Αφρική, μετανάστευση και νεοαποικιοποίηση
Εάν κάποτε η αποικιοκρατία των δυτικών ήταν εκείνη που κατάστρεφε τις τοπικές οικονομίες της Αφρικής, σήμερα είναι το χρέος, οι πολυεθνικές και οι κερδοσκόποι που συνεχίζουν το ευάρεστο έργο. Από επίσημες εκθέσεις και προβλέψεις μεγάλων διεθνών οικονομικών οργανισμών (όπως το ΔΝΤ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ), τα τελευταία 60 χρόνια, σχετικά με την πορεία της αφρικανικής οικονομίας, προκύπτει το εξής συμπέρασμα: η βοήθεια της Δύσης (οικονομική, τεχνο-γνωσιακή και ανθρωπιστική) οδήγησε, στην κυριολεξία, σε μια θετική οικονομική μετάλλαξη της ηπείρου. Ωστόσο αυτή η τρέχουσα αφήγηση, που αφορά την μεταποικιακή περίοδο, απέχει κατά πολύ από την πραγματικότητα. Παραπληροφόρηση, ασάφειες και αποσιωπήσεις έχουν κυρίως δυο στόχους:
Η μετεξέλιξη της ειρωνείας, μια σύγχρονη κοινωνικοπολιτική μάστιγα
Όταν όμως η γλώσσα φτάνει να μιλά με «αποστάγματα» και παρασκήνια τελικά οδηγεί στην αποδοχή ακόμη και ύπουλων μορφών καταπίεσης, όπως και στον φασισμό. Αυτή η δυναμική οδηγεί στην ανάδυση ενός νέου κυνισμού που δεν έχει καμία σχέση με τον αρχαίο ο οποίος πράγματι αμφισβήτησε την εξουσία μέσω της εξύμνησης της αυτάρκειας του ανθρώπου, της γαλήνης και της ηρεμίας του, εφαρμόζοντας μια φιλοσοφία της πρόκλησης, πλην όμως μιας καλής και αγαθής ζωής. Αντίθετα ο σύγχρονος κυνισμός εμφανίζεται ως ένας μηδενισμός που εκφράζεται συχνά από μοδάτα και νευρωτικά άτομα. Είναι μια «ψευδώς φωτισμένη συνείδηση» που χρησιμοποιείται αντιδραστικά και εργαλειακά μόνο και μόνο για να αντιμετωπίσει, με τρόπο αναισθητοποιημένο, το καθημερινό στρες που έχει επιφέρει ο μαζικός (υπερ)ανταγωνιστικός κόσμος.
Η συμμόρφωση του ατόμου προς την ομάδα
H συμμόρφωση προς την ομάδα προκύπτει έντονα σε δύο καταστάσεις που μπορούν να μας χρησιμεύσουν σαν ενδεικτικά πλαίσια της σημασίας της: Αφενός με την ετερογενή επίδραση ομάδων σε μια πλουραλιστική κοινωνία και αφετέρου με την ετερόκλητη επιρροή των κoινωνικoπoιητικώv φορέων. Αν υποθέσουμε ότι ένας ανήλικος μαθητής του λυκείου συλληφθεί για βανδαλισμό ενός δημόσιου μνημείου, συνήθης είναι η αιτιολόγηση της πράξης του σαν αποτέλεσμα της «κακής παρέας» που οδήγησε το νεαρό σε μια αντικοινωνική πράξη χωρίς αυτός να συνειδητοποιήσει το μέγεθος των συνεπειών. Η άσκηση της ομαδικής πίεσης για ανεύθυνη «πλάκα» γίνεται συχνά καταλυτική στις δραστηριότητες των «παραβατικών ανηλίκων». Ας σκεφθούμε τώρα έναν ενήλικα ο οποίος ανήκει σε κάποιο πολιτικό κόμμα και υφίσταται τη συνειδησιακή πίεση να δεχθεί κάποιο μέτρο κοινωνικής πρόνοιας που απάδει προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.