Ἡ διανεμητικὴ δικαιοσύνη, δηλαδὴ ἡ ἐνίσχυση τῶν μὴ ἐχόντων ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀποκτήματα τῶν ἐχόντων καὶ μὲ τὸ παραπάνω, εἶναι ἕνα ἐρώτημα ποὺ ἀνέκαθεν ταλανίζει τὴν ἀνθρωπότητα. Ἀπὸ τὴ σεισάχθεια μέχρι τοὺς Πατέρες τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, τὸ αἴτημα αὐτὸ ἔχει ἐπιβιώσει καὶ στὴ νεωτερικότητα ἔγινε ἐντονότερο. Ἦλθε στὸ προσκήνιο μὲ τὶς ἀναταραχὲς τῆς Μεταρρύθμισης στὴ Δύση, τέθηκε στὸ ἐπίκεντρο μὲ τὴ σοσιαλιστικὴ κίνηση ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα. Ἔκτοτε ὁ πολλαπλασιασμὸς τοῦ πλούτου καὶ ἡ ἔκλειψη τῶν πνευματικῶν προσδοκιῶν ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων εἶναι παράγοντες ποὺ καθιστοῦν τὴ διανομὴ σχεδὸν ἀπαραίτητη. Στὴν παρούσα ἐργασία θὰ παρουσιαστοῦν δύο ἀντίθετες προσεγγίσεις γιὰ τοὺς σκοποὺς καὶ τὸν τρόπο τῆς διανεμητικῆς δικαιοσύνης. Ἀπὸ τὴ μία ὁ Τζὼν Ρῶλς, ποὺ ἔθεσε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ ἐπιχειρήματα γιὰ τὴ διανεμητικὴ δικαιοσύνη, ὑποστηρίζει ὅτι αὐτὴ πρέπει νὰ διεξάγεται ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἰσοτητας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ Τζὼν Κὴκς ἀμφισβητεῖ τὴν ἰσότητα καὶ ὑποστηρίζει μία περιορισμένη διανεμητικὴ δικαιοσύνη ποὺ λειτουργεῖ μὲ βάση τὴν ἀξία τοῦ καθενὸς νὰ λάβει βοήθεια. Στὸ τέλος, γίνεται προσπάθεια ἐξεύρεσης κοινοῦ ἐδάφους, μίας «πολιτικῆς καὶ ὄχι μεταφυσικῆς» συμφωνίας ἀνάμεσα στοὺς δύο στοχαστές.
Ι. ΡΩΛΣ
Ὁ Τζὼν Ρῶλς [John Rawls] εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς γνωστότερους σύγχρονους φιλοσόφους. Τὴν ἐποχὴ δράσης τοῦ Ρῶλς, ὁ λογικὸς θετικισμὸς εἶχε περιορίσει τὴ φιλοσοφία στὴν ἀνάλυση ἐννοιῶν καὶ γεγονότων, μὲ τὴν ἀμφισβήτηση τῆς δυνατότητα νὰ πείσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον γιὰ τὶς ἀπόψεις μας. Στὸ περιβάλλον αὐτό, ὁ Ρῶλς μὲ τὴ «Θεωρία τῆς Δικαιοσύνης» ἔδειξε πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐπιχειρηματολογήσει γιὰ μιὰ θέση δικαιοσύνης, καὶ συγκεκριμένα γιὰ τὴ δικαιοσύνη ὡς ἀκριβοδικία. Δικαιοσύνη ὡς ἀκριβοδικία, σημαίνει ἀποδοχὴ τῶν δύο θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Ρῶλς: πρῶτον, ὁ κάθε ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἔχει ἴσο δικαίωμα στὸ πιὸ διευρυμένο σύστημα ἴσων βασικῶν ἐλευθεριῶν ποὺ εἶναι συμβατὸ μὲ ἕνα παρόμοιο σύστημα ἐλευθεριῶν γιὰ τοὺς ἄλλους, δεύτερον, οἱ κοινωνικὲς καὶ οἰκονομικὲς ἀνιστότητες θὰ ὀργανωθοῦν ὥστε α) νὰ ὑπάρχουν εὔλογες προσδοκίες ὅτι ὠφελοῦν τὸν καθένα καὶ β) νὰ εἶναι συνδεδεμένες μὲ θέσεις καὶ άξιώματα προσβάσιμα σὲ ὅλους. Τὸ δεύτερο σκέλος τῆς δεύτερης ἀρχῆς, γνωστὸ καὶ ὡς «ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς», θὰ μᾶς ἀπασχολήσει στὶς κάτωθι ἀναπτύξεις ὡς πρὸς τὸ δεύτερο σκέλος της. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς Θεωρίας στὴν πολιτικὴ οἰκονομία, ἡ ὀργάνωση τῆς ὁποίας δὲν βασίζεται μόνο σὲ οἰκονομικὲς ἀρχές, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀρχὲς δικαιοσύνης. Οἱ ἀρχὲς διατυπώνονται μὲ σειρὰ προτεραιότητας, ὥστε ἡ πρώτη προέχει τῆς δεύτερης, καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς προέχει τῆς ἀρχῆς τῆς ἰσότητας εὐκαιριῶν.
Ὁ Ρῶλς χρησιμοποιεῖ ὡς μέσο γιὰ τὴν ἔκθεση τῆς θεωρίας του μία νέα πρόταση κοινωνικοῦ συμβολαίου. Στὴν ἀρχικὴ θέση οἱ συμβαλλόμενοι βρίσκονται πίσω ἀπὸ τὸ πέπλο τῆς ἄγνοιας, ποὺ τοὺς κρύβει τὴν θέση καὶ τὶς πεποιθήσεις ποὺ θὰ ἔχουν στὴν κοινωνία ποὺ θὰ οἰκοδομηθεῖ. Ἔτσι, ἀναγκάζονται νὰ μποῦν ὁ καθένας στὴ θέση τοῦ ἄλλου ἀντὶ νὰ κρίνει ὁ καθένας μὲ βάση τὸ συμφέρον του. Αὐτὴ τὴ νοητικὴ πορεία δὲν τὴν ἀκολουθοῦν λόγῳ τῆς ἀνιδιοτέλειάς τους, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι λογικό. Ὁ Ρῶλς ὑποστηρίζει ὅτι αὐτὴ ἡ λογικὴ καὶ συγκρατημένη προσέγγιση θὰ ὁδηγήσει τοὺς συμβαλλομένους νὰ ἐπιλέξουν τὶς δύο ἀρχὲς δικαιοσύνης του. Συγκεκριμένα ὡς πρὸς τὴ δεύτερη ἀρχή, καθὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζει κανεὶς ἐὰν θὰ εἶναι πλούσιος ἢ φτωχός, εἶναι λογικὸ νὰ θέλει νὰ ἐξασφαλίσει μία βοήθεια στοὺς φτωχούς, ὄχι ὅμως καὶ τὴν πλήρη ἀναδιανομὴ τοῦ πλούτου, γιατὶ ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἴσως τελικὰ νὰ καταλήξει πλούσιος. Ἔτσι δουλεύει ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς: κάθε ἀνισότητα πρέπει νὰ μετριαστεῖ ὡς τὸ σημεῖο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ μειωθεῖ ἄλλο χωρὶς νὰ βλάψει τὰ συμφέροντα τῶν πιὸ ἀδύναμων μελῶν τῆς κοινωνίας. Ὁ λόγος ποὺ δὲν διαλέγουν τὴν πλήρη ἰσότητα εἶναι ὅτι πίσω ἀπ’τὸ πέπλο τῆς ἄγνοιας γνωρίζουν τὰ βασικὰ τῶν οἰκονομικῶν καὶ τὰ προβλήματα ποὺ δημιουργεῖ ὁ ἴσος διαμοιρασμὸς. Ἔτσι, αὐτοὶ ποὺ γίνεται ἀνεκτὸ νὰ πάρουν περισσότερα ἔχουν κερδίσει μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἕνα πλέον λειτουργικὸ σύστημα, γιὰ νὰ προωθηθεῖ δηλαδὴ μία οἰκονομικὴ ὀργάνωση ποὺ ὀφελεῖ τοὺς πάντες, καὶ συνάμα ὅσοι δὲν πάρουν περισσότερα ἔχουν ἕνα εἶδος βέτο ἔναντι αὐτῶν ποὺ πήραν.
