Σε παλαιότερες αναλύσεις μας [1] είχαμε επισημάνει πως ελλείψει δυνατοτήτων και βούλησης για πραγματική πολιτική, η κυβέρνηση της Αριστεράς θα επιχειρήσει να προβάλει κάτι διαφορετικό από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και παρακολουθούμε πράγματι την πολιτική της στο εσωτερικό της χώρας να επικεντρώνεται σε κοινωνικές παροχές τύπου «συσσιτίων» [2] και σε δημόσιες εκδηλώσεις παρεμφερείς μόνο με αυτές των πιο ένδοξων στιγμών της επταετίας λαϊκών γευμάτων και φολκλόρ πανηγυριών, όπως συνέβη στο Γουδί την Κυριακή του Πάσχα και την πλατεία συντάγματος την 25η Μαρτίου, υπό το πρίσμα διαχείρισης της κοινωνικής εξαχρείωσης με «λαϊκό πρόσωπο». Μία αριστερογενής έως και επαναστατική ρητορεία αντί μιας αριστερής πολιτικής ήταν λίγο πολύ εξ αρχής αναμενόμενη και κανείς σοβαρός πολίτης αυτής της χώρας δεν εντυπωσιάστηκε από την εκκεντρικότητα που αποπνέει ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος όλο και περισσότερο φαίνεται πως επενδύει το πολιτικό του έργο στο αξίωμα «το στυλ αντί του αποτελέσματος». Στο ίδιο μήκος κύματος ηχούν και τα περί «ρήξης» που ακούμε κάθε λίγο -με νόημα απειλής προς τον πληθυσμό- από κυβερνητικά στελέχη κάθε φορά που η κυβέρνηση είναι έτοιμη να κάνει και μια νέα υπαναχώρηση στις επιταγές των «Θεσμών». Άλλωστε, η ρητορική της ρήξης δεν αποτελεί και κάποιο ιδιαίτερο νέο φόβητρο, είναι απλώς η προερχόμενη από το πολιτικό λεξιλόγιο της Αριστεράς φράση που αντικατέστησε τις απειλές περί «χρεωκοπίας» που χρησιμοποιούσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Οι λέξεις διαφορετικές, το αποτέλεσμα ίδιο.

Το newspeak της κυβέρνησης

Αυτό όμως που αξίζει πραγματικά να επισημάνουμε ως νέο είναι ο ανορθολογικός και γκροτέσκος τρόπος με τον οποίο ο αριστερός λαϊκισμός διαποτίζει τον δημόσιο λόγο ξεχαρβαλώνοντας αργόσυρτα την κοινωνία από κάθε ίχνος μέτρου και λογικής που είχαν τουλάχιστον κάποια ελπιδοφόρα κομμάτια της διασώσει. Πρόσφατο δείγμα σουρεαλιστικού αριστερισμού αποτελεί η στάση μελών του κυβερνώντος κόμματος μετά τα γεγονότα την 5/4/2015 στη διαδήλωση ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στις Σκουριές. Βουλευτές της κυβέρνησης αλλά και Υπουργεία θύμισαν με τις παρεμβάσεις τους περισσότερο εξωκοινοβουλευτικό γκρουπούσκουλο παρά διαχειριστές και εκπροσώπους του Κράτους, και αναρωτιόμαστε εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα δεν έχει αντιληφθεί πλήρως πως είναι εξουσία ή εάν είναι από εδώ και πέρα αυτή η ανεπίσημη γραμμή που σκοπεύει να ακολουθήσει διεκδικώντας για τον εαυτό του τόσο τον ρόλο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης [3].

