Η Agnès Varda* αυτοσαρκάζεται μπροστά σε προσωπογραφία της προσαρμοσμένη σε πίνακα του 14ου αιώνα του Gentile Bellini.

του Γιάννη Παπουτσή

Στο κινηματογραφικό σύμπαν υπάρχουν δύο πόλοι. Το Hollywood και τα Φεστιβάλ. Το πώς δημιουργήθηκαν είναι μια μεγάλη συζήτηση που έχει να κάνει με τις γεωπολιτικές εξελίξεις του 20ου αιώνα, την δημιουργία και εξέλιξη της 7ης τέχνης και φυσικά την καλλιτεχνική αναζήτηση και αρτιότητα. Σε κάθε περίπτωση αυτοί οι δύο πόλοι λειτουργούν εδώ και τουλάχιστον εβδομήντα χρόνια με σχετική αρμονία, αλληλοσυμπληρώνονται, τσακώνονται, δανείζονται το ένα από το άλλο και τελικά καταλήγουν να αγαπούν το ίδιο περιεχόμενο.

Στις 7 Σεπτεμβρίου, το 76o Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας έριξε αυλαία. Το παλαιότερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του πλανήτη σήμανε την έναρξη της φεστιβαλικής χρονιάς, έδωσε τον Χρυσό Λέοντας στο Joker του Τοντ Φίλιπς και άφησε άφθονη τροφή για σκέψη και συζήτηση. Δεν είναι η πρώτη φορά που μια αμερικάνικη ταινία θριαμβεύει σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ, πολλώ μάλλον στο φεστιβάλ Βενετίας. Η ιδιαιτερότητα αυτής της βράβευσης όμως βρίσκεται στο προφανές. Η νικήτρια ταινία δεν είναι βασισμένη σε κάποιο μυθιστόρημα ή κάποιο πρωτότυπο σενάριο, ούτε είναι κάποια ποιητική κινηματογράφηση από τα χέρια του Τέρενς Μάλικ. Αντίθετα, είναι βγαλμένη από τα κόμικ της DC, ο μεγάλος αντίπαλος του πρωταγωνιστή είναι το σκληρό πρόσωπο τη κοινωνίας, αλλά και ο… Μπάτμαν.

H αμερικάνικη βιομηχανία δεν χάνει ευκαιρία να αποδεικνύει γιατί είναι η κορυφαία στον πλανήτη. Δεν είναι μόνο η τεχνολογική της ανωτερότητα, αλλά η δυνατότητα να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των καιρών και στα θέλω απαιτητικού και mainstream κοινού. Σε μια εποχή που οι λέξεις σινεμά και βίντεο έχουν μπερδευτεί και έχουν δημιουργήσει σύγχυση σε κοινό και δημιουργούς, τα φεστιβάλ αντιστέκονται, χωρίς όμως να μπορούν να αγνοήσουν εμπορικούς και καλλιτεχνικούς πειρασμούς.  Ο πειραματισμός με άλλοτε επιφανειακούς, αλλά στην εξέλιξη βαθύτατα ενδιαφέροντες χαρακτήρες, είναι σημάδι των καιρών. Βαθύτατη ειρωνεία, οι ταινίες που προστατεύονται από τα φεστιβάλ καταλήγουν όλο και πιο γρήγορα στις live streaming πλατφόρμες. Η τέχνη περνάει στο βίντεο πιο γρήγορα απ’ ότι το βίντεο προσποιείται ότι παράγει τέχνη.

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά για την 7η τέχνη; Πολλά και τίποτα. Ο κινηματογράφος δεν μπορεί να φοβάται την εξάλειψη. Άλλωστε, η δύναμη του μέσου ήταν εξ αρχής η καινοτομία. Από τον “Μαγικό Φανό” στο “Φίλμ” και από το “Φίλμ” στο “Digital”, ο κινηματογράφος είναι μια τεχνολογική επανάσταση που πειραματίζεται με την τέχνη. Κι αν η αμερικάνικη κυριαρχία είναι αυτή που έφερε την πόλωση, είναι ταυτόχρονα κι εκείνη που οδήγησε και οδηγεί τον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Όχι όμως μέσα από τις ταινίες της, αλλά μέσα από τον ευρωπαϊκό πειραματισμό και την σεναριογραφική του καινοτομία.

