Φωτογραφία: Σταυρούλα Σουλοπούλου

Γράφει η Σταυρούλα Σουλοπούλου

Η κατάνυξη είναι πλέον ένα σπάνιο συναίσθημα που λαχταρώ να νιώσω, πόσο μάλλον να μοιραστώ μαζί με άλλους σε μία βαθιά σύνδεση. Ο Χριστός — όπως μαθαίνω διαρκώς — ως νόημα και παρουσία έχει την τάση να ξεπηδάει από τα πιο απίθανα μέρη και νιώθω σαν να τον αναζητώ στο πιο σοβαρό παιχνίδι ‘θησαυρού’ του κόσμου.

Θυμάμαι την πιο πρόσφατη πρακτική αναζήτηση: το Πάσχα που μας πέρασε. Ήταν μία ξεχωριστή ευκαιρία γιορτής, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος, εφόσον είναι συνδεδεμένο με την Ανάσταση. Ίσως όμως κάθε μέρα να μπορεί να γίνει μια τέτοια γιορτή Ανάστασης εάν καταφέρουμε να κατοικούμε εν Θεώ, εντός μίας πλήρους χαράς της αποδοχής αυτού του Είναι στο οποίο όπως γράφει και η Simone Weil «δεν μπορούμε τίποτα να προσθέσουμε και από το οποίο δεν μπορούμε τίποτα να αφαιρέσουμε» (2003, σελ.37).

Η αφήγηση αυτού του πασχαλινού ταξιδιού δεν είναι παρά μία ακόμα απόπειρα έκφρασης της ψυχικής αναζήτησης του μέρους αυτού στο οποίο μπορούμε λίγο να συναισθανθούμε το υπέρτατο ταξίδι της πρωταρχικής κίνησης: του Θεού προς εμάς, που διασχίζει «την άπειρη πυκνότητα του χρόνου και του χώρου» για να μας συναντήσει (Weil, 2003, σελ.90).

Αναζητούμε τοπία από τα οποία κατά κάποιο τρόπο να μπορούμε να αποσυρθούμε ώστε να τα αφήσουμε να ‘μιλήσουν’, ευωδιάζοντας τα μυστικά τους (Weil, 2003, σελ.41-42). Τι καλύτερο λοιπόν από το να πάμε κάπου όπου δεν έχουμε ξαναπάει, να πάμε καλεσμένοι-ακάλεστοι στην ιδιόμορφη συνθήκη του πασχαλινού εορτασμού, να πάμε ως ξένοι που μοιράζονται τον ίδιο τόπο — σε μία αντιστροφή της επικρατούσας συνθήκης.

