Jan Steen – Village School (1670)

Το κείμενο που ακολουθεί, προτείνουμε να διαβαστεί μαζί με το «Η νέα γενιά των περιπλανώμενων και τα αερόφυτα». Στόχος των κειμένων αυτών είναι να δείξουν ότι ο σύγχρονος κουλτουραλισμός (culturalism), ή αλλιώς μεταμοντέρνα «πολιτισμικότητα», είναι μια αλαζονική, μη διαλεκτική, πολεμική επίδειξη πολυπολιτισμού (multiculture). Μια επεκτατική στρατηγική που στοχεύει στην πολιτισμική ισοπέδωση, διαμέσου της ιδεολογικής εξαφάνισης του «αντιπάλου». Στην παροξυσμική εποχή της μαζικής επικοινωνίας κάθε πολιτισμική γνώση αντικαθίσταται από την υπερχείλιση μιας πλανητικής, συχνά χυδαίας, γλώσσας και κουλτούρας. Οι όροι και το νόημά τους συγχέονται τόσο πολύ, ώστε ο πολιτισμός μετατρέπεται, όλο και περισσότερο, σε μια άμορφη μάζα. Με τον όρο «κουλτουραλισμό» εννοούμε εκείνο το πλαίσιο στάσεων και δράσεων που εστιάζει στην υποκειμενική εμπειρία (με την έννοια του άκρατου υποκειμενισμού) της δημιουργίας πολιτισμού και ανταπόκρισης σε αυτόν. Ο κουλτουραλισμός, όπως εκφράζεται στην πράξη, υπερτονίζει την «κανονικότητα» του πολιτισμού και την ενεργητική, δημιουργική ικανότητα των ανθρώπων να κατασκευάζουν κοινές πρακτικές. Όμως δίνοντας τεράστια έμφαση στη σχετικότητα της βιωμένης εμπειρίας, κατά τη γνώμη μας, γίνεται ένα ακόμη μέσο κυριαρχίας και νομιμοποίησης μιας πολυπολιτισμικότητας η οποία οδηγεί σε κόσμους δίχως πολιτισμό, και επομένως δίχως ταυτότητες, αντίλογο και αποτελεσματικές αντιστάσεις. Προωθεί τη λογική της επικράτησης του ισχυρού, του μοδάτου και στηρίζει την άμετρη κατανάλωση. Έτσι εξυπηρετεί, με τον καλύτερο τρόπο, τα συμφέροντα μιας ελίτ ανθρώπων που, κατά τα φαινόμενα, επιθυμούν να κατακτήσουν καθολικά τον κόσμο: δηλαδή, όχι μόνον οικονομικά -ίσως γιατί αυτό δεν εξυπηρετεί την καθολικότητα της κατάκτησης- αλλά και πολιτισμικά.

Ο Μπιλ Γκέητς, ένα από τα ισχυρότερα πρόσωπα αυτού του υπό κατάρρευση κόσμου, σύντομα θα κυριαρχήσει σε κάθε λογισμικό του Διαδικτύου και της διαδραστικής ψυχαγωγίας […] προτιμά τα τζιν αντί για ένα κοστούμι Αρμάνι, ένα κουτάκι Κόλα, αντί για κρασί Μπορντώ και ένα τραμπολίνο στο νέο του σπίτι των διακοσίων είκοσι εκατομμυρίων φράγκων, αντί για μια πιο σοφιστικέ διασκέδαση. (Φιλίπ Μυρέ – Μετά την Ιστορία: στοιχεία για το καθεστώς του φεστιβισμού)

