Oil painting by the Belgian marine artist François Etienne Musin (1820–1888) refers to H.M.S. Erebus in the ice, 1846

Είναι απίθανο αν θα μπορέσουμε να βρούμε ανάλογη περίπτωση, όπου η «αντι-μιμητική» διακήρυξη του Oscar Wilde (Life imitates Art) αποτυπώθηκε τόσο απερίφραστα και προφητικά όσο στο βιβλίο της Mary Shelley, Φράνκενσταϊν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας, και τη τραγική κατάληξη της βρετανικής αποστολής του 1845 για την ανακάλυψη του βορειοδυτικού περάσματος στον Αρκτικό Κύκλο.

Η Shelley διατηρείται πάντα επίκαιρη κυρίως για την κριτική που μπορεί κανείς να αξιοποιήσει κατά της επιστημονικής αλαζονείας – ιδιαίτερα τις σύγχρονες έρευνες της βιοτεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης. Έτσι όμως παραβλέπεται το κύριο θέμα με το οποίο ξεκινάει και τελειώνει την πλοκή του βιβλίου της. Τη συνάντηση/αντιπαράθεση μεταξύ δύο πολύ βασικών φυσιογνωμιών ανθρώπινης αμετροέπειας: του επιστήμονα Βίκτωρ Φράνκενσταϊν και του εξερευνητή του Αρκτικού Πόλου Ρόμπερτ Γουάτσον. Οι δύο αυτές φιγούρες μοιράζονται βέβαια άνισα την gothic νουβέλα της Shelley, κατέχουν όμως και οι δύο τον πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς από τις πράξεις και τις συνέπειές τους εξελίσσεται η πλοκή της ιστορίας και συγκροτούν τους προμηθεϊκούς ιδεότυπους που προσέλκυαν τον θαυμασμό και το ενδιαφέρον του βικτωριανού κοινού της εποχής. Έτσι αν και ο ίδιος ο δευτερότιτλος του βιβλίου, Σύγχρονος Προμηθέας, εξέφραζε τον θαυμασμό των διαφωτιστών προς τα επιτεύγματα της επιστήμης, και παρέπεμπε  απευθείας στον χαρακτηρισμό «Νέου Προμηθέα», με τον οποίο είχε ανακηρύξει ο Kant τον Benjamin Franklin για τις πρωτοπόρες του επιστημονικές έρευνες στα θέματα ηλεκτρισμού, αυτό που φαίνεται να έχει σήμερα παραμεληθεί είναι πως το ενδιαφέρον των συγκαιρινών της Shelley κέντριζε επίσης το πάθος για την ανακάλυψη και την κατάκτηση των ανεξερεύνητων περιοχών της γήινης σφαίρας. Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο ο Γουάτσον στο γράμμα του προς την αδερφή του Μάργκαρετ μας αποκαλύπτει το εσώτερο κίνητρό του. «Να χορτάσω την ζωηρή μου περιέργεια με τη θέα ενός τμήματος του κόσμου που ποτέ κανείς πιο πριν δεν το είχε επισκεφτεί, να μπορέσω να βηματίσω σε έναν τόπο που ποτέ πιο πριν το πόδι του ανθρώπου δεν αποτύπωσε το ίχνος του». Αυτό που, όπως γράφει, τον «ξεμυάλισε» και τον ώθησε σε ένα τέτοιο απαιτητικό και επικίνδυνο εγχείρημα, ήταν η αναζήτηση του περάσματος μέσα από τα παγωμένα νερά του Αρκτικού Πόλου.

Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι μέχρι και τον 19ο αιώνα το μεγαλύτερο κομμάτι της υφηλίου παρέμενε ακόμα ανεξερεύνητο και αχαρτογράφητο. Οι εμπορικοί και ναυτικοί χάρτες εξακολουθούσαν να είναι γεμάτοι από ζώνες με λευκά σημεία, τα οποία υπογράμμιζε ο χαρακτηριστικός ορισμός terra incognita. Σε καμμιά άλλη περίοδο το πάθος για την ανακάλυψη και τη χαρτογράφηση νέων περιοχών δεν έλαβε τον γενικευμένο χαρακτήρα του 19ου αιώνα. Από την ενδοχώρα της Αφρικής και της Αυστραλίας, τη δυτική και βόρειο Αμερική, τις δυτικές Ινδίες, μέχρι τους παγωμένους ορίζοντες των Πόλων, μια ιερή σταυροφορία από πρωτοπόρους άνδρες ξεχύθηκε στο όνομα της προόδου και της επιστήμης για την ανακάλυψη των μυστηρίων της φύσης και της υφηλίου. Ποτέ άλλοτε  οι δυνάμεις της πολιτικής, της οικονομίας, της τεχνολογίας και της επιστήμης, δεν συνδυάστηκαν τόσο ενορχηστρωμένα σε ένα κοινό σκοπό όσο στην υπηρεσία της κατάκτησης και της χαρτογράφησης των ανεξερεύνητων περιοχών της γης∙ και ποτέ άλλοτε στο παρελθόν η ιδεολογία δεν ταυτίστηκε τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά με την έννοια της κατάκτησης. Δεν ήταν μόνο η «αχόρταγη περιέργεια» που κινούσε προς το άγνωστο τους παθιασμένους προμηθεϊκούς εξερευνητές αλλά και το οικονομικό ενδιαφέρον των «πυλώνων της κοινωνίας». Ο συνδυασμός των στοιχείων αυτών αποκρυσταλλώθηκε στην εμφάνιση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, την επέκταση της οικονομίας επάνω στους πρωταρχικούς πόρους και την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών. Το αίτημα της ανάπτυξης του ελεύθερου εμπορίου έβρισκε μπροστά του το φυσικό όριο των ανεξερεύνητων και αχαρτογράφητων περιοχών της γης. Στο ίδιο όριο προσέκρουε και η επιστήμη στην προσπάθειά της να «κατακτήσει» τη φύση. Ήταν επομένως επιτακτική ανάγκη να ολοκληρωθεί η χαρτογράφηση του πλανήτη, και το έργο αυτό ανέλαβε η πιο δυνατή οικονομία της εποχής: η βρετανική αυτοκρατορία.

Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε στο σύνολό της τη βιομηχανική κοινωνία του 19ου αιώνα αν δε λάβουμε υπόψη μας τον οπτιμισμό που διακατείχε τον βικτωριανό άνθρωπο για την εξερεύνηση και την κατάκτηση της υδρόσφαιρας. Κύριο γνώρισμα του αιώνα τούτου αποτελεί η μεταφυσική και επιστημονική πεποίθηση ότι η ανθρωπότητα είχε καταστεί πλέον ικανή, χάρη τα επιστημονικά και τεχνολογικά της επιτεύγματα, να εκπληρώσει την βιβλική εντολή και να καταστήσει τη Γη πραγματικά τον «οίκο» του Αδάμ. Σε αυτή την ιερή αποστολή ο Αρκτικός Πόλος ασκούσε στους ανθρώπους της εποχής τον ίδιο συνδυασμό γοητείας και φόβου που ασκεί σήμερα στον σύγχρονο άνθρωπο η έρημη κόκκινη γη του πλανήτη Άρη. Διαβάζοντας κανείς τα γράμματα του Ρόμπερτ Γουάτσον στη νουβέλα του Φράνκενσταϊν, φαντάζεται πως με δυσκολία πείθονταν οι βικτωριανοί ότι ο Βόρειος Πόλος αποτελούσε «την έδρα της παγωνιάς και της ερήμωσης», εκεί που τα στοιχεία της φύσης έχουν την πιο κακόσχημη μορφή τους. Στις σκέψεις των βικτωριανών ο Πόλος φάνταζε «σαν ένας τόπος που ξεπερνάει σε μαγεία και ομορφιά κάθε περιοχή που έχει ανακαλυφθεί ίσαμε τώρα πάνω στην κατοικημένη γήινη σφαίρα».

