Photo by Sebastião Salgado, Kuwait: A Desert on Fire

 “Η μεν φωνή, φωνή Ιακώβ, αι δε χείρες, χείρες Ησαύ”

Παλαιά Διαθήκη, Γένεσις

Αίμα και πυρ, το πετρέλαιο κινεί και θερμαίνει το σώμα της ανθρωπότητας για πάνω από έναν αιώνα. Είναι από τις ελάχιστες φορές, μέσα στην Ιστορία, που μία πρώτη ύλη διαμορφώνει, σε τέτοιο βαθμό, το ιστορικό γίγνεσθαι, καθορίζοντας, μαζί με την οικονομία, την ίδια την ύπαρξη και την πορεία χωρών, κοινωνιών και ατόμων. Η ιστορία του μαύρου χρυσού αντανακλά την πολυδιάστατη και αμφίσημη φύση της παγκόσμιας κοινωνικοοικονομικοπολιτικής παρτιτούρας. Μέσα στις σελίδες της πλούσιας βιογραφίας του, ο εφευρετικός νους συνεργεί με τα βρώμικα χέρια, η δημιουργικότητα συνομιλεί με την καταστροφή, η επιστήμη συναντά την κερδοσκοπία, η αίγλη και η υποκριτικότητα της πολιτικής και της υψηλής διπλωματίας συνυπάρχουν με τις λεπτές επιχειρήσεις των μυστικών υπηρεσιών και την ωμότητα του υποκόσμου, η πρόοδος συναιρείται με το σκοτάδι, το έγκλημα με τον Θεό. Θαύμα και τραύμα, ευλογία και κατάρα για τις περισσότερες χώρες – κοινωνίες, από τη γη των οποίων αναβλύζει, το πετρέλαιο συνυφαίνεται άμεσα με την στρατηγική και τον πόλεμο, και ως μέσο και ως διακύβευμα.

Μέρος 1ο: 1860 – Β’ΠΠ

Ουβερτούρα – ο χορός των αρπακτικών

Χρειάστηκαν, λοιπόν, πάνω από 500 εκατομμύρια χρόνια στη φύση για να δημιουργήσει το πετρέλαιο και μόλις 150 περίπου χρόνια στον άνθρωπο για να το εξαντλήσει σε σημαντικό βαθμό. Αν και ο κατ’ εξοχήν αιώνας του πετρελαίου είναι ο 20ος, οι βασικές επιστημονικο-τεχνολογικές αλλαγές που επισηνέβησαν το δεύτερο μισό του 19ου, προοικονομούν τη συνέχεια ενός δράματος που εξακολουθεί να εκτυλίσσεται έως και σήμερα.

Το 1859 πραγματοποιείται η πρώτη γεώτρηση πετρελαίου στην Πενσυλβανία, η οποία και σηματοδοτεί την αρχή της πετρελαϊκής βιομηχανίας. Την εποχή αυτή, ο μαύρος χρυσός αντικαθιστά σταδιακά το λίπος – λάδι της φάλαινας, πρώτη ύλη που χρησιμοποιούνταν ως κυρίαρχο καύσιμο για φωτισμό, ως λιπαντικό σε τρένα, για θέρμανση, για σαπούνι και για χρώματα και βερνίκια.