Οι δρόμοι, τα χωράφια, τα σπίτια, τα γραφεία, συνθέτουν ένα σμήνος ζωής που ρέει μέσα στις ημέρες όλων των εποχών -ανάμεσα στους ανθρώπους κάθε πόλης και κάθε χωριού. Συχνά αναρωτιόμαστε από πού τρέφεται αυτή η ύπαρξή μας που δεν είναι ορατή. Από τη χαρά, τον πόνο, την εχθρότητα, την αδιαφορία, τη γενναιοδωρία, τη φιλιά, την αλληλεγγύη; Ποιο είναι το αόρατο που κρύβουμε μέσα μας και δεν το αποκαλύπτουμε, ή δεν το αντιλαμβανόμαστε, όταν έχουμε απέναντί μας ανθρώπους που αλληλοεπιδρούν μαζί μας; Από αυτή την αόρατη δύναμη, τη θεμελιώδη σχέση που συνδέει τα πάντα, καλούμαστε σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να κατανοήσουμε την εμπειρία από την οποία προκύπτει η ιδέα του ανθρώπινου πολιτισμού. Γιατί ο πολιτισμός προκύπτει από μια αόρατη εμπειρία και όχι από κάποια προκάτ ιδεολογία, συνδέεται με τη μελέτη, την εμβάθυνση και τη σύγκριση. Ο πολιτισμός είναι ένα σύνθετο θέμα ζύμωσης, δεν είναι κάτι το περιστασιακό και το πιασάρικο, δεν είναι το εργαλείο που τυχαία μας έπεσε στα χέρια. Βρίσκεται στις αμέτρητες φωνές που δεν βγαίνουν προς τα έξω, όπως αυτές των κρυμμένων ποιητών που σαν στοργικές μανάδες τρέφουν και φροντίζουν το «έμβρυο της συνείδησης» που μέσα του περιέχει όλη τη δύναμη της ζωής, αλλά ταυτόχρονα ξανοίγονται στην περιπλάνηση μέσα στο απροσδιόριστο και στο άγνωστο. Πολιτισμός είναι ο απλός και μεγάλος άνθρωπος, είναι ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που κατοικεί μέσα μας. Που αποκηρύσσει την οργή και τη μανία και επικαλείται την ηπιότητα και το μέτρο. Που ενώ μέσα του φοβάται το ρυτίδιασμα της επιδερμίδας και την έλευση του γήρατος, έχει τη δύναμη να απωθήσει το θάνατο, να βγει έξω από το σώμα του και να σφίξει τα χέρια των θεών που φαντάζεται. Που έχει το σθένος ενός Ρουσσώ να μιλά με πάθος για τα εγκόσμια και να πιστεύει στο είδος του. Που δεν έχει ανάγκη να καταναλώνει αμέτρητα φτιασίδια, τσιτώματα και επιδείξεις δερματοστιξίας. Είναι η ποίηση της ζωής που μας δείχνει το δρόμο, όχι όμως αυτόν που λατρεύει τις χρωματισμένες, γεμάτες κραυγές, πορείες και τα άσκεπτα, τυφλά-οπαδικά Υπέρ και Κατά που κάθε φορά πρεσβεύουν ένα ακόμη είδος ανθρωπολογικής ανωτερότητας. Πολιτισμός είναι τόσο πολλά, αλλά είναι και η θεμελιώδης αρχή της επιβίωσης που ενώνει τον συγγραφέα με τον αναγνώστη του. Τη γραφή με την ανάγνωση, σαν ένα φυλαχτό, έναν λόγο ή ένα συναίσθημα που δεν έχει καμία σχέση με τα δίπολα φασισμός και αντιφασισμός, Δεξιά και Αριστερά, με «εμάς» και τους «άλλους».

Ο πολιτισμός βρίσκεται παντού στην καθημερινή ζωή και στους μικρούς και μεγάλους αγώνες της, δεν περιορίζεται μόνο στην «υψηλή» τέχνη, βρίσκεται εξίσου στα λαϊκά έθιμα όπως και στην ροκ και στα ρεμπέτικα. Στην εποχή μας όμως ο πολιτισμός, διαμέσου του κουλτουραλισμού, μετατρέπεται σε μια σκληρή πολιτική ιδεολογία που ευδοκιμεί τόσο στην Αριστερά όσο και στην Δεξιά. Ο Ιταλός ποιητής Αρτούρο Γκραφ το 1908 είπε: «Η χώρα με τα πιο αβέβαια σύνορα στον κόσμο, είναι αυτή της ανθρώπινης παράνοιας». Πρακτικά, στη λεγόμενη μετανεωτερική εποχή, φορείς κουλτουραλισμού, είναι όλοι εκείνοι που μαστιγώνουν και ρίχνουν γροθιές με τα λόγια, που μειώνουν και προσβάλουν στις τηλεοράσεις, στα κοινωνικά μέσα και ενίοτε -όπως πρόσφατα- στα Κοινοβούλια. Αρχικά βλέπαμε τις διαμάχες στις οθόνες της τηλεόρασης, τώρα γίνονται σε πρώτο πρόσωπο μέσα από τα chat rooms και από τα μέσα τηλεματικής επικοινωνίας. Πάντα κάποιος ή κάτι χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα για να ξεκινήσει η μάχη: μεταξύ των οπαδών μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, μεταξύ των πολιτικών αντιπάλων, μεταξύ ανώνυμων πολιτών, μεταξύ διανοούμενων και φανατικών ιδεολόγων. Η τυπική τηλεοπτική συμπεριφορά της δεκαετίας του ’90 μετακόμισε στο Twitter, στο Messanger, στο Facebook στο Instagram και στα portals της μαζικής κουλτούρας. Όποιος ουρλιάζει ή εντυπωσιάζει περισσότερο, απαιτεί και πιο βίαια το δίκαιο και το λογικό. Όμως το τίμημα είναι να γίνεται μια φενάκη η ίδια η πραγματικότητα και η αναζήτηση της αλήθειας. Στο διαδίκτυο ειδικά κυριαρχεί η αλληλοεπικάλυψη χιλιάδων συγκρουόμενων φωνών. Οι αλήθειες είναι όλες σχετικές και ατομικές, ενώ μπορούν ανά πάσα στιγμή να μεταβληθούν χωρίς καμία ευθύνη και λογοδοσία. Απογοητευμένοι, αλαζόνες, νάρκισσοι, χυδαίοι, καταθλιπτικοί άνθρωποι χτυπούν ανελέητα για να υπερασπιστούν ένα αόριστο συμφέρον που τις περισσότερες φορές ταυτίζεται με την προσωπική τους προβολή. Όλα αυτά είναι τα σημεία μιας γενικευμένης παρακμής, μιας δυσφορίας και απώλειας συνεκτικών νοημάτων. Πρόκειται για μια φευγαλέα και ευέλικτη σκληρότητα που ορίζει έναν πόλεμο που είναι χτισμένος πάνω σε μια ψεύτικη αρχή υπεροχής: του να πεις, δηλαδή, πριν από τους άλλους την πιο ισχυρή και αδυσώπητη ατάκα. Είναι η διάβρωση κάθε αξίας, που απαξιώνει το κύρος των ανθρώπινων δικαιωμάτων καθώς πλέον αυτά εμφανίζονται ως απλά μέσα επιβολής εξουσιαστικών αξιώσεων και τίποτε άλλο. Γενική απαξίωση που οδηγεί στην διόγκωση των αντικοινωνικών και αντιδεοντολογικών συμπεριφορών.

