Henry Fuseli, The Nightmare, 1781, oil on canvas,

Αν Κράτος σηματοδοτεί το αντίπαλο δέος για τους αναρχικούς το σίγουρο είναι πως η καταστολή εγγυάται την ύπαρξη και των δύο. Χωρίς το μονοπώλιο της βίας δεν μπορεί να νοηθεί κράτος και ακριβώς αυτή είναι και η προϋπόθεση που μοιράζονται μαζί του οι αναρχικοί. Η βία του Κράτους και κατά επέκταση αυτό που ονομάζουμε σχηματικά καταστολή αποτελεί επομένως το οξυγόνο που διατηρεί σε ζωή το απέθαντο σώμα του σύγχρονου αναρχισμού. Είναι χωρίς αμφιβολία σίγουρο πως εάν δεν υπήρχε η καταστολή οι αναρχικοί θα ήταν αναγκασμένοι να την εφεύρουν. Και για αυτή μας την υπόθεση μπορούμε να λάβουμε μια ισχυρή διαβεβαίωση αφού δεν είναι δυνατόν να συναντήσουμε πουθενά στην ιστορία, παρά μόνο από το 1789 και μετά, περίπτωση κράτους χωρίς αναρχικούς και αντίστοιχα (εκτός εξαιρετικά αιρετικών περιπτώσεων) καμία περίπτωση αναρχικών χωρίς αντικείμενο τους την βία του κράτους.

Μοιάζει πραγματικά σαν η είσοδος του ενός πράγματος στο προσκήνιο της ιστορίας να συνοδεύτηκε αναγκαστικά από την γέννηση του δευτέρου και αυτό  μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την απολυταρχική μορφή που έλαβε στην πράξη το αίτημα για καθολική ισότητα στο όνομα της επανάστασης. Αίτημα το οποίο ιστορικά ανέλαβε να υλοποιήσει το κράτος. Αν η επανάσταση απέτυχε να καταστήσει όλους τους ανθρώπους ίσους μέσα στην καθολική ελευθερία, το κράτος ανέλαβε να διεκπεραιώσει αυτό το χρέος με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα κατατάσσοντας όλους τους ανθρώπους ίσους μέσα στην καθολική καταπίεση. Είμαστε όλοι «ίσοι απέναντι στον νόμο» και οι υποχρεώσεις μας απέναντι στο κράτος μας αφορούν εξίσου όλους το ίδιο από τον ανώτερο άρχοντα ως τον τελευταίο υπήκοο, (έτσι τουλάχιστον όπως εξηγεί η πολιτική θεωρία), αυτή η νεωτερική μορφή απόλυτης κυριαρχίας στο όνομα της ισότητας ως διαλεκτική της άρνηση συνέπεια είχε τη πρώτη μορφή κρατικής ανυπακοής. Καθόλου τυχαίο που ο κατεξοχήν θεός των αναρχικών είναι ο αρνητής Προμηθέας. Αλλά ο αλληλένδετος χαρακτήρας κράτους – αναρχικών γίνεται ακόμα πιο κατανοητός όχι μόνο εάν δια μέσου ενός διανοητικού πειράματος αναλογιστούμε την αξία που θα είχε η ύπαρξη αναρχικών σε μια μέτακρατική εποχή –σκέψη που οδηγεί αναγκαστικά σε μια ακυρωτική ταυτολογία- αλλά κυρίως εάν μελετήσουμε τις υπάρχουσες μορφές κοινωνιών που διαφεύγουν του ορίζοντα της νεωτερικότητας στο σύγχρονο κόσμο. Κοινωνίες στις οποίες η θέση ενός αναρχικού θα ήταν ανάλογου παραλογισμού με την θέση ενός Ναΐτη σταυροφόρου στην Madison Avenue του Μανχάταν.

Το βύζαγμα της καταστολής

Η καταστολή έδωσε στην κυριολεξία το γάλα το οποίο βύζαξε στο πεδίο της ιδεολογίας ο μεταπολιτευτικός αναρχισμός. Από μια περιοδική έκδοση εποχής1 διαβάζουμε πόσο οι αναρχικοί χλευάσανε όσους «βιάστηκαν» να πουν πως τα γεγονότα της κρατικής καταστολής που σημάδεψαν την διετία 1984-86 ανασκεύασαν με νέα ιδεολογία κάτι που είχε ήδη καταστεί ιστορικά νεκρό:

«Πολλοί βιάστηκαν να πουν πως οι επιχειρήσεις αρετής στα Εξάρχεια ανάστησαν το πτώμα του αναρχισμού. Γελιούνται όμως σε βαθμό γελοιοποίησης. Καταλαβαίνουν τα ακατάληπτα για αυτούς γεγονότα. Μα αφού οι αναρχικοί και οι καιροί μας, έθαψαν τον αναρχισμό, για να νεκραναστηθεί πάει να πει πως κάποιος τον ξέθαψε και μάλιστα με κάποιο κοντοπρόθεσμο σχέδιο που θα απέφερε και τα ανάλογα οφέλη. Ότι πλέον, όταν ξεθάβεται ένα πτώμα, το μόνο που μπορεί να παρουσιαστεί είναι το αποσυντιθέμενο του κορμί “πασαλειμμένο με αρώματα” προκειμένου να καλυφθεί η δυσοσμία του. Δεν αναρωτήθηκαν όμως ποτέ πως αυτό το «πτώμα» απέκτησε μια δυναμική, που κινητοποίησε όλους του μηχανισμούς του κράτους ομολογώντας πολλές φορές πως τα γεγονότα δεν ελέγχονται, είναι ανεξέλεγκτα».

Αναρωτιόμαστε ειλικρινά πόσο πολύ διαφέρουν τα λόγια που χρησιμοποιούν σήμερα οι αναρχικοί για να μιλήσουν για τις εκκενώσεις των καταλήψεων στην Θεσσαλονίκη από αυτά που εκφέρανε πριν τριάντα χρόνια οι τότε συνομήλικοι τους. Σε αυτή την παράγραφο διαπιστώνουμε τη σταθερή μέσα στις δεκαετίες αποτίμηση της παρουσίας τους: Αξιολογούν τους εαυτούς τους πάντα σε σχέση με τον βαθμό  «κινητοποίησης των  μηχανισμών του κράτους» και πάντα κατά πόσο «τα γεγονότα δεν ελέγχονται και είναι ανεξέλεγκτα». Έτσι καθώς σε κάθε περίπτωση το «αναρχόμετρο» προσδιορίζεται από τον βαθμό της καταστολής που προκαλεί, το Cogito ergo sum μετατρέπεται στο αναρχικό αντίστοιχο του «Καταστέλλομαι άρα υπάρχω». Η επίδραση του γνωμικού αυτού στο επίπεδο αυτοαντίληψης τους είναι όχι μόνο καταλυτική αλλά και καθοριστική για το πώς ξεδιπλώνουν οι αναρχικοί την δράση τους στο πολιτικό πεδίο: Πάντα με γνώμονα την καταστολή που θα προκαλέσουν σε βαθμό μάλιστα που αν κάτι δεν προκαλεί την αντίδραση του νόμου να μην θεωρείτε άξιο λόγου και ασχολίας. Ο βαθμός ετεροπροσδιορισμού στο πεδίο του αυτοκαθορισμού γίνεται πρόδηλος και αυτό αναγκαστικά μας φέρνει αντιμέτωπους με ένα αίσθημα λύπης καθώς μιλάμε για ανθρώπους που τουλάχιστον στο πεδίο των διακηρύξεων επικαλούνται την ελευθερία της σκέψης και την αυτονομία της δράσης ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Επιπλέον σε αυτό τον ετεροπροσδιορισμό οφείλονται οι αμέτρητες περιπτώσεις τσαλακωμένων ζωών από κατά τα άλλα ακέραιες και ηθικές προσωπικότητες που βρήκαν τους εαυτούς τους παγιδευμένους μέσα στο κουβάρι της ιδεολογίας από την μια μεριά και τις κόλλες δικογραφιών από την άλλη και σπαταλήθηκε έτσι ότι πιο ζωντανό και δροσερό είχε να προσφέρει από νιότη η ελληνική κοινωνία.

