1. Εισαγωγή
Επανερχόμενο θέμα στον αρχαιοελληνικό στοχασμό είναι η διδακτική της πολιτικής τέχνης. Η διδακτική της πολιτικής τέχνης υπάγεται ευρύτερα στη συζήτηση για το διδακτό της αρετής (Penner 2000), ηθικής και διανοητικής, αν δηλαδή μπορεί να διδαχτεί η αρετή και πώς. Σε συνάρτηση με το διδακτό της πολιτικής αρετής, στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ως γενέτειρα της πολιτικής θεωρίας, εξετάζονται και τρόποι βελτίωσης και εξυγίανσης των πολιτευμάτων και αναγνωρίζεται ως κρίσιμη η βελτίωση τόσο του πολιτικού υποκειμένου, όσο και του ίδιου του πολιτικού συστήματος στο οποίο το υποκείμενο, από όποια θέση, συμμετέχει. Ο πολιτικός στοχασμός στην αρχαιότητα ξεκινά ήδη από τους επτά σοφούς και εξής με εξέχουσα εκπροσώπηση στις ομάδες των Πυθαγορείων. Το αν ειδικότερα η πολιτική αρετή είναι εφικτό να διδαχτεί εξετάζεται στους κύκλους των σωκρατικών, σε ποικίλους πλατωνικούς διαλόγους (Πολιτεία, Πρωταγόρας, Σοφιστής, Πολιτικός), αλλά και σε άλλες σωκρατικές σχολές, ακολούθως στον Αριστοτέλη και τα ποικίλα ρεύματα της ελληνιστικής φιλοσοφίας. Ενδεικτικά παρατίθεται ακολούθως απόσπασμα από τον πλατωνικό Πρωταγόρα, σημαντική μορφή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας από τον χώρο της σοφιστικής. Στο σημείο αυτό ο Σωκράτης ρωτά τον Πρωταγόρα τι πρόκειται να μάθει ερχόμενος σ’ αυτόν ένας νέος.
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ: παρὰ δ᾽ ἐμὲ ἀφικόμενος μαθήσεται οὐ περὶ ἄλλου του ἢ περὶ οὗ ἥκει. τὸ δὲ μάθημά ἐστιν εὐβουλία περὶ τῶν οἰκείων, ὅπως ἂν ἄριστα τὴν αὑτοῦ οἰκίαν διοικοῖ, καὶ περὶ τῶν τῆς πόλεως, ὅπως τὰ τῆς πόλεως δυνατώτατος ἂν εἴη καὶ πράττειν καὶ λέγειν. «Ερχόμενος σε μένα θα μάθει όχι για κάτι άλλο, αλλά γι’ αυτό που ήρθε και το μάθημα αυτό είναι η ευβουλία για τα προσωπικά/οικογενειακά θέματα, ώστε να διοικεί με τον καλύτερο τρόπο το σπίτι του και όσον αφορά τα της πόλης, να είναι σε θέση να πράττει και να λέει τα καλύτερα.»
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: […] δοκεῖς γάρ μοι λέγειν τὴν πολιτικὴν τέχνην καὶ ὑπισχνεῖσθαι ποιεῖν ἄνδρας ἀγαθοὺς πολίτας. «Μου φαίνεται πως αναφέρεσαι στην πολιτική τέχνη και υπόσχεσαι ότι μπορείς να κάνεις τους ανθρώπους καλούς πολίτες.»
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ: αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτό ἐστιν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, τὸ ἐπάγγελμα ὃ ἐπαγγέλλομαι. «Αυτό ακριβώς Σωκράτη είναι η υπόσχεση και το έργο μου.» [1]
Άρα η πεποίθηση για το διδακτό της πολιτικής αρετής εκπροσωπείται στην αρχαιότητα από νωρίς. Εξίσου αντιπροσωπευτική τοποθέτηση για το διδακτό της πολιτικής τέχνης συναντάμε και στην πλατωνική Πολιτεία, στην παραβολή του πλοίου και των ναυτών (Πολιτεία VI 488a-489a), όπου αντίπαλοι στην τοποθέτηση ότι η κυβερνητική διδάσκεται είναι ουσιαστικά όσοι θέλουν μόνο να καταδυναστεύσουν και να καπηλευτούν την πολιτεία, σε αντίθεση με τους φιλοσόφους, που επιθυμούν και είναι σε θέση να ωφελήσουν πραγματικά την πολιτεία. Αλλά και ευρύτερα στις σχολές των σωκρατικών υπήρχε προβληματισμός και κριτική για τις διαδικασίες διακυβέρνησης της πολιτείας, με χαρακτηριστική την ακόλουθη προτροπή του Αντισθένη, μαθητή του Σωκράτη και ιδρυτή της σχολής των Κυνικών.