Παράλληλα αρχίζει πλέον να φαίνεται καθαρά ότι η τυπική αναγνώριση ενός μωσαϊκού από ισότιμες κουλτούρες ατόμων που διατηρούν παράλληλα τις διακριτές διαφορές τους, δεν πάει να πει αυτόματα ότι μπορούν να αναπτύξουν και σχέσεις γόνιμης και ειρηνικής αλληλεπίδρασης. Δεν επαληθεύεται στην πράξη η αποδοχή της διαφορετικότητας και της ισότιμης αναγνώρισης των διακριτών εθνικών και θρησκευτικών ομάδων. Αυτό γιατί απ’ότι φαίνεται δεν μπορεί να δημιουργηθεί ένα ισχυρό πολιτικό υποκείμενο χωρίς πολιτισμικές βάσεις, ούτε και να επιβληθεί με τη βία: δηλαδή με την καταστροφή κάθε εθνικής συνείδησης. Εν όψει ενός κακού που έμελλε να εξαπλωθεί τις επόμενες δεκαετίες, το 1979, ο ιστορικός και φιλόσοφος Κρίστοφερ Λας, στο Η Κουλτούρα του Ναρκισσισμού, έγραψε:

Η φυγή από την πολιτική, όπως ορίζεται από την κυρίαρχη ελίτ, μπορεί να είναι ένα σημάδι που αποκαλύπτει την αυξανόμενη απροθυμία των ανθρώπων να συμμετέχουν στο πολιτικό σύστημα ως καταναλωτές προκατασκευασμένων παραστάσεων. Με άλλα λόγια, μπορεί να μην υποδηλώνει την απόσυρση από την πολιτική, αλλά να προαναγγέλλει τα αρχικά στάδια μιας γενικευμένης πολιτικής εξέγερσης.

Σήμερα η φυγή και η αποξένωση μοιάζει να έχει γίνει πηγή αντιποίνων και να έχει παρεισφρήσει στη γλώσσα. Αν κάποτε η γλώσσα ήταν αινιγματική, ασηπτική και σκοτεινή, στην τρίτη χιλιετία είναι ρεβανσιστική, χυδαία και άξεστη. Η συζήτηση, σε οριζόντια ψηφιακή πλατφόρμα, είναι προνόμιο όλων μας. Το Facebook, ιδίως, επιτρέπει την καθημερινή τροφοδότηση της πολυλογίας που πολύ συχνά δεν οδηγεί στην εξαγωγή κάποιου ωφέλιμου συμπεράσματος. Μια φλυαρία της ατάκας (Twitter) που καταλήγει να μην λέει απολύτως τίποτα. Επομένως, σήμερα τα πράγματα, από επικοινωνιακή άποψη, δεν πάνε και τόσο καλύτερα σε σχέση με το χθες, όπου τα διαθέσιμα μέσα επικοινωνίας ήταν σαφώς λιγότερα. Μάλιστα η εξέγερση στην οποία αναφέρεται παραπάνω ο Κρίστοφερ Λας, ίσως καταλήξει να σχετίζεται με το εφιαλτικό ενδεχόμενο όπου ο καθένας βλέπει τον άλλο ως εχθρό/εμπόδιο που πρέπει απλά να εξοντωθεί στο όνομα ενός άγνωστου και αόριστου στόχου. Και όταν λέμε ο καθένας εννοούμε τους πάντες: από έναν περιπτερά της γειτονιάς μέχρι έναν δημοσιογράφο, από έναν βουλευτή ή υπουργό μέχρι έναν καθηγητή πανεπιστημίου. Άλλωστε σήμερα, μέσα από τον δημόσιο διάλογο, πολύ σπάνια προκύπτει η μελέτη ενός απτού προβλήματος και κατά συνέπεια κάποιες λογικές προτάσεις. Αυτό που μετράει και κρίνει το «νικητή» είναι η συνέχεια μιας πάλης που ανανεώνεται μέρα με τη μέρα. Παντού, εντός και εκτός διαδικτύου, αναζητάμε ανθρώπους με παρόμοια προφίλ, που να ικανοποιούν με αμοιβαίο τρόπο τα «like» και να αλληλοενισχύουν κοινές απόψεις.