Νιώθω την ανάγκη να υποδυθώ τον περιπατητή, τον πλάνητα, έχοντας στο μυαλό μου τη διαπίστωση του Bruce Chatwin, ότι το να ταξιδεύεις είναι μια πράξη πνευματικής αναζήτησης και η πρακτική εκδοχή της θεολογίας όσων έστω και προσωρινά απλώνονται πέρα από τις ρίζες τους, πέρα από τις κοινότητες στις οποίες φαίνεται να ανήκουν (Burton, 2016). Νομίζω ότι αυτή η ανάγκη ήταν το κάλεσμα που με οδήγησε στην Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Το τελευταίο 224 αστικό λεωφορείο μόλις μας προσπέρασε ενώ ακόμα ψάχναμε πού είναι η αφετηρία του γύρω από το Πολυτεχνείο. Καθόμαστε στη στάση του — τώρα τη βρήκαμε — με την αισιοδοξία της πίστης ότι «θα περάσει πού θα πάει», είναι νωρίς για να έχουν σταματήσει τα λεωφορεία. Περνάει τουλάχιστον ένα μισάωρο έξω από την εκκλησία του Μεγάλου Βασιλείου όπου βλέπουμε να στήνεται η μικρή εξέδρα και να προετοιμάζεται ο ήχος του μικροφώνου που θα φιλοξενήσει την αναστάσιμη διάθεση και το μήνυμα του ιερέα. Το παίρνουμε απόφαση και αρχίζουμε να το κόβουμε ποδαράτο. Η Αλεξάνδρας είναι μία σχετικά ανηφορική λεωφόρος και μοιάζει ατελείωτη. Η ώρα έχει ήδη πάει έντεκα και θέλουμε να έχουμε φτάσει πριν την Ανάσταση. Τελικά σταματάμε ένα ταξί όμως δεν είναι εύκολο να δώσουμε οδηγίες καθώς δεν έχουμε ξαναπάει στο σημερινό προορισμό μας· ξέρουμε μόνο την οδό και τον αριθμό. «Μπόχαλη 12», του λέμε. «Κάπου στο Πολύγωνο». Διστάζω λίγο καθώς δεν ξέρω ποιον έχω απέναντί μου και ζούμε περίεργες και επικίνδυνες μέρες σε σχέση με την θρησκεία —σταμάτησαν ποτέ; — και στην καλύτερη περίπτωση περιμένω να ακούσω τα απορημένα σχόλια κάποιου συνέλληνα. Παρόλα αυτά δίνω οδηγίες με σταθερή φωνή: «είναι η Κοπτική Εκκλησία της Αιγύπτου εκεί»..Ή κάτι παρόμοιο. (Είχα μπλέξει την Αίγυπτο και την Αιθιοπία και αναρωτιόμουν στο πίσω μέρος του μυαλού μου πώς γίνεται να είναι και τα δυο…). Έχοντας όμως στο νου μου τους Κόπτες και τις πληγές τους από τον ISIS στην Αίγυπτο, τις βομβιστικές επιθέσεις οι οποίες έγιναν στις εκκλησίες τους τα προηγούμενα χρόνια, έχει μείνει στο μυαλό μου ο συνδυασμός Κόπτες και Αίγυπτος..Νιώθω έτοιμη να ριψοκινδυνέψω..

Ο ταξιτζής, προς έκπληξή μας, μας ομολογεί:

«ξέρετε είμαι κι εγώ από την Αίγυπτο» (τελικά βέβαια δεν ‘πηγαίναμε’ στην Αίγυπτο μα στην Αιθιοπία).

«Α», λέω, «άρα πηγαίνετε σε αυτή την εκκλησία;».

Διστάζει λίγο..«Όχι, είμαι Μουσουλμάνος».

«Α», ξαναλέω.

«Όμως», (βιάζεται να συμπληρώσει σχεδόν απολογητικά), «συμμετέχω, συμμετέχουμε στις γιορτές των Χριστιανών· στο Πάσχα τους, στα Χριστούγεννα».

Τον ρωτάω, «Έχετε κάποιο τζαμί όπου μπορείτε να πηγαίνετε εδώ στην Αθήνα;».

Μου λέει, «υπάρχει, μα εγώ δεν πάω».

«Γιατί»;

«Γιατί φοβάμαι, ε, με όλα όσα συμβαίνουν».

«Τι φοβάστε; εδώ εμάς τους Έλληνες;».

«Όχι», μου λέει. «Φοβάμαι τι θα συναντήσω στο τζαμί, πού θα πέσω με όλα αυτά που συμβαίνουν».

Επιμένει να μας αφήσει μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας.

Ρωτάει κάποιους περαστικούς Έλληνες που προσέρχονται για την Ανάσταση σε μία ‘κανονική’ εκκλησία «πού είναι η Κοπτική» και μας κοιτάνε λίγο απορημένα. Τελικά, βρίσκουμε μόνοι τον προορισμό μας κάπου μέσα στο διπλανό στενό.

Είναι μικρή και ταπεινή και έχει κάτι σαν τέντα, δε μοιάζει εξωτερικά — μέσα στη νύχτα τουλάχιστον — με εκκλησία. Το κάλυμμα της τέντας είναι τριγωνικό, με έντονα, σχεδόν κιτς χρώματα τα οποία όπως συνειδητοποιώ μετά απαρτίζουν τα χρώματα της Αιθιοπικής σημαίας. Πράσινο, κίτρινο, κόκκινο. Ο ταξιτζής είναι τόσο ευγενικός που η μητέρα μου του αφήνει πουρμπουάρ, κάτι που δε συνηθίζει.

