William Blake – Newton (1795)

Μετάφραση – Εισαγωγικό σχόλιο: Θεόδωρος Ντρίνιας

Ο Alvin W. Gouldner (1920-1980) υπήρξε το «τρομερό παιδί» της Αμερικάνικης μεταπολεμικής κοινωνιολογίας (κατά τον James Chriss, ο «τραγικός ήρωάς» της). Ξεκινώντας την διανοητική και επιστημονική του πορεία στο θεωρητικό πεδίο του λειτουργισμού, στη συνέχεια υιοθετεί στοιχεία της μαρξιστικής κριτικής και αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της διανοητικής του προσπάθειας σε μια σκληρή πολεμική σε βάρος της τότε κυρίαρχης θεωρίας του δομο-λειτουργισμού, του «ημίθεου» της αμερικάνικης κοινωνιολογίας Talcott Parsons. Αφού ολοκληρώσει την αποδόμηση του Parsons και της θεωρίας του, στρέφεται πλέον εναντίον του Μαρξισμού, κατηγορώντας τον για έλλειψη στοχασμού πάνω στην ίδια του την κατάσταση και την προέλευσή του ως θεωρίας προερχόμενης έξω από την εργατική τάξη, η οποία εντούτοις είναι δογματικά βέβαιη ότι κατέχει το κλειδί για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης. Ο Gouldner, επιτιθέμενος στην κατεστημένη κοινωνιολογία αλλά και στην μαρξιστική άρνησή της, βάζει στην τελευταία φάση της διανοητικής του πορείας το φιλόδοξο στόχο για την προώθηση μιας κοινωνιολογίας που ονομάζει reflexive sociology – αναστοχαστική κοινωνιολογία («ριζοσπαστική, ιστορικά ευαισθητοποιημένη, αυτο-αναλυόμενη, κριτική, αυτόνομη, εμπειρική, κλπ.», κατά τον Νικ. Τάτση). Ασυμβίβαστος, παράτολμος θεωρητικά, απότομος και εριστικός με εχθρούς και φίλους, απέναντι σε κάθε κατεστημένο ή δυνάμει κατεστημένο (νέο και παλιό, «συντηρητικό» και «ριζοσπαστικό/κριτικό»), με απέχθεια στον ακαδημαϊκό συντεχνιασμό αλλά και στον «αντι-επιστημονισμό» των νέων ριζοσπαστικών προσεγγίσεων που εισέβαλαν με ορμή στα ακαδημαϊκά πράγματα μετά το ’70, παθολογικά προσανατολισμένος στην «αλήθεια», βίωσε την αποξένωση στην τελευταία περίοδο της ζωής του και τη σταδιακή αποσιώπηση μετά το θάνατό του. Στην Ελλάδα, όπως είναι φυσικό, το έργο του παραμένει σχεδόν ολοκληρωτικά άγνωστο στους νεώτερους.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το έργο του «The Future of Intellectuals and the Rise of the New Class» (1979) («Το μέλλον των διανοούμενων και η άνοδος της νέας τάξης»), το οποίο αναμένεται να εκδοθεί στα ελληνικά από τις «Εναλλακτικές Εκδόσεις» μέχρι το τέλος του έτους. Στο βιβλίο αυτό, από τα τελευταία της ζωής του, ο Gouldner διαπραγματεύεται διεξοδικά την άποψη που είχε διατυπώσει ήδη αρκετά χρόνια νωρίτερα ότι μια νέα τάξη αποτελούμενη από τους διανοούμενους και την τεχνική ιντελιγκέντσια εισέρχεται στο πεδίο του ανταγωνισμού με τις ομάδες που ήδη ελέγχουν την οικονομία της κοινωνίας, είτε είναι επιχειρηματίες (στη Δύση) είτε κομματικοί ηγέτες (στον τότε σοσιαλιστικό κόσμο). Ένας νέος ταξικός ανταγωνισμός και ένα καινούριο ταξικό σύστημα αναπτύσσεται σταδιακά, όπου απέναντι στο χρηματικό κεφάλαιο της παλιάς κεφαλαιοκρατικής τάξης (ή την απόλυτη πολιτική και οικονομική εξουσία της κομματικής γραφειοκρατίας στο σοβιετικό κόσμο) αντιπαρατίθεται το «πολιτισμικό κεφάλαιο» της νέας τάξης. Σε έναν ολοένα και πιο εκτεχνισμένο, εκβιομηχανισμένο και πληροφορικοποιημένο κόσμο, το «πολιτισμικό κεφάλαιο» της νέας τάξης γίνεται απαραίτητος όρος για την αναπαραγωγή και την ίδια την ύπαρξη της παλιάς κεφαλαιοκρατικής τάξης.