Στην συνέχεια βρισκόμαστε πάντα σε ετοιμότητα να επιτεθούμε μαζικά: να υποβιβάσουμε και να αναχαιτίσουμε τα «likes» των «άλλων». Στους σχολιασμούς, ακόμη και κάτω από άρθρα που είναι πασιφανές ότι γράφτηκαν με καλή προαίρεση και ιδιαίτερο κόπο, γίνεται μαζική καταδίκη και όχι συζήτηση. Από την άλλη το ίδιο το μέσο μετασχηματίζεται σε μια άτακτη φυγή από την πρόσωπο με πρόσωπο (vis-à-vis) συζήτηση. Μια φυγή που εξασφαλίζει ψεύτικες και μηχανιστικές συναινέσεις, αφού στην ουσία, στην ψηφιακή πλατεία όλα επιτρέπονται, αλλά και διαμέσου της Πολιτικής Ορθότητας, όλα απαγορεύονται. Αυτός είναι ο αμερικανοτραφής και φρενήρης κουλτουραλισμός που έχει κατακτήσει Δύση και Ανατολή. Στην Ελλάδα μάλιστα τον τελευταίο καιρό η «κουλτούρα» του πολιτικού λόγου έχει χάσει κάθε ευπρέπεια, πράγμα που οδηγεί στον εξευτελισμό του και στην δημιουργία ενός πολεμικού κλίματος, χουλιγκανικού επιπέδου. Πολιτικοί κάνουν φτηνές προσωπικές επιθέσεις ο ένας στον άλλο, δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν χυδαίο λόγο, κομματικές ιστοσελίδες και έντυπα ξερνούν αθλιότητα, αλητεία, ανηθικότητα και αμετροέπεια. Μοιάζει με ένα μαύρο πέπλο σχετικισμού που σκεπάζει και σιγάζει τις ψύχραιμες και λογικές φωνές και καταρρακώνει κάθε a priori αξία. Μάλιστα είναι τα ίδια χυδαία δημόσια πρόσωπα που αύριο με ετοιμότητα θα κατηγορήσουν τον απλό και λαϊκό άνθρωπο για έλλειψη γλωσσικής ευγένειας, ευπρέπειας και ροπή στην οχλαγωγία. Θα πρέπει να είναι σαφές ότι όταν κάποιο δημόσιο πρόσωπο (πολιτικό και μη) μιλάει όπως μέσα στο σπίτι του ή με την παρέα του, αυτό δεν συνιστά ειλικρίνεια, ούτε απλή-λαϊκή (δήθεν) συμπεριφορά, αλλά διάλυση της διάκρισης ανάμεσα στη ιδιωτική και στη δημόσια σφαίρα. Με άλλα λόγια, όπως μας εξήγησε η Χάνα Άρεντ, αυτή η διάλυση, στον ίδιο βαθμό με την στρατηγική απόκρυψη, φλερτάρει με τον ολοκληρωτισμό. Από την άλλη πρέπει να σημειώσουμε ότι θα ήταν ακόμη χειρότερη η συνέχεια της αυταπάτης που θα έκρυβε το κακό κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι καλώς τακτοποιημένα.