Υποστηρίζοντας ότι δαπανώνται πάρα πολλά χρήματα για την άντληση πετρελαίου από το έδαφος και όχι αρκετά για την επεξεργασία του, οι αδελφοί John D. και William Rockefeller θέτουν σε λειτουργία αρκετά διυλιστήρια πετρελαίου και κηροζίνης, ιδρύοντας την περίφημη Standard Oil. Σύντομα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών θα έχει πρόσβαση σε φθηνό πετρέλαιο και κηροζίνη. Τις δεκαετίες του 1870 και 1880 η (χαμηλού κόστους) λάμπα πετρελαίου είναι το βασικό προϊόν – οδός μέσω της οποίας το πετρέλαιο καθίσταται αναγκαία ύλη για τη μαζική παραγωγή και καθιερώνεται στη συνείδηση των καταναλωτών. Η Standard Oil, μονοπολώντας την πετρελαϊκή αγορά των ΗΠΑ, αυξάνει ραγδαία την παραγωγή της. Το 1890 υπερβαίνει τα αμερικανικά σύνορα και, πουλώντας, μαζικά, βασικά κηροζίνη (σαν καύσιμο για τις λάμπες) στην Κίνα, δημιουργεί ένα δίκτυο θυγατρικών εταιριών σε διάφορα σημεία της Σινικής αυτοκρατορίας. Επιπροσθέτως, μέσα σε αυτή τη συνθήκη διεύρυνσης, αρχίζει το φλερτ με τη Μέση Ανατολή. Η θυγατρική της  Standard Oil – Socony (αργότερα Mobil), ανοίγει τον πρώτο της σταθμό καυσίμων στην Αλεξάνδρεια, και από εκεί επεκτείνεται στην Παλαιστίνη.

Η λογική της λειτουργίας και της επέκτασης της εταιρίας των Rockfeller προεικονίζει τον καπιταλισμό του 20ου αιώνα, αφού η εταιρία τους, ξεκινώντας από μία εθνική εταιρία, έγινε μία παγκόσμια εταιρία πετρελαίου.

Βέβαια, η έκρηξη στην πετρελαϊκή ζήτηση ήρθε με την ανακάλυψη της μηχανής εσωτερικής καύσης, η οποία κατέστησε δυνατή την ανάπτυξη της αυτοκινητοβιομηχανίας μέσω της καύσης είτε πετρελαίου είτε βενζίνης. Το 1907 είναι το έτος γέννησης του πρώτου αυτοκινήτου μαζικής παραγωγής από το εργοστάσιο του Henry Ford, και, ως εκ τούτου, η Standard Oil στρέφεται προς τη βενζίνη. Επίσης, την ίδια εποχή η βενζινοκίνητη μηχανή αντικαθιστά το άλογο στη γεωργία με τη δημιουργία του πρώτου βενζινοκίνητου τρακτέρ. Ενώ, λοιπόν, με την ανακάλυψη του ηλεκτρισμού αρχίζει η σταδιακή αντικατάσταση των λαμπτήρων πετρελαίου, η πετρελαιοβιομηχανία βρίσκει τη δυνατότητα της εκθετικής της ανάπτυξης χάρη στην αυτοκινητοβιομηχανία.

Αυτή την εποχή η Standard Oil πρωτοπορεί στο πεδίο της βιομηχανικο-αποικιοκρατίας, επεκτεινόμενη σε περιοχές πλούσιες σε κοιτάσματα όπως το Μεξικό και η Βενεζουέλα. Μολαταύτα, πέραν των επιτυχιών των Rockfeller, την περίοδο αυτή – που εκκινεί από τα τελευταία έτη του 19ου και εκβάλλει  στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τίθενται τα θεμέλια του οικοδομήματος του γνωστού μας παγκόσμιου πετρελαϊκού γίγνεσθαι, και βλέπουν το φως της ημέρας ορισμένοι από τους κύριους δρώντες της ιστορίας του, οι οποίοι εξακολουθούν να βρίσκονται στο προσκήνιο ακόμα και σήμερα.