Το εν λόγω απόσπασμα είναι μια σημείωση στο τέλος του εκτενούς 11ου κεφαλαίου του βιβλίου («Θέση 11»), στο οποίο, όπως και αλλού στο βιβλίο, ο Gouldner αντιμετωπίζει τις φοιτητικές εξεγέρσεις στη Δύση στα τέλη του ’60 και αρχές ’70 ως στιγμιότυπο του νέου αυτού ταξικού ανταγωνισμού με πρωτοπορία τους φοιτητές, δηλαδή τα «μαθητευόμενα μέλη της νέας τάξης».

***

11.19 Συμπλήρωμα για τις φοιτητικές εξεγέρσεις: Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τη σχέση μεταξύ των φοιτητικών εξεγέρσεων του ’60 και της νέας τάξης; Ακόμα και με μια πρώτη ματιά φαίνονται σημαντικές συσχετίσεις. Πρώτον, οι εξεγερμένοι φοιτητές ήταν οι ίδιοι μαθητευόμενα μέλη της νέας τάξης. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν αναφέρεται γενικά σε μια «αστική καταγωγή» τους – γιατί τότε θα καταργούσε τη διάκριση μεταξύ παλιάς και νέας τάξης – αλλά, μάλλον, συμφωνεί ακριβώς με τον Richard Flacks στο ότι: «Ουσιαστικά όλες οι μελέτες για τους διαδηλωτές δείχνουν ότι το μέσο οικογενειακό εισόδημα των ακτιβιστών είναι υψηλότερο από το χαρακτηριστικό εισόδημα των μη-ακτιβιστών συμφοιτητών τους. Επίσης, η πηγή του εισοδήματος είναι ιδιαίτερη – προέρχεται από εργασίες διανοητικού ή επαγγελματικού χαρακτήρα. Δεν είναι μόνο τα παιδιά των χειρώνακτων και των κατώτερων υπαλλήλων που υπο-αντιπροσωπεύονται στο κίνημα, αλλά και οι γόνοι των στελεχών επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών»[1].

Οι ακτιβιστές συχνά ήταν τα παιδιά μιας παλιότερης γενιάς της νέας τάξης, συνήθως φιλελεύθερης, επαγγελματιών των πόλεων που δούλευαν για μεγάλα γραφεία και οργανισμούς και των οποίων οι πρακτικές ανατροφής των παιδιών κατά κανόνα φανέρωναν ενδιαφέρον για την αυτονομία (του παιδιού) και σκεπτικισμό απέναντι στην παραδοσιακή αυθεντία. Οι γονείς αυτοί συνήθως δίδασκαν τα παιδιά τους ότι η αυθεντία δεν ήταν σωστή μόνο και μόνο επειδή ήταν αυθεντία, ότι οι άνθρωποι πρέπει να αιτιολογούν τους λόγους, (αλλά) και να τους εξηγούνται οι λόγοι των πράξεων και των ενεργειών και ότι αυτοί πρέπει να εδράζονται σε κάποιο σύνολο «αρχών». Με άλλα λόγια: οι εξεγερμένοι φοιτητές στις ΗΠΑ και τις υπόλοιπες δυτικές χώρες είχαν συχνά μάθει τις βασικές αρχές της κουλτούρας του κριτικού λόγου από τους γονείς τους πολύ πριν εισαχθούν στο πανεπιστήμιο. Όντως, αν κάποιος ρίξει μια ματιά στους πρώτους εξεγερμένους φοιτητές του ’60, θα διαπιστώσει μια σαφή συνέχεια ανάμεσα στις φιλελεύθερες αξίες των γονιών τους και τη δική τους πάλη για αυτονομία˙ στην πραγματικότητα, περίπου το 1/6 των πρώτων εξεγερμένων φοιτητών, η «μαγιά» του κινήματος, προέρχονταν από αριστερών τάσεων οικογένειες και είχαν συμμετάσχει σε μια συνεχιζόμενη οικογενειακή παράδοση πολιτικής διαφωνίας[2].