Την ίδια στιγμή που ο καζινοκαπιταλισμός θεριεύει και τα παγκόσμια οικονομικά σκάνδαλα βρίσκονται σε στάδιο μακράς κανονικοποίησης, ο Τζεφ Μπέζος (Amazon) ξοδεύει 42 εκ. δολάρια για να κατασκευάσει αυτό που ονομάζει το «Σύμβολο του μέλλοντος» στην έρημο του Τέξας. Πρόκειται για το πιο μεγάλο ρολόι στον κόσμο με διάμετρο 54 μέτρα, το οποίο εκτιμάται ότι θα λειτουργεί για τα επόμενα 10.000 χρόνια. Φυσικά κανείς δεν έχει καταλάβει τι μας χρειάζεται ένα τέτοιο ρολόι. Γιατί άραγε ξοδεύονται τόσα χρήματα σε κάτι τόσο άχρηστο, ενώ για παράδειγμα στην Πενσυλβάνια στενάζει η τοπική οικονομία; Ο Μπέζος που μπορεί, άκρως προκλητικά, να ξοδέψει αυτά τα ποσά για να κατασκευαστεί κάτι απολύτως άχρηστο, αντιπροσωπεύει την εφιαλτική «κουλτούρα» του μέλλοντος. Στα δοκίμια του ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν περιγράφει την αβεβαιότητα που συσκοτίζει τη σύγχρονη κοινωνία. Η διάλυση των βεβαιοτήτων τροφοδοτεί έναν ατομικισμό για τον όποιο το βασικό είναι να μην τολμήσουμε να μείνουμε έξω από τη νευρωτική, μαζική συμμετοχή στην σύγχρονη μηδενιστική κουλτούρα. Επιτάχυνση, ρευστότητα, ευελιξία και ευμεταβλητότητα, αυτές είναι οι ράγες πάνω στις οποίες κινείται ο κόσμος. Έτσι μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας έχουμε ένα είδος απεμπλοκής, ανάλογο με αυτό των συναισθηματικών σχέσεων. Η ρευστή κοινωνία είναι μια κοινωνία της αβεβαιότητας, ένα είδος «φορητής κόλασης». Αυτή είναι η μοναξιά του παγκόσμιου πολίτη της τρίτης χιλιετίας όπου η αντικειμενικότητα και η συνείδηση ​​φαίνεται να υποβαθμίζονται βίαια και συχνά ασυνείδητα. Όλα τα παραπάνω είναι σημεία ότι έχει χαθεί το πολιτικό-πολιτισμικό περιεχόμενο και πλέον αυτή η απώλεια αρχίζει να αποκαλύπτεται με ένταση.

Όμως πώς να ανακαλύψουμε ξανά τον πολιτισμό; Πώς να ξεφύγουμε από την παρακμή, τη λουμπενοποίηση του λόγου και της σκέψης; Σήμερα η πολιτιστική δημοσιογραφία είναι είδος υπό εξαφάνιση και κάθε προσπάθεια που δεν συνοδεύεται από υψηλή αξιοπιστία είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Το κοινό μπορεί συνεχώς να ζητά την προσοχή, αλλά το πρόβλημα φαίνεται να εντοπίζεται στη μανιακή λατρεία των ειδήσεων και της ποσότητας των πληροφοριών. Η ανάγκη για εμβάθυνση, έρευνα, ανάλυση και κριτική θα έπρεπε να είναι το κέντρο της συζήτησης για την ανακάλυψη του πολιτισμού, όμως δεν είναι. Το ερώτημα είναι πώς μπορεί να αυξηθεί η ανακάλυψη των κλασικών λογοτεχνικών βιβλίων, η πώληση φιλοσοφικών, ποιητικών και κριτικών κειμένων; Στην πραγματικότητα, η σύγχρονη ζωή μας και ο δυτικός πολιτισμός κινδυνεύει να ερημωθεί από την έλλειψη προσοχής, εφόσον αυτή απορροφάται κυρίως από τα ψηφιακά μέσα και τα προϊόντα των τεχνοεπιστημών. Για παράδειγμα, ξεκινώντας από τον σχολικό κόσμο, δεν έχει αναζητηθεί μια ισορροπία ανάμεσα στους μεγάλους κλασικούς συγγραφείς και εκείνους του δεύτερου μισού του 20ου και του 21ου αιώνα. Υπάρχει, για εμπορικούς κυρίως σκοπούς, η τάση να προωθείται ασύμμετρα η σύγχρονη λογοτεχνία ως τρέχουσα εμπειρία ζωής και να παραβλέπεται η κλασική στην οποία καταγράφεται η εμπειρία της ανθρωπότητας. Θα αρκούσε ν’αφουγκραστεί κανείς τις Τέσσερις εποχές του Βιβάλντι ή το Κοντσέρτο για Πιάνο Αρ.2 του Ραχμάνινοφ, να δει τη Γέννηση της Αφροδίτης του Μποττιτσέλλι και να διαβάσει την τραγωδία «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου, για να κατανοήσει ότι η ανθρωπότητα είναι μια μοναδική και ανεπανάληπτη σύνθεση πολιτισμών.

