Ippolito Caffi – Θέα της Ρώμης από το λόφο του Πίντσιο, 1832

Στὸ τρίπτυχο τῆς φιλελεύθερης σκέψης, ἡ ἰσότητα κατέχει σήμερα μία θέση περιωπῆς. Οἱ συνθῆκες ἔχουν συγκλίνει ὑπέρ της, ἀρχῆς γενομένης ἴσως ἀπὸ τὶς τελευταῖες δεκαετίες του ψυχροῦ πολέμου. Ἡ ἔμφαση ποὺ τῆς ἐδόθη ἀπὸ τὰ σοσιαλιστικὰ καθεστώτα κατὰ τὸν 20ο αἰώνα, ὁδήγησε τὴν Ἀμερικὴ στὴ συναίσθηση τοῦ μεγάλου ἐλείμματός της σὲ αὐτὴ τὴν φιλελεύθερη πολιτικὴ ἀρετή. Στὸ κλίμα ἀλληλεπίδρασης ἀνάμεσα σὲ ΗΠΑ καὶ Ρωσσία ποὺ κυριάρχησε στὶς τελευταῖες δεκαετίες πρὶν τὸ τέλος τοῦ «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ», ἀφενὸς τὸ κομμουνιστικὸ καθεστῶς εἶχε φιλελευθεροποιηθεῖ σὲ σχέση μὲ τὴν ἀμείλικτη καταπίεση τῶν πρώτων δεκαετιῶν του, ἀφετέρου στὶς ΗΠΑ εἶχαν ἀρχίσει νὰ κυκλοφοροῦν ἰδέες ποὺ θὰ πάντρευαν τὴν ἀμερικανικὴ «ἐλευθερία» μὲ τὶς λησμονημένες ἀρετὲς τῆς «ἰσότητας» καὶ τῆς «ἀδελφότητας». Ἐπρόκειτο γιὰ τὴ γέννεση τοῦ ἐξισωτικοῦ φιλελευθερισμοῦ (egalitarian liberalism) ὁ ὁποῖος, ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’70 καὶ ὕστερα κυριάρχησε καὶ κατέστησε τὴν ἰσότητα ὄχι ἀπλῶς ζητούμενο τοῦ πολιτικοῦ συστήματος, ἀλλὰ καὶ θεμελιώδη παράγοντα γιὰ τὴν ἠθική του νομιμοποίηση. Τὴν ἴδια στιγμή ἡ σοσιαλιστικὴ σκέψη, ἐπανεφευρεμένη ὡς σοσιαλδημοκρατία, εἶχε ἐντάξει φιλελεύθερες παραδοχὲς στὸ δικό της σύστημα. Ἔτσι, ἡ ἰσότητα ξαφνικὰ βρέθηκε στὸ ἐπίκεντρο καὶ τῶν δύο κυρίαρχων ρευμάτων σκέψης τῆς Δυτικῆς πολιτικῆς, καὶ ὁδηγήθηκε σὲ ἕνα πάντρεμα μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, ποὺ ἐπίσης ἦταν πλέον παροῦσα καὶ στὶς δύο ὄχθες. Ἡ συζήτηση ἐπικεντρώθηκε στὴν ἀλληλεπίδραση ἀνάμεσα στὶς δύο ἀξίες, καὶ στὴν τυχὸν προτεραιότητα τῆς μιᾶς ἔναντι τῆς ἄλλης.