Η σπουδαιότητα της κουλτούρας του κριτικού λόγου – δοσμένης από την οικογένεια ή απ’ όπου αλλού –  για την πολιτική αποξένωση των εξεγερμένων φοιτητών υποδηλώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι η εξέγερση ήταν μεγαλύτερη μεταξύ των φοιτητών των ανθρωπιστικών σπουδών, των καλών τεχνών ή των θεωρητικών επιστημών, οι οποίες παραμένουν τα προπύργια της κουλτούρας του κριτικού λόγου στις πανεπιστημιουπόλεις. Αντίστοιχα, η εξέγερση ήταν ισχυρότερη στα ελίτ πανεπιστήμια, όπου η μόρφωση δεν μετατρέπεται εύκολα σε στενή επαγγελματική εκπαίδευση και οι ανθρωπιστικές και θεωρητικές επιστήμες παραμένουν σημαντικές.

Δεν υπήρχε, λοιπόν, καμιά σύνδεση μεταξύ των οικονομικών εξελίξεων και της φοιτητικής εξέγερσης; Πιστεύω ότι υπήρξε αλλά όχι, όπως συνήθως υπονοείται, επειδή οι φοιτητές αντέδρασαν με φόβο απέναντι στην επικείμενη ανεργία ή τις μη-ικανοποιητικές δουλειές. Αντίθετα, θα εστιάσω στη χρηματοδότηση των πανεπιστημιακών τμημάτων εκείνη την περίοδο, είτε τη χρηματοδότηση της έρευνας είτε των ίδιων των μισθών που έγινε (και ακόμα είναι) στενά συνδεδεμένη με την ικανότητά τους να αντλούν χρήματα από εξωτερικές πηγές. Μια συνέπεια της αυξημένης χρηματοδότησης από εξωτερικές πηγές ήταν τα μέλη των τμημάτων να γίνουν πιο ανεξάρτητα και να ανταποκρίνονται λιγότερο στους εσωτερικούς ελέγχους της πανεπιστημιακής διοίκησης. Μια δεύτερη ήταν τα τμήματα που η ερευνητική χρηματοδότηση αυξήθηκε πολύ (για παράδειγμα, στις κοινωνικές επιστήμες) και συνεπώς αυξήθηκαν και οι μισθοί περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλα τμήματα, αφιέρωναν περισσότερο χρόνο στην έρευνα και είχαν λιγότερες «ώρες επαφής» με τους φοιτητές. Η διδασκαλία συχνά μεταβιβαζόταν στους ώμους των σκληρά εργαζόμενων βοηθών διδασκαλίας, οι οποίοι μαζί με τους αυξανόμενους αριθμούς βοηθών ερευνητών, μετατράπηκαν σε ένα είδος κατώτερου προλεταριάτου που σπρώχνονταν στην αγορά με χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων και βαρύ φόρτο εργασίας. Υπό αυτόν τον όρο, το αυξημένο πλήθος μεταπτυχιακών φοιτητών, το οποίο κατέστη δυνατό από τις αυξημένες ερευνητικές χρηματοδοτήσεις, δεν διέφερε και τόσο πολύ από το ίδιο το κατώτερο ακαδημαϊκό προσωπικό. Κοντολογίς, το ακαδημαϊκό «προλεταριάτο» αυξανόταν. Τα λιγότερο τυχερά τμήματα των ανθρωπιστικών σπουδών στάθηκαν ανίκανα να συμβαδίσουν με την έκρηξη των ακαδημαϊκών ερευνητικών χρηματοδοτήσεων στις κοινωνικές επιστήμες και συνεπώς δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τους μισθούς των μελών τους στο ίδιο επίπεδο˙ βίωναν μια σχετική στέρηση και μια εντεινόμενη αποξένωση που μπορούσε να μεταδοθεί στους φοιτητές τους. Για αυτούς τους λόγους, η πρωτοπορία των φοιτητικών διαμαρτυριών του ’60 βρισκόταν στις ενωμένες δυνάμεις των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών.

