Βυζάντιο και Laïcité (μέρος β’): Περί των παρανόμως τοῖς ἄρχουσιν ἐπί τοῖς ἱεροῖς τολμωμένων
Η διαλεκτική σχέση μεταξύ βυζαντινού “Κράτους” και Εκκλησίας αναιρεί ριζικά την απλοϊκή άποψη του Hegel και κάνει τις επίκαιρες εξαγγελίες περί “συμφωνιών της Πολιτείας με την Εκκλησία” να φαντάζουν άτολμες και υπερφίαλες σε σχέση με τα ριζικά μέτρα και την ολομέτωπη επίθεση που εξαπέλυσαν στην Εκκλησία οι κοσμικοί του Βυζαντίου.
Βυζάντιο και Laïcité (μέρος α’)
“Η εκκοσμίκευση θεωρείται συνήθως η νίκη του αθεϊσμού επί του χριστιανισμού. Λίγοι όμως βλέπουν πως είναι δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα ο αντικληρικαλισμός του κράτους από την αποχριστιανοποίηση ενός λάου. Το πρώτο πράγμα μπορεί να συμβεί κάλλιστα χωρίς να είναι απαραίτητο επακόλουθο το δεύτερο. Και όσο αφορά την αποχριστιανοποίηση της ελληνικής κοινωνίας αυτή συντελείται ήδη εδώ και αρκετές δεκαετίες χωρίς να έχουν θιχτεί στο ελάχιστο τα “δικαιώματα” της ιερατικής τάξης.”
Προς υπεράσπιση της κοσμικότητας
Η δημοκρατία προϋποθέτει πάνω απ’ όλα τον διαχωρισμό της δημόσιας από την ιδιωτική σφαίρα. Το πιο σημαντικό σε αυτή την περίπτωση είναι η κατανόηση ότι η πολιτική θεσμοθέτηση αναγνωρίζει ως μόνη πηγή της την ανθρώπινη δραστηριότητα (όπως προαναφέρθηκε). Το πολιτικό σώμα στη δημοκρατία έχει πλήρη επίγνωση ότι δεν υπάρχει καμία εξωκοινωνική παρέμβαση στη λήψη των αποφάσεων, δηλαδή, οι προτεινόμενοι νόμοι και θεσμοί δεν δίνονται από έξω ή πάνω (από τους προγόνους, τη φύση, τους θεούς, τους νόμους των αγορών, ή τους νόμους της ιστορίας). Ως εκ τούτου, το θρησκευτικό δικαίωμα πρέπει να ερμηνεύεται ως ιδιωτικό δικαίωμα, ως θεσμός (με άλλα λόγια) που λειτουργεί στο πλαίσιο της ιδιωτικής (ή ημι-ιδιωτικής) σφαίρας.