συνεβούλευεν Ἀθηναίοις τοὺς ὄνους ἵππους ψηφίσασθαι: ἄλογον δὲ ἡγουμένων, “ἀλλὰ μὴν καὶ στρατηγοί […] φαίνονται παρ᾽ ὑμῖν μηδὲν μαθόντες, μόνον δὲ χειροτονηθέντες.” «(Ο Αντισθένης) συμβούλευε τους Αθηναίους να ανακηρύξουν με την ψήφο τους τα γαϊδούρια σε άλογα. Όταν του είπαν ότι αυτό είναι παράλογο, είπε: ‘ Μήπως και στρατηγούς δεν βγάζετε χωρίς να έχουν πάρει καμία εκπαίδευση μόνο με την ψήφο σας; ’»[2]
Επισημαίνεται άρα από τον Αντισθένη στο σωζόμενο χωρίο ένας εντοπισμός περιθωρίων βελτίωσης στο πολίτευμα της εποχής του. Υπονοεί ότι είναι ανεπαρκείς οι διαδικασίες ανάδειξης ηγεσίας και γενικότερα οι διαδικασίες πλήρωσης θέσεων συντονισμού. Περισσότερο συγκροτημένη μορφή όσον αφορά τη σωζόμενη αρχαία ελληνική γραμματεία, εμφανίζει η εξέταση της πολιτικής τέχνης στον Αριστοτέλη. Στην περιγραφική του προσέγγιση ο Αριστοτέλης εξετάζει το πολιτικό φαινόμενο, τους κανόνες που το διέπουν, την ποικιλομορφία των τρόπων πολιτικής οργάνωσης, είδη πολιτευμάτων, η σπουδαιότητα της κατάλληλης μείξης ολιγαρχικών και δημοκρατικών θεσμών (εὐ κεκραμένα πολιτεύματα), πως συγκροτούνται, πως διατηρούνται και πως φθείρονται τα πολιτεύματα.
πόλις […] γινομένη μὲν τοῦ ζῆν ἕνεκεν, οὖσα δὲ τοῦ εὖ ζῆν «Η πόλη […] συγκροτείται για την εξασφάλιση της ζωής και διατηρείται χάρη στην καλή και ενάρετη ζωή.».[3]
ἔστι δὲ καὶ ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ φρόνησις ἡ αὐτὴ μὲν ἕξις, τὸ μέντοι εἶναι οὐ ταὐτὸν αὐταῖς. τῆς δὲ περὶ πόλιν ἣ μὲν ὡς ἀρχιτεκτονικὴ φρόνησις νομοθετική, ἣ δὲ ὡς τὰ καθ᾽ ἕκαστα τὸ κοινὸν ἔχει ὄνομα, πολιτική: αὕτη δὲ πρακτικὴ καὶ βουλευτική «Η πολιτική τέχνη και η φρόνηση αφορούν την ίδια συμπεριφορά, παρόλο που η βαθύτερη ουσία τους είναι διαφορετική. Όσον αφορά τη φρόνηση στα της πόλης, το ένα είδος, το ανώτατο και καθοδηγητικό, είναι η νομοθετική τέχνη, ενώ το άλλο έχει να κάνει με τη διαχείριση των επιμέρους υποθέσεων και ζητημάτων και ονομάζεται πολιτική. Η πολιτική, ωστόσο, αφορά και τις αποφάσεις και την εφαρμογή τους.»[4]
ἔτι δὲ τίνα πολιτείαν θετέον καὶ ποίαν διάθεσιν πόλεως ἀρίστην […] τῆς πολιτικῆς διανοίας καὶ θεωρίας τοῦτ᾽ ἐστὶν ἔργον, ἀλλ᾽ οὐ τὸ περὶ ἕκαστον αἱρετόν […]. «Ποιο πολίτευμα πρέπει να εγκαθιδρύσουμε και ποια οργάνωση πόλης να θεωρήσουμε καλύτερη […] είναι ζήτημα πολιτικής πραγμάτευσης και θεωρίας και όχι το τι είναι στον καθένα αρεστό […]».[5]
μίαν δημοκρατίαν οἴονταί τινες εἶναι καὶ μίαν ὀλιγαρχίαν: οὐκ ἔστι δὲ τοῦτ᾽ ἀληθές. ὥστε δεῖ τὰς διαφορὰς μὴ λανθάνειν τὰς τῶν πολιτειῶν, πόσαι «Κάποιοι νομίζουν ότι υπάρχει ένα είδος δημοκρατίας και ένα είδος ολιγαρχίας, αυτό όμως δεν είναι αληθές. Πρέπει λοιπόν να μην παραβλέπουμε τις διαφορές των πολιτευμάτων και τα είδη»[6]
λύονται δὲ μάλιστα αἵ τε πολιτεῖαι καὶ αἱ ἀριστοκρατίαι διὰ τὴνἐν αὐτῇ τῇ πολιτείᾳ τοῦ δικαίου παρέκβασιν. ἀρχὴ γὰρ τὸ μὴμεμεῖχθαι καλῶς ἐν μὲν τῇ πολιτείᾳ δημοκρατίαν καὶὀλιγαρχίαν, ἐν δὲ τῇ ἀριστοκρατίᾳ ταῦτά τε καὶ τὴν ἀρετήν,[10] μάλιστα δὲ τὰ δύο: λέγω δὲ τὰ δύο δῆμον καὶ ὀλιγαρχίαν. «Συνηθέστατα τα πολιτεύματα καταλύονται, τόσο οι πολιτείες όσο και οι αριστοκρατίες, εξαιτίας της διαστρέβλωσης του δικαίου μέσα στο ίδιο πολίτευμα. Γιατί πρωταρχική αιτία κατάλυσης είναι στις πολιτείες, ο κακός συνδυασμός δημοκρατικών και ολιγαρχικών θεσμών και στα αριστοκρατικά πολιτεύματα ο συνδυασμός των δύο θεσμών τόσο μεταξύ τους όσο και με την αρετή, κυρίως όμως εξαιτίας ενός κακού συνδυασμού των δύο, δηλαδή των δημοκρατικών και ολιγαρχικών θεσμών.»[7]