Συνειδητοποιώντας τις τεράστιες προοπτικές του πετρελαϊκού κλάδου, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στον Καύκασο το 1890, ο Sir Marcus Samuel σχεδιάζει και κατασκευάζει τάνκερς, που μετέπειτα θα χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά και την πώληση κηροζίνης από την Κασπία (πιο συγκεκριμένα την Caspian and Black Sea Oil Company – εταιρία  ανήκουσα στον οίκο των Rothschild). Καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, η δραστηριότητα του Samuel εκτεινόταν από το Βατούμ – πόλη πετρελαιοπαραγωγός, έως το Βόρνεο, όπου το 1897 ανακαλύφθηκε πετρέλαιο. Την ίδια εποχή, στην Ινδονησία, οι Ολλανδοί της Royal Dutch ξεκινούν τις πρώτες εξορύξεις μαύρου χρυσού. Το βασίλειο της Ολλανδικής πετρελαϊκής των  De Gelder, Kessler και Deterding αποτελούνταν από διυλιστήρια στις ολλανδικές αποικίες – Βόρεια και Νότια Σουμάτρα, Κεντρική και Ανατολική Γιάβα και ανατολικό Καλιμαντάν. Το 1902 ξεκινά η συνεργασία μεταξύ της εταιρίας του Markus Samuel, ο οποίος δραστηριοποιούνταν και στον χώρο της μεταφοράς κογχυλιών – Shell. Και από εδώ πήρε το όνομά της η εταιρία που προέκυψε το 1907 κατόπιν της συγχωνεύσεως των δύο – της μεταφορικής του Samuel – Shell Group of Companies και της ολλανδικής πετρελαϊκής Royal Dutch. Στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, η Shell αναδεικνύεται σε κύριο ανταγωνιστή της Ροκφελερικής Standard Oil, και η ισχύς της στο ολιγαρχικό πετρελαϊκό παίγνιο συνεχίζεται ως τις μέρες μας.

Η αδιάκοπη μέριμνα της αγγλικής στρατηγικής και πολιτικής για μη κάθοδο των Ρώσων στη Μέση Ανατολή δεν είναι άσχετη με τον ορυκτό πλούτο της περιοχής αυτής, όπως αποδείχτηκε επίσης την περίοδο αυτή των αρχών του 20ου αιώνα. Το 1901 υπογράφεται η σύμβαση D’ Arcy, μεταξύ του Άγγλου γεωλόγου William Knox D’Arcy και του Mozzafar al-Din – Σάχη της Περσίας, η οποία έδινε το αποκλειστικό δικαίωμα στην εταιρία του πρώτου για αναζήτηση πετρελαίου στην Περσία (σημερινό Ιράν). Μετά από επτά  ολόκληρα έτη αναζήτησης και, ως εκ τούτου, οικονομικής δυσπραγίας και απογοήτευσης, οι Βρετανοί D’Arcy και Burmah (της Burmah Oil Company) ανακαλύπτουν σημαντικές ποσότητες πετρελαίου το 1908. Από αυτό το έσχατο ανάβλυσμα τύχης αναδύεται το 1909, ως τέκνο της Burmah Oil Company, η Anglo-Persian Oil Company (APOC) – η μετέπειτα γνωστή σε όλους μας και ακόμα θαλερή British Petroleum (BP). Μάλιστα, το διυλιστήριο του Αμπαντάν (περιοχή του σημερινού Ιράν), δημιουργημένο από τη βρετανική εταιρία, η λειτουργία του οποίου ξεκίνησε το 1913, παρέμεινε για μισό αιώνα το μεγαλύτερο διυλιστήριο πετρελαίου στον κόσμο.

Στο πρελούδιο του Μεγάλου Πολέμου, ενώ το πετρέλαιο και τα παράγωγά του αρχίζουν να κατακλύζουν τις αγορές και να χρησιμοποιούνται για τη βιομηχανία και τις μεταφορές, σε παγκόσμια κλίμακα, η αναδυόμενη και απότομα ισχυροποιούμενη, σε όλα τα επίπεδα, Γερμανία αρχίζει να κατασκευάζει τη σιδηροδρομική γραμμή Βερολίνου – Βαγδάτης, κίνηση γεωοικονομικοπολιτικής φύσεως, αποβλέπουσα, μεταξύ άλλων, και στα πετρελαϊκά κοιτάσματα της γύρω περιοχής. Επίσης, η αύξηση της ναυτικής ισχύος της αυτοκρατορίας του Κάιζερ, ωθεί τον τότε υπουργό ναυτικών Ουίνστον Τσόρτσιλ στην απόφαση να χρησιμοποιήσει μαζούτ για τον αγγλικό στόλο προς αντικατάσταση του άνθρακα. Απόφαση παράδοξη αφού έχουμε να κάνουμε με την αντικατάσταση μίας πρώτης ύλης που παράγεται εγχώρια από μία άλλη εισαγόμενη. Κίνηση που, ωστόσο, καθιστώντας πολύ πιο ταχύ το βρετανικό ναυτικό, του έδωσε σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι των Γερμανών.