Ο Ιταλός συγγραφέας Τζιόρτζιο Μανγκανέλι, είχε γράψει: «ένας επαγγελματίας αναγνώστης γνωρίζει πρωτίστως ποια βιβλία δεν θα διαβάσει […] Δεν έχω διαβάσει και δεν θα προτείνω σε κανέναν να διαβάσει το «Ο Νονός», ήδη το γεγονός ότι πρόκειται για νουβέλα μειώνει την κατάταξή του […] Επαγγελματίας αναγνώστης είναι αυτός που μπορεί να πει, όπως θαυμάσια έγραψε κάποτε ο Scheiwiller: Δεν το έχω διαβάσει και δεν μου αρέσει». Σήμερα με την υπερπληθώρα των διαθέσιμων βιβλίων τα λόγια του Μανγκανέλι είναι άκρως επίκαιρα. Μάλιστα αυτό θα έπρεπε να είναι το βασικό καθήκον των δασκάλων προς τους μαθητές και τους φοιτητές τους: η καθοδήγηση και «πλοήγηση» στο σύμπαν των κλασικών. Φυσικά ένας άνθρωπος θα χρειαζόταν δεκάδες ζωές για να μελετήσει όλους τους μεγάλους κλασικούς και σύγχρονους, όμως δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία να γευτεί τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του έργου τους [*]. Επίσης είναι προτιμότερο να δει κανείς το Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα του Τζαβέλλα, από το να δει (ή να διαβάσει) τις πολυάριθμες αποχρώσεις του γκρι της Τζέιμς. Όχι για λόγους ηθικής τάξεως, αλλά για λόγους νοητικού εύρους και ανθρωπιάς. Ασφαλώς δεν προτείνουμε τον παραγκωνισμό όλων των σύγχρονων, άλλωστε στην Ελλάδα υπάρχει ανάγκη για νέες εκδόσεις βιβλίων, μεταφράσεις και περιοδικά υψηλής ποιότητας. Αυτό που προτείνουμε είναι μια πιο άμεση και ενεργή συμμετοχή όλων μας στην διάδοση του κλασικού πολιτισμού, έξω και πέρα από κεντρικές-κρατικές παρεμβάσεις. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Λόγος του Αριστοτέλη, όπως καταγράφεται για παράδειγμα στα Ηθικά Νικομάχεια, είναι ακόμη εκπληκτικά επίκαιρος, όπως εξίσου επίκαιρος είναι και ο Πλούταρχος που ανάλυσε το πώς ο Λόγος δαμάζει τα πάθη και οδηγεί στη φρόνηση. Γιατί ο πολιτισμός δεν χωράει μέσα σε τεχνητά πολιτισμικά δίπολα τύπου Δεξιά/Αριστερά, που αξιώνονται κάποια ανωτερότητα και ορθότητα μέσα από την πρόκληση και τον εκχυδαϊσμό. Αυτές οι κοντόφθαλμες προσεγγίσεις μας προσφέρουν περιορισμένη ορατότητα της ανθρώπινης κατάστασης και πραγματικότητας, η οποία είναι πολυσύνθετη και πολλές φορές πολύ πιο αντιφατική, κωμική, αλλά και αντιφασιστική, από ότι μπορούν να αντιληφθούν οι μυωπικές προσεγγίσεις των ιδεολογιών. Πρέπει ωστόσο να δεχθούμε και τον ειλικρινή αντίλογο, πάνω στην κλασική παιδεία, που λέει ότι στο παρελθόν αυτή άνθισε, αλλά δεν άρκεσε, δεν μας κράτησε μακριά από τον όλεθρο και τις ακραίες ανισότητες. Είναι αλήθεια ότι η κλασική παιδεία είναι σημαντική, όμως είναι επιτακτική η ανάγκη για βαθιές πολιτειακές αλλαγές και πολιτικές αναδιανομής του πλούτου. Όσο περνάει ο καιρός γίνεται πιο σαφές ότι φθάνουμε σε ένα σημείο που θα χρειαστεί να κινητοποιηθούμε, αρχικά μέσα μας. Να αναζητήσουμε βαθύτερα μέσα στο πεδίο των αιτίων -γιατί όλοι μας συνηθίζουμε να ρίχνουμε την ευθύνη κυρίως στις συνθήκες. Έχουμε την τάση να μην κοιτάζουμε μέσα μας, να μισούμε τα αποτελέσματα και όχι τις αιτίες. Ίσως έτσι αποφασίσουμε αυτόνομα και ελεύθερα τη στάση-δράση μας, η οποία μπορεί να είναι και η «μη δράση», αλλά η «δραστική» διατήρηση του λαϊκού μας πολιτισμού.

Ο Νόμος, έτσι όπως τον φτιάχνει σήμερα ο Νομοθέτης, δεν είναι τόσο τέλειος όσο νομίζουν. Δεν έχει την ίδια ισχύ σ’όλη τη χώρα, τροποποιείται στις εφαρμογές του σε σημείο που να αναιρείται η ουσία του. Αυτό το γεγονός παρουσιάζεται σ’ όλες τις εποχές, λιγότερο ή περισσότερο έκδηλα. Τί ιστορικός θα ήταν αυτός που θα είχε τόση άγνοια, ώστε να ισχυρίζεται ότι οι αποφάσεις της πιο δραστήριας εξουσίας εφαρμόζονταν σ ‘όλη την Γαλλία; […] θέλουν την ισότητα στη ζωή, και η ανισότητα βασιλεύει στο Νόμο. (Ονορέ Ντε Μπαλζάκ, Χωριάτες)