Η ενδελεχής εξέταση αυτών των θεμάτων συνεχίζεται στον ρωμαϊκό κόσμο, από τον Κικέρωνα και τον Σενέκα μέχρι τον Αυγουστίνο[8]. Το παρόν άρθρο, ευθυγραμμισμένο με προηγούμενες δημοσιεύσεις (βλ. Χατζοπούλου 2016, 2018a), αξιοποιεί κατευθύνσεις από τον αρχαιοελληνικό πολιτικό στοχασμό και εντοπίζει συνοπτικά περιθώρια βελτίωσης στη λειτουργία του σύγχρονου ελληνικού πολιτεύματος, ιδιαίτερα όσον αφορά το ζήτημα ανάδειξης ηγεσίας. Ξεκινώντας από τις διαδεδομένες αντιλήψεις σήμερα για το συγκεκριμένο ζήτημα η ενότητα 2 αναφέρεται στο δημοφιλές σύγχρονο στερεότυπο όσον αφορά τα πολιτικά πρόσωπα ως κλειστή ομάδα φαύλων, ενώ η ενότητα 3 εξετάζει το πολιτικό έργο, ως αντικείμενο της πρώτης των επιστημών: της πολιτικής.
2. Οι πολιτικοί δεν είναι φυλή
Με βάση τις κοινωνικές πεποιθήσεις που διαπιστώνει κανείς, όπως καταγράφονται στον καθημερινό λόγο, υπάρχει μια αντίληψη ότι οι άνθρωποι που συμμετέχουν στην ενεργό πολιτική είναι κλειστή και σταθερή κάστα. Κάτι σαν φυλή. Και στην Ελλάδα και σε άλλες δυτικού τύπου δημοκρατίες ακούει κανείς από τον μέσο άνθρωπο ότι ‘έτσι είναι οι πολιτικοί’, ‘μόνο για το χρήμα νοιάζονται οι πολιτικοί’, ‘δεν αλλάζουν οι πολιτικοί’, ‘όλοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι’, ‘οι καλοί δεν προκόβουν’ και παραπλήσια. Η γλώσσα άρα καταγράφει ένα συγκεκριμένο στερεότυπο όσον αφορά τον συγκεκριμένο πολιτικό ρόλο, ότι πρόκειται για κλειστή ομάδα φαύλων ανθρώπων. Μάλιστα αυτό συμβαίνει ανεξάρτητα από το αν μπορεί κάποιος να στηρίζει ή να εκτιμά το ένα ή το άλλο πολιτικό πρόσωπο, τον ένα ή τον άλλο πολιτικό χώρο. Η βασική πεποίθηση όσον αφορά την κλειστή ομάδα φαύλων ανθρώπων χαρακτηρίζει τον καθημερινό λόγο της πλειονότητας του κόσμου κάθε φορά που χρησιμοποιούν προτάσεις με τη φράση ‘οι πολιτικοί’. Τα στοιχεία που αξίζει να εξετάσει κανείς σε αυτό το δημοφιλές στερεότυπο είναι άρα δύο: (i) της κλειστής ομάδας, (ii) της φαυλότητας. Η αίσθηση του ‘κλειστού χώρου’ παρά το ότι το παρόν πολίτευμα αναγνωρίζει πλέον το δικαίωμα του ἐκλέγειν και ἐκλέγεσθαι σε όλους τους πολίτες, σχετίζεται ίσως με το ότι η εκχώρηση αυτών των δικαιωμάτων είναι πρόσφατη. Σε ανθρωπολογικό χρόνο τα δικαιώματα αυτά είναι σαν να δόθηκαν μόλις χθες. Οι βαθύτερες νοοτροπίες, όπως και η ανθρώπινη γλώσσα, αλλάζουν κατά κανόνα πολύ αργά. Άλλος ένας λόγος είναι ίσως πως το αντικείμενο της πολιτικής δεν είναι αποσαφηνισμένο με τρόπο που να γίνεται κατανοητό το τι περιλαμβάνει σε όσους έχουν πλέον το δικαίωμα του ἐκλέγειν και ἐκλέγεσθαι. Δεν είναι άρα κοινωνικά διαθέσιμη η γνώση του τι περιλαμβάνει το έργο της πολιτικής. Δύσκολα μπορεί κανείς να επιτελέσει επιτυχώς ένα έργο που δεν ξέρει τι είναι. Έτσι ο χώρος φαίνεται κλειστός. Και αυτό αφήνοντας κατά μέρος ζητήματα κοινωνικής και οικονομικής ισχύος και διακρατικού ελέγχου. Αυτός είναι ίσως και ένας λόγος για τον οποίο η οικογενειοκρατία χαρακτηρίζει έντονα την πολιτική σκηνή διεθνώς.
