Bergler Ettore de Maria – λεπτ. ελαιογραφίας

Μετάφραση της ομάδας Afterwords. Από το βιβλίο του Κρίστοφερ Λας «Η Εξέγερση των Ελίτ και η Προδοσία της Δημοκρατίας» (1995,W.W.Norton & Company, Inc)
Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Κοινοτισμός ή Ποπουλισμός» (Communitarianism or populism) (σελ.104-112).

Η καλή κοινωνία, όπως στο «Whose Keeper?», είναι περισσότερο μια επίθεση στην αγορά παρά στο κράτος πρόνοιας. Ο κοινοτισμός, έχοντας αυτή τη μορφή, δε διακρίνεται εύκολα από τη σοσιαλδημοκρατία. Σε κάποιο σημείο οι συγγραφείς του προηγούμενου βιβλίου ζητούν κατηγορηματικά την πολιτική Global New Deal (Παγκόσμια Νέα Συμφωνία), παρά τους όποιους ενδοιασμούς τους για τη «διαχειριζόμενη κοινωνία». Έχουν να πουν τόσα πολλά περί ευθύνης. Είναι όμως η «κοινωνική ευθύνη» και όχι η «ατομική» αυτή που τους απασχολεί. Στην επίκλησή τους για «υπεύθυνη προσήλωση» καταλαβαίνω ότι υπονοούν τη «συμπόνια», το σλόγκαν της σοσιαλδημοκρατίας, ένα σλόγκαν που έχει χρησιμοποιηθεί ανέκαθεν για να δικαιολογήσει τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, τη διεύρυνση των εποπτικών και προστατευτικών λειτουργιών του κράτους και τη γραφειοκρατική διάσωση των γυναικών, των παιδιών και άλλων θυμάτων κακομεταχείρισης. Η ιδεολογία της συμπόνιας, όσο και αν ακούγεται ευχάριστα στα αυτιά μας, επηρεάζει σε τεράστιο βαθμό, αυτή καθ’ αυτή, την ανατροπή της πολιτικής ζωής, η οποία δεν εξαρτάται τόσο από τη συμπόνια, όσο από τον αμοιβαίο σεβασμό. Η άστοχη συμπόνια υποβαθμίζει τόσο τα θύματα, τα οποία καθίστανται αντικείμενα λύπησης, όσο και τους δήθεν ευεργέτες τους, για τους οποίους είναι πιο εύκολο να λυπούνται τους συμπολίτες τους παρά να τους ανάγουν σε απρόσωπα πρότυπα, η επίτευξη των οποίων θα τους έδινε το δικαίωμα του σεβασμού. Λυπούμαστε αυτούς που υποφέρουν, και λυπούμαστε πάνω απ’ όλα αυτούς που υποφέρουν αισθητά. Παρόλα αυτά, διατηρούμε το σεβασμό μας προς εκείνους που αρνήθηκαν να εκμεταλλευτούν τη δυστυχία τους με σκοπό τη λύπηση. Σεβόμαστε αυτούς που είναι πρόθυμοι να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους, αυτούς που υποκύπτουν σε αυστηρά και απρόσωπα πρότυπα που εφαρμόζονται αμερόληπτα. Σήμερα πιστεύεται ευρέως, τουλάχιστον από τα μέλη της τάξης που μεριμνά, ότι τα πρότυπα είναι εγγενώς καταπιεστικά, και αντί να είναι απρόσωπα, ασκούν διάκριση εναντίον των γυναικών, των μαύρων και των μειονοτήτων εν γένει. Τα πρότυπα, όπως ήδη αναφέραμε, αντικατοπτρίζουν την πολιτισμική ηγεμονία των νεκρών λευκών Ευρωπαίων αντρών. Η συμπόνια μας αναγκάζει να αναγνωρίζουμε την αδικία της επιβολής τους στους υπόλοιπους.

Όταν η ιδεολογία της συμπόνιας οδηγεί σε αυτού του είδος τον παραλογισμό, τότε έρχεται η στιγμή που πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Η συμπόνια έχει γίνει το ανθρώπινο πρόσωπο της περιφρόνησης. Η δημοκρατία κάποτε ενείχε την αντίθεση προς κάθε μορφή που είχε δύο μέτρα και δύο σταθμά. Σήμερα αποδεχόμαστε τα δυο μέτρα και δυο σταθμά – όπως πάντα, μια συνταγή για τους πολίτες της δεύτερης κατηγορίας – στο όνομα του ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος. Έχοντας εγκαταλείψει την προσπάθεια για βελτίωση του γενικού επιπέδου ικανότητας – η πρότερη έννοια της δημοκρατίας – αρκούμαστε στη θεσμοθέτηση της ικανότητας στην τάξη που μεριμνά, η οποία έχει σφετερισθεί το καθήκον να προσέχει όλους τους υπόλοιπους.