Με το που βγαίνουμε από το ταξί, βυθιζόμαστε στη λευκή κολυμβήθρα ενός άγνωστου για εμάς κόσμου. Η πολύχρωμη τέντα σκεπάζει μία αυλή γεμάτη κυρίως γυναίκες. Με λευκά καλύμματα στο κεφάλι, μακριές λευκές υφασμάτινες φορεσιές. Άλλες στα γόνατα, άλλες όρθιες· είναι και μερικά παιδιά εκεί. Για να μπεις στην εκκλησία, πρέπει να αφαιρέσεις τα υποδήματά σου. Ενώνεσαι με τόσους άγνωστους άλλους που σε λίγο θα συναντήσεις μέσα σε μία συμβολική πράξη αποχωρισμού, σε ένα μικρό ξεγύμνωμα που δημιουργεί το άτσαλο βουνό από σόλες και τακούνια. Τόσο το γονάτισμα όσο και ο αποχωρισμός των υποδημάτων μου φέρνει στο νου το μουσουλμανικό στοιχείο και με υποψιάζει για το πλούσιο και ιδιόμορφο πάντρεμα που με περιμένει. Στην είσοδο δεξιά, βλέπω μία ταπεινή επιγραφή με κοκκινωπό χρώμα σε μια γλώσσα που μοιάζει με αραβικά. Άραγε τι είδους γλώσσα μιλούν στην Αιθιοπία;

Προσπαθώντας να προσεγγίσω με σεβασμό και έχοντας ενημερωθεί από το άρθρο και τις φωτογραφίες στο google που μου αποκάλυψαν την ύπαρξη αυτής της εκκλησίας και τα έθιμά της, έχω φορέσει κάτι σαν άσπρη φαρδιά πουκαμίσα πάνω από ένα μαύρο κορμάκι. Κάτω όμως φορώ το δυτικότατο τζιν μου. Μπαίνοντας στην εκκλησία και καθώς είναι γεμάτη κόσμο, εγκλωβίζομαι κατά κάποιον τρόπο κοντά στην πόρτα και δεν τολμώ να πιέσω, να σπρώξω για να προχωρήσω πιο μέσα. Όλες οι κινήσεις μου, όλες οι ματιές μου φιλτράρονται μέσα από τον φόβο μου μην τυχόν και προσβάλλω κάποιον ή μην υιοθετώ έστω και άθελά μου μια αποικιοκρατικού τύπου ματιά που κοιτά τον περίγυρο σαν κάτι το αξιοπερίεργα εξωτικό.

Η γυναικεία παρουσία εκφράζεται κοιτώντας σεμνά προς τα κάτω μα ενίοτε κοιτά και προς το μέρος μου· νιώθω όμως ακόμα σα να μην υπάρχει χώρος για μένα. Παραμένω λοιπόν κοντά στην πόρτα. Εκεί είναι κυρίως ανδροκρατούμενα και διαισθάνομαι ότι ίσως η παρουσία μου ενοχλεί. Οι άντρες φοράνε κι αυτοί υφασμάτινα ρούχα που μοιάζουν με λευκούς και μπεζ χιτώνες. Παρατηρώ στην φορεσιά του μπροστινού μου ένα κεντημένο σχήμα που μου θυμίζει μυστικιστικό σύμβολο.

Μπροστά και αριστερά μου παρατηρώ την επιβλητική παρουσία ενός μαύρου, γεροδεμένου ηλικιωμένου. Θυμίζει αρχηγική φιγούρα και αποπνέει ζωτικότητα. Φοράει γυαλιά ηλίου εντός του χώρου μα για κάποιον περίεργο λόγο δε μοιάζει παράταιρος.