Ὅμως ἡ ἰσότητα δὲν ἦταν μία ἔννοια τόσο εὔκολα διαχειρίσιμη ὅσο αὐτὴ τῆς ἐλευθερίας. Ἡ τελευταία εἶχε τύχει ἐνδελεχοῦς ἐπεξεργασίας καὶ εἶχε, τελικά, συρρικνωθεῖ σὲ μία εὔπεπτη καὶ κοινῶς ἀποδεκτὴ φόρμουλα, τὴν ὁποία ὅλοι οἱ πολίτες μποροῦσαν νὰ τηρήσουν: «ἡ ἐλευθερία μου τελειώνει ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει ἡ ἐλευθερία τῶν ἄλλων». Ὁ ἐννοιολογικὸς προσδιορισμὸς τῆς ἰσότητας δὲν ἔχει τύχει τόσο ὀμαλῆς μεταχείρισης. Προτείνονται δύο ἀντιμαχόμενες ὀπτικές: ἀπὸ τὴ μία, ἡ τυπικὴ ἰσότητα, οὐσιαστικὰ ἡ ἰσότητα ἔναντι τοῦ νόμου, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ἰσότητα τῶν ἀποτελεσμάτων, δηλαδὴ τῶν ἀποκτημάτων καὶ τῶν κοινωνικῶν ἀνταμοιβῶν. Ἡ πρώτη ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν ἰσότητα ὅπως γινόταν ἀντιληπτὴ κατὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, ὅταν στόχος ἦταν νὰ καταργηθεῖ ἡ ἀριστοκρατία. Ἡ ἴση πρόσβαση στὰ ἀξιώματα ἦταν ἤδη πολὺ ριζοσπαστικὴ – καὶ ποιὸς θὰ τολμοῦσε, ἄλλωστε, νὰ μιλήσει γιὰ ἰσότητα τῶν ἀποτελεσμάτων σὲ μία προβιομηχανικὴ κοινωνία; Ἡ ἰσότητα τοῦ ἀποτελέσματος, δηλαδὴ τοῦ πλούτου, τοῦ κύρους, τῆς τρυφῆς, εἶναι νοητὴ μόνο στὰ πλαίσια τῆς κοινωνίας τῆς ἀφθονίας. Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, δὲν εἶναι διόλου παράξενο ποὺ ὁ Μὰρξ τὴν διέκρινε στὸ βάθος τοῦ ἀκμάζοντος καὶ ὑπερπαραγωγικοῦ καπιταλισμοῦ. Ἡ ἰσότητα τῶν ἀποτελεσμάτων εἶναι ἡ οὐσία τῆς μαρξιστικῆς ἀντίληψης περὶ δικαιοσύνης – «ἀπὸ τὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὶς δυνατότητές του, στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες του». Προαπαιτούμενο γιὰ τὴν ἐγκαθίδρυση αὐτοῦ τοῦ συστήματος ἦταν πρωτίστως μία ἠθικὴ μεταβολή: ἡ κατάργηση τῆς ἠθικῆς ἀξίωσης, πάνω στὴν ὁποία θεμελιώνεται κάθε ἰεραρχημένη κοινωνικὴ δομή. Οἱ γιατροὶ στέλνονταν νὰ δουλέψουν στὶς ἀγροτικὲς ἐπαρχίες καὶ νὰ ἀμειφθοῦν ἐξ ἴσου μὲ τοὺς ἀγρότες, καθῶς ἡ ἐξυπνάδα ἢ ἡ μελέτη τους δὲν ἀποτελοῦσαν, στὰ πλαίσια τῆς ἰσότητας τῶν αποτελεσμάτων, κριτήρια διακριτικῆς μεταχείρισης.