Για το δεύτερο στοιχείο, εκείνο της φαυλότητας, αυτή τη στιγμή δεν έχουμε να προτείνουμε συγκεκριμένη ερμηνεία για τη συγκεκριμένη υπεργενίκευση, πέρα από το ότι ενδέχεται να είναι προέκταση του προηγούμενου στοιχείου, αυτού της κλειστής ομάδας. Γίνεται δηλαδή αντιληπτή η ομάδα των πολιτικών ως το απόλυτα αλλότριο, το απόλυτα ξένο. Ψηλαφούμε δηλαδή μια απόλυτη αποξένωση μεταξύ πολιτών και πολιτικών, όσον αφορά τον τρόπο που προσλαμβάνεται η μεταξύ τους σχέση. Θα επανέλθουμε με επόμενη ευκαιρία στο ζήτημα αυτό. Πάντως το στοιχείο της φαυλότητας αποθαρρύνει περαιτέρω την ενασχόληση με τα κοινά και στηρίζει άρα το προηγούμενο στοιχείο, εκείνο της κλειστής ομάδας: κανενός παιδιού στόχος δεν θα μπορούσε να είναι να συγκαταλεχθεί στους φαύλους, εκτός αν οι φαύλοι είναι γονείς του, οπότε γνωρίζει και περίπου τι κάνουν και ότι δεν είναι φαύλοι. Τουλάχιστον όχι με τον απόλυτο τρόπο που καταγράφει για τους πολιτικούς το δημοφιλές στερεότυπο. Διαπιστώνουμε άρα έναν ιδιότυπο ρατσισμό/διάκριση προς ένα σύνολο ανθρώπων, όχι με βάση φυλή ή φύλο, αλλά με βάση μια προσωρινή τους ιδιότητα (αυτή του πολιτικού προσώπου), η οποία μάλιστα από τον λαό υποτίθεται πως πλέον εκχωρείται και είναι τυπικά ιδιότητα που μπορούν να λάβουν όλοι οι πολίτες. Και τα δύο στοιχεία πάντως, της κλειστής ομάδας και τη φαυλότητας φαίνεται να συγκλίνουν στο θέμα της ευρύτερης άγνοιας όσον αφορά το τι περιλαμβάνει το πολιτικό έργο, τι είναι η πολιτική.