Ἡ Θεωρία τοῦ Ρῶλς ἔχει σαφὴ τἀση πρὸς τὴν ἰσοπολιτεία [egalitarianism]. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴσοι ἐπὶ τῃ βάσει τῆς δυνατότητάς τους νὰ ἔχουν μία ἀντίληψη τοῦ καλοῦ καὶ ἕνα αἴσθημα δικαιοσύνης. Αὐτὴ ἡ φυσικὴ δυνατότητα εἶναι ἡ βάση τῆς ἴσης μεταχείρισης. Ἡ ἀξιοποίηση τῆς δυνατότητας δὲν παίζει κανένα ρόλο, γιατὶ ἡ ἴση μεταχείριση διασφαλίζεται καὶ γιὰ αὐτοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἀξιοποιήσουν καὶ γιατὶ ἡ ἀξιοποίηση ἔχει περιστασιακὸ χαρακτήρα καὶ δὲ μπορεῖ νὰ ἐνταχθεῖ στὸ κοινωνικὸ συμβόλαιο. Ἡ ἰσότητα εἶναι γιὰ τὸν Ρῶλς λιγότερο γεγονὸς ποὺ χρήζει ἀποδείξεως καὶ περισσότερο φυσικὴ πλήρωση τῆς δικαιοσύνης ὡς ἀκριβοδικίας. Ὡς πρὸς τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὁ Ρῶλς ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ ἀρχικὴ θέση εἶναι μία θέση ἰσότητας. Κανεὶς δὲν ἔχει ἐκεῖ ἀπαίτηση νὰ ἀποκτήσει περισσότερα φυσικὰ ἢ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον. Οὔτε ὑπάρχει ἀπαίτηση γιὰ ἀπόκτηση περισσότερων φυσικῶν ταλέντων καὶ χαρισμάτων, τὰ ὁποία μπορεῖ κανεῖς νὰ τὰ καρπωθεῖ μόνο στὸ μέτρο ποὺ ἐπιτρέπει ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς. Ἡ προσωπικὴ προσπάθεια δὲ θεμελιώνει καμία ἠθικὴ ἀξίωση, γιατὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς συνθῆκες καὶ τὰ ἤδη ὑπάρχοντα ταλέντα, δηλαδὴ παράγοντες ἐκτὸς τοῦ ἐλέγχου μας. Ἡ ἀνισότητα αὐτὴ καθαυτὴ δὲν εἶναι οὔτε ἠθικὴ οὔτε ἀνήθικη, διότι συμβαίνει φυσικά. Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἠθικὸ πρόσημο, ὅμως, εἶναι ἡ ἀντιμετώπισή μας ὡς πρὸς τὴν ἀνισότητα γύρω μας. Ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς στοχεύει ὄχι στὴν ἐξάλειψη τῶν ἀνισοτήτων, ποὺ εἶναι ἀδύνατη, ἀλλὰ στὸν μέγιστο δυνατὸ μετριασμό της.
Ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς ἀποτελεῖ μία προσπάθεια ἐφαρμογῆς τοῦ στοιχείου τῆς ἀδελφοσύνης ἀπὸ τὸ γνωστὸ τρίπτυχο τῆς δημοκρατικῆς θεωρίας στὰ πλαίσια τῆς δικαιοσύνης ὡς ἀκριβοδικίας. Ἡ ἀδελφοσύνη γίνεται καλύτερα κατανοητὴ ἐὰν πάρουμε τὸ παράδειγμα τῶν οίκογενειακῶν σχέσεων, ὅπου ὁ καθένας προσπαθεῖ νὰ άντλήσει ὀφέλη καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἐαυτό του. Ἡ ὑλοποίηση τῆς ἀδελφοσύνης στὰ πλαίσια τῶν ἀπρόσωπων σχέσεων μίας διευρυμένης κοινωνίας εἶναι δυνατὴ μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς γενικῆς ρυθμίσεως ποὺ προσφέρει ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς. Αὐτὴ ἡ ἀτμόσφαιρα συνεργασίας καὶ ἡ Καντιανὴ χροιὰ τῆς ἀρχῆς τῆς διαφορᾶς ὡς σεβασμοῦ στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ ἀπαγόρευση τῆς ἐργαλειοποιήσεως, ἔχουν μὲ τὴ σειρά τους τὸ ἀποτέλεσμα τῆς βελτιώσεως τῆς αὐτοεκτίμησης τοῦ μέλους τῆς κοινωνίας. Ὅλα αὐτὰ μαζὶ δίνουν κίνητρο στὸν κάθε ἄνθρωπο νὰ συνεισφέρει καὶ ὁ ἴδιος στὸ κοινὸ καλό. Ἡ κοινωνία εἶναι χῶρος δίκαιης συνεργασίας ἀνάμεσα σὲ ἐλεύθερους καὶ ἴσους ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ διαγενεακῆς συνεργασίας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπὸ δίκαιους ὅρους, ὠφελεῖ τὸν καθένα καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τοὺς θεσμούς. Ἡ συνεργασία ἀνάμεσα στὰ μέλη τῆς κοινωνίας ποὺ γνωρίζουν ὅτι οἱ θεσμοί τους εἶναι δίκαιοι καὶ βασισμένοι στὴν μὴ ἐργαλειοποίηση εἶναι καλύτερη. Ἔτσι, ὁ Ρῶλς ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ἀρχῆς τῆς διαφορᾶς ὄχι μόνο δὲν δημιουργεῖ καταχραστὲς τῶν κοινῶν προσπαθειῶν, ἀλλὰ ἀντιμετωπίζει τὸ πρόβλημα αὐτὸ καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλη θεωρία. Ἡ ἀδελφοσύνη γεννᾶ τὴν ἀμοιβαιότητα, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρὰ της ἐνισχύει τὴν άδελφοσύνη.
Ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς ἐφαρμόζεται σὲ μία ἰδανικὴ κοινωνία, στὴν ὁποία δηλαδὴ θὰ εἶναι ἀποδεκτὲς ἀπὸ ὅλους οἱ ἀρχὲς δικαιοσύνης. Ὁ Ρῶλς ἐνδιαφέρεται νὰ σκιαγραφήσει τοὺς θεσμοὺς ποὺ λειτουργοῦν στὸ παρασκήνιο ἑνὸς οἰκονομικοῦ συστήματος. Ἡ ρύθμιση τῶν θεσμῶν αὐτῶν εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς δικαιοσύνης καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἀρχῶν, καθῶς οἱ πραγματικὲς συνθῆκες συχνὰ ἔχουν τὴ ροπὴ πρὸς τὴ διατάραξη τῆς ἰσορροπίας καὶ τὴ ματαίωση τῆς ἰσότητας. Ἡ ἐφαρμογὴ αὐτὴ ἔχει ἀφηρημένο χαρακτήρα, δηλαδὴ δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ δώσει ὁρισμένα ποσὰ ἀλλὰ νὰ δείξει πῶς λειτουργεῖ ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς, ἡ ὁποία ἀντικαθιστᾶ ἄλλα κριτήρια καθορισμοῦ τῶν ποσῶν. Ἔτσι, ὁ καθορισμὸς τοῦ μισθοῦ δὲ θὰ γίνεται μὲ τὸ κριτήριο «στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὴν συνεισφορά του/τὶς ἀνάγκες του», ἀλλὰ μὲ βάση τὴν ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς. Ἐπίσης, ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς ἐφαρμόζεται στὴν μεγάλη κλίμακα καὶ ὄχι σὲ συγκεκριμένες οἰκονομικὲς δραστηριότητες ἢ στὴν ἀτομικὴ ζωὴ τοῦ καθενός. Πέρα ἀπὸ τὸ νὰ ὁδηγεῖ στὴ θέσπιση θετικῶν μέτρων, θέτει καὶ τοὺς περιορισμοὺς ὑπὸ τοὺς ὁποίους λειτουργοῦν οἱ θεσμοὶ τῆς οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς. Ἕνας τέτοιος περιορισμὸς προσανατολίζεται στὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ αἰσθήματος τοῦ αὐτο-σεβασμοῦ, τὴ διατήρηση τῆς σταθερότητας καὶ τὸν περιορισμὸ τοῦ φθόνου.