Μια υπέροχη αποστολή «πίσω από πέρα»

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πραγματισμού και μυθοπλασίας το βρετανικό ναυτικό οργάνωσε το 1845 τη μεγαλύτερη έως τότε αποστολή που είχε ποτέ επιχειρήσει να ταξιδέψει στα παγωμένα νερά του Αρκτικού Κύκλου, η οποία είναι σήμερα γνωστή με την ονομασία η «εξαφανισμένη αποστολή του Franklin», (Franklin’s lost expedition), από το όνομα του διοικητή της, του 59χρονου καπετάνιου John Franklin. Στην αποστολή πήραν μέρος τα πιο σύγχρονα και πλέον ενισχυμένα πλοία της εποχής, τα ιστιοφόρα, HMS Erebus και HMS Terror, με πλήρωμα 129 άνδρες.  Τα δύο πλοία είχαν δικό τους σύστημα θέρμανσης, σύστημα αφαλάτωσης του νερού, πανίσχυρες ατμομηχανές, τεράστιες προμήθειες διατηρημένων τροφίμων, πάνω από 8.000 κονσέρβες, 3,5 τόνους ταμπάκο, 1,5 τόνο φωτιστικά κεριά, και περισσότερα από 1.000 βιβλία στις αποθήκες τους.  Ένας πραγματικά τεράστιος κατάλογος από εφόδια, ικανός για τη διατροφή και τη διαβίωση του πληρώματος για περισσότερο από 3 χρόνια. Σκοπός της αποστολής, με τα λόγια της Shelley, ήταν η «ανακάλυψη ενός περάσματος κοντά στον πόλο προς εκείνες τις χώρες που για να τις φτάσει κανείς απαιτούνται τόσοι πολλοί μήνες».

Είναι σαφές ότι το βασικό κίνητρο της ανακάλυψης του βορειοδυτικού περάσματος προς τον Ειρηνικό ήταν η γρήγορη πρόσβαση στις αγορές της Ασίας. Το βορειοδυτικό πέρασμα -άγνωστο την εποχή εκείνη αν πράγματι υπήρχε- αποτελείται από μια στενή λωρίδα υγρού διαδρόμου μεταξύ του παγετώνα του Αρκτικού Πόλου και του αστερισμού των διάσπαρτων ηπειρωτικών νησιών που περιβάλουν σαν στεφάνη τον βόρειο Καναδά. Σε αυτό το γεωγραφικό πλάτος, το πολικό κλίμα, οι χαμηλές θερμοκρασίες και οι ακραίες συνθήκες αλλοιώνουν τα γνωστά δεδομένα του υπόλοιπου ημισφαιρίου: ο χειμώνας είναι μια ατέλειωτη νύχτα και το καλοκαίρι ο ήλιος δεν δύει ποτέ. Σε αυτά τα όρια οι συνθήκες που επικρατούν καθιστούν κάθε πιθανότητα επιβίωσης αδύνατη. Τα νερά του Αρκτικού Κύκλου μπορούν να μετατραπούν μόλις μέσα σε λίγες ώρες σε παγετώνα, και ό,τι καράβι βρεθεί μέσα του μετατρέπεται αυτόματα σε ένα μέρος του πάγου – είτε ταξιδεύει μαζί του σε όποια κατεύθυνση το οδηγούν τα παγωμένα ρεύματα είτε συνθλίβεται σταδιακά από τη διαστολή των πάγων. Κανείς δε μπορεί να ξέρει πότε το βορειοδυτικό πέρασμα είναι ένας υδάτινος διάδρομος και πότε, με τα λόγια της Shelley, «απλώνονται σε κάθε κατεύθυνση πλατιές και ανώμαλες πεδιάδες από πάγο, που φαίνονται να μην έχουν τέλος». Ακόμα και σήμερα για τα σύγχρονα παγοθραυστικά θα ήταν δυσχερής η διέλευση αυτής της περιοχής χωρίς την «υποστήριξη» που τους παρέχει πλέον η κλιματολογική αλλαγή. Στην πραγματικότητα το βορειοδυτικό πέρασμα δεν κατακτήθηκε ποτέ. Αυτό το αποδεικνύει το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ για τους εμπορικούς σκοπούς που προσδοκούσε το βρετανικό ναυτικό.