Και αν όλα τα παραπάνω κανονικά θα έπρεπε είναι αντικείμενο σάτιρας και όχι πολιτικής κριτικής, εντούτοις αποτελούν δείγμα του κανόνα που τείνει να παγιωθεί από την κυβέρνηση ως προς τη μορφή του δημοσίου λόγου που προωθεί, εφάμιλλου με το είδος του λόγου που κυριαρχεί στα φοιτητικά αμφιθέατρα και τις συνδικαλιστικές παρατάξεις. Εθισμένη η ελληνική κοινωνία ούτως ή άλλως από τον μέχρι πρότινος κυρίαρχο δεξιό λαϊκισμό και την προπαγάνδα των ΜΜΕ αδυνατεί να δει την ποιοτική διαφορά λόγου που υιοθετεί η κυβέρνηση, η οποία σε βάρος της πολιτικής ευκρίνειας επενδύει στην καταγγελιολαγνεία και τον λεκτικό αριβισμό προκειμένου να εξασφαλίσει πως θα λέγονται πράγματα χωρίς να γίνεται τίποτα. Μ’ αυτή την τακτική επιχειρείται μια προσπάθεια να ναρκωθεί η ελληνική κοινωνία από ένα νέο είδος προπαγάνδας: από αυτό του φόβου που προωθούσαν μέχρι τώρα τα ΜΜΕ σε αυτό της φλύαρης θεωρητικολογίας και της υπομονής μέχρι «να ωριμάσουν οι συνθήκες», μια τακτική που, όπως γνωρίζουμε ήδη πολύ καλά, αποτελεί για τον ΣΥΡΙΖΑ επιστήμη. Αυτό το είδος της «νέας γλώσσας», που ήταν μέχρι πρότινος κυρίαρχο μονάχα στις εσωτερικές λογομαχίες μεταξύ θεωρητικών και διανοούμενων και αφορούσε λίγο περισσότερους από τους εμπλεκόμενους, γίνεται όλο και πιο πολύ το κυρίαρχο είδος πολιτικού λόγου που διαμορφώνει και κεντρίζει το καθημερινό ενδιαφέρον. Έτσι τα τρέιλερ στα social media από την «Επιτροπή αλήθειας για το δημόσιο χρέος» (τίτλος που αναγκαστικά μας παραπέμπει στη «newspeak» του Orwell) γίνονται τα ίδια πιο σημαντικά από το έργο που έχει η επιτροπή αναλάβει να διεκπεραιώσει και επισκιάζουν το ερώτημα αν είναι πράγματι αυτή η σκοπιμότητα της κυβέρνησης να αρνηθεί ένα κομμάτι του χρέους, την ίδια στιγμή που το Υπουργείο Οικονομικών επιβεβαιώνει το αντίθετο με δηλώσεις του, ή αν συστάθηκε προκειμένου να εξοφλήσει η κυβέρνηση το δικό της «χρέος» προς το ελληνικό κοινό και να μην φανεί ανακόλουθη στην προεκλογική της συνθηματολογία.

Σ’ αυτήν ακριβώς την κατηγορία της newspeak εμπίπτει και όλος ο οργασμός συνεδρίων, εκδηλώσεων και ομιλιών στους κόλπους της Αριστεράς όπου μακράν του να λειτουργούν υπέρ του «εκδημοκρατισμού» της γνώσης και της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης θεωρίας και πράξης εντείνουν τον διαχωρισμό του επιστημονικού λόγου απ’ τον πρακτικό νου και προωθούν μια εκλεπτυσμένη και «έξυπνη» κατανάλωση ευφυολογημάτων. Για τον σκοπό αυτό εξειδικευμένοι ακαδημαϊκοί και διανοούμενοι της Αριστεράς με μεγάλη ευκολία στα λόγια κατασκευάζουν ιδεατές συνθήκες με αρκετά δημιουργικό τρόπο περί «ανάκτησης της αξιοπρέπειας», «δημοκρατικής εξέγερσης», «αντίστασης στον νεοφιλελευθερισμό», «εναλλακτικών στρατηγικών». Και πράγματι είναι πιο εύκολο να ατενίζεις τις συνθήκες στην ιδεατή τους μορφή από το να προσπαθείς να τις αλλάξεις στην πραγματική τους. Άλλωστε αυτή είναι και η κατάσταση που χαρακτηρίζει τις νέες ακαδημαϊκές ελίτ γενικότερα, οι οποίες ζουν σε έναν δικό τους κόσμο όπου ελάχιστη σχέση έχει με την απτή πραγματικότητα και τις αγωνίες των απλών ανθρώπων· έναν κόσμο με άλλα λόγια «νοητικών» κατασκευών αποκομμένων από την ανθρώπινη πείρα ή, στη χειρότερη περίπτωση, σε μια υπορρήτως χειριστική σχέση με αυτήν ώστε να ενσωματώνεται σχετικά εύκολα στην κρατική πολιτική υπό τη συνοδεία επαναστατικών διθυράμβων. Γιατί αυτές οι ασκήσεις επί χάρτου, όσο αριστερές κι επαναστατικές και αν είναι, στην ουσία αποτελούν «προκάτ λύσεις» οι οποίες δεν απαιτούν τη δημιουργική δράση των πολιτών αλλά εκτέλεση και εφαρμογή, και αυξάνουν το ούτως ή άλλως αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στους «επαναστατικούς ειδήμονες» και στο λαό που χάνει την ικανότητα του πολίτη που μπορεί να δρα και να ορίζει αυτός το περιεχόμενο της δραστηριότητας του καθώς και να διαμορφώνει την δική του γνώμη. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Hannah Arendt, όποτε η γνώση και η πράξη παίρνουν διαζύγιο ο χώρος της ελευθερίας χάνεται τελεσίδικα.

Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει επομένως που η διεξαγωγή ενός συνεδρίου το καλοκαίρι στην Αθήνα με θεματική “Η ανάδυση της Δημοκρατίας: Από τις Εξεγέρσεις στο «Συμβάν»”, το οποίο διοργανώνεται από το Global Center for Advanced Studies και λογικά θα μαζέψει όλη την αφρόκρεμα του μεταμοντέρνου κομφουζιονισμού, συν μερικές πινελιές αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων που θα συμπληρώσουν το αριστερό κάδρο, μονοπωλείται από το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ και των PODEMOS ενώ ταυτόχρονα πρωτοστατούν μέλη της κυβέρνησης με χαιρετισμούς και εισηγήσεις. Υπ’ αυτή την έννοια το ίδιο το συνέδριο, όπως και πληθώρα άλλων αντίστοιχων «συμβάντων», αποτελεί από μόνο του ένα «συμβάν» άξιο μελέτης περισσότερο απ’ το ίδιο το Συμβάν που καλείται να περιγράψει και να ερμηνεύσει. Και αυτό γιατί γίνεται με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο ξεκάθαρο πως όλοι αυτοί οι ανατρεπτικοί φιλόσοφοι, οι οραματιστές της κομμουνιστικής υπόθεσης, οι ειδήμονες της ριζοσπαστικής κριτικής θεωρίας, οι υποστηρικτές της παραβίασης των ορίων, του αντικαπιταλισμού, οι λάτρεις της εξέγερσης, του πρεκαριάτου, της γης των κολασμένων, των φτωχοδιαβόλων και του άλλου κόσμου τελικά καταλήγουν σε μια νύχτα «οργανικοί διανοούμενοι των ιδεολογικών μηχανισμών του Κράτους» σύμφωνα με την ορολογία του, κατά τ’ άλλα πνευματικού τους πατέρα και θεμελιωτή του δομο-μαρξισμού, Λουί Αλτουσέρ αναφορικά με τον ρόλο των ακαδημαϊκών.