Tὰ μέτρα τὰ ὁποία λαμβάνει ἡ κυβέρνηση σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς εἶναι ἡ πρόσβαση ὅλων στὴν ἐκπαίδευση δημοσίᾳ δαπάνῃ, ἡ ἐξασφάλιση ἰσότητας εὐκαιριῶν στὴν οἰκονομικὴ ζωή καὶ ἡ έλεύθερη πρόσβαση στὶς θέσεις ἐργασίας, καὶ ἕνα ἐλάχιστο κοινωνικὸ μέρισμα, εἴτε μὲ ἐπιδόματα γιὰ τὶς οἰκογένειες, τοὺς ἄνεργους, τοὺς ἀσθενείς, εἴτε μὲ ἕναν ἀρνητικὸ φόρο εἰσοδήματος. Σκοπὸς αὐτῶν τῶν μέτρων εἶναι νὰ ἀποτραποῦν οἱ συγκεντρώσεις ἰσχύος ποὺ ἀπειλοῦν τὴν ἐλευθερία, καὶ ὄχι π.χ. ἡ ἰκανοποίηση φιλανθρωπικῶν αἰσθημάτων. Ἡ καλύτερη μέθοδος άναδιανομῆς, γιὰ τὸν Ρῶλς, εἶναι ἡ προοδευτικὴ φορολογία τῆς κληρονομιᾶς καὶ τοῦ εἰσοδήματος καὶ ὁ περιορισμὸς τοῦ δικαιώματος ἀπόκτησης ἰδιοκτησίας. Ἡ δραστηριότητα αὐτὴ ἀνήκει στὸν διανεμητικὸ κλάδο τῆς δημόσιας διοίκησης, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μὲ τὴν διατήρηση τῆς συγκριτικῆς δικαιοσύνης στὴν διανομὴ τῶν μεριδίων πλούτου. Τὸ ἐλάχιστο κοινωνικὸ μέρισμα ἀνήκει στὴν ἀρμοδιότητα τοῦ κλάδου μεταφορᾶς. Αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο κοινωνικὸ μέρισμα δὲν πρέπει νὰ εἶναι μικρότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπαιρνε ὁ καθένας σὲ ἕναν ἴσο διαμοιρασμὸ τῶν βασικῶν ἀγαθῶν. Ἡ λειτουργία τοῦ καθενὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κλάδους, σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὸν κλάδο τοῦ καταμερισμοῦ καὶ τὸν κλάδο τῆς σταθερότητας, ἀξιολογεῖται σὲ ἕνα καθολικὸ πλαίσιο συνεργασίας, ὥστε εἶναι δυνατὸν ὁ ἕνας νὰ ἀναπληρώνει τὶς ἐλλείψεις ποὺ παρατηροῦνται σὲ ἕναν ἄλλο ὡς πρὸς τὴν οἰκοδόμηση δίκαιων θεσμῶν καὶ τὴν πλήρωση τῶν ἀρχῶν τῆς δικαιοσύνης.
Ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς δὲν ἐφαρμόζεται μόνο στοὺς μισθούς, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀποταμίευση. Ἐδῶ εἰσάγεται τὸ πρόβλημα τῆς «διαγενεακῆς δικαιοσύνης». Εἶναι φυσικὸ νὰ βιώνουν ἄλλες γεννιὲς καιροὺς εὐημερίας καὶ ἄλλες καιροὺς πενίας, καὶ ἔτσι μεταξὺ τοὺς δημιουργοῦνται συνθῆκες ἀνισότητας. Αὐτὸ τὸ πρόβλημα δικαιοσύνης δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπιστεῖ μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς διότι ἡ κάθε γενιὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὴν κατάσταση τῆς προηγούμενης οὔτε εὐθύνεται γιὰ τὸ ποσὸ ποὺ ἔλαβε ὡς ἀποταμίευση. Ἐξάλλου, ἡ συμφωνία πίσω ἀπὸ τὸ πέπλο τῆς ἄγνοιας, ὅπου καὶ θεμελιώθηκε ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς, ἀφορᾶ τὰ μέλη τῆς κοινωνίας ποὺ ζοῦν τὴν ἴδια ἐποχή. Γιὰ νὰ ἐξευρεθεῖ μία ἀρχὴ ποὺ θὰ ρυθμίσει τὴ διαγενεακὴ δικαιοσύνη, αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι μία ἀρχὴ ποὺ θὰ ἤθελε ἡ παρούσα γενεὰ νὰ εἶχε τηρηθεῖ ἀπὸ τὶς προηγούμενες, λαμβανομένης ὑπόψη καὶ τῆς περιορισμένης χρονικῆς ἐπέκτασης τῶν συμφερόντων τοῦ κάθε συμβαλλομένου διὰ τῆς ἐντάξεώς του σὲ μία γραμμὴ προγόνων καὶ ἀπογόνων. Κατ’ἀναλογία τῆς ἀρχικῆς διαδικασίας, καὶ ἐδῶ οἱ συμβαλλόμενοι θέλουν νὰ φροντίσουν ἀφενὸς νὰ χρειαστεῖ νὰ ἀποταμιεύσουν ὅσο λιγότερο γίνεται, ἀφετέρου νὰ ἀποταμιεύσουν ἐπαρκῶς ὥστε νὰ ὠφεληθεῖ ἡ ἐπόμενη γενιὰ ὅσο περισσότερο γίνεται. Ὁ στόχος τῆς ἐξισορρόπησης τῶν συμφερόντων εἶναι νὰ ἐξασφαλιστεῖ μία ὑλικὴ βάση ποὺ θὰ ἐπιτρέπει τὴν ἐγκαθίδρυση δίκαιων θεσμῶν καὶ τὴν πραγμάτωση τῶν βασικῶν έλευθεριῶν. Ὑπὸ αὐτοὺς τοὺς διαφοροποιημένους ὅρους, ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποταμίευσης θὰ συνδυαστεῖ μὲ τὶς δύο ἀρχὲς δικαιοσύνης, ὥστε θὰ πρέπει αὐτὴ νὰ καθοριστεῖ ἀπὸ τὰ πιὸ ἀδύναμα μέλη τῆς κάθε γενιᾶς καὶ σύμφωνα μὲ τὶς προσδοκίες τους.
Ὁ Ρῶλς ἀπάντησε σὲ διάφορες ἀντιρρήσεις ποὺ ὑπέθεσε ὅτι θὰ ἐγερθοῦν ἔναντι τῆς Θεωρίας, μία ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἔνσταση ὅτι δὲ λαμβάνεται ὑπ’ὄψιν ἡ ἠθικὴ ἀξιοσύνη τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἡ δικαιοσύνη ὡς ἀκριβοδικία ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν δικαιοσύνη ὡς ἠθικὴ ἀξιοσύνη, γιατὶ ἡ τελευταία εἶναι μία πρόταση ποὺ δὲν θὰ ἐπέλεγαν λογικὰ οἱ συμβαλλόμενοι πίσω ἀπ’τὸ πέπλο τῆς ἄγνοιας, καὶ ἐπιπλέον ἐπειδὴ ἀδυνατεῖ νὰ διακρίνει ἀνάμεσα στὴν ἠθικὴ ἀξίωση καὶ τὶς ἔγκυρες προσδοκίες. Οἱ τελευταῖες καθορίζονται ἀπὸ τὴν θεσμικὴ ὀργάνωση μίας δεδομένης κοινωνίας, ὄχι ἀπὸ τὴν ἠθικὴ ἀξία τοῦ καθενός. Ἡ διάκριση αὐτὴ προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴν βασικὴ θέση τοῦ Ρῶλς ποὺ ἐκτέθηκε ἀνωτέρω, περὶ ἐλλείψεως ήθικῆς ἀξίωσης ὡς πρὸς τὶς εὐεργεσίες ποὺ ἔχουμε φυσικὰ ἢ τυχαία ἀλλὰ ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν δική μας προσπάθεια ὡς πρὸς τὴν ἀνάπτυξή τους. Ἔτσι, ἡ ἀρχὴ τῆς ἠθικῆς ἀξίας δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ στὴν πράξη καὶ δὲν εἶναι ἀπαραίτητη στὸ σύστημα τῶν δύο ἀρχῶν δικαιοσύνης, ἰδίως λαμβανομένου ὑπ’ὄψιν τοῦ παράγοντος τῆς ἀνάγκης. Ἐπιπλέον, στὰ πλαίσια μίας καντιανῆς προσέγγισης, ὁ Ρῶλς ξεκαθαρίζει ὅτι ἡ ἴση ἀξία τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν συνεισφορὰ τοὺς σὲ ἐπὶ μέρους κοινωνικὲς συσχετίσεις, εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη καὶ ἀντανακλᾶται στὶς ἀρχὲς δικαιοσύνης. Δὲν μπορεῖ, λοιπόν, νὰ τροποποιηθοῦν οἱ ἀρχὲς ὥστε νὰ λάβουν ὑπ’ὄψιν τὴν συνειφορὰ τοῦ καθενός, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴ θεωρία ἐξ ὁλοκλήρου.