Σήμερα βλέπουμε αὐτὸ τὸ πολιτικὸ ἔνστικτο νὰ ἀνακινεῖται στὶς δυτικὲς κοινωνίες, ἐπιζητώντας στὸ ὄνομα τῆς ἴσης – «δίκαιης» – μοιρασιᾶς, μιὰ ἐκτεταμένη κατεδάφιση ἐννοιῶν ὅπως ἡ ἐπιτυχία, ἡ ἀριστεία, ἡ ὀμορφιά, καὶ τῶν ἐξ αὐτῶν ἐκπηγαζουσῶν ἀξιώσεων. Στὴν πραγματικότητα, ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μία ἐξέγερση ἔναντι τῆς ἀξιοκρατίας, ποὺ εἶναι πράγματι ἕνα σύστημα ἀνισοτήτων, ποὺ χρησιμεύει ὡς μία πλέον δημοκρατικὴ θεμελίωση τῆς ἱεραρχίας ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν κοινωνικὴ λειτουργία. Μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴν ἄρνηση τῆς ἠθικῆς ἀξίωσης ὡς ἀδικαιολόγητης ἢ ἔστω ἐπιζήμιας γιὰ τὴν κοινωνία, οἱ ὑποστηρικτές της ἀξιοκρατίας δὲν ἔχουν καταφέρει νὰ ἀρθρώσουν παρὰ ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τῆς ἠθικῆς ἀξίωσης σὲ προνόμια γιὰ τοὺς καλούς, τοὺς ἐργατικοὺς καὶ τοὺς προικισμένους. Οἱ ἀπαντήσεις αὐτὲς μπορεῖ νὰ εἶναι εὔγλωττες, ὅμως φαίνονται ἐντελῶς ἄσχετες μὲ τὴ συζήτηση: οὐσιαστικά, πρόκειται γιὰ μία ἐπανάληψη τῆς ἀρχικῆς θέσης, χωρὶς καμία ἀπάντηση στὴν ἀντίρρηση ποὺ ἐγείρεται. Καὶ οἱ ἀντιρρήσεις γιὰ τὴν ἀξιοκρατικὴ ἱεράρχηση τῆς κοινωνίας εἶναι πολλές, καὶ δὲν προέρχονται μονάχα ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς πραγματικῆς ἱσότητας. Τὸ μειονέκτημα ποὺ ξεχωρίζει τὴν ἀξιοκρατία ὡς ἀκόμη πιὸ ἐπιβαρυντικὴ γιὰ τὸν μέσο ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα συστήματα ἱεραρχήσεως, εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα σύστημα ποὺ τοῦ ἀποδίδει ὄνειδος γιὰ τὴν ἀποτυχία του νὰ ἀνέλθει κοινωνικά. Ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἐπιτυχημένος ἔχει μία ἠθικὴ ἀξίωση στὴν ἐπιτυχία του, ἔτσι καὶ ὁ μέτριος καὶ ὁ ἐλάχιστος ἔχουν μία ἀρνητικὰ φορτισμένη ἠθικὴ ἀξίωση στὴν θέση τους: μία χαμηλὴ θέση, ἐπιφυλάσσεται στὸ ἀξιοκρατικὸ σύστημα γιὰ τοὺς χαμηλοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι, ἡ δυνατότητα πρόσβασης σὲ κάθε θέση στερεῖ ἀπὸ τὸν ἐργάτη τῆς σύγχρονης μεγαλούπολης τὴν ἤσυχη συνείδηση ποὺ ἀπολαμβάνει ὁ χωρικὸς στὸ σύστημα τῆς κάστας.

Οἱ λύσεις ποὺ προσφέρονται, ἐξαιρουμένης τῆς ἐπιστροφῆς στὴν ἀριστοκρατία, εἶναι δύο: ἡ πρώτη ἀποτελεῖ τὸ αἴτημα γιὰ τὴν πραγματικὴ ἰσότητα, δηλαδὴ τὸ μοίρασμα τῶν πάντων, ἀκόμη καὶ τῶν ἐπαίνων, σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως. Ἡ λύση αὐτὴ ἀποβλέπει στὴν εὐχαρίστηση τῶν ἀποδεκτῶν, ἀποφεύγοντας τὰ βαθύτερα ἐρωτήματα περὶ δίκαιης μοιρασιᾶς – ἢ ἀλλιῶς, δεχόμενη ὅτι ἡ δίκαιη μοιρασιὰ ταυτίζεται μὲ τὴν μεγαλύτερη κοινωνικὴ εὐχαρίστηση καὶ τὸν λιγότερο κοινωνικὸ φθόνο. Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν ἤθελε γίνει δεκτὸ ὅτι αὐτὴ εἶναι πράγματι ἡ δίκαιη μοιρασιὰ – ὅτι ἕνας ἔπαινος ἢ ἕνα κοπλιμέντο ἢ μία προεδρικὴ θέση δὲν εἶναι παρὰ κοινωνικὰ κατασκευάσματα ποὺ (θὰ ἔπρεπε νὰ) λειτουργοῦν ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἔννοιες μὲ τὶς ὁποῖες τὰ ἔχουμε συνδέσει – εἶναι σαφὲς ὅτι καθίσταται ἀνεφάρμοστη ἐὰν ἐπεκταθεῖ πέρα ἀπὸ τὰ ἀριστεία τοῦ δημοτικοῦ καὶ τὰ μετάλλια στοὺς σχολικοὺς ἀγῶνες. Ἐπιπλέον, δὲν καταφέρνει νὰ καταργήσει τὴν ἱεραρχία, συνεπῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐξυπηρετήσει τὸ πρότυπο δικαιοσύνης της, ἐὰν ἀποδεικνυόταν ὅτι ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη διαφοροποιήσεων βρίσκεται στὴ ρίζα τοῦ κοινωνικοῦ φθόνου, καὶ ὄχι μόνο ἡ αἰτιολόγηση τῶν διαφοροποιήσεων.