Ο ποπουλισμός, όπως τον καταλαβαίνω, υπηρετεί αδιαμφισβήτητα την αρχή του σεβασμού. Αυτός είναι και ο λόγος, ανάμεσα σε άλλους, που ο ποπουλισμός προτιμάται από τον κοινοτισμό, ο οποίος πολύ γρήγορα συμβιβάζεται με το κράτος κοινωνικής πρόνοιας και στηρίζει την ιδεολογία της συμπόνιας. Ο ποπουλισμός ανέκαθεν απέρριπτε τόσο την πολιτική υποταγή όσο και την πολιτική της λύπησης. Εκπροσωπεί τους απλούς τρόπους και τον προσχεδιασμένο, ευθύ λόγο. Δεν εντυπωσιάζεται ούτε από τους τίτλους ούτε από άλλα σύμβολα της εξυμνούμενης ισχύουσας κοινωνικής κατάστασης. Δεν εντυπωσιάζεται εξίσου ούτε από αξιώσεις ηθικής ανωτερότητας που προβάλλονται στο όνομα των καταπιεσμένων. Απορρίπτει την «προτιμησιακή επιλογή για τους φτωχούς», εάν αυτό σημαίνει να αντιμετωπίζεις τους φτωχούς ως αβοήθητα θύματα των περιστάσεων, να τους απαλλάσσεις από την ανάληψη ευθυνών ή να δικαιολογείς την παραμέλησή τους με το επιχείρημα ότι η φτώχεια συνοδεύεται από ένα τεκμήριο αθωότητας. Ο ποπουλισμός είναι η αυθεντική φωνή της δημοκρατίας. Προϋποθέτει ότι κάθε άτομο έχει το δικαίωμα σεβασμού μέχρι να αποδειχθεί ότι δεν είναι άξιος του δικαιώματος αυτού, αλλά επιμένει ότι ο καθένας φέρει ευθύνη για τον εαυτό του. Είναι απρόθυμος να κάνει παραχωρήσεις ή να συγκρατήσει την κριτική με το επιχείρημα ότι «η κοινωνία φταίει για όλα». Ο ποπουλισμός είναι «επικριτικός», για να επικαλεστούμε και ένα σύνηθες επίθετο, η υποτιμητική χρήση του οποίου δείχνει πόσο έχει αποδυναμωθεί η ικανότητα για επιλεκτική άσκηση κριτικής από το ηθικό κλίμα του ανθρωπιστικού «ενδιαφέροντος».

Οι κοινοτιστές μετανιώνουν για την κατάρρευση της κοινωνικής εμπιστοσύνης. Παρόλα αυτά, δεν καταφέρνουν συχνά να συνειδητοποιήσουν ότι η εμπιστοσύνη, σε μια δημοκρατία, μπορεί να στηριχθεί μόνο στον αμοιβαίο σεβασμό. Δικαίως επιμένουν ότι τα δικαιώματα πρέπει να εξισορροπούνται από την ευθύνη. Ωστόσο, φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο για την ευθύνη της κοινωνίας ως συνόλου – η ευθύνη της, ας πούμε, απέναντι στα λιγότερο προνομιούχα μέλη της – παρά για την ευθύνη του κάθε ατόμου. Όταν οι συγγραφείς του περιοδικού The Good Society λένε ότι «δημοκρατία σημαίνει να δίνεις προσοχή», επιδιώκουν να μας ανακαλέσουν σε μια αίσθηση του κοινού καλού και να καταπολεμήσουν τον εγωιστικό ατομικισμό που μας τυφλώνει μπροστά στις ανάγκες των άλλων. Παρόλα αυτά, περισσότερο η διστακτικότητά μας να θέσουμε διάφορες απαιτήσεις μεταξύ μας, παρά η διστακτκότητά μας να βοηθήσουμε όσους έχουν ανάγκη, είναι εκείνη που απομυζεί τη δύναμη της δημοκρατίας στις μέρες μας. Έχουμε γίνει εξαιρετικά εξυπηρετικοί και ανεκτικοί για το δικό μας καλό. Στο όνομα της συμπόνιας και της κατανόησης, ανεχόμαστε εργασία δεύτερης κατηγορίας, τρόπο σκέψης δεύτερης κατηγορίας και πρότυπα προσωπικής συμπεριφοράς δεύτερης κατηγορίας. Ανεχόμαστε τους κακούς τρόπους και πολλά είδη εξύβρισης, που κυμαίνονται από την κοινότυπη σκατολογία, η οποία είναι πλέον ευρέως διαδεδομένη, έως την περίτεχνη ακαδημαϊκή κενολογία. Σπάνια μπαίνουμε στον κόπο να διορθώσουμε ένα λάθος ή να διαφωνήσουμε με αντιπάλους με την ελπίδα ότι θα τους αλλάξουμε απόψεις. Αντίθετα, τους κάνουμε να σωπάσουν ή συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, λέγοντας ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να έχει την άποψη του. Στις μέρες μας, η δημοκρατία φαίνεται να πεθαίνει περισσότερο από την αδιαφορία παρά από την ανεκτικότητα. Η ανεκτικότητα και η κατανόηση είναι σημαντικές αρετές, αλλά δεν πρέπει να γίνουν δικαιολογία για απάθεια.