Ανατρέχω στην φράση από την Αγία Γραφή: «και αναβλέψας έλεγε· βλέπω τους ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντας», ακριβώς πριν από την πλήρη αποκατάσταση της όρασης του τυφλού στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο. Μου φαίνεται ότι γύρω μου όλοι άξαφνα μοιάζουν με δέντρα· προσμένουμε διαρκώς να δούμε καθαρά, αρκούμενοι ως τότε στη ζεστασιά του φυλλώματος που μας προσφέρουν οι ίσκιοι των άλλων.

Παρατηρώ κι άλλους περίεργους ‘λευκούς’ σαν κι εμένα στο χώρο, διάσπαρτες κουκίδες που προσπαθούν να αναμειχθούν με τους ‘ντόπιους’. Στην πόρτα όλο και ξεπροβάλλουν νέοι ‘λευκοί’ επισκέπτες και διαβάζω στα μάτια τους τους ενδοιασμούς τους μα και έναν ενθουσιασμό παρόμοιο με το δικό μου.

Υπάρχουν κάποια καθίσματα στο πιο πίσω μέρος της εκκλησίας· θυμίζουν πλαστικές καρέκλες του καλοκαιριού. Μπροστά, ο χώρος φέρνει στο νου Ορθόδοξη εκκλησία — και αυτή Ορθόδοξη είναι εξάλλου μα σε μια πιο λιτή εκδοχή: υπάρχουν λίγες εικόνες και κάτι σαν ξύλινο τέμπλο. Αδυνατώ να εντοπίσω τον ιερέα λόγω του πλήθους μπροστά μου μα τον ακούω να μιλάει σε μία άγνωστη γλώσσα που έχει κάτι το αραβικό και δε μου είναι δυσάρεστη. Αυτό που δεσπόζει όμως είναι η στρογγυλή προσωπογραφία του Χριστού στην οροφή· μοιάζει να μας παρατηρεί διαρκώς από κει κι αναρωτιέμαι: μήπως μας ανοιγοκλείνει το Αιώνιο μάτι του;

Με στριμώχνουν όλο και πιο πολύ έτσι που στέκομαι στο μεταίχμιο που ορίζει η πόρτα της εισόδου. Διαισθάνομαι ότι δεν είμαι πλήρως καλοδεχούμενη, σα να κάνω κάτι λάθος. Η υποψία μου δεν αργεί να επιβεβαιωθεί καθώς ένας νεαρός άντρας, ελαφρά ενοχλημένος μα χαμογελώντας μου, μου υποδεικνύει ότι θα πρέπει να μετακινηθώ και ότι οι γυναίκες στέκονται πιο πέρα. Σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει πουθενά συν-χώρεση για τις γυναίκες…

Δε μου αρέσει καθόλου αυτό, μα καταπνίγω την τάση μου να αντιδράσω και σε ένδειξη σεβασμού προς το χώρο και τα έθιμά τους (για πρώτη φορά τουλάχιστον), προσπαθώ να μετακινηθώ προς το γυναικείο πλήθος. Σιγά σιγά ο χώρος ολοένα και γεμίζει και δεν έχει νόημα πια να αλλάξω θέση, εξάλλου υπάρχουν αρκετές γυναίκες πλέον γύρω μου, ‘λευκές’ και ‘ντόπιες’.

Σηκώνομαι σχεδόν στις μύτες προσπαθώντας να δω τι γίνεται μπροστά. Εκεί βλέπω τον ιερέα, στην άκρη έναν φωτογράφο που καταγράφει τη βραδιά, ενώ την παράσταση κλέβει ένας άντρας με πολύχρωμη φορεσιά που επιδίδεται με έξαλλη χαρά σε ένα θεατρικό δρώμενο. Στην άκρη, διακρίνονται κάποιες γυναίκες που συμμετέχουν κι αυτές. Συμπεραίνω ότι πρέπει να εκτυλίσσεται μπροστά μας μία αναπαράσταση από τη ζωή του Χριστού, κάτι που σύμφωνα με το άρθρο που είχα διαβάσει πριν έρθω, αποτελεί έθιμο αυτής της βραδιάς. Έτσι μου λύνεται και η απορία που μου είχε δημιουργηθεί προηγουμένως, όταν παρατήρησα ότι πολλοί άντρες στο πλήθος κρατούσαν ξύλινες μαγκούρες· προφανώς είχα χάσει κάποιο δρώμενο σχετικό με τους βοσκούς και τη ζωή του Χριστού.