Ἡ δεύτερη λύση κινεῖται σὲ μία ἐντελῶς διαφορετικὴ κατεύθυνση: πρόκειται γιὰ μιὰ ἀπάντηση στοὺς κατήγορους τῆς ἀξιοκρατίας ποὺ κινεῖται πέρα ἀπὸ τὴν ἀπλὴ κατάφαση τῆς ἀξιοκρατίας, καὶ προσπαθεῖ ἐπιπροσθέτως νὰ τὴ διορθώσει. Καὶ ἡ διόρθωση τῶν κοινωνικῶν συνεπειῶν τῆς ἀξιοκρατίας δὲν γίνεται ἀπλὰ μὲ τὴν βελτιωμένη λειτουργία τοῦ ἀξιοκρατικοῦ συστήματος, ἀλλὰ πρωτίστως μὲ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ κοινωνικοῦ φθόνου, τὴν καταπολέμηση τῆς ἠθικῆς καταδίκης ποὺ τὸ σύστημα αὐτὸ ἐπιρρίπτει στοὺς ἀνεπιτυχεῖς. Μὲ τὴν ὑπεράσπιση κάθε θέσης ὡς μίας σημαντικῆς, πλὴν ταπεινῆς, θέσης. Καὶ τῆς ἀξίας τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὡς ανεξάρτητης απὸ τὴ θέση – μία προσέγγιση ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐμπεδωθεῖ μόνο μὲ πολιτικὲς διακηρύξεις, ἀλλὰ ποὺ πρέπει νὰ τεθεῖ ὡς κοσμοθεωρητικὴ βάση Πρόκειται γιὰ μιὰ λειτουργία ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἐπιτελοῦσε, καὶ σὲ κάποια μέρη ἀκόμη ἐπιτελεῖ, ἡ θρησκεία. Γιὰ αὐτὸ καὶ βρέθηκε στὸ στόχαστρο τοῦ μαρξιστικοῦ κινήματος, ὡς μέσο δικαιολόγησης τῶν ἀνισοτήτων. Παράλληλα, ὅμως, ἡ λύση αὐτὴ πολεμήθηκε καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ σήμερα μονολεκτικὰ ὑπερασπίζονται τὴν ἀξιοκρατία. Γιατὶ φοβοῦνται ὅτι ὁ ἰδιοφυὴς χωρικός, ἐὰν πεισθεῖ ὅτι ἡ θέση του στὸ χωράφι εἶναι θεόσδοτη ἢ ἔστω εὐλογημένη, δὲ θὰ θελήσει νὰ μετακομίσει στὴν πόλη καὶ νὰ γίνει μηχανικὸς ὑπολογιστῶν.