Ἐξάλλου, ὁ Ρῶλς ἀρνεῖται τὴ βάση τοῦ ἐπιχειρήματος γιὰ διανομὴ ἀνάλογα μὲ τὴν ἠθικὴ ἀξία, δηλαδὴ ἀρνεῖται ὅτι τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἶναι ἀνταμοιβὲς οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἀποδίδονται μὲ τὸν ἀντίστροφο τρόπο ἀπ’ὅτι οἱ ποινές. Ἐπιπλέον, τὸ ἐπιχείρημα τῆς ἠθικῆς ἀξίας δὲν ἔχει βάση στὰ πλαίσια τῆς θεωρίας τοῦ Ρῶλς, διότι εἶναι ἕνα ἐπιχείρημα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τεθεῖ παρὰ ἀφοῦ καθοριστεῖ ἡ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης καὶ ἡ ἔννοια τοῦ καλοῦ, ἐντὸς τῶν ὁποίων περιέχονται οἱ δύο ἀρχὲς δικαιοσύνης. Ἔχοντας προσδιορίσει τὴν ἔννοια τοῦ καλοῦ ὡς τὸ εὔλογο, οἱ ἀρετὲς στὴν δίκαιη κοινωνία τοῦ Ρῶλς εἶναι τὰ γενικότερα χαρακτηριστικὰ ήθικῆς φύσεως ποὺ ὁ καθένας θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὰ ἔχουν οἱ ἄλλοι. Ἡ ἠθικὴ τελείωση τοῦ μέλους τῆς δίκαιης κοινωνίας ἐπέρχεται μὲ τὴν ἐσωτερίκευση τῶν δύο ἀρχῶν τῆς δικαιοσύνης, ὥστε ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ μία αὐθεντικὴ ἐπιθυμία νὰ εἶναι δίκαιος ὄχι γιὰ προσωπικὸ ὄφελος, ἀλλὰ ἀπὸ κατανόηση καὶ ἀποδοχὴ τῶν ἀρχῶν καὶ ἀπὸ συναισθήματα ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους. Οἱ ἔγκυρες προσδοκίες τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας θὰ διαμορφωθοῦν, στὰ πλαίσια τῆς θεωρίας, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δικαιοσύνης καὶ τὰ φυσικὰ καθήκοντα. Ὅσο οἱ κοινωνοὶ ἐκπληρώνουν τὰ καθήκοντά τους, μποροῦν νὰ ἔχουν καὶ τὶς ἀντίστοιχες προσδοκίες. Τελικὰ ὁ καθένας παίρνει ὅ,τι ἀξίζει, γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἀξίζει προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ ἐκάστοτε σύστημα δικαιοσύνης.
ΙΙ. ΚΗΚΣ
Ὁ Τζὼν Κὴκς [John Kekes] εἶναι ὁμότιμος καθηγητὴς Φιλοσοφίας τοῦ Πολιτειακοῦ Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης στὸ Ἄλμπανι. Ἔχει γράψει πολλὰ καὶ σημαντικὰ ἔργα τόσο στὸν τομέα τῆς ἠθικῆς ὅσο καὶ τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας. Τὸ γνωστότερο ἴσως ἔργο του εἶναι τὸ “Against Liberalism”, στὸ ὁποῖο ἐπιχειρεῖ μία ἀποδόμηση βασισμένη στὴν ἀδυναμία τοῦ φιλελευθερισμοῦ νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι ἡ ἐλευθερία ὁδηγεῖ πολλάκις σὲ προβλήματα καὶ σὲ κακὲς πράξεις. Ἡ ἀδυναμία αὐτὴ συνδυάζεται δυστυχῶς μὲ τὸ μόνιμο αἴτημα γιὰ περισσότερη ἐλευθερία. Ἀντιπρόταση στὸν φιλελυθερισμό εἶναι γιὰ τὸν Κὴκς ὁ συντηρητισμός, μία φυσικὴ τάση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐκτιμᾶ αὐτὸ ποὺ ἔχει καὶ νὰ φοβᾶται μὴν τὸ χάσει. Ὁ συνητηρητισμὸς ποὺ προτείνει ὁ Κὴκς εἶναι μία στάση ζωῆς ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν προβλημάτων γύρω μας καὶ τὴν ἐπίλυσή τους μὲ σαφὴ προτίμηση πρὸς τὴ διατήρηση τῆς ὑπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Ἐξέχουσα θέση στὴν πολιτική του πρόταση ἔχει ὁ πλουραλισμός, ὁ σκεπτικσμός, ἡ προτεραιότητα τῆς κοινότητας καὶ ἡ παραδοσιοκρατία. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι μόνο μία ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶναι ἀπαραίτητες σὲ μία καλὴ κοινωνία, ὅπως καὶ ἡ ἐλευθερία, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἀκόμη ποὺ δὲν τοὺς δίνεται τόση προσοχή, ἐνῶ εἶναι ἐξ ἴσου βασικές: ἡ εἰρήνη, ἡ κοινωνικὴ τάξη, ἡ σταθερότητα, ὁ σεβασμός… Ὅποιος πιστεύει ὅτι τὸ αἴτημα τῆς δικαιοσύνης θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πρωταρχικό, πρέπει νὰ τὸ αἰτολογήσει.
Τὸ ἰδεῶδες τῆς δικαιοσύνης γιὰ τὸν Κὴκς περιλαμβάνει τόσο τὴν λογικὴ ὅσο καὶ τὴν ἀρετή, εἶναι δὲ συνδεδεμένο μὲ τὴν «καλὴ ζωή», δηλαδὴ τὴ ζωὴ ποὺ εἶναι εὐχάριστη γιὰ αὐτὸν ποὺ τὴ ζεῖ καὶ εὐεργετικὴ γιὰ τοὺς ἄλλους. Ὁρισμὸς τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἡ ἠθικὴ ἀξιοσύνη, σὲ μία βελτιωμένη συμπλήρωση τῆς ἀριστοτελικῆς ἀρχῆς. Ἡ ἀξιοσύνη ἔχει ὡς βάση τὶς πράξεις, τὶς σχέσεις, τὶς συμφωνίες τοῦ κάθε ἀνθρώπου, καὶ ἐξ αὐτῶν συνάγει μία ἀξίωση γιὰ μία ὠφέλεια ἢ μιὰ τιμωρία. Ἡ ἀξίωση δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ θεμελιωθεῖ χωρὶς αἰτία, καὶ μάλιστα χωρὶς ἐπαρκὴ αἰτία. Γιὰ νὰ γίνει ὀρθὴ πλήρωση τῆς ἀξίωσης, πρέπει νὰ βασίζεται στὴν ἔγκυρη διάγνωση καὶ ἀξιολόγηση τῶν πραγμάτων καὶ νὰ εἶναι ἀναλογικὴ καὶ λογική. Παράλληλα, ἡ δικαιοσύνη χαρακτηρίζεται ἀπὸ συνέπεια στὴν πλήρωση τῆς ἀξιοσύνης. Ἡ βάση τῆς ἀξίωσης εἶναι πάντοτε ἕνα ἠθικὸ στοιχεῖο, δηλαδὴ ἕνα στοιχεῖο ποὺ συνεισφέρει στὴν καλὴ ζωή. Ἔτσι, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὡς βάση ἡ ἠθικὴ αὐτονομία, γιατὶ αὐτὴ ἀπὸ μόνη της δὲν ὁδηγεῖ στὴν καλὴ ζωή, ἀλλὰ πρέπει πρώτα νὰ χρησιμοποιηθεῖ μὲ κάποιον τρόπο. Ὁ Κὴκς θεωρεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ ἀντίληψη γιὰ τὴ δικαιοσύνη πηγάζει ἀπὸ τὴ φύση τῶν ἀνθρώπινων πράξεων ὡς ἐπιδιώξεων. Μὲ τὶς πράξεις τους οἱ ἄνθρωποι ἐπιδιώκουν ἄμεσους καὶ μακροπρόθεσμους στόχους, ποὺ καθορίζονται ἀπὸ τὶς πεποιθήσεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες τους. Ὅταν παρὰ τὴν προσπάθειά τους, οἱ στόχοι αὐτοὶ δὲν ἐπιτυγχάνονται, ἡ φυσικὴ ἀντίδραση εἶναι νὰ θεωρήσουν ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχαν πετύχει, ὅτι τὸ ἄξιζαν γιατὶ ἔκαναν ὅ,τι μπορούσαν. Ἀπὸ ἐδῶ ξεκινᾶ τὸ αἴσθημα τῆς ἀποδόσεως τῶν ἴσων, καὶ ἡ δικαιοσύνη εἶναι μία προσπάθεια νὰ ἰκανοποιηθεῖ αὐτὸ τὸ αἴσθημα ὅσο περισσότερο γίνεται.