Πολλά έχουν ειπωθεί για την ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της φοιτητικής διαμαρτυρίας και του μεγέθους του πανεπιστημίου, με τη διαμαρτυρία προφανώς να αυξάνεται με το μέγεθος. Εν μέρει, το μεγάλο μέγεθος των πανεπιστημίων διευκόλυνε τη διαμαρτυρία ευνοώντας μια γραφειοκρατικοποιημένη, ρουτινιάρικη ακαδημαϊκή ατμόσφαιρα με λιγοστούς προσωπικούς δεσμούς που η ύπαρξή τους θα μπορούσε να περιορίσει τη σύγκρουση. Το μεγάλο μέγεθος των πανεπιστημίων επίσης θα γινόταν ιδιαίτερα ένα στοιχείο απέχθειας εκ μέρους των φοιτητών που προέρχονταν από τη νέα τάξη και ήταν προσανατολισμένοι στην κουλτούρα του κριτικού λόγου. Διότι στην κουλτούρα του κριτικού λόγου είναι εγγενές ένα μοντέλο εκπαίδευσης που περιλαμβάνει αποκριτική κοινωνική επικοινωνία, την προσδοκία ότι δικαιούνται να εκφράζουν την κριτική τους, ότι η «χαμηλή» τους θέση δεν ακυρώνει τις απόψεις τους και δεν δίνει το δικαίωμα στην εξουσία να τις αφήνει απαρατήρητες και αναπάντητες. Με το αυξανόμενο μέγεθος των τάξεων και την αυξανόμενη απομόνωση των ελίτ καθηγητών που ήταν απορροφημένοι στην πλουσιοπάροχα χρηματοδοτούμενη έρευνα, το εκπαιδευτικό πρότυπο που είναι συναφές με την κουλτούρα του κριτικού λόγου ολοένα και παραβιαζόταν. Όσο τα εγώ των χαμηλόβαθμων  γίνονται αποδεκτά στην κουλτούρα του κριτικού λόγου, αφού ακόμα και οι δικές τους πεποιθήσεις έχουν από άποψη αρχής το ίδιο δικαίωμα να ακουστούν όπως εκείνες των υψηλόβαθμων και των μεγαλύτερων σε ηλικία, οι νέοι και οι χαμηλόβαθμοι έχουν κεκτημένο συμφέρον στην κουλτούρα αυτή. Με την παραβίασή της, εξαιτίας των μεγαλύτερων και πιο πειθαρχημένων σχολών, οι φοιτητές βιώνουν ταπείνωση του εγώ τους, ιδιαίτερα εκείνοι οι οποίοι είναι από πριν εξοικειωμένοι με την κουλτούρα του κριτικού λόγου. Το τραυματισμένο εγώ συνδέθηκε με την απόρριψη ολόκληρης της ενήλικης ζωής, σύνηθες βίωμα όσων βρίσκονται σε μορατόριουμ (αναστολή) κοινωνικού ρόλου λόγω της φοιτητικής τους ιδιότητας. Η εξασθένιση του διαλόγου βιώθηκε, συνεπώς, ως κομμάτι της διάψευσης της συμμετοχής στην πλήρη ενήλικη ζωή και σαν επιπρόσθετο εμπόδιο στην ανοδική πορεία των φοιτητών προς την ενηλικίωση.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μεγάλες πανεπιστημιουπόλεις δεν είχαν καμία άλλη επίδραση στις φοιτητικές διαμαρτυρίες. Μεγαλύτερες τάξεις σήμαιναν μεγαλύτερο «εύρος ελέγχου», το μέσο μέλος του τμήματος έπρεπε να ελέγχει περισσότερους φοιτητές˙ οι μειούμενες ώρες συνεργασίας φοιτητών-καθηγητών και η αυξημένη χρησιμοποίηση βοηθών αντί καθηγητών στη διδασκαλία, σήμαιναν τη φθίνουσα αποτελεσματικότητα της πανεπιστημιακής εξουσίας. Αυτό δεν συνέβη μόνο στις εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου και τις τάξεις αλλά και στις φοιτητικές εστίες και τα φοιτητικά διαμερίσματα, όπου η πανεπιστημιακή εξουσία σχεδόν κατέρρευσε ολοκληρωτικά εξαιτίας των αυξανόμενων εγγραφών. Επιπρόσθετα, καθώς η πανεπιστημιακή στέγαση δεν μπορούσε να παρακολουθήσει την αύξηση του αριθμού των φοιτητών, οι φοιτητές ολοένα και περισσότερο έβρισκαν στέγη εκτός πανεπιστημιούπολης σε φοιτητικά γκέτο, απρόσιτα στον πανεπιστημιακό έλεγχο. Έτσι, η μεγέθυνση σήμαινε την αυξημένη αποξένωση των φοιτητών και τη χαλάρωση ή ακόμα και την κατάρρευση του πανεπιστημιακού ελέγχου πάνω τους. Ο ίδιος παράγοντας που ενέτεινε την αποξένωση των φοιτητών, συνεπώς έβλαψε την ικανότητα των πανεπιστημιακών αρχών να την περιορίσουν.