Θέλω να συμμετέχω και αρχίζω να μιμούμαι όσο μπορώ τις κινήσεις και τους ήχους των γυναικών γύρω μου. Κουνιέμαι κι εγώ όπως κουνιούνται και χτυπώ αναλόγως τα χέρια μου σε ρυθμικά παλαμάκια. Κάποιες γυναίκες ανασηκώνουν τα χέρια τους σε κινήσεις που θυμίζουν μουσουλμανικό τελετουργικό χορογραφώντας άθελά τους έτσι μία εντυπωσιακή σύνθεση φαινομενικά ετερόκλητων στοιχείων.

Λίγο πριν την Ανάσταση σβήνουν τα φώτα δίνοντας άτυπα το σύνθημα για την επικράτηση ησυχίας. Νιώθω τη συγκίνηση να απλώνεται μες στη βαθιά σιγή. Γίνομαι μία από τις γυναίκες και νιώθω την αγκάλη τους. Με κοιτάζουν επιδοκιμαστικά όπως κουνιέμαι και μία από αυτές μου πιάνει τον ώμο και μου λέει μπράβο με τον τρόπο της. Έχουν μία γλύκα και μία αθωότητα· τα πρόσωπά τους είναι όμορφα και η πραότητα που αποπνέουν με κάνει να νιώθω σα να αγγίζω τα νερά μίας καθαρής λίμνης.

Μπορούμε άραγε να διακρίνουμε το καθρέφτισμα του Θείου στην αντανάκλαση αυτής της λίμνης; Παίρνει άραγε τη μορφή τoυ ‘απρόσωπου’ όπως περιγράφεται στο έργο της Weil; Είμαστε ‘πρόσωπα’ σε τέτοιο βαθμό ώστε το Ιερό να κατοικεί μεταξύ μας τούτη τη στιγμή ή μία ακόμα συλλογικότητα που τελικά αποτυγχάνει να διαλυθεί αρκετά ώστε να επιτευχθεί το ‘απρόσωπο’; (Weil, 2005, σελ.76).

Εφόσον το ‘απρόσωπο και άρα το ‘ιερό’, σύμφωνα πάντοτε με τη Weil, δεν προσεγγίζεται τελικά μέσω της συλλογικότητας, προβάλλει πιο επιτακτικό από ποτέ το μονοπάτι της περιπλάνησης.

Μία άλλη γυναίκα αν και σχεδόν ηλικιωμένη μου προτείνει να κάτσω κάνοντας νοήματα —μία καθόμαστε κατάχαμα και μία σηκωνόμαστε, ανάλογα με το θρησκευτικό σινιάλο που μας δίνεται— μα δεν θέλω να της πάρω την θέση και αργά ή γρήγορα ξανακαταλήγω στο πάτωμα.

Όταν φτάνει η είδηση της Ανάστασης τα φώτα ανάβουν και αρχίζει η πιο έντονη στιγμή: τα χαρακτηριστικά επιφωνήματα, οι αλαλαγμοί της αφρικανικής ηπείρου· χαρμόσυνοι σε αυτήν την περίπτωση. Με κάθε αφορμή, από δω και πέρα, γυναικείοι αλαλαγμοί της ερήμου κάνουν την εκκλησία να σείεται δημιουργώντας μία εσωτερική έκσταση που τραντάζει τον χώρο.