Ασφαλώς, σε σχέση με αυτό που μας περιγράφει παραπάνω ο Μπαλζάκ, μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, δηλαδή να έχουμε ισότητα στο νόμο (για φιγούρα) και ανισότητα στη ζωή. Αυτό, μαζί με τόσα άλλα, μας διδάσκει η κλασική λογοτεχνία, η τέχνη και η φιλοσοφία, ότι δηλαδή ο πολιτισμός, όπως και η ιστορία, δεν είναι κάτι που εξελίσσεται προοδευτικά, με γραμμικό τρόπο. Ο πολιτισμός είναι κάτι το απροσδιόριστο και σαφώς πολυδιάστατο. Δεν ταυτίζεται με την επιτηδευμένη και ωφελιμιστική απλότητα του Γκέητς, τις ακατάστατες πολυχρωμίες του Τρυντώ και την προκλητική επίδειξη πλούτου του Μπέζος. Ούτε όμως με την αφέλεια των φιλελεύθερων ουμανιστών, των αναρχικών-ιδεαλιστών και την αναλγησία των, κάθε λογής, νεοφιλελεύθερων και σταλινικών. Επειδή είναι άγνωστη η φύση του ανθρώπου -δεν γνωρίζουμε εάν τελικά αυτός είναι καλός ή όχι, εάν μπορεί να του επιβληθεί η ελευθερία μέσω της «αδελφοποίησης», της εκπαίδευσης, του καλού παραδείγματος, ή όπως θα έλεγε ο Λαρς Φον Τρίερ: της επανάστασης με το ζόρι. Όμως, πάνω απ΄ολα, πολιτισμός είναι (και) εκείνη η πνιγηρή λαχτάρα του απλού ανθρώπου, να στείλει ο ποιητής στο διάολο όσους τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους στο όνομα του θανάτου, στην υγειά της σύγκρουσης και του πολέμου. Ο άνθρωπος, πλάσμα τραγικό, με την τεράστια δύναμη της αυτοσυντήρησης, έχει μέσα του μεγαλείο, αλλά και παράνοια και μικροπρέπεια. Ωστόσο, αν αισθανθεί την ανάγκη να αποκτήσει περισσότερα πολιτικά δικαιώματα, να αντιδράσει, να επαναστατήσει ή να εξεγερθεί, θα το κάνει χωρίς φύλλο οδηγιών. Κανείς δεν γνωρίζει, ίσως απλά γυρίσει την πλάτη στους σωτήρες του. Μπορεί πάλι να κάνει την πρώτη εξέγερση εναντίων όλων εκείνων των επιλεκτικά ευαίσθητων, των επικριτών-υποκριτών και ειδικών. Όλων εκείνων που, με περισσή αλαζονεία, του λένε συνεχώς πώς πρέπει να ζει και τί πρέπει να κάνει: για το αόριστο καλό του. Άλλωστε ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ, στο Ημερολόγιο (1834), μας προσφέρει, με καυστικό τρόπο, την σπουδαιότερη και πιο γνήσια πηγή αισιοδοξίας:

Υπάρχει, σε κάθε άνθρωπο, κάτι που αντιστέκεται περισσότερο κι απ’τον πιο ανθεκτικό γομφίο, κάτι περισσότερο κολλημένο από ένα χέρι ή ένα πόδι: η επιθυμία του να ζήσει.