Οἱ δίκαιοι θεσμοὶ δὲν γεννοῦν τὴ δικαιοσύνη, ἀλλὰ ἀντιθέτως, ἡ δικαιοσύνη προϋπάρχει τῶν θεσμῶν ὡς πεποίθηση τῶν λογικῶν καὶ στοχαστικῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποίοι προσπαθοῦν νὰ ὀργανώσουν τοὺς θεσμοὺς βάσει αὐτῆς. Ἡ σημαντικότερη ὄψη τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἡ διορθωτικὴ δικαιοσύνη, ποὺ προσπαθεῖ δηλαδὴ νὰ διορθώσει τὴν ἀδικία μέσω τοῦ ποινικοῦ συστήματος καὶ τῆς κοινωνικῆς πρόνοιας, ἔννοια ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες πράξεις καὶ ὄχι ἀπ’εὐθείας ἀπὸ τὸ πῶς ἔχουν τὰ πράγματα. Δηλαδή, ὁ πλοῦτος εἶναι ἄδικος ὅταν ἔχει ἀποκτηθεῖ ἄδικα, ὄχι ὅταν κάποιος ἔχει ὑπερβολικὰ πολύ σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι καὶ διανεμητική, ὅμως διανέμει μόνο στοὺς ἀναξιοπαθοῦντες καὶ παίρνει ἀπὸ τοὺς ἀδίκως κτῶντες. Δὲν φτάνει ὅμως στὴν ἀναδιανομὴ τοῦ πλούτου, καθῶς ὁ Κὴκς φαίνεται νὰ προτιμᾶ τὴ διανομὴ ὡς ἐπιβραβεύσεως ἀγαθῶν ὅπως ἡ ἐκπαίδευση, ἡ ὑγεία, ἡ ἐλευθερία γιὰ τὴν ἐπανόρθωση τῆς ἀδικίας. Θὰ ἀποδεχόταν, πάντως, κάποιο κοινωνικὸ μέρισμα γιὰ τὴν ἀποτροπὴ τῆς ἐξαθλίωσης, τὸ ὁποῖο θὰ διανεμόταν χωρὶς κριτήρια ἀποδόσεως, ἐφόσον αὐτὸ θὰ συνέβαλε στὴν οἰκοδόμηση μίας καλῆς κοινωνίας ὅπου μπορεῖ κανεὶς νὰ ζεῖ μιὰ καλὴ ζωή. Μποροῦν σὲ κάθε περίπτωση νὰ γίνουν ἐξαιρέσεις ἀπὸ τὴν ἀξιοσύνη, γιὰ χάρη π.χ. τῆς ἑλεημοσύνης, ὅμως οἱ ἐξαιρέσεις αὐτὲς πρέπει νὰ αἰτιολογοῦνται καὶ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὶς συνθῆκες. Περιορισμοὶ στὴν πραγμάτωση τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἡ σπάνις, ἡ ἀδυναμία ὁλοκληρωτικῆς ἐπανορθώσεως τῆς ἀδικίας καὶ οἱ κοινωνικὲς διαμάχες. Εἶναι, δηλαδή, συνειδητὰ μὴ ἰδεαλιστική. Πρόκειται γιὰ ἕνα ρυθμιστικὸ ἰδεῶδες ποὺ καθοδηγεῖ καὶ ὄχι γιὰ ἕναν στόχο ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ πραγματωθεῖ. Οἱ ἐπικριτὲς τῆς δικαιοσύνης ὡς ἠθικῆς ἀξιοδύνης πιστεύουν ὅτι εἶναι ἀδύνατο στὴν πράξη νὰ ἐφαρμοστεῖ, γιατὶ τὸ κράτος δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίζει τὴν ἀξία τοῦ καθενός. Ὅμως ὁ Κὴκς ἀμφισβητεῖ ὅτι ἡ δουλειὰ τῆς ἀμοιβῆς τῆς ἀξιοσύνης εἶναι ὁπωσδήποτε δουλειὰ τῆς κυβέρνησης. Περισσότερο εἶναι ἔργο τῶν θεσμῶν τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, ὅπως τὰ ἱδρύματα καὶ οἱ ἐταιρεῖες, οἱ ὁποίοι διανέμουν ἀγαθά, μεταξὺ αὐτῶν καὶ χρήματα, μὲ βάση τὶς ἀξιολογήσεις τοὺς γιὰ τὶς πράξεις, τὶς σχέσεις καὶ τὶς συμφωνίες τοῦ καθενός.
Ἡ δικαιοσύνη αὐτὴ δὲν εἶναι καθόλου ἐξισωτική, γιατὶ βασίζεται στὴν ἀνταπόδοση διαφορετικῶν πραγμάτων στὸν κάθε ἕνα βάσει τῆς ἠθικῆς τοὺς ἀξίας, ἡ ὁποία εἶναι γιὰ τὸν κάθε ἕνα διαφορετική. Ὁ Κὴκς εἶναι σφοδρὸς ἐπικριτὴς τῆς ἰσοπολιτείας, στὴν ὁποῖα καταλογίζει ὑπερβολικὴ αἰσιοδοξία καὶ ἀπροθυμία νὰ ἀναγνωρίσει ὁτιδήποτε τὸ ἀρνητικὸ στὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἀγνοεῖ, ἔτσι, τὸ κακὸ ποὺ κυριαρχεῖ στὸν κόσμο, τὸ ὁποῖο σὲ μεγάλο βαθμὸ ὀφείλεται στὶς ἀνθρώπινες πράξεις. Πραγματικὴ αἰτία τοῦ κακοῦ θεωρεῖ εἴτε τὴν ἄγνοια εἴτε τοὺς διεφθαρμένους θεσμούς, ποτὲ τὴν κακὴ πρόθεση. Ὁ Κὴκς ἀπορεῖ πῶς κατάφεραν οἱ ἐξισωτές, ὑποκείμενοι καὶ οἱ ἴδιοι στὸ διεφθαρμένο σύστημα, νὰ ἀφυπνιστοῦν καὶ νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ἀδικία. Ἐφόσον αὐτὸ ἔχει συμβεῖ, συνηγορεῖ πρὸς τὴν ἠθικὴ διαφοροποίηση ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Μία ἐξισωτικὴ πολιτικὴ ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποδώσει σὲ ὅλους, ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ἠθελημένα κάνουν κακὲς πράξεις, ἴσους πόρους. Ἔτσι, συνδράμει στὴν ἐξάπλωση τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο καὶ τὴν ἐνίσχυση τῶν ἄδικων ἀνθρώπων. Ἡ ἐπιλογὴ αὐτὴ ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῆς εὐθύνης τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὶς μὴ ἐντελῶς συνειδητοποιημένες κακὲς πράξεις τους. Ὅμως, ἠθικὴ μομφὴ διάφορων βαθμῶν μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ σὲ μία πράξη ἀνάλογα μὲ τὸν χαρακτήρα καὶ τὶς προθέσεις τοῦ ἀδικήσαντα καὶ τὶς συνθῆκες καὶ συνέπειες τῆς πράξης του. Σπάνια δικαιολογεῖται ἡ πλήρης ἐξάλειψη τῆς εὐθύνης, καὶ ἡ ἠθικὴ εὐθύνη ἐπισύρρει συνέπειες.
Ὁ Κὴκς ὅμως πάει καὶ ἕνα βήμα παραπέρα καὶ ἀρνεῖται τὴν ἴδια τὴ βάση τῆς ἰσοπολιτείας, δηλαδὴ τὴν ὕπαρξη κάποιου στοιχείου στοὺς ἀνθρώπους ὅπως π.χ. ἡ ἀξία τους, ἡ ἠθική τους διάσταση, τὸ ὁποῖο εἶναι ἴσο. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀξιακὰ ἄνισοι, ὄχι μόνο ὠς πρὸς τὶς πράξεις τους, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸν ἠθικὸ τοὺς χαρακτήρα, τὸν ὁποῖο οἱ πράξεις φανερώνουν. Πρόκειται γιὰ μία παραδοχὴ ποὺ κυριάρχησε γιὰ χιλιετίες στὴν ἀνθρώπινη σκέψη, καὶ πράγματι δικαιολόγησε κάποια ἀπὸ τὰ μελανὰ σημεία τῆς ἀνθρώπινης ἰστορίας. Αὑτὸ ὅμως δὲ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ τὴν ἀπορρίψουμε αὐθαίρετα, ἀλλὰ νὰ περιορίσουμε τὶς ἐκτροπές της. Ἡ δυνατότητα ἠθικῆς προόδου μοιάζει στὸν Κὴκς ὅπως ἡ ἐξυπνάδα ἢ κάποιο ἄλλο ἔμφυτο χάρισμα: κάποιοι ἔχουν περισσότεροι καὶ ἄλλοι σχεδὸν καθόλου. Τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶναι ἴσοι δὲ σημαίνει πὼς δὲν κάνει νὰ τοὺς μεταχειριζόμαστε ὡς ἴσους ποτὲ ἢ ὅτι μποροῦμε νὰ ἐξουδενώσουμε τοὺς ἀνάξιους. Ὅμως τὸ ἐπιχείρημα γιὰ μία ἀξιοπρεπὴ μεταχείριση τῶν ἄλλων καὶ ἴση μεταχείριση σὲ κάποιους τομεῖς, δὲν ἔχει ὡς βάση τὴν ἰσότητα, ἀλλὰ τὴν ἐξυπηρέτηση κάποιου ἄλλου σκοποῦ. Ἔτσι, ὁ Κὴκς φτάνει στὴν ἀναστροφὴ τοῦ βάρους ἀποδείξεως, δέχεται δηλαδὴ ὡς ἀρχικὴ θέση τὴν ἀνισότητα καὶ τὴν ἄνιση μεταχείριση, καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ ὅποιον ἐπιθυμεῖ τὴν ἴση μεταχείριση νὰ ἀποδείξει τὴν ὀρθότητά της.