«Με τους αναρχικούς έχουμε πάρει διαζύγιο»

(Μανώλης Μποσινάκης  γενικός διευθυντής της αστυνομίας/1985)

Αν εντρυφήσουμε πιο διεξοδικά στο σύνολο του αναρχικού λόγου από την περίοδο του 1986 έως το 2016 θα βρούμε πραγματικά αξιοθαύμαστη την ταύτιση του μέσα στον χρόνο στην κεντρική του ιδέα για την καταστολή. Το «σενάριο» λίγο έως πολύ διατηρείτε το ίδιο είτε πρόκειται για «σοσιαλιστικό» κράτος, είτε για «δεξιό» είτε όπως συμβαίνει τώρα για «αριστερό» κράτος και πανομοιότυπα  λόγια χρησιμοποιούνται με το ίδιο ύφος ξανά και ξανά χωρίς κανένας να νιώθει το βάρος της αμφιβολίας που θα έπρεπε να επιφέρει το ίδιο και το ίδιο «λιβάνισμα». Διαβάζουμε από προκήρυξη που κυκλοφόρησε τον χειμώνα του 1986 και αναρωτιόμαστε κατά πόσο θα ήταν αδόκιμο αν οι ίδιες εκφράσεις χρησιμοποιούνταν και σήμερα με τις απαραίτητες επίκαιρες διορθώσεις:

«Οι πράσινοι εκπορνευτές του σοσιαλισμού πέταξαν το «φίλο – λαϊκό» και «φιλεργατικό» τους προσωπείο. Συνέβαλαν 170 ταξικούς μας συντρόφους σε μια νύχτα, απαγόρευσαν τις συγκεντρώσεις, χτυπούν τις καταλήψεις των εργοστασίων, συλλαμβάνουν εργάτες, απαγορεύουν απεργίες. Τα νέα μας αφεντικά προσπαθούν μάταια να απολογηθούν για την οικονομική κατάσταση σαν υπόλογοι της κρίσης που δημιουργείται και εναγώνια συσκέπτονται για το τι μέσα θα επινοηθούν για να βγει αυτή η κρίση από το παράθυρο και να μπει από την πόρτα το φάντασμα του φασίστα και το μίασμα του προβοκάτορα».

Άδικες συλλήψεις, οικονομική κρίση, πολιτικά αδιέξοδα, ο φασίστας που καραδοκεί στην γωνία και αποδιοπομπαίοι τράγοι είναι πάντα τα ίδια στοιχεία που συνθέτουν την αναρχική αφήγηση για την καταστολή. Οι αναρχικοί πάντα πρέπει να είναι επικίνδυνοι για την εξουσία η οποία ανέχεται την ύπαρξη τους μόνο και μόνο για να διατηρεί την προσχηματική της φιλελεύθερη επίφαση. Όμως η δράση τους σύντομα υπερβαίνει τα όρια για την τάξη του κράτους και η καταστολή τότε γίνεται αναπόφευκτη. Ακολουθούν συλλήψεις, πορείες, δίκες, απελευθέρωση και τούμπαλιν από την αρχή. Τα παραπάνω θα μπορούσαν πράγματι να είναι έτσι όπως φαίνονται και μάλιστα ακόμα δραματικότερα και στην κάθε επιμέρους περίπτωση συγκροτούν αρκετό υλικό για τραγωδίες. Στην καθολική τους όμως θέαση, όταν βάλουμε δηλαδή αυτή την ιστορική διαδρομή της «εκπαίδευσης της καταστολής» κάτω από το πρίσμα του συμπεράσματος, η διαπίστωση που προκύπτει είναι πως οι αναρχικοί εδώ και  χρόνια παραμένουν μετεξεταστέοι στο ίδιο μάθημα.

‘Ένα δοξασμένο παρελθόν χωρίς μέλλον

Μας χωρίζει μια ολόκληρη γενιά από την εποχή που η εκδοτική ομάδα του «Μαύρο και Κόκκινο» αποτιμώντας την σφοδρότητα της καταστολής συμπέρανε πως μια νέα «δυναμική» έρχεται να πάρει την θέση του «πτώματος της αναρχίας». Από την πορεία των δεκαετιών είναι πλέον πρόδηλη η αυταπάτη τους. Αυτό που είδαν τότε ως «νέα δυναμική» μέσα από την βία των «πάνκς», την «άγρια νεολαία», την μαζικότητα των μητροπολιτικών κέντρων, την «βία στην βία του κράτους» και τον διάχυτο μηδενισμό και ηδονισμό του αναρχοεγωισμού ήταν το σύμπτωμα των αδιεξόδων της μαζικής κοινωνίας και όχι η λύση τους. Από την προσκόλληση τους σε αυτό το σύμπτωμα είναι φανερό πως ο αναρχισμός είναι προϊόν μιας αντίφασης η οποία προκύπτει από μια ιδέα που ανήκει στην απερχόμενη εποχή της εκμετάλλευσης της μαζικής εργασίας και μια πραγματικότητα η οποία ανήκει στην νέα εποχή της μαζικής υστερίας. Αυτό που οι αναρχικοί του 1986 είδαν μπροστά τους και το πέρασαν ως νέο ήταν στην πραγματικότητα το πασαλειμμένο με τα αρώματα και χρώματα Ζόμπι της αναρχίας. Έκτοτε το σέρνουν μαζί τους και μαζί του και την πολυγραφότατη του ιστορία. Ένα δοξασμένο πολιτικό παρελθόν χωρίς μέλλον που επιβιώνει άλλες φορές πισωγυρίζοντας στην νηπιακή του ηλικία όπως όταν υποδύονται τον άστεγο καταληψία και άλλες φορές όταν στέκεται αλληλέγγυο πίσω από ανθρώπινα ρετάλια αναζητώντας μέσα στο δράμα των προσφύγων πολιτικό σωσίβιο από το ιστορικό του ναυάγιο.