Πόσοι γνωρίζουν άραγε πως ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά και κινηματογραφικά ρεύματα, η Nouvelle Vague, γεννήθηκε μέσα από την αγάπη για τον αμερικάνικο κινηματογράφο; Όταν ο Ζιρού έγραφε το 1957 για μια γενιά δημιουργών με κοινά χαρακτηριστικά, είχε στο μυαλό του την παρέα του Cahiers du Cinema, όταν όμως οι δεύτεροι ασκούσαν σκληρή κριτική στο γαλλικό σινεμά, κανείς δεν φανταζόταν πως η κριτική προέκυπτε από ένα θαυμασμό στον Άλφρεντ Χίτσκοκ, τον σκηνοθέτη που οι ταινίες του είναι τόσο τέλειες, που όποιος προσπάθησε να κάνε remake σε κάποια από αυτές, βρέθηκε ένα βήμα πριν την απαξίωση. Από την απαρχή του ο κινηματογράφος μιλούσε μια παγκόσμια γλώσσα. Αυτός είναι ο λόγος που το Χόλιγουντ κυριαρχεί στις παγκόσμιες αίθουσες εδώ και δεκάδες χρόνια, και αυτός που οδήγησε τα φεστιβάλ στη δημιουργία μιας δικιάς τους βιομηχανίας που άθελά της έφερε στην επιφάνεια το λεγόμενο transnational cinema.

Τα παγκόσμια φεστιβάλ δέχονται συμμετοχές με ένα και μόνο κριτήριο. Τη χώρα προέλευσης. Αναχρονιστικό; Ίσως. Λειτουργικό; Πολύ. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να επισημάνουμε πως η εθνικότητα στο σινεμά δεν έχει τόσο χαρακτήρα εθνικιστικό, όσο καλλιτεχνικής ομοιογένειας. Η πρώτη απάντηση των εθνικών σινεμά στην αμερικάνικη κυριαρχία, ήταν η καλλιτεχνική αναγέννηση μέσα από σκηνοθέτες που είχαν κοινά βιώματα και εμπειρίες από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο Ροσελίνι, ο Φελίνι, ο Αντονιόνι και όλο το κίνημα του νεορεαλισμού ήταν μια αυθόρμητη αντίθεση στην αστραφτερή  χολιγουντιανή εικόνα. Η εθνικότητα του σινεμά μιλούσε μέσα από τη δύναμη της καταστροφής και πάσχιζε να καταγράψει την αλλαγή μέσα από τα συντρίμμια.  Από την άλλη, η Nouvelle Vague επεδείκνυε με μαεστρία έναν γαλλικό σνομπισμό , ο οποίος γινόταν δεκτός με ενθουσιασμό, καθώς κουβαλούσε πίσω του μια ευρωπαϊκή χροιά αξιών και ριζοσπαστισμού που οι αμερικάνοι πάντα θαύμαζαν και ποτέ δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν. Η εθνική καταβολή ήταν το μέσο για να μπορέσει να συντονιστεί ένα καλλιτεχνικό κύμα που προερχόταν από διάσπαρτες μικρές και μεγάλες χώρες και που όλες μαζί αποτελούσαν και αποτελούν την παγκόσμια κοιτίδα του πολιτισμού. Την Ευρώπη.