Μεγάλο μέρος τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας τοῦ Κὴκς ἔχει ἀντιρρητικὸ χαρακτήρα, καὶ μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς ἀντικρούσεις – στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας ἀναπτύσσεται καὶ ἡ θεωρία τοῦ Κὴκς περὶ δικαιοσύνης – στρέφεται εὐθεώς ἐναντίον τοῦ Ρῶλς. Ἀξιολογεῖ τὴ Θεωρία ὡς ἀπόδειξη γιὰ τὸ ἀληθινὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Ρῶλς, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ οἰκονομικὴ ἰσότητα καὶ ὄχι ἡ «δικαιοσύνη». Ὁ Κὴκς πιστεύει ὅτι μόνο ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἐλλιπὴς ἀντίληψη τοῦ Ρῶλς γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ἀποσιώπηση βασικῶν ὄψεων τῆς δικαιοσύνης ὅπως ἡ διορθωτικὴ καὶ ἡ ἀνταποδοτικὴ δικαιοσύνη, καὶ ἡ ἐπικέντρωση τῆς Θεωρίας ἀποκλειστικὰ στὴν διανομὴ τῶν ἀγαθῶν καὶ ὄχι τῶν ποινῶν ἢ τῶν στερήσεων. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἴδιο τὸ μέσον ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Ρῶλς γιὰ νὰ θεμελιώσει τὴ Θεωρία εἶναι ἐξ ἴσου αὐθαίρετο ὅσο οἱ ἠθικὲς κρίσεις ποὺ ὁ Ρῶλς ἀπορρίπτει. Διότι οἱ ἀρχὲς δικαιοσύνης ποὺ διαλέγουν οἱ συμβαλλόμενοι εἶναι ἀπόρροια τῶν συνθηκῶν καὶ χαρακτηριστικῶν ποὺ ἔχει ἐπιλέξει ὁ Ρῶλς γιὰ αὐτούς. Ἐπιπλέον, ἐκεῖ δὲν λαμβάνονται ὑπ’ὄψιν οἱ κακὲς ἐπιθυμίες καὶ τάσεις τῶν ἀνθρώπων, ἐπιθυμίες ποὺ καθιστοῦν ἀναγκαῖο τὸ πέπλο ἄγνοιας ὥστε νὰ μετριαστοῦν. Μὲ ἄλλα λόγια, ἔχει κατασκευάσει τὴν ἀρχικὴ θέση ὥστε νὰ ἐπιτρέπει τὰ συμπεράσματα στὰ ὁποία θέλει νὰ καταλήξει. Ἔτσι, ὁ Ρῶλς πρέπει εἴτε νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι οἱ αὐθαίρετες κρίσεις δὲ στεροῦνται ἠθικῆς σημασίας, εἴτε νὰ ἐγκαταλείψει τὶς ἀρχὲς δικαιοσύνης του.
Ὁ Ρῶλς ἔχει καταφέρει νὰ ὁρίσει τὴ δικαιοσύνη μὲ ἕναν τρόπο ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τοὺς μέχρι τώρα προταθέντες, καὶ αὐτὸ ἀπὸ μόνο του ἐγείρει ἀμφιβολίες. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὴν πράξη, ἔρευνες ἔδειξαν ὅτι κανεὶς δὲν διαλέγει τὴν ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς ὑπὸ συνθῆκες προσομοίωσης τῆς ἀρχικῆς θέσης. Ἡ ἀντίθεση μὲ τὸ κοινὸ περὶ δικαίου αἴσθημα καὶ τὸ τυφλὸ σημεῖο τῆς Θεωρίας, δηλαδὴ ἡ ἀδυναμία τῆς νὰ διακρίνει ἀνάμεσα σὲ ἀναξιοπαθοῦντες καὶ ὑπαίτιους τῶν δεινών τους, ἀναδεικνύονται ποικιλοτρόπως ἀπὸ τὸν Κὴκς. Στὸν κόσμο τῆς Θεωρίας, οἱ κάτοχοι τοῦ βραβείου Νόμπελ ὀφείλουν κάποια ἀνταπόδοση στοὺς ὀπαδοὺς τῆς θεωρίας τῆς Ἐπίπεδης Γῆς. Οἰκονομικὰ ἀδύναμα μέλη τῆς κοινωνίας εἶναι τόσο ὁ ἔμπορος ναρκωτικῶν ὅσο καὶ ὁ ὁδοκαθαριστής, ὁ τρομοκράτης καὶ ὁ ἀγρότης, ἡ ἀνύπαντη μητέρα καὶ ὁ πορτοφολάκιας, ὅμως δὲν εἶναι ἠθικὰ ἴσοι ἀκόμη καὶ ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ἔχουν περάσει ἐξ ἴσου τραυματικὴ ἡλικία, ἢ κάτι τέτοιο. Ὁ ἕνας βλάπτει ἀνεπανόρθωτα τοὺς ἄλλους μὲ τὶς πράξεις του, ὁ ἄλλος ὄχι. Ὁ Ρῶλς ὄχι μόνο θέλει νὰ τοὺς δώσει ἴσο ἐπίδομα, ἀλλὰ καὶ ἂν τύχει μία ἀνύπαντρη μητέρα νὰ καταφέρει νὰ βελτιώσει τὴν κατάστασή της μέσα ἀπὸ τὴ σκληρὴ δουλειὰ καὶ τὴν ἀποταμίευση, ὁ Ρῶλς θέλει νὰ πάρει ἀπὸ τὰ νέα της ἀποκτήματα καὶ νὰ τὰ διανείμει στὸν τρομοκράτη, στὸν πορτοφολάκια καὶ στὸν μικρέμπορα ναρκωτικῶν, οἱ ὁποίοι δὲν ἄλλαξαν στὸ ἐλάχιστο τὴ συμπεριφορά τους. Οὐσιαστικά, ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς, ποὺ βλέπει μόνο τὰ ἀποκτήματα τοῦ καθενός, ἐπιβραβεύει τὴν ἔλλειψη μετάνοιας καὶ διόρθωσης τῶν ἐγκληματιῶν καὶ καταχραστῶν οἱ ὁποίοι μένοντας ἀδιόρθωτοι μένουν φτωχοί. Τὴν ἴδια στιγμή, τιμωρεῖ τὴν σκληρὴ δουλειὰ καὶ τὴν καρτερικότητα τῶν ἀδύναμων ποὺ προσπαθοῦν νὰ βελτιώσουν τὴ θέση τους, γιατὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ μετὰ τοὺς θεωρεῖ ἰσχυροὺς καὶ ἄρα ὀφειλέτες ἀπέναντι στοὺς πτωχούς. Δὲν χρειάζεται νὰ ἀναπτυχθεῖ μὲ κάθε λεπτομέρεια, τὶ εἴδους κίνητρα θεμελιώνουν τέτοιες ρυθμίσεις.
Ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τῆς δικαιοσύνης ὡς ἀποδόσεως, ὁ Κὴκς ἀμφισβητεῖ τὴν μὴ ἠθικὴ φὐση τῆς ἄσκησης καὶ ἀνάπτυξης τῶν δυνατοτήτων τοῦ καθενός. Ὡς μοναδικὸ λόγο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει κάποιον ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τῶν ταλέντων του ὁ Ρῶλς δέχεται τὴν ἔλλειψη κινήτρου, τὴν κακομεταχείριση, τὴν ἀπογοήτευση καὶ διάφορους ἐξωτερικοὺς παράγοντες γιὰ τοὺς ὁποίους τὸ ἄτομο δὲν εὐθύνεται. Ὅμως ὑπάρχουν καὶ οἰ ἐσωτερικοὶ παράγοντες ποὺ ὀφείλονται στὸ ἴδιο τὸ ἄτομο, ὅπως ἡ τεμπελιά, ὁ ἀποσυντονισμὸς ἀπὸ τὸ κυνήγι τῶν ἡδονῶν, οἱ ἐνοχὲς καὶ πολλὲς ἄλλες τέτοιες αἰτίες ποὺ δὲν γίνεται ἀπλὰ νὰ ἀγνοηθοῦν. Ἄλλωστε, ἡ θέση ὡς βάση μίας θεωρίας μόνο τῆς κατάστασης τοῦ καθενός, χωρὶς κανένα πρόσθετο στοιχεῖο, ἔχει καὶ πολλὰ πρακτικὰ προβλήματα καὶ δύσκολα συμβιβάζεται μὲ τὴ λογική. Γιὰ νὰ τὸ ἀποδείξει αὐτό, ὁ Κὴκς κάνει μία δοκιμὴ ἐφαρμογῆς τῶν ἀρχῶν τοῦ Ρῶλς, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ὅτι καὶ οἱ φυσικὲς ἀνισότητες γίνονται ἀνεκτὲς στὸ μέτρο ποὺ ὠφελοῦν τοὺς πιὸ ἀδύναμους. Θέμα τοῦ δοκιμίου ἦταν ἡ πιθανὴ ὑλικὴ ἀπόδοση στοὺς ἄνδρες ποὺ θὰ ἀναπλήρωνε τὴν φυσική τους προδιάθεση νὰ ζοῦν τουλάχιστον πέντε χρόνια λιγότερο ἀπὸ τὶς γυναῖκες. Τὸ ὅλο ἐγχείρημα δείχνει ὅτι ἡ διόρθωση τῶν φυσικῶν ἀνισοτήτων εἶναι αὐθαίρετη. Ἄλλωστε, τὶ θὰ μποροῦσε νὰ ἰκανοποιήσει αὐτὸ τὸ ἔλλειμμα; Κάποιο ἐπίδομα, κάποια λέσχη ἀναψυχῆς, περισσότερες διακοπές; Ἀνακύπτουν λοιπὸν προβλήματα παρόμοια μὲ αὐτὰ τοῦ ὠφελιμισμοῦ.