Το παζλ του πετρελαϊκού γίγνεσθαι αυτής της προ του Α’ΠΠ περιόδου, δε θα μπορούσε να συμπληρωθεί δίχως την αναφορά μας στον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου αυτής της περιόδου και στο πετρέλαιο του Μεγάλου Ασθενή – της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1912 οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρίες του χώρου αποφασίζουν τη δημιουργία της Turkish Petroleum Company (TPC), με σκοπό τη συνεργατική εξερεύνηση κι εκμετάλλευση του πετρελαίου της Μεσοποταμίας (μεγαλύτερο μέρος της οποίας ανήκει στο σημερινό Ιράκ). Ο ενορχηστρωτής αυτής της κίνησης ήταν ένας ιδιοφυής Αρμένιος, ο Calouste Sarkis Gulbenkian, οι εμβριθείς μελέτες του οποίου γύρω από το μαύρο χρυσό του Καυκάσου και της Μέσης Ανατολής, καθώς και η διπλωματική επιρροή του στον ίδιο τον Σουλτάνο, τον έχρησαν αρμόδιο της συγκεκριμένης διαπραγμάτευσης, και τον κατέστησαν τον πλουσιότερο άνθρωπο του τότε κόσμου, δίνοντάς του μερίδιο της τάξης του 5% της Turkish Petroleum, η οποία, λίγα χρόνια μετά το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετονομάστηκε σε Iraq Petroleum Company (IPC), εκμεταλλευόμενη το περίφημο ιρακινό πετρέλαιο.

Ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν ο πόλεμος τους τέλους των αυτοκρατοριών. Αυτό ισχύει εμφατικά για δύο αυτοκρατορίες της εποχής: την Αυστροουγγρική (Αυτοκρατορία των Αψβούργων) και την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η πυροδότηση του εθνικισμών των διαφόρων λαών – εθνοτήτων που αποτελούν το μωσαϊκό της, αποτελεί τη βασική μέθοδο αποδόμησης και διαμελισμού μίας αυτοκρατορίας. Η ανεξαρτησία τους οδηγεί σε μία νέα γεωπολιτική διαμόρφωση. Αυτό ίσχυσε και στην περίπτωση των προαναφερθεισών αυτοκρατοριών – της Αυστροουγγρικής και της Οθωμανικής. Ο διαμελισμός της δεύτερης και η αντικατάστασή της από χειραγωγούμενα έθνη-κράτη με αναδυόμενα αστικά υποκείμενα σε Βαλκάνια και Μέση Ανατολή – γεωπολιτικών οντοτήτων ευκολότερα χειραγωγήσιμων από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, δεν είναι γεγονότα άσχετα με την εξέλιξη της ιστορίας του μαύρου χρυσού. Είναι αυτήν την εποχή που αρχίζει η συμφωνία της μεσανατολικής ψυχεδέλειας, της οποίας οι κακοφωνίες και οι δυσαρμονίες γίνονται αντιληπτές με ιδιαίτερα έντονο τρόπο ακόμα και σήμερα.

Το πετρέλαιο, λοιπόν, και η εκμετάλλευσή του συνιστά μία από τις βασικές αιτίες της αέναης βίας, της αστάθειας και της πολυπλοκότητας σε αυτήν την ευαίσθητη και πλούσια σε κοιτάσματα περιοχή.