Η αποστολή του Franklin απέπλευσε από το λιμάνι του Γκρήνχιθ, νότια του Λονδίνου, το πρωί της 19ης Μαΐου του 1845. Τα δύο πλοία εθεάθησαν τελευταία φορά από Ευρωπαίους τον Ιούλιο του ίδιου έτους στα καναδικά ακρωτήρια των πυλών του βορειοδυτικού περάσματος. Από τότε κανείς δυτικός δεν είδε ξανά ζωντανούς το πλήρωμα ή τα δύο πλοία. Κατά τα επόμενα 150 χρόνια, αλλεπάλληλες αποστολές και έρευνες θα συνέθεταν τα κομμάτια του πάζλ της εξαφάνισης των δύο πλοίων και θα σχημάτιζαν μια υποθετική εικόνα για τι συνέβη στη συνέχεια. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα δύο πλοία παγιδεύτηκαν τον Σεπτέμβρη του 1846 στα παγωμένα νερά πάνω από το νησί “Βασιλιάς Ουίλιαμ”, ένα απομακρυσμένο και έρημο μέρος, το οποίο οι αυτόχθονες κάτοικοι του βόρειου Καναδά, Inuit, επισκέπτονται σπάνια, αποκαλώντας το στη διάλεκτο Tununiq, «πίσω από πέρα». Κάτω από άγνωστες συνθήκες το πλήρωμα πήρε τον Απρίλιο του 1848 την απελπισμένη απόφαση να εγκαταλείψει τα δυο πλοία και να διανύσει με τα πόδια μια απόσταση 1.300 χιλιομέτρων μέχρι το κοντινότερο σημείο διάσωσης. Μέσα σε θερμοκρασίες που άγγιζαν ακόμα και τους -48º C, ο ένας μετά τον άλλο οι άτυχοι ναυτικοί αποδεκατίστηκαν από την υποθερμία, την πείνα, τις αρρώστιες και την εξάντληση. Οι ακριβείς συνθήκες των θανάτων τους παραμένουν ένα μυστήριο μέχρι σήμερα.

Τα δύο πλοία ανακαλύφθηκαν μετά από 150 σχεδόν χρόνια, από εξερευνητικές αποστολές στον αρκτικό βυθό, τον Σεπτέμβριο του 2014 και τον Σεπτέμβριο του 2016, ενώ οι εξερευνητικές αποστολές όλες αυτές τις δεκαετίες έχουν ανασύρει ένα μακρύ κατάλογο μακάβριων τεκμηρίων από διάσπαρτα κόκαλα, υπολείμματα κατασκηνώσεων έως και τέσσερις τάφους μελών του πληρώματος. Τα ευρήματα αυτά επεκτείνονται σε έκταση χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων – προκαλούν περισσότερα ερωτηματικά παρά αποσαφηνίζουν την τύχη του πληρώματος και τι τους συνέβη κατά την απόπειρα της επιστροφής τους.

Η διαδρομή που ακολούθησαν τα δύο πλοία, HMS Erebus και HMS Terror, πριν κολλήσουν στους πάγους του Αρκτικού Κύκλου.

«Τhe Terror»

Αν ο Hobbes είχε φανταστεί τον άνθρωπο όπως ήταν στη φυσική κατάσταση, ο Rousseau να αγνοεί την ύπαρξη του Φυσικού Δικαίου, και ο Machiavelli όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με την ακραία περίπτωση, ο Ridley Scott συμπεριέλαβε και τους τρείς μαζί στη τηλεοπτική σειρά «Τhe Terror», με θέμα της τη τραγική κατάληξη της «εξαφανισμένης αποστολής του John Franklin». Η σειρά ξεχωρίζει στο είδος της όχι μόνο γιατί αποδίδει με δραματικό τρόπο την αγωνία των πληρωμάτων των δύο πλοίων και το πώς αναγκάστηκαν να ζήσουν στη φυσική κατάσταση για περισσότερο από τρία χρόνια, αλλά και γιατί την εμπλουτίζει με τα gothic στοιχεία από τη νουβέλα της Mary Shelley, Φράνκενσταϊν. Έτσι κατά ένα περίεργο αλλά όχι αδικαιολόγητο λόγο, διαμορφώνεται μια τριπλέτα μίμησης μεταξύ της τέχνης, της πραγματικότητας και ξανά της τέχνης, που επιβεβαιώνει και ταυτόχρονα αναιρεί το αξίωμα του Oscar Wilde. Στο «Τhe Terror» του Ridley Scott δεν βλέπουμε  μόνο τους αποκλεισμένους ναυτικούς να αναμετρούνται με τα στοιχεία του παγωμένου Αρκτικού Κύκλου αλλά και την αναμέτρησή τους με τους δαίμονες που καραδοκούν, όχι μόνο εκείνους που βρίσκονται έξω από τα αποκλεισμένα πλοία, στις «πλατιές και ανώμαλες πεδιάδες από πάγο», αλλά και εκείνους που προέρχονται από το πιο τρομερό και αδίστακτο από όλα τα τέρατα του κόσμου: τους ίδιους τούς εαυτούς τους.