Τελικά, ἡ δικαιοσύνη τοῦ Ρῶλς δὲν καταφέρνει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν θεμελιώδη ἔννοια τῆς ἀξιοσύνης. Ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς εἶναι τὸ μοναδικὸ στοιχεῖο γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Ρῶλς δὲν ἐπικαλεῖται τὸ αἴσθημα δικαίου τῶν ἀναγνωστών του, ἀλλὰ τὸ ἀποκλείει ἀσυζητητί. Ἔτσι, προσδίδει στὴ Θεωρία δογματισμό. Οἱ θεσμοὶ ποὺ οἰκοδομεῖ ὁ Ρῶλς δὲν μποροῦν νὰ λειτουργήσουν χωρὶς νὰ ληφθεῖ ὑπ’ὄψιν ἡ ἀξιοσύνη τοῦ κάθε ὠφελουμένου, διότι ἂν ἦταν ἔτσι θὰ ἀρκοῦσε ὅτι συμμορφώνονται μὲ κάποιες ἀρχὲς καὶ μετὰ θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ τοὺς ἐπικρίνει κανείς. Καὶ ὅμως, συχνὰ ἐπικρίνουμε θεσμοὺς γιατὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀποδώσουν στὸν καθένα αὐτὸ ποὺ ἀξίζει, ἄρα τὸ στοιχεῖο τῆς ἀνταπόδοσης εἶναι πιὸ θεμελιῶδες. Ὁ ἴδιος ὁ Ρῶλς ἐντάσσει τὴν ἀξιοσύνη στὴ Θεωρία, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὅσοι δὲ συμμορφώνονται στὶς ἀρχὲς δὲ θὰ ἔχουν ἔγκυρες προσδοκίες. Ἔτσι, περιορίζεται ὑπερβολικὰ τὸ πεδίο τῆς ἀποδόσεως, ἡ ὁποία δὲ λαμβάνει ὑπ’ὄψιν μόνο τὸ ἠθικὸ στοιχεῖο τῆς συμμορφώσεως ἀλλὰ καὶ στοιχεία ὅπως οἱ πράξεις, οἱ σχέσεις, οἱ συμφωνίες. Ἐξάλλου, μὲ βάση τὴ λογική, ἡ τιμωρία ὅσων δὲν σέβονται τὰ δικαιώματα θὰ γινόταν μὲ βάση τὴν προσβολὴ ἐκ μέρους τους τῶν δικαιωμάτων. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὸ ἀπαραβίαστο τοῦ ἀτόμου, ποὺ ὑποτίθεται ἔχουν γιὰ τὸν Ρῶλς μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὴν ἀνταπόδοση τῶν ἴσων, τὰ σέβεται τελικά. Γιατὶ θεωρεῖ ὅτι τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τὶς προσπάθειες τῶν τίμιων ἀνθρώπων εἶναι κοινὸ κτήμα, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἀξιοποιηθεῖ γιὰ τὴν μεγαλύτερη ἰκανοποίηση τῶν ἀδυνάτων, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτοὶ εἶναι ἐγκληματίες ἢ ἀνήθικοι καὶ σὲ κάθε περίπτωση ἀπρόθυμοι νὰ διορθωθοῦν.
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Μποροῦμε λοιπὸν νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ δικαιοσύνη, ὅσον ἀφορᾶ τὸν Ρῶλς καὶ τὸν Κήκς, εἶναι πράγματι διανεμητική. Ἀπλῶς εἶναι διανεμητικὴ γιὰ ἄλλους λόγους, μὲ ἄλλους τρόπους, καὶ εἶναι περισσότερο ἢ λιγότερο διανεμητική. Ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς ἔχει γιὰ τὴ Θεωρία τοῦ Ρῶλς ὄχι μόνο πρακτικὸ χαρακτήρα, ὡς συμπλήρωμα τῶν ἄλλων ἀρχῶν, ἀλλὰ εἶναι καὶ πλήρωση τῶν ἴδιων τῶν συστατικῶν στοιχείων τῆς δικαιοσύνης ὡς ἀκριβοδικίας, ἰδίως τῆς ἰσότητας. Ἀντίθετα, γιὰ τὸν Κήκς, ἡ διανεμητικὴ δικαιοσύνη δὲν εἶναι παρὰ μία ἀπὸ τὶς ὄψεις τῆς δικαιοσύνης καὶ σὲ καμία περίπτωση δὲν εἶναι ἡ σημαντικότερη. Τὰ σημεία διαφωνίας τῶν δύο στοχαστῶν εἶναι καὶ τὰ κυριότερα σημεία τῶν θεωριών τους: ἡ ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων αὐτὴ καθαυτή, ἡ ἠθικὴ σημασία τῶν ἐπιλογῶν μας ἀκόμη καὶ ὅταν ἐν μέρει ὀφείλονται σὲ ἐξωτερικοὺς παράγοντες, καὶ βεβαίως ὁ ὁρισμὸς τῆς δικαιοσύνης ὡς ἀποδόσεως τῶν ἴσων ἢ ὡς ἴσης μεταχείρισης σὲ κάθε περίπτωση. Μιᾶς καὶ στὸ ἔργο τοῦ Κὴκς – καθότι μὴ φιλελεύθερος – δὲν διαδραματίζουν κεντρικὸ ρόλο τὰ ἀπαραβίαστα δικαιώματα, θὰ ἦταν ἴσως εὐκολότερο στὴν πράξη νὰ συμφωνήσει μὲ τὸν Ρῶλς σὲ ὁρισμένες ἐπιλογὲς δημόσιας πολιτικῆς, γιὰ διαφορετικοὺς λόγους. Νὰ κάνουν μία «πολιτική, ὄχι μεταφυσική» συμφωνία, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ Ρῶλς τῆς ὕστερης περιόδου.
Τὸ ὅριο τῆς σύζευξης τῶν δύο θεωριῶν εἶναι οἱ διακριτοὶ στόχοι τους. Γιὰ τὸν Ρῶλς, ἡ μείωση τῶν ἀνισοτήτων μέχρι νὰ μὴν μποροῦν νὰ μειωθοῦν ἄλλο χωρὶς αὐτὸ νὰ ἀποβεῖ εἰς βάρος τῶν ἀδυνάτων. Γιὰ τὸν Κήκς, ἡ διατήρηση τῆς πολιτικῆς ἠθικῆς ποὺ θέτει ὡς προτεραιότητα τὴν ἐπίτευξη «καλῶν ζωῶν», δηλαδὴ εὐχάριστων γιὰ ἐκείνους ποὺ τὶς ζοῦν καὶ εὐεργετικῶν γιὰ τοὺς ἄλλους.Θὰ συμφωνούσαν, λοιπόν, ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρξει φορολόγηση τῶν πλουσίων καὶ κοινωνικὸ μέρισμα γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ ἀρρώστους, ὅμως ἡ ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς τοῦ Ρῶλς σαφῶς θὰ ἀπαιτοῦσε μεγαλύτερα ποσὰ ἀπὸ ὅτι ἡ ἐπιδίωξη τῆς καλῆς ζωῆς τοῦ Κήκς. Ἐπιπλέον, ἡ βελτίωση τῆς κοινωνίας ποὺ θὰ ἐπεδίωκε μὲ τὸ μέτρο ὁ Κὴκς θὰ περιόριζε τὸ μέρισμα στοὺς πολὺ φτωχούς καὶ πολὺ ἀρρώστους, ἐνῶς ὁ Ρῶλς θέλει νὰ δίνει σὲ ὅλους τοὺς ἀδύναμους κοινωνικὸ μέρισμα καὶ ὄχι μόνο στοὺς ἐξαθλιωμένους. Τὸ ἄλλο στοιχεῖο ποὺ εἶναι ἐνδιαφέρον, εἶναι ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἐνταχθεῖ στὴν θεώρηση τοῦ Κὴκς μία μεγαλύτερη φορολόγηση τῶν ἐπιβλαβῶν γιὰ τὴν κοινωνία δραστηριοτήτων. Ἐπιπλέον, ὁ Κὴκς θὰ ἔκανε ἐδῶ πολλοὺς διαχωρισμούς, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀξία τοῦ κάθε ἀδύναμου μέλους τῆς κοινωνίας νὰ λάβει οἰκονομικὴ ἐνίσχυση. Θὰ ἔδινε περισσότερα στὴν ἀνύπαντρη μητέρα ποὺ δουλεύει ὑπερωρίες στὰ ΜακΝτόναλντς καὶ δὲ θὰ ἔδινε τίποτα στὸ ναρκομανή, ἂν καὶ ἴσως χρησιμοποιοῦσε τὰ λεφτὰ τῶν φορολογούμενων γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα κέντρο ἀποτοξίνωσης, γιὰ λόγους κοινωνικῆς εὐπρέπειας. Ὁ Ρῶλς θὰ δεσμευόταν ἀπὸ τὴν ἐπὶ τῆς ἀρχῆς ἀπαγόρευση διάκρισης ἀνάμεσα στοὺς ἀδυνάτους. Μᾶλλον καὶ οἱ δύο θὰ εἴχαν συγκλίνουσες ἀπόψεις στὶς ὑποτροφίες, ὁ Ρῶλς γιὰ λόγους ἰσότητας κοινωνικῆς θέσης καὶ ἐνίσχυσης τῶν ἀδυνάτων, ὁ Κὴκς ὥστε νὰ ζήσουν οἱ ἔξυπνοι μιὰ καλύτερη ζωή, βοηθώντας τοὺς ἄλλους μὲ τὴν εὐφυΐα τους. Ἐπίσης, οἱ κοινωνικοὶ στόχοι στοὺς ὁποίους προσανατολίζεται ἡ διανεμητικὴ δικαιοσύνη γιὰ τὸν Κήκς πιθανῶς θὰ συνέδεαν τὰ ὅποια ἐπιδόματα μὲ στόχους δημόσιας πολιτικῆς, ἐνὼ ὁ Ρῶλς θέλει τὰ ἐπιδόματα γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἴδιας τῆς ἀρχῆς τῆς διαφορᾶς.