Συμβιβάζοντας τα ασυμβίβαστα

Ένα κεφαλαιώδες ζήτημα που προκύπτει μέσα από αυτές τις τελετουργίες των διανοουμένων και των ακτιβιστών είναι η ταύτιση των κομματικών μηχανισμών με το αίτημα για δημοκρατία. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα σύγχυσης επιχειρείται να μπουν σε κοινό παρανομαστή και να συνδεθούν πράγματα που είναι μεταξύ τους εντελώς ασύνδετα, από το κίνημα Occupy Wall Street, το κίνημα των πλατειών στην Ελλάδα και το κίνημα για Πραγματική Δημοκρατία στην Ισπανία μέχρι την Υεμένη, την Τυνησία, την Αίγυπτο, το Μπαχρέιν, την Ισλανδία και το Χονγκ-Κονγκ, τα οποία όλα μαζί οφείλουν να έχουν ως λογική τους κατάληξη την, «ιστορική» κατά τα λεγόμενα, εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Σταθερά προσδεδεμένοι στην παράδοση του έθνους-κράτους και στην ιδεοληψία πως η φύση της εξουσίας είναι ομοούσια με τον κομματικό μηχανισμό και την βία του Κράτους, αδυνατούν οι διανοούμενοι να δουν τα παραπάνω γεγονότα υπό οποιαδήποτε άλλη οπτική πέραν αυτής των στιγμιαίων «συμβάντων» που μοναδικός τους σκοπός είναι να «ανατρέψουν τις συντηρητικές πολιτικές», να αναδείξουν δηλαδή στην εξουσία αριστερά κόμματα στη θέση των δεξιών κυβερνήσεων, και αποδεικνύονται ανίκανοι ακόμη και να διανοηθούν την υπόθεση ανάδυσης άλλων πολιτικών μορφών δημοκρατίας εκτός της κοινοβουλευτικής. Αυτή η περίτεχνη ταύτιση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με την «ανάδυση της δημοκρατίας» δεν είναι καθόλου τυχαία αλλά γίνεται μεθοδευμένα προκειμένου να διαγράψει από το πεδίο του λόγου την αυταπόδεικτη αλήθεια, όπως αναφέρει ο Lewis Mumford στον Μύθο της μηχανής, πως «η δημοκρατία είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο των ανώνυμων, αποπροσωποποιημένων, κυρίως αόρατων μορφών της μαζικής ένωσης, μαζικής επικοινωνίας, μαζικής οργάνωσης» και ως εκ τούτου αποτελεί τερατούργημα η διεκδίκηση της μέσα από κόμματα είτε με λαϊκίστικο προφίλ σαν τον ΣΥΡΙΖΑ ή με τα μεταδημοκρατικά χαρακτηριστικά των PODEMOS. Και αν από την ανάγκη που επιβάλουν οι μεγάλοι αριθμοί των πληθυσμών εξαναγκάζονται και επιλέγουν αυτά τα κόμματα αντί της δημοκρατικής πρακτικής, «αυτή η επιλογή είναι η πιο εύκολη ή μάλλον, δεν είναι ακριβώς επιλογή αλλά αυτό που συμβαίνει αυτομάτως όταν δεν καταβάλουμε ικανοποιητική προσπάθεια για να υψώσουμε τον αυθόρμητο δημοκρατικό τρόπο συνήθους ελέγχου σε ανώτερο επίπεδο διανοητικής οργάνωσης».

Η εικόνα του εαυτού μας

Οφείλουμε να παραδεχτούμε όμως πως λίγο πρέπει να βαρύνει η ευθύνη του ιδεολογικού δυισμού τους καριερίστες της διανόησης και ακόμα λιγότερο την ίδια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Οι μεν πρώτοι υπάρχουν γιατί έχουν γίνει το αντικείμενο της λατρείας των «από τα κάτω», όλων δηλαδή των εν ενεργεία στρατευμένων, ταγμένων, αριστερών, ακτιβιστών που αποτελούν αυτό που κοινώς λέγεται «ανταγωνιστικό κίνημα» και οι οποίοι έχουν εντρυφήσει ακόμα και άθελα τους και ακόμα και οι πιο καλοπροαίρετοι από αυτούς στην κουλτούρα του Λόγου εις βάρος της πράξης και ενδύουν την πολιτική τους βιωσιμότητα όχι σε αυτό που θα έπρεπε να πράττουν αλλά στο «νόημα που επενδύουν» τον ακτιβισμό τους. Κι έτσι εξηγείται σε μεγάλο βαθμό το πόσο μεγάλη σημασία δίνεται σε κάτι εντελώς ανόητο όπως η «συμβολική δράση» και ο «ακτιβισμός», πρόσκαιρες ενέργειες που βρίσκονται στον ακριβώς αντίθετο πόλο της πολιτικής πράξης η οποία σημαίνει ριζωμένη θέσμιση και συλλογική υποκειμενικότητα. Όσο δε για τον ΣΥΡΙΖΑ απλά αναπαράγει την γενική εικόνα των κάθε λογής συνεδρίων και φεστιβάλ που προωθεί το κίνημα τα οποία αντί της πολιτικής και του δημόσιου διαλόγου προωθούν τα πάνελ των ομιλιών και τις «τοποθετήσεις των δεκαπέντε λεπτών».