Ψάχνω να αντιστοιχίσω τον θείο αυτό ήχο με λέξεις. Το ‘ululation’ μοιάζει επαρκώς περιγραφικό μα θέλω να βρω τον ορισμό της λέξης και στα ελληνικά. Μήπως είναι “ολολυγμοί/ολολυγές”; Σημαίνει “θρήνος και γοερό κλάμα” και άρα δεν μπορεί να είναι αυτός, εκτός και αν αποδεχτούμε το πόσο κοντά βρίσκεται ο θρήνος με την έκσταση. Ή μήπως λέγεται “αλαλαγμός”, “αλαλητό” όπως βρίσκω τον ορισμό σε portal για την ελληνική γλώσσα: μεγάλος θόρυβος από συγκεχυμένες φωνές και κραυγές· αλαλαγμοί, οχλοβοή. «Tο πλήθος τον υποδέχτηκε με αλαλαγμούς χαράς και ενθουσιασμού. Tο άγριο και ξέφρενο αλαλητό».

Αλαλαγμοί…φαντάζομαι ότι κάπως έτσι θα χαιρετιούνται ανάμεσα στα βουνά άμμου στις ατέλειωτες εκτάσεις της ερήμου. Όσο πιο αραιές οι αποστάσεις, τόσο αναγκάζεται να μεγαλώνει η κραυγή για να ακουστεί. Το καλό με το Θείο λοιπόν είναι ότι όσο μακρινό και απρόσιτο μοιάζει, άλλο τόσο είναι κοντινό και προσιτό· μία τελεία που ενώνει όλες τις διαδρομές ή όπως έγραψε και η Simone Weil χαρτογραφώντας τις ανθρώπινες σχέσεις, το σημείο στο οποίο συναντούνται όλες οι παράλληλοι και το οποίο ονομάζεται αιωνιότητα (Weil, 1973, σελ.208).

Σαν πλήθος λοιπόν οι γυναίκες αλαλάζουν για να ακουστούν, αλαλάζουν για να εκφραστούν με μία καταπιεσμένη ορμή για εκρηκτική ελευθερία, αλαλάζουν για να χαιρετίσουν τη ζωή κι εγώ νιώθω σα να λούζομαι για λίγο στην αϊδιότητα.

Ενώ νιώθω να ψηλαφώ κατά την επίσκεψή μου εδώ, τη δικαιοσύνη, την αλήθεια και την ομορφιά της απρόσωπης επικράτειας του Ιερού (Weil, 2005, σελ.98) αποπροσανατολίζομαι λίγο από το σουρεάλ θέαμα μίας ζηλώτριας της τεχνολογίας: μία ‘ντόπια’ που ανεβαίνει όσο πιο ψηλά μπορεί και με το χαρακτηριστικό αυτό εργαλείο των selfies, αυτό το επιθετικό μπαστούνι, βγάζει ασταμάτητα φωτογραφίες.

Η τόση ανάγκη εικονικής αποτύπωσης ενός εαυτού πλαισιωμένου από το μεγαλείο της στιγμής μοιάζει να αναιρεί την παράδοσή μας στο βλέμμα ενός πανταχού παρώντος Θεού εκτός και αν οι ‘ιερές selfies’ — όπως αποκαλούνται πλέον συχνά οι selfies που σχετίζονται με την θρησκεία —αποτελούν μία υποσυνείδητη επανάσταση ενάντια σε έναν Θεό που γίνεται αντιληπτός ως ‘Θεός-Πανοπτικόν’. Το να λαμβάνει χώρα αυτή η πράξη εντός του θεϊκού Οίκου απλώς υπογραμμίζει την ειρωνεία.

Παρ΄όλα αυτά, η μεταμοντέρνα αυτή δράση δεν κατορθώνει να σκοτώσει την ατμόσφαιρα, απλώς της χαρίζει ένα διαστρεβλωτικό τόνο. Μία άλλη κοπέλα, γεμάτη διακριτική ευγένεια, προσεγγίζει ένα ένα τα άτομα από το πλήθος, κρατώντας κάτι αντίστοιχο με το δικό μας παγκάρι.