3. Η πολιτική είναι επιστήμη
Προχωρώντας λίγο περισσότερο, πέρα από το λαϊκό στερεότυπο που αφορά τα πολιτικά πρόσωπα, αλλά χωρίς να απομακρυνόμαστε και πολύ, παραμένοντας πάντα στο σήμερα, εξετάζουμε εδώ το πολιτικό έργο. Τί είναι το πολιτικό έργο; Τρία πράγματα φαίνεται να χαρακτηρίζουν σε μια πρώτη, εξωτερική θεώρηση το πολιτικό έργο: (α) η ασάφεια του έργου, (β) η δυσκολία επιμερισμού του έργου και (γ) η δυσκολία του έργου. (α) Η ασάφεια του πολιτικού έργου επενδύει με μεταφυσικές προσδοκίες τον ρόλο των πολιτευτών, οι οποίοι καλούνται συχνά να λύσουν με μαγικό τρόπο—δηλαδή ασαφή και άμεσο—σύνθετα και εξίσου ασαφή, συχνά και στους ίδιους, κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά ζητήματα, ενώ ταυτόχρονα προϋποθέτει οικονομικό και κοινωνικό κόστος, το οποίο αποτρέπει και ενίοτε εκφοβίζει με κράμα φαινομένων τον μέσο πολίτη από το να συμμετέχει. Ο πολίτης άρα μόνο τυπικά διαθέτει το δικαίωμα του ἐκλέγεσθαι. Δύσκολα κάποιος θα αναλάμβανε να επιτελέσει με υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος ένα έργο που δεν ξέρει τι περιλαμβάνει. (β) Η δυσκολία επιμερισμού του έργου είναι εμφανής, καθώς πλήθος πολιτικών χώρων επιδιώκουν σε καλοπροαίρετη θεώρηση τη βελτίωση αντικειμενικά αντίξοων συνθηκών (ανεργία, εγκληματικότητα, συνθήκες υγείας, σύστημα εκπαίδευσης, εξασφάλιση πόρων κ.ά.), ωστόσο μεγάλο μέρος κοινωνικής ενέργειας δαπανάται σε συγκρούσεις και ασυμφωνία κατευθύνσεων και ρεαλιστικού προσανατολισμού και όχι σε επιμερισμό έργου και αξιοποίηση των υπαρκτών κοινωνικών δυνάμεων. Ο ισχυρός ζήλος των πολιτευτών και το κλίμα πολιτικού μανιχαϊσμού (το δίπολο καλό και κακό, ‘εμείς’ και οι ‘άλλοι’) διαμορφώνει εύκολα έναν υψηλής τοξικότητας ανθρώπινο βιότοπο, όπου είναι ιδιαίτερα δελεαστικό και σύνηθες ιδεολογικές διαφορές να εκτρέπονται σε προσωπικές επιθέσεις, συχνά και με μακροχρόνιο ιστορικό. Το χαρακτηριστικό αυτό συνδέεται και με το προηγούμενο (την ασάφεια του έργου) και με το επόμενο (τη δυσκολία του έργου). (γ) Η δυσκολία του πολιτικού έργου απορρέει ευθέως από το γεγονός ότι προγραμματικός στόχος της πολιτικής τέχνης κατά τον Αριστοτέλη είναι η ευδαιμονία του κοινωνικού συνόλου.
πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰοὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν [..] μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσαςπεριέχουσα τὰς ἄλλας. αὕτη δ᾽ ἐστὶν ἡ καλουμένη πόλις καὶ ἡ κοινωνία ἡ πολιτική. «Κάθε πόλη είναι ένα είδος ομάδας και κάθε ομάδα συγκροτείται με στόχο κάποιο καλό […] η ομάδα όμως που είναι πιο σημαντική από κάθε άλλη και περιέχει όλες τις άλλες είναι αυτή που κυρίως επιδιώκει το καλό και μάλιστα το πιο σημαντικό. Αυτή είναι η πόλις, η πολιτικά οργανωμένη κοινωνία.»[9]
τῶν πολιτῶν, καίπερ ἀνομοίων ὄντων, ἡ σωτηρία τῆς κοινωνίας ἔργον ἐστί, κοινωνία δ᾽ ἐστὶν ἡ πολιτεία. «Παρόλο που κάθε πολίτης είναι διαφορετικός, με διαφορετικό ρόλο, έργο όλων είναι η σωτηρία της κοινωνίας και κοινωνία είναι η πολιτεία.»[10]
Τα χαρακτηριστικά αυτά της ασάφειας και της δυσκολίας επιμερισμού του δύσκολου πολιτικού έργου συσκοτίζονται επιπλέον με προκαταλήψεις και εντυπώσεις για τον ρόλο των πολιτικών προσώπων, στερεότυπα, πολιτισμικά προωθούμενες και αυθαίρετες ή μερικώς στηριγμένες βεβαιότητες (π.χ. παραδοπιστία), που διατρέχουν όλες τις δυτικού τύπου δημοκρατίες. Οι πεποιθήσεις αυτές συνδέονται με την ιδεολογία του πολιτικού μηδενισμού και της πολιτικής εσχατολογίας, προσάπτουν μελανό στίγμα στον ρόλο του πολιτικού προσώπου και δυσχεραίνουν περαιτέρω τον εξορθολογισμό των διαδικασιών συγκρότησης λειτουργικότερης κρατικής δομής.[11] Χρήσιμες κατευθύνσεις άρα είναι (α) η συστηματική αποσαφήνιση των διακριτών ρόλων ενός αυξανόμενου δικτύου εθελοντών πολιτικών λειτουργών, (β) ο εξορθολογισμός και επιμερισμός του δύσκολου πλην αποσαφηνιζόμενου πολιτικού έργου, (γ) η υποχρεωτική γενική και ενιαία κατάλληλη εκπαίδευση των πολιτευτών πριν και κατά τη διάρκεια της θητείας τους (βλ. Χατζοπούλου 2016, 2018a) και (δ) ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, οι οποίοι προϋποθέτουν διαδικασίες κλήρωσης από σύνολο κατάλληλα εκπαιδευμένων προσώπων για την εξισορρόπηση της έντονα ολιγαρχικής φυσιογνωμίας του παρόντος πολιτεύματος.