Μπορεί η καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λόγω της μη βιωσιμότητας και των άπειρων προβλημάτων της να ήταν μαθηματικά βέβαιη, ωστόσο ένας από τους κυριότερους στόχους των Μεγάλων Δυτικών Δυνάμεων σχετικά με την περιοχή ήταν η μη αναβίωση του χαλιφάτου. Αυτό, η Δύση, ιδιαίτερα η Μεγάλη Βρετανία, θα προσπαθούσε να το πετύχει με διάφορους τρόπους, κάποιες φορές συνδυαστικά.

Βρισκόμενοι αντιμέτωποι με κοινωνίες φαντασιακών προ-νεωτερικού τύπου, πρωταρχική επιδίωξη ήταν η μεταβολή του πυρήνα της κοινωνικοπολιτικής οντολογίας – του υπαρξιακού πυρήνα του ανήκειν και της σύστασης της έννοιας της ταυτότητας. Η υπερίσχυση του εθνικιστικού έναντι του θρησκευτικού, και η εγγραφή του ανθρώπου στον Κόσμο μέσω της αναφοράς του στο έθνος-κράτος – λογική που προάγει την ιστορικότητα, και όχι μέσω της αναφοράς του στον Θεό – Αλλάχ, κάτι που συνυφαίνεται με την υπερ-ιστορικότητα, αποτελούσε ουσιαστική επιδίωξη των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Άλλωστε, πριν εισαχθεί και επιβληθεί η ιδέα του έθνους‐κράτους στη Μέση Ανατολή από τους Ευρωπαίους, δεν υπήρχαν ούτε έθνη ούτε κράτη, αλλά τοπικές φυλές, φατρίες και θρησκευτικές κοινότητες, και βεβαίως ένα ενιαίο μεγάλο ισλαμικό χαλιφάτο, δηλαδή η γεωπολιτική εκδήλωση της κορανικής κοσμοαντίληψης.

Δεύτερος τρόπος υπονόμευσης της ενδεχόμενης δημιουργίας ενός παναραβικού χαλιφάτου ήταν και είναι η αέναη ενεργοποίηση της fitna – εγγενής τάση μέσα στον ισλαμικό κόσμο για διαίρεση κι εμφύλιο πόλεμο.

Ο εντοπισμός και η “πρόσληψη” πιστών τοπικών πληρεξουσίων, o “διορισμός” καθεστώτων και η ανάδειξη τοπικών elites αναφερόμενων σε αυτές (Μ. Βρετανία και Γαλλία) για την επίτευξη των περιφερειακών τους στόχων, ήταν ο τρίτος βασικός τρόπος διείσδυσης κι ελέγχου των περιοχών αυτών.

Ως παράδειγμα σύνθεσης των παραπάνω μεθόδων θα μπορούσε να αναφερθεί η χρησιμοποίηση, από μεριάς Μ. Βρετανίας, διαδοχικά των Sharif Hussein και Abdulaziz ibn Saud, επιχείρηση που αποσκοπούσε στον έλεγχο του Χετζάζ  (σημερινής Σαουδικής Αραβίας).