Το «Τhe Terror» ξεχωρίζει γιατί είναι ένα κράμα της gothic λογοτεχνίας με μια δραματοποιημένη ιστορία επιβίωσης. Πέρα από την εξαιρετική σκηνοθεσία, τη φωτογραφία, τον καλό ρυθμό, την αμείωτη αγωνία, τους καλοδουλεμένους διάλογους και τις εξαιρετικές ερμηνείες που διαθέτει -στοιχεία που κάνουν το θεατή να απολαμβάνει με το ίδιο ενδιαφέρον και τα δέκα του επεισόδια- το «Τhe Terror» εντυπωσιάζει επίσης για το σκεπτικό και τα πολιτικά ζητήματα που θίγει. Ποια πρέπει να είναι η διακυβέρνηση στην ακραία κατάσταση; Τι είναι το Φυσικό Δίκαιο; Πώς είναι ο «φυσικός άνθρωπος»; Αυτά είναι μερικά ζητήματα τα οποία πηγάζουν αβίαστα μέσα από τη δεκάωρη σειρά με πολύ πιο δηλωτικό τρόπο από κάθε άλλη πολιτική -υποτίθεται- κινηματογραφική απόπειρα.

Καθώς η δράση γίνεται όλο και πιο ακραία, η οργάνωση του αποκλεισμένου πληρώματος μετακινείται από την απόλυτη εξουσία του πλοιάρχου, στην ανταρσία, την τυραννία, και τέλος στη δημοκρατία όσων κατάφεραν να επιβιώσουν. Ένα προς ένα μαζί με τους άνδρες που καταρρέουν χάνονται και τα αξιώματα που στηρίζονταν στη λογική και θύμιζαν τον πολιτισμό. Ξεχασμένοι από τον Θεό, εγκαταλελειμμένοι από την ελπίδα και τους ανθρώπους, οι εγκλωβισμένοι ναυτικοί του HMS Erebus και HMS Terror αρχίζουν να μοιάζουν σαν τους επισκέπτες ενός δαντικού εφιάλτη. Ο παγωμένος ορίζοντας που τους περιβάλει, η μονοτονία του λευκού τοπίου, η ανυπαρξία ήχων ή οποιαδήποτε μορφής ζωής, αποτελεί μια εναλλακτική πρόταση για το πώς θα μπορούσε να είναι η Κόλαση. Σε αυτό το άθεο τοπίο η μόνη συντροφιά είναι οι δαίμονες του πάγου και η απελπισία.

Από τα τέσσερα στάδια διακυβέρνησης που μπορεί κανείς να παρατηρήσει καθώς οι αποκλεισμένοι περνάνε σταδιακά, εντύπωση προκαλεί η διαπίστωση ότι οι πιο εξαχρειωμένες, κυνικές και απάνθρωπες αποφάσεις -ακόμα και ο κανιβαλισμός- λαμβάνονται όταν καταρρέει η ιεραρχία και τα αξιώματα. Ένα παράδοξο συμπέρασμα εξάγεται από την ακραία περίπτωση της φυσικής κατάστασης: Στην απόλυτη δημοκρατία κυριαρχεί η απόλυτη ιδιοτέλεια. Αυτό που μετράει είναι μόνο η επιβίωση του ατόμου. Χωρίς κανόνες ο καθένας ταυτίζεται με το Εγώ και το Μοναδικό του έτσι όπως αυτό είναι στη φυσική του μορφή. Στην ακραία κατάσταση αντιστοιχούν μόνον ακραίες επιλογές και τα πάντα επιτρέπεται να συμβούν.