πολίτης δ’ ἁπλῶς οὐδενὶ τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς. «Πολίτης δεν θα μπορούσε να οριστεί διαφορετικά από εκείνον που συμμετέχει στην δικαστική και στην εκτελεστική εξουσία.»[12]
δημοκρατικὸν μὲν εἶναι τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχάς, τὸ δ’ αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν. «Γνώρισμα της δημοκρατίας είναι η μετοχή στην εξουσία μέσω κλήρωσης, ενώ οι εκλογές είναι γνώρισμα της ολιγαρχίας.»[13]
Επανερχόμενοι στην έννοια της ευδαιμονίας, εφόσον αυτή είναι στόχος της πολιτικής τέχνης, που είναι η πρώτη των επιστημών, θα λέγαμε ότι η ευδαιμονία προϋποθέτει (i) το να είναι ζωντανοί οι πολίτες, (ii) επαρκή επίπεδα ηθικών και διανοητικών αρετών σε όλη την κοινωνικοπολιτική δομή και το κοινωνικό σώμα, με ενάρετους στόχους, ενάρετα μέσα και αγαθές προθέσεις και (iii) διασφάλιση και βέλτιστη διαχείριση πόρων, αξιοποίηση νεότερης τεχνολογίας και τεχνογνωσία που θα συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων των μελών του κοινωνικού συνόλου. Η δυσκολία του έργου εξηγεί γιατί η πολιτική τέχνη θεωρείται κατά τον Αριστοτέλη ανώτατη των επιστημών/τεχνών: η πολιτική είναι που επιτρέπει την ύπαρξη και λειτουργία όλων των υπολοίπων τεχνών, επιστημών και δραστηριοτήτων. Και εφόσον η πολιτική είναι επιστήμη, δηλαδή είδος γνώσης, άρα διδάσκεται, είναι διδακτή.
εἰ δή τι τέλος ἐστὶ τῶν πρακτῶν […] δῆλον ὡς τοῦτ᾽ ἂν εἴη τἀγαθὸν καὶ τὸ ἄριστον. […] δόξειε δ᾽ ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ᾽ ἡ πολιτικὴ φαίνεται: «Αν λοιπόν πράγματι υπάρχει κάποιος απώτερος σκοπός σε όλες τις πράξεις μας […] είναι φανερό ότι αυτός ο σκοπός είναι το αγαθό και μάλιστα το υπέρτατο αγαθό. […] Φαίνεται ότι αποτελεί (αυτό) αντικείμενο της κυριότερης τέχνης, αυτής που είναι πρώτη στην ιεραρχική σειρά των επιστημών. Αυτή η τέχνη φαίνεται πως είναι η πολιτική.»[14]
διδακτὴ ἅπασα ἐπιστήμη δοκεῖ εἶναι, καὶ τὸ ἐπιστητὸν μαθητόν. «Κάθε επιστημονική γνώση είναι κατά τη γενική αντίληψη διδακτή και το αντικείμενο της γνώσης είναι δυνατό να το κατακτήσει κανείς.»[15]
Αν η πολιτική είναι όχι απλά επιστήμη, αλλά πρώτη των επιστημών, αυτό σημαίνει πως κάθε φορά που κάποιος πολίτης κάνει καλά την εργασία του είναι επειδή η υπερκείμενη δομή, παρά την ασάφεια, τη δυσκολία και τα περιθώρια βελτίωσης, επιτελεί το δικό της έργο με επαρκή επιτυχία. Σε κάθε περίπτωση υφίσταται πολιτεία, με όποιον τρόπο. Δεν ξεκινάμε από το μηδέν και η κατάσταση είναι βελτιώσιμη.[16] Είναι συνεπώς παράδοξο να υπάρχει ενδελεχείς υποχρεωτική προετοιμασία για τόσες άλλες επιστήμες και τέχνες στο κοινωνικό σύνολο και να μην υπάρχει καμία απολύτως υποχρεωτική κατάλληλη ετοιμασία και διαλογή για τον ρόλο του πολιτικού προσώπου.