Αφήνομαι να παρατηρώ τα πρόσωπα γύρω μου, θέλω να εξερευνήσω τις γενναιόδωρες εκφράσεις πηγαίας χαράς και βαθιάς συγκίνησης που ανακαλύπτω πάνω τους. Νιώθω κρυφή ενοχή, σαν να κλέβω κάτι απ’ τις στιγμές τους μα αυτό συμβαίνει όσο τις κοιτώ από την θέση του παρατηρητή. Όποτε μετατοπίζομαι εσωτερικά τότε αρχίζω και μετέχω και η συγκίνησή τους γίνεται και δική μου: το πανανθρώπινο σκίρτημα που ακόμα προκαλεί η προοπτική της Ανάστασης. Είναι η φλόγα που ξεπηδάει μέσα από το νεκρό τοπίο, το φως που ψηλαφείται στο σκοτάδι της εσωτερικής πορείας ανάβασης.

Αναρωτιέμαι από πού πηγάζει η σύσπαση του προσώπου που εντοπίζω σε μία γυναίκα, το αγνό συναίσθημα του οποίου η αποτύπωση με αιφνιδιάζει. Αναρωτιέμαι γιατί με ταράζει τόσο και καταλήγω στο συμπέρασμα: είναι μια έκφραση γύμνιας. Όταν τα πρόσωπα στέκουν γυμνά, σαν ανοιχτές πληγές, αυτή η γύμνια δεν είναι παρά ένα δώρο αφού για να υπάρξει η αγάπη για το Θείο, για να πραγματωθεί, πρέπει να αφήσουμε να μας διαπεράσει· εξού και η αναγκαιότητά της (Weil, 2003, σελ.xxiv).

Συμπεραίνω ότι η λειτουργία θα συνεχιστεί για πολύ ώρα ακόμα, πιθανόν ως το ξημέρωμα, και είναι η ώρα να αποχωρήσω. Φεύγω όσο πιο διακριτικά γίνεται και βγαίνοντας πάλι στην αυλή είναι σα να προσγειώνομαι κάπου μετά από ένα μακρινό ταξίδι. Παρατηρώ ότι στο προαύλιο κάθονται μόνο γυναίκες και κάποια παιδιά, παρακολουθώντας τη λειτουργία από τα μεγάφωνα. Υπάρχει ακόμα μία κατάνυξη στην ατμόσφαιρα, έχει όμως διαφορετική αίσθηση· σα να είμαστε λίγο πιο εκτεθειμμένοι στην πραγματικότητα.

Το οικείο φαίνεται να κατοικεί τελικά και στα ‘ξένα’ μέρη, με έναν τρόπο όμως που μοιάζει να διευρύνει αυτήν την περιβόητη αλήθεια που τόσοι φαίνονται να διεκδικούν· τη στιγμή που ίσως αυτό που αρκεί είναι να παραμένεις μία πιστή αναζητήτριά της. Ξαναθυμάμαι τα λόγια της Simone Weil καθώς διαπιστώνει ότι η πάλη με τον Θεό δεν τελειώνει ποτέ κι ότι ποτέ δεν θα πούμε ότι είναι αρκετή, για όσο κινητήριά της δύναμη παραμένει η αγνή μέριμνα για την αλήθεια (Weil, 1973, σελ.69). Όταν ταξιδεύει κάποιος, κατά τον Chatwin, αποστασιοποιείται από όσα συγκροτούν για αυτόν το ‘σπίτι’ του, όλες τις ταυτότητες με τις οποίες το ντύνει, κάθε τι το γνώριμο, προσιτό και οικείο (Burton, 2016). Ακόμα και μια επίσκεψη λοιπόν σε έναν ‘άλλο’ χώρο σαν την Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, η επιλογή του να γιορτάσεις εκεί, συμμετέχοντας σε κάτι το θεωρητικά ανοίκειο επιτελεί μια τέτοια λειτουργία, του ‘ταξιδεύειν’.