Γενικά, όμως, έχει δοθεί υπερβολική σημασία στη μεγέθυνση των πανεπιστημιακών σχολών στις ερμηνείες των φοιτητικών εξεγέρσεων του ’60, σε μεγάλο βαθμό επειδή στις τρέχουσες αναλύσεις λείπει, κατά κανόνα, η ιστορική προοπτική και τα διεθνή δεδομένα. Τα φοιτητικά κινήματα και «εξεγέρσεις» σίγουρα δεν είναι καινούριο φαινόμενο: έχουν υπάρξει τα επαναστατικά κινήματα των Ρώσων φοιτητών και των Ναροντνίκων τις δεκαετίες του 1860 και 1870, το Γερμανικό φοιτητικό κίνημα το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα συνδεδεμένο με τον ανερχόμενο Γερμανικό εθνικισμό, το Κινέζικο φοιτητικό κίνημα αμέσως μετά τη Ρωσική Επανάσταση, το Παρισινό φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του 1830 και πολλά ακόμη. Σε καμιά από αυτές τις εξεγέρσεις δεν υπήρχε μαζική εκπαίδευση και τα πανεπιστήμια απείχαν πολύ από το να θεωρούνται «βιομηχανοποιημένα». Το μέγεθος, λοιπόν, αν ιδωθεί σε μια ιστορική και συγκριτική διάσταση, δεν αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για την αποξένωση των φοιτητών.


[1] Στο J. Foster and D. Long, eds., Protest: Student Activism in America (New York, 1970), σελ. 137.

[2] Βλέπε Kenneth Keniston, Young Radicals (New York, 1968): «… πολλοί ακτιβιστές έχουν την έγνοια να εκπληρώσουν τις εκφρασμένες αλλά μη-εφαρμοσμένες γονεϊκές αξίες… πολλοί διαδηλωτές «αναπαριστούν στην πράξη» στις κινητοποιήσεις τους τις αξίες στις οποίες απερίφραστα πίστευαν οι γονείς τους…» (σελ. 309). Σχετική, όμως, με την κεντρική μου θέση  είναι η βασική διαπίστωση του Keniston ότι «οι ακτιβιστές δεν προέρχονται από μειονεκτούσες, κοινωνικά προβληματικές, μη-προνομιούχες ή αμόρφωτες ομάδες˙ αντίθετα, στρατολογούνται επιλεκτικά ανάμεσα σε εκείνους τους νεαρούς Αμερικάνους που έτυχαν της πιο ευνοϊκής κοινωνικά ανατροφής» (σελ. 307). Και σχετικά με την παρατήρηση που γίνεται παρακάτω στο κείμενο για τον ιδιαίτερο  ρόλο των βοηθών: «Οι πιο ικανοί ηγέτες της διαμαρτυρίας δεν ήταν οι προπτυχιακοί φοιτητές, αλλά οι βοηθοί διδασκαλίας. Η παρουσία ενός μεγάλου αριθμού εκμεταλλευομένων, κακοπληρωμένων, δυσαρεστημένων και απογοητευμένων βοηθών διδασκαλίας (ή αντίστοιχων μεταπτυχιακών φοιτητών και νεαρών μελών των τμημάτων) είναι ζωτικής σημασίας για την οργανωμένη και συνεχή διαμαρτυρία»  (σελ. 312).