Επιπροσθέτως, καθώς εικάζουμε πως ο Φουκώ είναι πάντα εντός ύλης σε όλα τα μαθήματα κοινωνιολογίας στα πανεπιστήμια, θ’ άξιζε να έχουμε που και που κατά νου τη γνωστή ρήση του ότι «ο Λόγος είναι εξουσία», κάτι που η πρακτική των συνεδρίων αποδεικνύει περίτρανα, όπου απ’ τη διαμόρφωση ελευθέρων πολιτών με κρίση και γνώμη γύρω απ’ τα πράγματα καταλήγουμε στην αναζήτηση χαλαρών νεομποέμ ακροατηρίων αποτελούμενων από κωφάλαλους. Αυτός ο ναρκισσισμός των ομιλητών που μιλούν στον εαυτό τους παρουσία άλλων και η αδράνεια των ακροατών που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες «ριζοσπαστικής θεωρίας» συνθέτουν, όπως γράψαμε και παραπάνω, ένα συρματόπλεγμα για το ίδιο το πνεύμα και ακινητοποιούν κάθε ενέργημα μεταμόρφωσης του πολιτικού. H Hannah Arendt στο Για την επανάσταση αφιερώνει ιδιαίτερη μνεία για την ξεχωριστή «νέα αργόσχολη τάξη των antibourgeois επαγγελματιών της επανάστασης» και η ανάλυσή της ταιριάζει επακριβώς εδώ για να περιγράψουμε με τον ίδιο τρόπο και τους διανοούμενους που τους αντιστοιχούν, που τελικά περιορίζουν τον ρόλο τους στο να παρατηρούν, να αναλύουν, να ερμηνεύουν και να διαφωτίζουν· ένας ρόλος που, όσο σπουδαίος και σημαντικός κι αν κρίνεται μετά από οποιοδήποτε «επαναστατικό συμβάν», σπάνια ωθεί τους ίδιους να κάνουν ή να είναι σε θέση να κάνουν κάτι για να το προεικονίσουν, να το προωθήσουν και να το προσανατολίσουν. Όσο η πολιτική πράξη προσπαθεί να αντιγράψει τον Λόγο θα στέκεται πάντα ανεπαρκής μπροστά στα μάτια της ιδεολογίας και πάντα θα βρίσκονται πρόθυμα χιλιάδες αντιρρήσεις που θα μας αποτρέπουν από το να κάνουμε οτιδήποτε. Και όσο και αν οι καιροί απαιτούν μια άλλου είδους δραστηριότητα από πλευράς μας από αυτήν της διεξαγωγής απανωτών φεστιβάλ και συνεδρίων, τα τελευταία έτη καταγράφεται μια αντίθετη αναλογία μεταξύ της πρακτικής εφαρμογής της άμεσης δημοκρατίας –έστω και σε περιορισμένη κλίμακα– και της ανάπτυξης του λόγου που την περικυκλώνει και συνήθως δεν ξεπερνάει τις τρέχουσες υποθέσεις των ιδεολογικής συγγένειας ομάδων των ομοφωνούντων.

Θέλουμε να πιστεύουμε πως σε όλα αυτά τα συνέδρια, τα φεστιβάλ, τις συνεντεύξεις και τις ομιλίες, που έχουν υπονομεύσει και υποκαταστήσει τον δημόσιο διάλογο, θα ορθώνονται όλο και περισσότερες φωνές αντίδρασης, αλλά πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι καθρέφτης αυτής της ευτελούς κατάστασης είμαστε εμείς οι ίδιοι και επομένως εμείς είμαστε και αυτοί που πρέπει να την αλλάξουμε· ειδάλλως θα ήταν πιο συνεπές, βάσει όσων ειπώθηκαν σε τούτο το άρθρο αναφορικά με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, να παραδεχτούμε ότι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε και την κυβέρνηση που μας αξίζει.