Οι διαφορές μεταξύ του ποπουλισμού και του κοινοτισμού είναι διαφορές εστίασης του ενδιαφέροντος, έχουν ωστόσο σημαντικές πολιτικές συνέπειες. Η μεγαλύτερη αντίρρηση μου σχετικά με τον κοινοτισμό είναι ότι ελάχιστα τοποθετείται πάνω σε αμφιλεγόμενα ζητήματα όπως είναι θετικές δράσεις, η έκτρωση και η οικογενειακή πολιτική. Οι συγγραφείς του The Good Society διαβεβαιώνουν τους αναγνώστες τους ότι «δεν θέλουν να υπερασπιστούν οποιαδήποτε μεμονωμένη μορφή οικογενειακής ζωής». Αυτό που έχει σημασία είναι η «ποιότητα της οικογενειακής ζωής», κατά την άποψή τους, και όχι η δομή της. Η ποιότητα και η δομή όμως δεν είναι εύκολα διακριτές η μία από την άλλη. Η κοινή λογική μας λέει ότι τα παιδιά χρειάζονται και τον πατέρα και τη μητέρα τους, ότι είναι συντετριμμένα από το διαζύγιο και δεν μεγαλώνουν σωστά στα σημερινά ιδρύματα. Χωρίς τη μείωση του βαθμού δυσκολίας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικογένεια, τουλάχιστον θα πρέπει να τηρήσουμε ένα μέτρο, με το οποίο να μπορεί να υπολογιστεί η επιτυχία ή η αποτυχία των προσπαθειών μας. Χρειαζόμαστε κατευθυντήριες γραμμές, όχι μια γενική δήλωση καλών προθέσεων. Εάν οι κοινοτιστές σοβαρολογούσαν όσον αφορά αυτό που ο Μπέλλα αποκαλεί «πολιτική της γενεσιουργικότητας», θα πρέπει να θέσουν τους όρους που θεωρείται ότι κάνουν την ανατροφή των παιδιών σήμερα πιο δύσκολη από ό,τι ήταν παλιά. Οι γονείς είναι βαθιά προβληματισμένοι με το ηθικό κλίμα ανεκτικότητας, με τη συνουσία και τη βία, στα οποία τα παιδιά εκτίθενται πρόωρα, με τον ηθικό σχετικισμό που αντιμετωπίζουν στο σχολείο και με την απαξίωση της εξουσίας που κάνει τα παιδιά ευέξαπτα με οποιονδήποτε περιορισμό. Ένα μεγάλο μέρος της αντίθεσης στην έκτρωση αντανακλά τις ίδιες ανησυχίες, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν τόσο απλά, υποστηρίζοντας ότι η έκτρωση, όπως και η δομή της οικογένειας, πρέπει να είναι ζήτημα προσωπικής επιλογής. Η ιδιωτικοποίηση της ηθικής είναι άλλη μια ένδειξη κατάρρευσης της κοινότητας και ο κοινοτισμός, που συναινεί στη συγκεκριμένη εξέλιξη, ζητώντας ταυτόχρονα κοινή φιλοσοφία, δεν μπορεί να περιμένει να τον λάβουν στα σοβαρά υπόψη.

