists θα επιχειρήσουν να διαστείλουν τα όρια μεταξύ αθεϊσμού και αγνωστικισμού, δίνοντας στον πρώτο μία ήπια σημασία που περιλαμβάνει πρακτικά και τον δεύτερο, πιθανώς για ν’ αποκρούσουν πιθανές μομφές εναντίον τους, περί «δογματισμού».