[1] Βλ. Αθανάσιος Γεωργιλάς, «Από τη λιτότητα στον λιτό βίο, αναζητώντας μέσα από το κόσμο του οικονομικού την πολιτική», ResPublica.Gr, 09/02/2015· Νικόλας Γκίμπης, «Η Αριστερά, το κίνημα και το ζήτημα της εξουσίας: για έναν απολογισμό της προεκλογικής περιόδου 2012-2015», ResPublica.Gr, 06/03/2015.

[2] Στον πρόσφατο νόμο 4320/15 για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης τα κριτήρια ένταξης προϋποθέτουν για το έτος 2013 το εισόδημα των 2.400 ευρώ το χρόνο(!), ποσό πολύ κατώτερο από το όριο φτώχειας για το 2013 όπως το ορίζει η ΕΛΣΤΑΤ (7.000 ευρώ το χρόνο). Δηλαδή για να λάβει ένας πολίτης από το Κράτος πρόνοια σίτισης, ενοικίου ή ενέργειας θα πρέπει να έχει κατορθώσει να επιζήσει τα τελευταία τρία χρόνια με το ποσό των 200 ευρώ τον μήνα. Και όμως η αντιμετώπιση της φτώχειας είχε αποτελέσει τον κεντρικό άξονα της λαϊκίστικης συνθηματολογίας του ΣΥΡΙΖΑ και τελικά αυτή η απόφαση-εμπαιγμός παρουσιάζεται στον ελληνικό λαό ως μέγα επίτευγμα ανατροπής της μνημονιακής πολιτικής και όλο και περισσότερο επικρατεί στον δημόσιο λόγο η πεποίθηση πως τώρα βιώνουμε την «μετά-μνημονιακή εποχή».

[3]  Για του λόγου το αληθές, είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε στα ΜΜΕ, την ίδια μέρα των επεισοδίων στις Σκουριές, δηλώσεις της βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Κατερίνας Ιγγλέζης, η οποία σε ρόλο αντιπολίτευσης κατήγγειλε την αστυνομική βία και την κρατική καταστολή λες και η ίδια ανήκει σε άλλο κόμμα από αυτό που κυβερνά. Την επόμενη ημέρα παρακολουθήσαμε τον Αναπληρωτή Υπουργό Προστασίας του Πολίτη Γιάννη Πανούση να σπεύδει να μιμηθεί τις δηλώσεις του προκάτοχου του Μαρκογιαννάκη και να προδιαγράψει το μέλλον για τον «κίνδυνο εάν συνεχιστεί η κατάσταση στις Σκουριές να θρηνήσουμε νεκρούς», χωρίς να κάνει κατανοητό αν ως «συνέχεια» εννοεί τις αντιδράσεις των κατοίκων ή την εξόρυξη της εταιρίας και σαν να μην είναι αυτός τελικά που διευθύνει την αστυνομία, και να πετά το μπαλάκι στο Υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας ζητώντας από τον Υπουργό Παναγιώτη Λαφαζάνη να αναλάβει την πρωτοβουλία, ο οποίος με τη σειρά του, όπως ακριβώς ένας σκύλος που κυνηγά την ουρά του, προέβη στο πρωτοφανές για τα χρονικά του ελληνικού Κράτους να βγάλει με σφραγίδα του Ελληνικού Υπουργείου καταγγελία (!) προς την Eldorado Gold σαν να επρόκειτο εδώ αντί για Υπουργείο να έχουμε να κάνουμε με Μη Κυβερνητική Οργάνωση ή με αντιπαραταξιακό σωματείο που καταγγέλλει την «εργοδοτική αυθαιρεσία». Πραγματικά μας ξεπερνά οποιαδήποτε ερμηνεία του σκοπού και νοήματος της καταγγελίας του κου Λαφαζάνη.