Οποιαδήποτε απόπειρα να βασίσουμε τη δημόσια πολιτική σε ένα σαφές σύνολο ηθικών κατευθυντήριων γραμμών, φυσικά συνεπάγεται και την προβλέψιμη αντίρρηση πως οι ηθικές αντιλήψεις είναι εγγενώς υποκειμενικές, ότι είναι αδύνατον να υπάρξει μια γενική συμφωνία πάνω σε αυτά τα ζητήματα, και ότι συνεπώς πρέπει να υπάρχει αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ πολιτικής και ηθικής. Κάθε απόπειρα συνδυασμού τους, σύμφωνα με τη συλλογιστική αυτή, θα έχει ως αποτέλεσμα το φόρτωμα των αξιών μιας ομάδας σε όλους τους υπόλοιπους. Η πιο κοινή κριτική στον κοινοτισμό είναι ότι θα οδηγούσε στην υπαγωγή των απόψεων σε πειθαρχία, στην καταστολή της ασυμφωνίας και στη θεσμοθέτηση της μισαλλοδοξίας, όλα στο όνομα της ηθικής. Οι αντίπαλοι του κοινοτισμού, στους οποίους συγκαταλέγονται δεξιοί ελευθεριστές όπως και αριστερίζοντες φιλελεύθεροι, παραθέτουν τη Γενεύη του Καλβίνου, την Κοινοπολιτεία του Πουριτανού Κρόμγουελ και τη δίκη των μαγισσών του Σάλεμ για να δείξουν τι συμβαίνει όταν το κράτος προσπαθεί να επιβάλλει την ηθική. Η λέξη «κοινότητα» ηχεί στα αυτιά τους σαν συνταγή για μισαλλοδοξία και συντηρητισμό. Φέρνει στο μυαλό εικόνες της αγροτικής ζωής βγαλμένες από τις ιστορίες του Σέργουντ Άντερσον και τον Σίνκλερ Λιούις: καχύποπτη, κουτσομπόλα, αυτάρεσκη, αδυσώπητος στην καταστολή της πρωτοτυπίας και της πνευματικής ελευθερίας. Από αυτή την άποψη, ο κοινοτισμός φαίνεται να απειλεί oτιδήποτε έχει επιτύχει ο μοντέρνος κόσμος στην πορεία του από τον επαρχιωτισμό προς τον κοσμοπολιτισμό, συμπεριλαμβανομένου και του σεβασμού για την «πολυπολιτισμικότητα», η οποία είναι πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα (ή τουλάχιστον έτσι μας λένε) των πολιτισμένων κοινωνιών.

Η καλύτερη απάντηση στην κατηγορία αυτή είναι ότι υπερτονίζει τη δυσκολία να συμφωνηθεί μια κοινή γραμμή όσον αφορά τα ηθικά ζητήματα. O Αμιτάι Ετζιόνι, ιδρυτής του Responsive Community, κορυφαίου κοινοτικού περιοδικού, ισχυρίζεται πειστικά ότι «υπάρχει περισσότερη συναίνειση απ’ ό,τι φαίνεται στην αρχή». Οι «κοινές μας αξίες ως κοινότητα» περιλαμβάνουν «αφοσίωση στη δημοκρατία, τη Χάρτα Δικαιωμάτων και αμοιβαίο σεβασμό για τις υποομάδες». Οι Αμερικάνοι πιστεύουν στην ίση μεταχείριση όλων και στην «επιθυμία της μεταχείρισης των άλλων με αγάπη, σεβασμό και αξιοπρέπεια». Πιστεύουν στις αξίες της ανεκτικότητας και του να λες την αλήθεια. Καταδικάζουν τις διακρίσεις και τη βία. Ο Ετζιόνι στο πρόσφατο βιβλίο του Το Πνεύμα της Κοινότητας (The Spirit of Community) ισχυρίζεται πως είναι δυνατόν να συλλάβεις μια «λογική ενδιάμεση οδό» ανάμεσα στον ελευθερισμό και τον αυταρχισμό. Δυστυχώς η υπέρμετρη επιρροή που ασκείται από ομάδες ειδικών συμφερόντων, το κατοχυρωμένο μερίδιο των μέσων ενημέρωσης στις συγκρούσεις, καθώς και το ανταγωνιστικό πρόσωπο της δικαιοσύνης που ενσαρκώνεται στο σύστημα δικαίου μας ευνοούν τη διαμάχη παρά την ομόνοια. Πολιτικά συμπεριφερόμαστε σα να μην έχουμε τίποτα κοινό. Κάποιοι ζηλωτέ φτάνουν ακόμα και στο σημείο να παροτρύνουν, όπως λέει ο Ετζιόνι, να «αποποιηθούμε της ενιαίας κοινωνίας και να επιτρέψουμε την αντικατάστασή της από μια κοινοπραξία φυλών διαφόρων χρωμάτων». Υποστηρίζουν, όντως, ότι η οργάνωση σε φυλές είναι η μόνη μορφή «κοινότητας» που έχει πιθανότητες να ριζώσει σε μια πολυφυλετική, πολυπολιτισμική κοινωνία.