Τὸ σημεῖο ὅπου ἡ δυνατότητα σύνθεσης τῶν δύο ἀπόψεων φαίνεται νὰ ἐξαντλεῖται, εἶναι στὴν αἰχμὴ τῆς κριτικῆς τοῦ Κήκς: θὰ πάρει τὸ ἴδιο ἐπίδομα καὶ ὁ πορτοφολάκιας, ὅπως θὰ πάρει ἡ ἐξ ἴσου φτωχὴ ἄγαμη μητέρα; Ἐπὶ τῆς ἀρχῆς, ὁ Ρῶλς φαίνεται νὰ ἀπαντᾶ θετικά. Τὸ ἐπίδομα δὲν εἶναι κάποιου εἴδους βραβεῖο, τὸ ὁποῖο θὰ στερηθεῖ ὁ πορτοφολάκιας λόγω τῆς κακῆς τοῦ συμπεριφορᾶς. Τὸ ἐπίδομα ποὺ ὑλοποιεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς εἶναι ἀπὸ μόνο του συστατικὸ καὶ ἐφαρμογὴ τῆς δικαιοσύνης, πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν ἡ ἀπονομή του να εἶναι ἄδικη; Ἡ ἀξίωση τοῦ πορτοφολάκια γιὰ τὸ ἐπίδομα εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια μὲ αὐτὴ τῆς μητέρας, γιατὶ δὲν βασίζεται στὶς πράξεις του καὶ στὶς συνέπειές τους στὴν κοινωνία ἀλλὰ στὴν ἴδια του τὴ φύση ὡς ἀνθρώπινου ὄντος. Εἰδικότερα, βασίζεται στὴν δυνατότητἀ του νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ καλὸ καὶ τὴ δικαιοσύνη, ἀσχέτως του πόσο ὑλοποιεῖ τὴ δυνατότητα αὐτή. Πρόκειται γιὰ τὸ μοναδικὸ χαρακτηριστικὸ ποὺ μπορεῖ νᾶ ληφθεῖ ὑπ’ὄψιν πίσω ἀπ’τὸ πέπλο τῆς ἄγνοιας, ὅπου δὲν ὑπάρχουν ἔργα καὶ κλίσεις ἀλλὰ ἐλεύθεροι καὶ ἴσοι ἄνθρωποι. Οὔτε τὰ κίνητρα ποὺ δημιουργοῦνται θὰ ἄλλαζαν τὴν ἀπάντηση, ἀφοῦ ἡ πλήρωση τοῦ αἰσθήματος δικαιοσύνης στὴν ρωλσιανὴ κοινωνία ἀμβλύνει τὶς τάσεις ἐκμετάλλευσης καὶ ἀντικοινωνικῆς συμπεριφορᾶς. Ἴσως, στὰ πλαίσια τῆς ἐφαρμογῆς τῆς Θεωρίας στὴν μὴ ἰδανικὴ κοινωνία μας, καὶ ὄχι στὴν ἰδανικὴ κοινωνία ὅπου τὴν ἐφαρμόζει ὁ Ρῶλς, νὰ μπορούσαν νὰ γίνουν ἀνεκτὲς διαφοροποιήσεις ἐξ αἰτίας τοῦ παράγοντος τῆς σπανιότητας τῶν ἀγαθῶν. Ἢ νὰ τεθοῦν περιορισμοὶ στὴν δυνατὴ χρήση τοῦ ἐπιδόματος ἀπὸ ὅσους κάνουν ἀποδεδειγμένα ἐπιβλαβὴ χρήση γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ γιὰ τὸν ἐαυτό τους. Ὅμως ἤδη ὁ Ρῶλς θὰ παραπονιόταν πῶς αὐτοὶ οἱ προβληματισμοὶ ἐκφεύγουν τῶν πλαισίων τῆς Θεωρίας του, εἶναι δουλειὲς γιὰ τὸν κοινὸ νομοθέτη καὶ ὄχι γιὰ τὸν φιλόσοφο.
Ὁ πραγματικὸς λόγος ποὺ οἱ ἀπόψεις τους συγκλίνουν ἐν μέρει εἶναι τὸ κοινοτιστικὸ στοιχεῖο. Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ ρητὰ ἐντάσσεται στὴν πολιτικὴ θεωρία τοῦ Κὴκς ὡς προτεραιότητα τῆς κοινότητας ἔναντι τοῦ ἀτόμου, ἐνῶ στὸν Ρῶλς φαίνεται ἀπὸ τὴ συσχέτιση τῆς ἀρχῆς τῆς διαφορᾶς μὲ τὴν ἀδελφοσύνη καὶ τὴν ἀμοιβαιότητα. Ἡ ἀμοιβαιότητα, βέβαια, ἔχει πολὺ διαφορετικὸ περιεχόμενο γιὰ τὸν Κήκς, ὁ ὁποῖος παραπονεῖται ὅτι στὸν κόσμο τῆς Θεωρίας οἱ ἐργατικοὶ θρέφουν τοὺς ὀκνηροὺς χωρὶς οἱ ὀκνηροὶ νὰ τοὺς προσπορίζουν μὲ τὴ σειρά τους κάποιο ὄφελος. Τὴν ἴδια ἐπιφύλαξη φαίνεται νὰ ἔχει καὶ τὸ εὐρύτερο κοινό, ποὺ πράγματι διστάζει νὰ υιοθετήσει τὴν ἀρχὴ τῆς διαφορᾶς, ἐνῶ ὑποστηρίζει ἔνθερμα τὴν ἀρχὴ τῆς ἴσης ἐλευθερίας. Πιθανῶς γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο νὰ μετρίασε ὁ Ρῶλς τὸ ἐξισωτικὸ στοιχεῖο στὴν ἀναθεώρηση τῆς Θεωρίας μὲ τὸν «Πολιτικὸ Φιλελευθερισμό». Βέβαια, αὐτὴ ἡ κίνηση τοῦ Ρῶλς δείχνει ὅτι, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν κριτικὴ τοῦ Κήκς, ὑπάρχει στὴ Θεωρία του μία πολύπλευρη πρόταση δικαιοσύνης καὶ ὄχι ἀπλὰ ἕνα ἐπιχείρημα ἀναδιανομῆς τοῦ πλούτου. Εἶναι βέβαια μιὰ πρόταση ἐπίτηδες ἐξιδανικευτική, σὰν μία ἀκαδημαϊκὴ ἐκδοχὴ τοῦ “Imagine” – τὰ δύο αὐτὰ ἔργα, μάλιστα, κυκλοφόρησαν τὴν ἴδια χρονιά. Ἡ πρόταση τοῦ Κήκς, ἀπὸ τὴν ἄλλη, θυμίζει τὴ μουσικὴ ὑπόκρουση τῶν θριάμβων τῶν νικητῶν Ρωμαίων στρατηγῶν.