[*] Προτάσεις ανάγνωσης μεγάλων κλασικών και σημαντικών σύγχρονων έργων (χωρίς αξιολογική σειρά).
  • Ομηρικά Έπη
  • The Rights of Man, Thomas Paine
  • Ασκητική, Νίκος Καζαντζάκης
  • Ορέστεια, Αισχύλος
  • Πολιτικά (3 τόμοι), Αριστοτέλης
  • Ηθικά, Πλούταρχος
  • Αθηναίων Πολιτεία, Αριστοτέλης
  • Lady windermere’s fan, Oscar Wilde,
  • The Discourses on Titus Livius, Niccolò Machiavelli
  • The Origins of Totalitarianism, Hannah Arendt
  • Ιστορία, Θουκυδίδης
  • Μήδεια, Ερυπίδης.
  • Civil Disobedience, Henry David Thoreau
  • Οιδίπους Τύραννος, Σοφοκλής
  • Histoire des croyances et des idees religieuses, Eliade Mircea
  • Άνθρωποι και Ποντίκια, Τζον Ερνστ Στάινμπεκ
  • The Wealth of Nations, Adam Smith
  • Πέρσες, Αισχύλος
  • Self-Reliance, Ralph Waldo Emerson
  • Democracy in America, Alexis De Tocqueville
  • Κριτική του Καθαρού Λόγου, Ιμμάνουελ Καντ
  • Πρωταγόρας, Πλάτων
  • Man and Superman, Bernard Shaw
  • Πολιτεία του Ήλιου, Τομάζο Καμπανέλα
  • Γοργίας, Πλάτων
  • Ανθρώπινη Κωμωδία, Ονορέ Ντε Μπαλζάκ
  • Επτά επί Θήβας, Αισχύλος
  • Η Λογική της Επιστημονικής Έρευνας, Καρλ Πόπερ
  • Ἀντιποίησις ἀρχῆς, Αλέξανδρος Κοτζιάς
  • Στοιχειώδη Σωματίδια, Μισέλ Ουελμπέκ
  • Θεογονία, Ησίοδος
  • Ο μεγάλος μετασχηματισμός, Καρλ Πολάνυι
  • Ουτοπία, Τόμας Μορ
  • Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, Μαξ Βέμπερ
  • Το τεχνικό σύστημα, Ζακ Ελλύλ
  • Αντιγόνη, Ευρυπίδης
  • Two Treatises on Government, John Locke
  • Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν, Τζορτζ Όργουελ
  • Skylight, David Hare
  • Αδελφοί Καραμαζώφ, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
  • Η καταναλωτική κοινωνία, Ζαν Μπωντρυγιάρ
  • Theory of Moral Sentiments, Adam Smith
  • Ηθική, Επίκουρος
  • Homecoming, Harold Pinter
  • Η δυσφορία μεσα στον πολιτισμό, Σίγκμουντ Φρόυντ
  • The Accumulation of Capital, Rosa Luxemburg
  • Ο φτωχούλης του Θεού, Νίκος Καζαντζάκης
  • Αινειάς, Βιργιλίος
  • Η καταγωγή της ανισότητας, Ζαν-Ζακ Ρουσσώ
  • On Revolution, Hannah Arendt
  • Άθλιοι, Βίκτωρ Ουγκώ
  • Νέα και Παλαιά Διαθήκη
  • Δον Κιχώτης, Μιγκέλ ντε Θερβάντες
  • Άμλετ, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
  • Φιλοσοφικά και οικονομικά χειρόγραφα, Καρλ Μαρξ
  • Το κοινωνικό συμβόλαιο, Ζαν-Ζακ Ρουσσώ
  • Λόγους του Ροβεσπιέρου, Μαρά και Σαν-Ζυστ
  • Περί πολιτειών, Ιωάννη Κοκκώνη
  • Έγκλημα και τιμωρία, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
  • Ανεμοδαρμένα ύψη, Έμιλυ Μπροντέ
  • Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Διονύσιος Σολωμός
  • 1984, Τζώρτζ Οργουελ
  • Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε), Λουίτζι Πιραντέλλο (Πυράγγελος)
  • Αννα Καρένινα, Λέων Τολστόι
  • The Human Condition, Hannah Arendt
  • The True and Only Heaven, Christopher Lasch
  • De rerum natura, Λουκρήτιος
  • Η μεταφυσική των ηθών, Ιμμάνουελ Καντ
  • Ελληνική Ιδιαιτερότητα (3 τόμοι), Κορνήλιος Καστοριάδης
  • Η Δίκη, Φραντς Κάφκα
  • Η Υποταγή, Μισέλ Ουελμπέκ
  • Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Κορνήλιος Καστοριάδης
  • Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, Celine
  • The Society of Individuals , Elias Nobert
  • Συντηρητισμός, Παναγιώτης Κονδύλης
  • Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Παναγιώτης Κονδύλης
  • De re publica, Κικέρων
  • De legibus, Κικέρων
  • Η παρακμή της Δύσης, Oswald Spengler
  • The Need for Roots , Simone Weil
  • Moral Man Immoral Society, Reinhold Niebuhr
  • Φάουστ, Γκαίτε
  • Enrico IV, Λουίτζι Πιραντέλλο (Πυράγγελος)
  • Ιστορία δύο πόλεων, Κάρολος Ντίκενς
  • Ο Καπετάν Μιχάλης , Νίκος Καζαντζάκης
  • Η φόνισσα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
  • Billy Budd, Herman Melville
  • Ένα παιδί μετράει τ᾽ άστρα, Μενέλαος Λουντέμης
  • Οι Θεοί Διψούν, Ανατόλ Φραντζ
  • Θεία Κωμωδία – Δάντης Αλιγκέρι
  • Λεβίαθαν, Τόμας Χομπς
  • Το υπόγειο, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
  • Νέα Ατλαντίδα, Φράνσις Μπέικον
  • Η Πτώση, Αλμπέρ Καμύ
  • Χωριάτες, Ονορέ Ντε Μπαλζάκ
  • Μεγάλες Προσδοκίες, Κάρολος Ντίκενς
Τίτλοι που έχουν διαβαστεί και/ή θέλουν να διαβαστούν από τη συντακτική ομάδα του respublica.gr