Ο Ετζιόνι όχι μόνο δεν αποδέχεται την άποψη αυτή, αλλά είναι πεπεισμένος ότι και η πλειοψηφία των Αμερικάνων κάνει το ίδιο, εφόσον συμμερίζονται ένα ευρύ φάσμα βασικών πεποιθήσεων. Μπορεί, βέβαια, να αντιταχθεί η άποψη ότι η περιγραφή της «ηθικής υποδομής» αποτελείται από ασαφείς γενικολογίες και από το ότι οι άνθρωποι αναμφίβολα θα διαφωνούν σχετικά με την προσήλωσή τους σε συγκεκριμένα θέματα. Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετά στοιχεία, αν και ο Ετζιόνι δεν τα εκμεταλλεύεται, που δείχνουν πως οι Αμερικανοί συμφωνούν σε συγκεκριμένα θέματα, τα οποία έχουν έρθει στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια ως πηγή οδυνηρών ιδεολογικών συγκρούσεων, και στα οποία η συμφωνία υποτίθεται είναι αδύνατη. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η οι μεγάλες πλειοψηφίες ευνοούν την επέκταση των οικονομικών ευκαιριών για τις γυναίκες. Ένα γκάλοπ που διεξήχθη το 1987 έδειξε ότι το 66% απέρριψε την πρόταση ότι «οι γυναίκες θα έπρεπε να επιστρέψουν στον παραδοσιακό τους ρόλο στην κοινωνία». Από την άλλη, το 68% σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση, πίστευε ότι «πάρα πολλά παιδιά μεγαλώνουν σε παιδικούς σταθμούς». Σχεδόν το 90% είπαν για τον εαυτό τους ότι έχουν «παρωχημένες αξίες σχετικά με την οικογένεια και το γάμο». Το 1982 η εταιρεία μάρκετινγκ και έρευνας Daniel Yankelovich ανέφερε πως η πλειοψηφία δύο τρίτων τασσόταν υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών και ταυτόχρονα υπέρ της «επιστροφής σε πιο παραδοσιακά πρότυπα οικογενειακής ζωής και γονικής μέριμνας».

Ο E. J. Dionne, που αναφέρει τα ευρήματα αυτά στο βιβλίο του Γιατί οι Αμερικανοί Μισούν την Πολιτική (Why Americans Hate Politics), σημειώνει πως οι συμβατικές ταμπέλες δεν περιγράφουν με ακρίβεια το τι πιστεύουν οι Αμερικανοί. «Στη σημερινή εποχή, […] οι ιδέες της αριστεράς και της δεξιάς φαίνονται λιγότερο χρήσιμες από ποτέ». Πάρτε για παράδειγμα το θέμα της έκτρωσης, το πιο διχαστικό θέμα στην αμερικανική πολιτική σκηνή, στο οποίο ο συμβιβασμός είναι φαινομενικά αδύνατος. Όταν το θέμα ορίζεται ώς ζήτημα ατομικής επιλογής έναντι της κυβερνητικής παρέμβασης, οι φωνές που υπερασπίζονται το δικαίωμα της επιλογής υπερισχύουν. Αλλά η πλειοψηφία των Αμερικανών πιστεύει ότι γίνονται υπερβολικά πολλές εκτρώσεις και τάσσονται υπέρ περιορισμών, όπως είναι η γονική συναίνεση. Η αναποφασιστικότητα αυτή εμφανίζεται και σε δημοφιλείς στάσεις απέναντι στην κυβέρνηση. Οι περισσότεροι άνθρωποι κατ’αρχήν συμφωνούν ότι η κυβέρνηση είναι πολύ μεγάλη και παρεμβατική, αλλά υποστηρίζουν την κοινωνική ασφάλιση, το εθνικό ασφαλιστικό σύστημα υγείας και την πλήρη απασχόληση. Γενικά, αναφέρει ο Dionne, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι «οι Αμερικανοί πιστεύουν στη βοήθεια εκείνων που περνούν δύσκολα, στην προαγωγή των ίσων ευκαιριών και ίσων δικαιωμάτων, στην παροχή ευρείας πρόσβασης στην εκπαίδευση, στη στέγαση, στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την παιδική φροντίδα». Παράλληλα, πιστεύουν πως «η σκληρή δουλειά θα έπρεπε να ανταμείβεται, ότι οι άνθρωποι που έχουν καταστρεπτική συμπεριφορά απέναντι σε άλλους θα έπρεπε να τιμωρούνται, οι μικροί θεσμοί κοντά στο σπίτι τείνουν να κάνουν περισσότερα από τους μεγάλους θεσμούς που διοικούνται από μακριά, και ότι οι ατομικές ηθικές επιλογές συνήθως έχουν κοινωνικές συνέπειες». Πάνω απ’ όλα, πιστεύουν ότι οι οικογένειες στις οποίες η μητέρα και ο πατέρας ζουν κάτω από την ίδια στέγη με τα παιδιά τους αποτελούν τον καλύτερο διακανονισμό για την ανατροφή των παιδιών. Η προσήλωση αυτή στην «παραδοσιακή οικογένεια», επιμένει o Dionne, δε θα έπρεπε να ερμηνεύεται ως αντίθεση στον φεμινισμό ή ακόμα και σε εναλλακτκούς τρόπους ζωής. Απλώς αντικατοπτρίζει την αντίληψη ότι «είναι συνήθως καλύτερα όταν τα παιδιά ζουν με μια μητέρα κι έναν πατέρα που έχουν αναλάβει κάτι περισσότερο από μια προσωρινή δέσμευση ο ένας απέναντι στον άλλο».