Ὅμως, οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ἀξιοκρατίας δὲν φαίνεται ὅτι θὰ καταφέρουν σήμερα νὰ διατηρήσουν τὴ θέση τοῦ ἀγαπητού τους συστήματος. Ἡ τυπικὴ ἰσότητα παρουσιάζεται ὡς προστάδιο τῆς πραγματικῆς ἰσότητας, ὡς παραδοχὴ ἀπὸ τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀπορρεύσουν οἱ συνέπειες τῆς ἴσης μοιρασιᾶς. Ἀλλιῶς, κινδυνεύει νὰ μείνει κενὴ νοήματος ἢ τουλάχιστον νὰ ἀποκαλυφθεῖ ὡς ἄχρηστη. Διότι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἰκανοποιήσει ἡ τυπικὴ ἰσότητα τὶς ἠθικὲς ἀξιώσεις ποὺ ὁ ὅρος ἰσότητα περικλείει, εἶναι νὰ ὑπάρχει ἀξία στὴν ἰσότητα αὐτὴ καθεαυτή, καὶ ὄχι στὰ ἀποτελέσματα τῆς ἰσότητας: στὶς ὑλικὲς ἀπολαβὲς ἢ τὴν ἠθικὴ ἰκανοποίηση ποὺ ἀπολαμβάνει αὐτὸς ποὺ παίρνει ἴση καὶ ὄχι μικρότερη μερίδα. Γιὰ νὰ ὑπάρχει δὲ ἀξία στὴν ἰσότητα αὐτὴ καθεαυτή, πρέπει νὰ ἀποδίδεται ἀξία στὸ ἐγγενὲς καὶ ὄχι στὸ ἐξωτερικό, στὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα ὡς ἴση καὶ ὄχι στὶς εὐεργετικὲς συνέπειες τῆς ἰσότητας. Μάλιστα, πρέπει ἡ αξία τῆς ἰσότητας νὰ ἔχει τόσο βαθιὲς ρίζες στὴν κοινωνία, ποὺ νὰ μὴν κυκλοφορεῖ μόνο στὰ σαλόνια τῶν καλοπροαίρετων εὐγενῶν ποὺ στοχάζονται περὶ τῶν ὑπηκόων τους, ἀλλὰ νὰ διαποτίζει τὶς πεποιθήσεις καὶ τὴ σκέψη τῶν ὑπηκόων, καὶ τόσο νὰ τοὺς ἰκανοποιεῖ, ὥστε νὰ μὴν σκοτίζονται γιὰ τὴν φτωχή τους μοίρα.

Τέτοια ἐπιτυχία στὴν ἐκλαΐκευση τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν εἶχε ὡς τώρα μόνο ἡ θρησκευτικὴ πίστη. Μὰ οὔτε αὐτὴ δὲ φτάνει νὰ ἀγνοήσει παντελῶς τὴν ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων γιὰ κάποια χειροπιαστὴ ἀνταμοιβή, ἀλλὰ τὴ μεταθέτει στὴν ἐπόμενη ζωὴ διὰ τῆς ὑπομονῆς, καὶ ὄχι στὴν παροῦσα διὰ τῆς ἐξέγερσης. Ἡ κρυφὴ αὐτὴ ἐλπίδα τῶν πιστῶν, παρερμηνευόμενη ὡς ἀπλὴ διαστροφὴ τῆς ὑλικῆς φιληδονίας, ὤθησε τοὺς ἰθύνοντες τοῦ ἀξιοκρατικοῦ συστήματος νὰ τὴν ἀντικαταστήσουν μὲ τὴν πληθώρα ἀπολαβῶν ποὺ προσφέρονται στοὺς ἐργατικοὺς καὶ ταλαντούχους ποὺ θὰ θυσιαστοῦν στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν κορυφή. Νόμισαν ὅτι θὰ δώσουν τότε πιὸ πολλὰ καὶ βέβαια κίνητρα γιὰ τὴν ἐργατικότητα. Ἔθεσαν ἔτσι τὰ θεμέλια γιὰ τὴν κατάρρευση τῆς ἀξιοκρατίας, ρίχνοντας καύσιμο σὲ μιὰ ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς. Φούσκωσαν τὸ ὄραμα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, καταστρέφοντας τὴ μοναδικὴ βάση ἐπὶ τῆς ὁποίας μποροῦσε νὰ ριζώσει ἡ βολικὴ ἀξιοκρατία τους, δηλαδὴ τὴν ψυχή. Ἡ παράφορη ἐπιθυμία ποὺ ξύπνησαν στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ κορεστεῖ μὲ τὶς ὑποσχέσεις, ἀλλὰ σηκώνεται ν’ ἀρπάξει ὅσα τῆς ἔταξαν.