Όπως αποκαλύπτουν τα γραπτά του TE Lawrence (του θρυλικού Λόρενς της Αραβίας), ο Sharif Hussein – εμίρης της Μέκκα και επικεφαλής της φυλής των Αράβων Χασεμιτών (απόγονοι του προφήτη Μωάμεθ) ξεκίνησε το 1916 τη μεγάλη αραβική εξέγερση εναντίον των Οθωμανών, εξέγερση που ήταν, σε μεγάλο βαθμό, χρηματοδοτούμενη και υποστηριζόμενη από τους Βρετανούς. Όμως, ο Hussein, όντας οπαδός του ορθόδοξου σουνιτικού Ισλάμ, επιθυμούσε αυτονόμηση και αναβίωση χαλιφάτου στη θέση της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τιθέμενος εναντίον των σιωνιστικής, εθνοκρατικής τάσης – που προωθούσε, συν τοις άλλοις, τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Στην αρχή χρήσιμος και στην πορεία επικίνδυνος, ο ορθόδοξος Sharif Hussein εκθρονίζεται στη στρατηγική λογική των Βρετανών από τον ενσαρκωτή του ριζοσπαστικού, πουριτανικού δόγματος του wahhabisme, Ibn Saud, του γνωστού οίκου, ο οποίος, ως ενεργούμενο της βρετανικής διπλωματίας, κατέλαβε τη Χετζάζ και προώθησε τη θρησκευτικο-πολιτική σύνθεση Σαούντ – ουαχαμπισμού, η οποία ισχύει έως και σήμερα στη Σαουδική Αραβία, μετέπειτα πρώτη παγκόσμια δύναμη στον χώρο του πετρελαίου. Ωστόσο, ο έλεγχος ποτέ δεν είναι απόλυτος και αυτονόητα επιτυχής εσαεί. Το ημιχειραγωγούμενο εργαλείο μπορεί να μεταμορφωθεί σε ημιανεξάρτητο τέρας, ιδιαίτερα όταν το υποκείμενο για το οποίο μιλάμε διαθέτει εγγενείς σαρκοβόρες ροπές. Από την εποχή αυτή πηγάζουν φαινόμενα παρόντα έντονα και στον σημερινό κόσμο, τα οποία αποτελούν εκδηλώσεις της λογικής της χρησιμοποίησης της μουσουλμανικής θρησκείας ως όργανο της πολιτικής ισχύος. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη θα ευδοκιμήσει το φονταμενταλιστικό Ισλάμ του τζιχάντ, του σαλαφισμού και της μουσουλμανικής αδελφότητας.

Κατά τη διάρκεια του Α’ ΠΠ, λοιπόν, οι βουλήσεις των δύο μεγάλων γεωπολιτικών δρώντων της εποχής, σε ό,τι έχει να κάνει με τη Μέση Ανατολή, αποκρυσταλλώνονται σε δύο πράξεις: 1. στην Αγγλο-Γαλλική μυστική συμφωνία Sykes – Picot της 16ης Μαϊου 1916, μέσα στο πλαίσιο της οποίας Αγγλία και Γαλλία αποφασίζουν τον τρόπο ρύθμισης σφαιρών επιρροής και διαμοιρασμού γεωπολιτικών ζωνών και ενεργειακών πηγών στη Μέση Ανατολή, μετά τη λήξη του πολέμου και τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και  2. Στη Διακήρυξη Μπάλφουρ – με την οποία προδηλώνεται η μελλοντική δημιουργία του κράτους του Ισραήλ στην αρχαία κοιτίδα – Παλαιστίνη, κράτος – διαχρονικό όχημα παρέμβασης διάφορων τάσεων των Ατλαντιστών στην περιοχή.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στον Α’ΠΠ χρησιμοποιήθηκε, για πρώτη φορά, το πετρέλαιο ως καύσιμο – σε οχήματα, πολεμικές βιομηχανίες και στόλους, και αναγνωρίστηκε η ύψιστη σημασία του για την έκβαση του πολέμου. Ως εκ τούτου, οι Ροκφέλερ προμήθευαν με πετρέλαιο και τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.

Το τέλος του πολέμου βρίσκει τις αυτοκρατορίες των Αψβούργων και των Οθωμανών διαμελισμένες και τη Γερμανία ταπεινωμένη από τους Συμμάχους.

Ο μεσοπόλεμος αποτελεί μία κομβική περίοδο στην ιστορία του μαύρου χρυσού.

Με τη Συμφωνία του Σαν Ρέμο για το πετρέλαιο του 1920, οι δύο μεγάλοι της εποχής – Αγγλία και Γαλλία αποφασίζουν τον αποκλεισμό των Αμερικανών από τα κοιτάσματα της Μεσοποταμίας, με το να μην τους δοθούν ποσοστά από την Turkish Petroleum Company (TPC) – μετέπειτα Iraq Petroleum Company (IPC).