Oι δημοφιλείς αντιλήψεις, σύμφωνα με τον Dionne, εμπεριέχουν περισσότερη κοινή λογική από τις άκαμπτες ιδεολογίες που κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο. Είναι αμφιλεγόμενες αλλά όχι απαραίτητα αντιφατικές ή ασυνάρτητες. Δυστυχώς, δεν αποτυπώνονται στην εθνική πολιτική, και αυτός είναι ο λόγος, σύμφωνα με τον Dionne, που οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται τόσο λίγο για την πολιτική. Οι εξηγήσεις της πολιτικής απάθειας και του αδιεξόδου από άλλους σχολιαστές, συμπεριλαμβανομένων των Μπέλλα και Ετζιόνι, δίνουν έμφαση στα διαδικαστικά θέματα, στα σλόγκαν, στη χρηματοδότηση εκστρατειών: τα ακαταμάχητα πλεονεκτήματα της δέσμευσης στις εκλογές του Κογκρέσου. Η αληθινή εξήγηση, ωστόσο, είναι ουσιαστική: Τα κόμματα δεν εκπροσωπούν πλέον τις απόψεις και τα συμφέροντα των απλών ανθρώπων. Η πολιτική διαδικασία κυριαρχείται από αντίπαλες ελίτ αφοσιωμένες σε ασυμβίβαστες ιδεολογίες. Αν πιστέψουμε τον Dionne, η πολιτική της ιδεολογίας έχει διαστρεβλώσει την άποψή μας για τον κόσμο και μας έχει φέρει αντιμέτωπους με μια σειρά από λάθος επιλογές: φεμινισμός ή οικογένεια, κοινωνική μεταρρύθμιση ή παραδοσιακές αξίες, φυλετική δικαιοσύνη ή ατομική ευθύνη. Η ιδεολογική ακαμψία έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη των κοινών απόψεων των Αμερικανών, αντικαθιστώντας ουσιώδη ζητήματα με αμιγώς συμβολικά ζητήματα, και δημιουργώντας μια λανθασμένη εντύπωση πόλωσης. Είναι η σπουδαιότητα των ζητημάτων που φαίνεται στους περισσότερους Αμερικανούς ως ψεύτικη, υποστηρίζει ο Dionne, κάτι που εξηγεί και «γιατί οι Αμερικανοί μισούν την πολιτική». Τα ζητήματα που πυροδοτούν ακραίες δηλώσεις πίστης, και στις δύο πλευρές του ιδεολογικού διαχωρισμού, φαίνεται να μην έχουν μεγάλες συνέπειες στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή. Η πολιτική έχει γίνει ζήτημα ιδεολογικών χειρονομιών, ενώ τα πραγματικά προβλήματα παραμένουν άλυτα. «Όταν οι Αμερικανοί λένε ότι η πολιτική δεν έχει να κάνει με το τι έχει πραγματικά σημασία, έχουν κατά ένα μεγάλο μέρος δίκιο».