4. Συμπερασματικά: τίποτε ποτέ δεν έγινε από αυτούς που δεν το κάναν
Η πολιτική φαίνεται να είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο, εφόσον σε αυτό ακριβώς το έργο βασίζεται ολόκληρη η κοινότητα και οι δραστηριότητες της. Η διαχείριση της ετερογενούς βούλησης του κοινωνικού σώματος, η εξεύρεση και κατάλληλη διαχείριση πόρων για την εκπλήρωση του πολιτικού έργου είναι μέρη μόνο του σύνθετου πολιτικού έργου, στο οποίο προς το παρόν εισέρχονται τα πολιτικά πρόσωπα χωρίς καμία απολύτως προβλεπόμενη και απαραίτητη προετοιμασία, πέρα από την απόσπαση αριθμητικής πλειοψηφίας. Η ίδια η αριθμητική πλειοψηφία, που αποσπάται με δεσμεύσεις (οι οποίες σπάνια ή προαιρετικά εκπληρώνονται) και με τον μεταφυσικό μελλοντολογικό λόγο των υποσχέσεων από πλευράς των πολιτευτών για έργο που δεν γνωρίζουν αν μπορούν να υλοποιήσουν, συνιστά άκυρο επιχείρημα: αυτό της πλειοψηφίας. Επειδή κάτι το υποστηρίζουν οι περισσότεροι δεν σημαίνει ότι είναι και το ορθό. Η κατάλληλη προετοιμασία των ανθρώπων που επιθυμούν να καταλάβουν θέσεις συντονισμού είναι απαραίτητη για την περαιτέρω πρόοδο και ευδαιμονία του κοινωνικού συνόλου και των ανθρώπων που το συναποτελούν. Η Ελλάδα έχει καθήκον να δώσει παράδειγμα φιλοσοφικής διακυβέρνησης, εφόσον αποτελεί γενέτειρα της πολιτικής φιλοσοφίας και έχει τη δυνατότητα, αλλά πλέον εκτιμούμε και την πρόθεση να το επιδιώξει.
ΑΡΧΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια: Κείμενο: ed. J. Bywater, Aristotle’s Ethica Nicomachea. Oxford, Clarendon Press. 1894. Μετάφραση (με βάση): Αριστοτέλης. Ηθικά Νικομάχεια, βιβλία Α’-Δ’. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Δημήτριος Λυπουρλής. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. 2006.
Αριστοτέλης, Πολιτικά: Κείμενο: Aristotle. ed. W. D. Ross, Aristotle’s Politica. Oxford, Clarendon Press. 1957. Μετάφραση (με βάση): Αριστοτέλης, Άπαντα, τ. 2, Πολιτικά, βιβλία Γ’, Δ’ και Ε’. 191 «Οι Έλληνες». Αθήνα: Κάκτος. 1993.
Διογένης Λαέρτιος: Κείμενο: Lives of Eminent Philosophers. Diogenes Laertius. R.D. Hicks. Cambridge. Harvard University Press. 1972 (1η έκδοση 1925).
Πλάτων, Πρωταγόρας: Κείμενο: Platonis Opera, ed. John Burnet. Oxford University Press. 1903.
Ξενοφών, Απομνημονεύματα: Κείμενο: Xenophon. Xenophontis opera omnia, vol. 2, 2nd edn. Oxford, Clarendon Press. 1921 (ανάτ. 1971).
Όλα τα αρχαία κείμενα από τη σελίδα www.perseus.tufts.edu. Οι μεταφράσεις είναι της συγγράφουσας, όπου δεν υπάρχει διαφορετική επισήμανση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Balot, Ryan K., (επιμ.). 2009. A companion to Greek and Roman political thought. Malden, MA: Blackwell.
Barlow, J. Jackson. 1987. The Education of Statesmen in Cicero’s De Republica. Polity 19(3).353-374.
Coleman, Janet. 2000. A history of political thought. τομ.. 1, From ancient Greece to early Christianity. Oxford: Blackwell.
Collins, Adela Yarbro. 2000. Cosmology and Eschatology in Jewish and Christian Apoocalypticism. Leiden: Brill.
Collins, John J. 1984. Daniel: with an introduction to apocalyptic literature. τ. 20. Grand Rapids, Eerdmans.
Collins, John J. 1998. The apocalyptic imagination: an introduction to Jewish apocalyptic literature. 2η έκδοση. The Biblical Resource Series. Grand Rapids, MI, Eerdmans.
Collins, John J. 2003. Prophecy, apocalypse and eschatology: reflections on the proposals of Lester Grabbe. Στο Knowing the end from the beginning: the prophetic, the apocalyptic and their relationships, L. Grabbe & R. Haak (επιμ.), 44-52. London: T&T Clark.
Collins, John J. 2010. Apocalytpic eschatology in the ancient world. Στο The Oxford handbook of eschatology, Jerry L. Walls, (επιμ.), 40-55. Oxford: Oxford University Press.
Cone, James H. 1975. God of the oppressed. New York: Seabury Press.
Conradie, Ernst. 2000. Eschatology in South African literature from the struggle period (1960-1994). Journal of Theology for Southern Africa 107.5-22.
Cook, S. L. 2003. The apocalyptic literature: interpreting biblical texts. Nashville: Abingdon Press.
Dika, T. R. & W. C. Hackett. 2016. Quiet powers of the possible: interviews in contemporary French Phenomenology. New York: Fordham University Press.