Τα σημάδια στον χάρτη δείχνουν ευρήματα της δραστηριότητας των μελών του πληρώματος, ακόμα και ευρήματα ανθρώπινων σκελετών, και υποδηλώνουν τη διαδρομή που ακολούθησε η ομάδα ή οι ομάδες των ναυτικών στην προσπάθειά τους να επιστρέψουν σε ασφαλές σημείο με τα πόδια.

Ένας απαλός επικήδειος

Η «αποστολή του John Franklin» αγγίζει τις χορδές της ευαισθησίας μας και μας προκαλεί ρίγος ακριβώς γιατί αντιπροσωπεύει τον θρίαμβο της φύσης απέναντι στα σχέδια των ανθρώπων. Τίποτα από την υπεροχή της βρετανικής αυτοκρατορίας δεν ήταν αρκετό για να αποφθεχθεί η αποτυχία αυτή. Ακριβώς για τον λόγο που το βορειοδυτικό πέρασμα εκφράζει την ήττα της ανθρώπινης αμετροέπειας αποτελεί τη μεγαλύτερη στην ιστορία επιχείρηση διάσωσης και ανεύρεσης, η οποία συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, 170 χρόνια μετά, για να συνθέσει το πάζλ του μυστηρίου και να αναμετρηθεί με αυτό τον τρόπο με τα στοιχεία της φύσης που το δημιούργησαν. Η «αποστολή του Jhon Franklin» εκφράζει τον Σύγχρονο Προμηθέα για τον οποίο τόσο προφητικά η Mary Shelley έγραψε στη νουβέλα της Φράνκενσταϊν. Άλλωστε τα λόγια που απευθύνει ο Βίκτωρ Φράνκενσταϊν προς τους άνδρες της αποστολής του Ρόμπερτ Γουάτσον ταιριάζουν απόλυτα για να καλύψουν απαλά τον άδικο(;) χαμό του John Franklin και του πληρώματός του.

Τι θέλετε να πείτε; Τι είναι αυτό που ζητάτε από τον καπετάνιο σας; Ώστε, λοιπόν, τόσο εύκολα παρατάτε το σχέδιό σας; Εσείς οι ίδιοι δεν είσαστε που αυτό το σχέδιο αποκαλούσατε υπέροχη αποστολή; Και για ποιό λόγο ήταν υπέροχη; Όχι βέβαια επειδή ο δρόμος ήταν ομαλός και γαλήνιος, μα γιατί ήταν γεμάτος με κινδύνους και τρόμους∙ γιατί το κάθε νέο περιστατικό θα ήταν μια πρόκληση στο ψυχικό μας σθένος και θα φανέρωνε το θάρρος σας∙ γιατί θα την περιτριγύριζαν ο κίνδυνος και ο θάνατος και αυτά θα έπρεπε να τα αψηφήσετε και να τα υπερνικήσετε. Γι’ αυτά όλα ήταν η αποστολή υπέροχη, γι’ αυτά όλα ήταν σεβαστό το τόλμημα. Στη συνέχεια θα σας αναγνώριζαν ως ευεργέτες του ανθρώπινου γένους∙ τα ονόματά σας θα λατρεύονταν γιατί θα ανήκαν σε γενναίους άνδρες που αντιμετώπισαν το θάνατο για την πρόοδο και το όφελος της ανθρωπότητας…Φανείτε άνδρες ή κάτι περισσότερο από άνδρες. Μείνετε σταθεροί στους σκοπούς σας και ατράνταχτοι σαν βράχοι. Αυτός ο πάγος δεν είναι καμωμένος από το υλικό που είναι φτιαγμένες οι καρδιές σας είναι ασταθής και δεν μπορεί να σας αντισταθεί.