Το 1924 ιδρύεται η Γαλλική Εταιρεία Πετρελαίου (Compagnie française des pétroles (CFP)), κατόπιν της ισχυρής βούλησης του Raymond Poincaré. Ο Γάλλος πρόεδρος απέρριψε την ιδέα της συνεργασίας με την ηγέτιδα της εποχής Royal Dutch Shell, θεωρώντας ότι μία αμιγώς δημόσια γαλλική εταιρεία πετρελαίου θα ήταν ζωτικής σημασίας στην περίπτωση ενός ενδεχόμενου δευτέρου πολέμου με τη Γερμανία. Η Compagnie française des pétroles (CFP) αποτέλεσε το πρώτο στάδιο της σημερινής, γνωστής σε όλους μας, Total.

Την εποχή αυτή, οι τρεις βασικοί δρώντες, σε παγκόσμια κλίμακα, είναι οι εταιρίες: Standard Oil, Shell και BP. Κάθε φορά που ανακαλύπτεται μία καινούρια πηγή παράγεται χρηματιστηριακή υπερσυγκέντρωση. Η καρτελοποίηση είναι ένα από τα αιωνόβια χαρακτηριστικά του πετρελαϊκού γίγνεσθαι.

Την ίδια περίοδο, η Ρωσία, μετουσιωμένη από Αυτοκρατορία των Τσάρων σε Σοβιετική Ένωση, αποφασίζει την έξωση μεγάλων πετρελαϊκών, όπως η Shell, από την επικράτειά της. Κατά συνέπεια, η Shell και άλλες εταιρίες προσανατολίζονται προς το Ιράκ, πιο συγκεκριμένα στα κοιτάσματα του Κιρκούκ της Μοσούλης, όπου το 1927 αναβλύζει πετρέλαιο, και, για τον λόγο αυτό, δημιουργείται εκεί, από τους Αγγλογάλλους, ο περίφημος αγωγός που διασχίζει τη Συρία και την Παλαιστίνη για να καταλήξει στη Μεσόγειο. Την ίδια χρονιά οι Αμερικανοί καταφέρνουν, έπειτα από διαπραγματεύσεις, όπου πρωταγωνιστεί, εκ νέου, ο Αρμένιος Calouste Sarkis Gulbenkian, να λάβουν μερίδιο από το πετρέλαιο του Ιράκ.

Ένα ακόμη καθοριστικό όσο και οξύμωρο γεγονός για το μέλλον της πετρελαϊκής αγοράς είναι η εισχώρηση της αμερικανικής Standard Oil of California (SoCal) στη Σαουδική Αραβία, δηλαδή μέσα στις ζώνες επιρροής των δύο ευρωπαϊκών Μ. Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, πριν από αυτές. Μη όντας συμβαλλόμενη στην Red Line Agreement, συμφωνία του 1928, η οποία απαγόρευε στους μετόχους της  Iraq Petroleum Company (IPC) τις ανεξάρτητες απόπειρες εξεύρεσης μαύρου χρυσού στη Μέση Ανατολή, η Ροκφελερική Standard Oil of California (SoCal), μέσω της θυγατρικής της Bahrain Petroleum Co (BAPCO), που ανακάλυψε πετρέλαιο στο Μπαχρέιν το 1932, κλείνει τη συμφωνία με την τότε κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας για εξερεύνηση πετρελαίου εντός της επικράτειάς της. Οι αμερικανικές απόπειρες τελεσφορούν το 1938 στο Dhahran, έδρα του έως και σήμερα ηγετικού κολοσσού – της Saudi Aramco. Το γεγονός πιστώνεται στον Harry St John Philby – Άγγλο προσηλυτισθέντα στο Ισλάμ, σύμβουλο του Σαουδάραβα βασιλέα Ibn Saoud.

Επίσης, την εποχή αυτή εκκινεί η μακροχρόνια συνεργατική σχέση μεταξύ Ρωσίας  (ΕΣΣΔ) και Γερμανίας στον τομέα της ενέργειας, σχέση που ισχύει έως τις μέρες μας. Το ρωσικό πετρέλαιο αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανασύσταση της βιομηχανίας της ηττημένης αυτοκρατορίας που οργανώνεται μεθοδικά για να αναζητήσει την ρεβάνς έναντι των καταδυναστευτικών Συμμάχων.