Manoussakis, J. P. 2016. Phenomenology and eschatology: not yet in the now. J. P. Manoussakis & N. DeRoo (επιμ.). London: Routledge.
Nattier, J. 2010. Buddhist eschatology. Στο The Oxford handbook of eschatology, Jerry L. Walls, (επιμ.), 151-169. Oxford: Oxford University Press.
Papagiannopoulos, I. 2016. The eschatology of the self and the birth of the being-with: or, on tragedy. Στο Phenomenology and eschatology: not yet in the now, J. P. Manoussakis & N. DeRoo (επιμ.), 103-120. London: Routledge.
Penner, Terry. 2000. Socrates. Στο: The Cambridge history of Greek and Roman political thought. Rowe, Christopher & Malcolm Schofield, (επιμ.), 164-189. Cambridge: Cambridge University Press.
Smethurst, S. E. 1955. Politics and Morality in Cicero. Phoenix 9(3).111-121.
Taubes, J. 1947. Occidental eschatology. PhD dissertation. University of Zurich.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Ντεληγιάννης, Ιωάννης. 2017. Μ. Τύλλιου Κικέρωνα Περί Νόμων Βιβλία Τρία. Εισαγωγή-Κείμενο-Μετάφραση-Σχόλια, Αθήνα: Καρδαμίτσα.
Ντεληγιάννης, Ιωάννης. 2015. Μ. Τύλλιου Κικέρωνα Περί Πολιτείας Βιβλία Έξι. Εισαγωγή-Κείμενο-Μετάφραση-Σχόλια, Αθήνα: Καρδαμίτσα.
Παπαγγελής, Θεόδωρος. 2008. Από τη βουκολική ευτοπία στην πολιτική ουτοπία. Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Παπαγγελής, Θεόδωρος. 2006. Η Ρώμη και ο κόσμος της. Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ.
Χατζοπούλου, Κατερίνα. 2019. Η συστηματικότητα στη γλώσσα: μη αληθειακότητα & πειθαρχία. Περιοδικό Φιλοσοφεῖν: ἐπιστήμη, εὔνοια, παρρησία.
Χατζοπούλου, Κατερίνα. 2018a. Θεσμός: η φιλοσοφική διαπαιδαγώγηση των κυβερνώντων. Στο: Τί δεῖ τὸ κύριον εἶναι τῆς πόλεως; (Αριστ. Πολ.) – Πρακτικά του 2ου Πανελληνίου Συνεδρίου Πολιτικής Φιλοσοφίας του Συλλόγου Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ», Philosophia Ancilla Concilium III, (επιμ.) Κυριάκος Μικέλης & Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, 229-240, Καβάλα: Λογία.
Χατζοπούλου, Κατερίνα. 2018b. Γλώσσα & εσχατολογία: η διαχρονική σήμανση της μη αληθειακότητας & η παραμυθία της Γλωσσολογίας. Πρακτικά της 38ης Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 255-270.
Χατζοπούλου, Κατερίνα. 2016. Η χρησιμότητα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στην κοινωνικοπολιτική σκέψη. Στο: Σύμμεικτα Πολιτικού Στοχασμού, Πρακτικά του 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου Πολιτικής Φιλοσοφίας του Συλλόγου Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ», Philosophia Ancilla Concilium I, (επιμ.) Μαρίνα Γρηγοροπούλου & Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, 1-24. Καβάλα: Σαΐτα.
Χατζοπούλου, Κατερίνα. 2015. Η ιδεολογία ως νάρθηκας της σκέψης. Περιοδικό respublica.gr.
[1] Πλάτων, Πρωταγόρας 318e-319a.
[2] Αντισθένης, πηγή: Διογένης Λαέρτιος Βίοι φιλοσόφων 6.8.
[3] Πολιτικά I 1252b.
[4] Ηθικά Νικομάχεια VI 1141b.
[5] Πολιτικά VII 1324a.
[6] Πολιτικά IV 1289a.
[7] Πολιτικά V 1307a-b.
[8] Βλ. περισσότερα Smethurst (1955), Barlow (1987), Coleman (2000), Balot (2009), στην ελληνική Παπαγγελής (2006, 2008), Ντεληγιάννης (2015, 2017).
[9] Πολιτικά I 1252a.
[10] Πολιτικά III 1276b.
[11] Βλ. Χατζοπούλου (2018a/b).
[12] Πολιτικά III 1275a 22-23.
[13] Πολιτικά IV 1294b 8-9.
[14] Ηθικά Νικομάχεια Ι 1094a.
[15] Ηθικά Νικομάχεια VI 1139b.
[16] Για να είναι βελτιώσιμη πρέπει να δεχτούμε ότι είναι ήδη ως ένα βαθμό καλή, δεν μπορεί να βελτιωθεί το απόλυτα κακό, βλ. Χατζοπούλου (2015).