Το φεστιβαλικό σύμπαν δείχνει να έχει βαλτώσει αρκετά σε μια επαναλαμβανόμενη επίκληση στο συναίσθημα του κοινού της. Ταινίες που αναλώνονται αρκετά στα προβλήματα τρίτων χωρών, ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη βία, τη θέση της γυναίκας, την παιδική κακοποίηση και ένα ταξίδι για ένα καλύτερο αύριο. Ταινίες όπως το όμορφο Καπερναούμ, που αποτελεί μια δυνατή άφιξη από το Λίβανο, παρόλη τη δύναμη που κρύβουν, έχουν αρχίσει να δημιουργούνται με μια ματιά που σκοπεύει σε αυτή τη συναισθηματική εμπλοκή ενός ευρωπαϊκού κοινού, ένα κοινό που περισσότερο αρέσκεται στο να περάσει ένα δίωρο με δυνατές εικόνες που θα το κάνουν να συγκινηθεί για κάτι που είναι μακριά, παρά να προβληματιστεί. Και θα ρωτήσει κανείς, αν κάνεις μυθοπλασία και όχι ντοκιμαντέρ που είναι το κακό; Στην κοινωνικοπολιτική προέκταση της τέχνης και συγκεκριμένα της εικόνας είναι η απάντηση.

Τα φεστιβάλ, παρά την αδιαμφισβήτητη συμβολή τους στο να δίνουν φωνή σε καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο, έχουν έναν τρόπο χρηματοδότησης προς τρίτες χώρες που περισσότερο δημιουργεί υλικό με μια διαδικασία παραγγελίας, παρά ενδιαφέρεται να πειραματιστεί. Το αποτέλεσμα είναι να εισάγει εικόνες που δημιουργούν μονότονα μια εικόνα ενός άλλου κόσμου, πλην του δυτικού, που είναι ολίγων τι βάρβαρος, παρά μια πολυφωνία στην παγκόσμια κουλτούρα και συμμετοχή στη διαμόρφωση ενός κοινού μετώπου απέναντι στην περιθωριοποίηση και τις ανοιχτές κοινωνίες.

Ποια η θέση της Nouvelle Vague λοιπόν μέσα σε όλα αυτά; To French New Wave, δημιουργήθηκε εξαρχής ως αντίδραση σε ένα γαλλικό σινεμά που είχε χάσει την αισθητική του προσέγγιση. Μια παρέα κριτικών κινηματογράφου, ο Γκοντάρ, ο Τρουφό, ο Ρομέρ και αργότερα η εξαιρετική Βαρντά μεταξύ άλλων, αποφάσισαν να αυτοχρηματοδοτήσουν τις ταινίες που ήθελαν να δουν, να σπάσουν τη δομή της mainstream αφήγησης, να αφήσουν τους χαρακτήρες τους χωρίς βασικό σκοπό, αλλά με μια ελευθερία που ταιριάζει πολύ περισσότερο στην ευρωπαϊκή κουλτούρα και φύση, παρά στο εξ Αμερικής γραμμικό σενάριο.

Η Nouvelle Vague δεν ήταν ένα απλό κινηματογραφικό κύμα, αλλά έφερε το γαλλικό σινεμά αντιμέτωπο με τον εαυτό του και μετατράπηκε σε ένα πολιτιστικό γεγονός που συνέβαλλε στην αναδιαμόρφωση του παγκόσμιου σινεμά. Η συνεισφορά του συνέβαλλε στην διατήρηση μια εθνικής ταυτότητας (national cinema), απέναντι σε μια αμερικανοποίηση της 7ης τέχνης. Τα New Waves και το αργότερα λεγόμενο concept of national cinema, κατάφεραν να διασώσουν την κινηματογραφική παραγωγή μικρών χωρών όπως η Ελλάδα και η Δανία, σινεμά που αντιστάθηκαν με αυτό τον τρόπο στην “εισβολή” του Χολιγουντ και βρέθηκαν να δημιουργούν δύο από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά κύματα της Ευρώπης, το Dogma 95 και το Greek Weird Wave.