Το πετρέλαιο και η μηχανή εσωτερικής καύσης γέννησαν τον πολιτισμό του αυτοκινήτου. Η αυτοκινητοβιομηχανία, κατά την περίοδο αυτή, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, ελκύει ως την έκρηξη. Η διόγκωση της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και αυτοκινητοβιομηχανίες δεν είναι βιώσιμη κι έτσι οδηγούμαστε στο κραχ του 1929.

Οι κοινωνικο-οικονομικές αναταράξεις σε όλο τον δυτικό κόσμο σε συνδυασμό με τη μνησικακία από τον Μεγάλο Πόλεμο προδιαγράφουν τον δεύτερο πόλεμο. Και στον προσεχή πόλεμο η μηχανή θα αντικαταστήσει ολοκληρωτικά τον τροχό.

Η Γερμανία προμηθεύεται ένα μεγάλο ποσοστό του πετρελαίου της από τη Σοβιετική Ένωση. Μολαταύτα, επιδιώκοντας την ενδυνάμωση και ανεξαρτησία τους σε αυτόν τον νευραλγικό για την έκβαση του πολέμου και της ιστορικής εξέλιξης τομέα, οι Ναζί, μέσω της υπερ-εταιρίας IG Farben εισηγούνται, εν έτει 1936, ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα χημικής παραγωγής πετρελαίου. Με πρωτοβουλία του ίδιου του Hermann Wilhelm Göring, δημιουργείται ένα τεράστιο εργοστάσιο παραγωγής συνθετικού πετρελαίου – με βάση τον άνθρακα. Η συγκεκριμένη πρώτη ύλη ήταν η κύρια αιτία της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία το 1938 και της προσάρτησης της περιοχής των Σουδητών – περιοχής πλούσιας σε άνθρακα,  από τη Γερμανία. Στην αυγή του πολέμου, οι Αμερικανοί της Standard Oil στηρίζουν το γερμανικό καθεστώς, παρέχοντας πετρέλαιο και τεχνογνωσία. Ο μαύρος χρυσός αποτελεί ταυτόχρονα μέσο και στόχο των Γερμανών, που το 1941 παραβιάζουν το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολοτόφ του 1939, και εισβάλουν στη Σοβιετική Ένωση. Απώτερη επιδίωξη: τα τεράστια κοιτάσματα του Καυκάσου. Το πετρέλαιο βρίσκεται επίσης στην καρδιά της βούλησης και των Ιαπώνων, όταν το 1941 επιτίθενται στο Πέρλ Χάρμπορ, αφενός μεν ως αντίποινα για το αμερικανικό εμπάργκο πετρελαίου εναντίον τους, αφετέρου δε, αποσκοπώντας στην οικειοποίηση του πετρελαίου της Ινδονησίας.

Το 1943, στην Τεχεράνη του Σάχη (υπόπτου για φιλοναζισμό), οι σύμμαχοι (Τσόρτσιλ, Ρούσβελτ, Στάλιν) προγραμματίζουν τη συμμαχική απόβαση. Κεντρική θέση στις συνομιλίες τους κατέχει η στρατηγική πετρελαϊκού ανεφοδιασμού των συμμαχικών δυνάμεων.

Βομβαρδίζοντας τα εργοστάσια της IG Farben και τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Ρουμανίας, οι Σύμμαχοι στερούν το αίμα από το σώμα του εχθρού.

Εδώ το Μέρος Β’ >>>


Για το παρόν άρθρο χρησιμοποιήθηκαν τα ακόλουθα έργα:

  • Hicham Alaoui, «Une idéologie compromise par l’exercice du pouvoir, Échec de l’utopie islamiste», Le Monde diplomatique, Paris, novembre 2018.
  • Eric Laurent, La face cachée du pétrole, Editions Plon, 2006.
  • Daniel Yergin, The Prize: The Epic Quest for Oil, Money, and Power, Simon & Schuster, 1990.