Όπως αναφέρει και η Burton (2016), ο Joerg Rieger θεολόγος στην παράδοση της Θεολογίας της Απελευθέρωσης — χαρακτηρίζει το ταξίδι ως την αναγκαία διορθωτική πράξη πορείας που μέσω της αμφισβήτησης των οικείων σε μας εκκλησιαστικών παραδόσεων, καταλήγει εν δυνάμει να διευρύνει την ίδια την αντίληψή μας περί Θεού. Ενός Θεού, που η εικόνα του, κατα τον Rieger (Burton, 2016), σχηματίζεται καθ’ομοίωση της φυλής, της κοινωνικής μας τάξης, της ‘κοινότητάς’ μας. Μόνο όταν αυτή η εικόνα αποδομείται μέσα από το σοκ της έκθεσης στο διαφορετικό, τονίζει ο Rieger, μόνο τότε επέρχεται η αναγνώριση ενός Θεού που τη χρωματιστή του εικόνα μπορούμε να τη διακρίνουμε μέσα στο ψηφιδωτό άλλων τόπων και τοπίων, άλλων προσώπων, άλλων κοινοτήτων (Burton, 2016). Ενός Θεού απλωμένου σε έναν ολόκληρο κόσμο, που τόσο συμπαγής όσο και διάχυτος, συμπυκνώνεται τελικά ως παρουσία στον Άλλον.

Αποχωρώ έχοντας μέσα μου μια άγρια χαρά και τη βαθιά ευγνωμοσύνη που ακολουθεί μία εμπειρία γεμάτη νόημα, κουβαλώντας μέσα μου αυτό το καταφύγιο που βρήκα υπό την πολύχρωμη σκέπη Του. Αποφασίζουμε να γυρίσουμε περπατώντας, και σκέφτομαι ότι ίσως έτσι αποδίδουμε φόρο τιμής και στον Θεό του Bruce Chatwin, τον ‘Θεό των Walkers(Burton, 2016).

Φεύγω με την τρελή προσδοκία ότι ο Θεός-Αγάπη, θα μπορούσε να ενώνει ως η αιώνια κόλλα εμάς με το άπειρο και εμάς μεταξύ μας, στο πρότυπο του «η αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς» (Προς Κορινθίους Β΄ 5, 14-20)· στην ίδια επιστολή γίνεται αναφορά και στην καταλλαγή, στην θεραπεία δηλαδή όλων των θρυμματισμένων σχέσεων (Forest, 2015). Ίσως αυτό αναζητούμε πάνω απ’ όλα περιφερόμενοι μέσα στα πληγωμένα μας σώματα, πασχίζοντας να βγάλουμε το ‘παραμυθένιο’ κομμάτι γυαλιού από το μάτι μας, περιμένοντας μέσα στο κρύο την Γκέρτα1 μας. Τουρτουρίζοντας, γλιστράμε απεγνωσμένα από πάγο σε πάγο κι από φωτιά σε φωτιά προσμένοντας την τελική αποκατάσταση: την ενοποίηση όλων των θραυσματικών αφηγήσεων.

Βιβλιογραφικές Αναφορές:

Burton, T. E., 2016. ‘The God of Walkers’: Bruce Chatwin and the Theology of Travel. Commonweal Magazine, [online] Available at: <https://www.commonwealmagazine.org/god-walkers> [Accessed 1st September 2018].

Forest, J., 2015. Αγαπώντας τον εχθρό μου: Σκέψεις πάνω στην πιο δύσκολη εντολή. Αθήνα: Εκδόσεις Πορφύρα.

Weil, S., 2003. Gravity and Grace. [e-book] Taylor & Francis e-Library. Available at: <https://bit.ly/1EPdlD2> [Accessed 9 July 2018].

Weil, S., 2005. Simone Weil: An Anthology. London: Penguin Classics.

Weil, S., 1973. Waiting for God. 1st Harper Colophon Edition. New York: Harper&Low.

1# αναφορά στο παραμυθι ‘Η Βασίλισσα του Χιονιού’ του Hans Christian Andersen.