Γιατί χρειάζεται λοιπόν μια νέα Nouvelle Vague; Μα για τον προφανή λόγο του παρελθόντος. Με την τεχνολογική επανάσταση του streaming, το αμερικάνικο σινεμά έχει κάνει ολική επαναφορά, και η ευρωπαϊκή κουλτούρα δείχνει ανήμπορη να αντιδράσει αποτελεσματικά. Ίσως, η βασική της αντίσταση αυτή την περίοδο να είναι μια φουρνιά εξαιρετικού ασιατικού σινεμά, το οποίο όμως είναι και σημάδι του βασικού προβλήματος. Αρκεί μια ασιατική αντίσταση για να σώσει τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο; Η απάντηση είναι όχι. Ο πλούσιος ασιατικός κινηματογράφος έχει μια τεράστια δική του αγορά που ζητά στην Ευρώπη περισσότερο την διάκριση, παρά την προβολή.  Αν ο ευρωπαϊκός  κινηματογράφος προσπαθεί να σώσει την αισθητική του μέσα από τον ασιατικό και λατινοαμερικάνικο, τότε έχει χάσει τον προσανατολισμό του, και με τη σειρά του αποπροσανατολίζει την καλλιτεχνική άνθιση του κινηματογράφου των άλλων ηπείρων.

Οι δύο πόλοι, οφείλουν να συγκρουστούν καλλιτεχνικά στο γνώριμο πεδίο της δυτικής κουλτούρας και των δυτικών ιδεών. Δυστυχώς, πολλοί από τους εξαιρετικούς ασιάτες καλλιτέχνες που διαπρέπουν στον δυτικό κόσμο, είναι persona non grata στις χώρες τους. Άλλοι λόγο θρησκευτικών ιδεοληψιών και άλλοι λόγο αυταρχικών καθεστώτων, βιώνουν μια πρωτοφανή φίμωση για την εποχή που ζούμε. Η σύγκρουση λοιπόν με έναν ασιατικό κινηματογράφο που στρέφεται περισσότερο στις επιταγές της ευρωπαϊκής αγοράς, με σακατεμένους τους δικούς του ορίζοντες, θα ήταν άδικη και ίσως επιβλαβής. Κι αν όπως είπαμε ζούμε στη εποχή του transnational cinema, αν η εικόνα είναι όντως το μέσο και τα λόγια και οι ιστορίες συμπληρώνουν τη δημιουργία, αξίζει να αναρωτηθεί κανείς αν η εθνικότητα στον κινηματογράφο είναι τελικά ένα σπουδαίο όχημα για διάλογο ή αν η άνθιση του μέσου περνά μέσα από μια παγκοσμιοποίηση που περισσότερο προσπαθεί να τραβήξει βλέμματα παρά να εκφράσει εσωτερικές αναζητήσεις.

Ο αμερικάνικος κινηματογράφος έχει καταφέρει κάτι σπουδαίο. Στην ουσία δεν πρωτοτύπησε ποτέ, παρά ελάχιστες φορές στο παρελθόν. Όπως εύστοχα έχουν περιγράψει αρκετές φορές οι κριτικοί του βρετανικού Guardian, το Χόλιγουντ κάνει τα καλύτερα remake στο παγκόσμιο σινεμά. Χωρίς κινηματογραφικά κύματα του παρελθόντος, θα είχε μείνει πιστός σε ένα βαρετό γραμμικό μοτίβο. Οι Κοέν, ο Ταραντίνο και άλλοι σπουδαίοι καλλιτέχνες της γενιάς τους, έχουν δει πολύ αμερικάνικο σινεμά, αλλά η δουλειά τους είναι αποτέλεσμα του ευρωπαϊκού θράσους να πειραματίζεται απέναντι στα στούντιο. Σε μια εποχή που το Netflix αναγνωρίστηκε και επισήμως ως κινηματογραφικό στούντιο λοιπόν, και που ο Joker κερδίζει το φεστιβάλ Βενετίας, είναι να αναρωτιέται κανείς αν το παγκόσμιο σινεμά χρειάζεται μια νέα Nouvelle Vague.

*Η Agnès Varda ήταν Γαλλίδα σκηνοθέτρια, σεναριογράφος, ηθοποιός, παραγωγός και φωτογράφος. Υπήρξε πρωτοπόρος του κινηματογράφου και μία απο τις πιο σημαντικές σκηνοθέτριες όλων των εποχών. Είναι γνωστή ως «Η Γιαγιά της Γαλλικής Nouvelle Vague».