Αντί επιλόγου: Η σιωπή σημαίνει συνενοχή

Υπάρχουν φορές που κάποια συμβάντα, αναμφισβήτητα τραγικά για το ίδιο το πρόσωπο που αφορούν, αποκαλυπτικά όμως στην γενικότητα τους, φέρνουν στην επιφάνεια κάποιες αναγνωρίσιμες από όλους αλλά και ταυτόχρονα ανομολόγητες συναστρώσεις ενοχών. Μόνο αποστροφή θα έπρεπε να προκαλεί αυτό το αφύσικο συμπεθέριασμα των «πολύ βαρύ και σκέτων» αναρχικών της χωροδεσποτείας των Εξαρχείων, και των αντιεξουσιαστών πατρώνων τους, με τα αριστερούσκουλα των προοδευτικών δικηγορίσκων και επίδοξων αυριανών βουλευτών και υπουργών, οι οποίοι άλλες φορές εμφανίζονται στο προσκήνιο ως ένθερμοι υποστηρικτές των επετειακών εξεγέρσεων, και άλλες φορές, ανάλογα τις περιστάσεις και το βαρόμετρο του -τάχα δήθεν πολιτικού- καιροσκοπισμού, αποκηρύσσουν δημόσια την βία καταγγέλλοντας ως φασίζοντες αυτούς τους οποίους με το παράδειγμα τους εξέθρεψαν όλα αυτά τα χρόνια.

Από την δίκη του Γιάννη Σερίφη το 1978 για την υπόθεση της συμπλοκής στο εργοστάσιο της AEG που είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Χρήστος Κασίμης2 έως σήμερα έχει δρομολογηθεί μαζί με την αδιάρρηκτη σχέση κράτους – αναρχικών ένας ανομολόγητος αρραβώνας μεταξύ της εντεύθεν και εκείθεν του κοινοβουλίου αριστεράς και τους αναρχικούς διωκόμενους, δηλαδή το εν δυνάμει σύνολο των αναρχικών. Αρραβώνας ο οποίος με κάθε ευκαιρία διώξεων, δικών και κάθε είδους καταστολής επαναδιατυπώνει τους όρκους πίστης του. Η άρρηκτη μέχρι τώρα σχέση που αναπτύχθηκε μέσα από τα δικαστήρια και την καταστολή συμπεριλάμβανε μάρτυρες υπεράσπισης από κάθε λογής πολιτευόμενους μέχρι δικηγόρους οι οποίοι διατελέσαν έως και υπουργοί κυβερνήσεων ή αρχηγοί κομμάτων (χαρακτηριστικοί οι Φώτης Κουβέλης, Νίκος Κωνσταντόπουλος και Ευάγγελος Γιαννόπουλος) ενώ σε άλλες περιπτώσεις όπως της Ζωής Κωνσταντοπούλου η υπόθεση της «υπεράσπισης των διωκόμενων» έχει πάρει πλέον τα χαρακτηριστικά «οικογενειακής δυναστείας». Η σχέση αυτή ήταν αναπόδραστο πως θα δημιουργούσε μια ενδοστρεφή διαπλοκή την οποία έτρεφαν εξίσου αλλά για διαφορετικούς σαφώς λόγους και τα δύο μέρη.

 Γεωργιλάς Αθανάσιος

1) Αναρχική επιθεώρηση Θεσσαλονίκης «Μαύρο και Κόκκινο»/1986

2) Αυτοί οι αγώνες συνεχίζονται δεν εξαγοράζονται δεν δικαιώθηκαν» Αυτόνομη πρωτοβουλία πολιτών/1983