“Κάθε προσπάθεια υπεράσπισης των κειμένων αυτών ως ιερών που δεν πρέπει να τα πειράζουμε και να τα διασκευάζουμε, με βρίσκει απολύτως αντίθετο.”

Τάδε έφη Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος για την παράσταση Όρνιθες, του σκηνοθέτη Άρη Μπινιάρη – γνωστού για τις ροκ-προχώ κακοποιήσεις κλασικών έργων, από τις οποίες τα έργα βγαίνουν από παραμορφωμένα ως αγνώριστα. Ο ηθοποιός προφανώς και υπερασπίζεται την παραγωγή στην οποία δουλεύει, ισχυριζόμενος πως τα έργα αυτά, έχοντας επιβιώσει για αιώνες, δεν έχουν ανάγκη υπεράσπισης, δεν κινδυνεύουν από διασκευές, και δεν είναι ιερά.

ΔΕΝ πρόκειται ωστόσο για το αν τα έργα χρειάζονται υπεράσπιση, ή για το αν είναι ιερά ή όχι. Προφανώς και τα έργα καθαυτά δεν παθαίνουν τίποτα αν κάποιοι ανίδεοι, που παριστάνουν τους ανθρώπους του πνεύματος, τα κάνουν φύλλο και φτερό, νομίζοντας ότι πρωτοτυπούν. ΟΥΤΕ πρέπει να φαντάζεται κανείς ότι τα έργα διακατέχονται από κάποιου είδος ιερότητα, και ότι αν αλλάξουμε ένα κόμμα, ή κόψουμε μία φράση, θα πέσουν να μας πλακώσουν. Πρόκειται για κάτι πολύ βαθύτερο. Για αυτό που αποτελεί τον νοηματικό πυρήνα του έργου. Ο οποίος είναι πολυεπίπεδος, με σύνθετες φιλοσοφικές προεκτάσεις. 

Παράδειγμα: Τι καταλαβαίνω όταν, για χάρη της επικαιροποίησης με το στανιό, βάζω τις Ικέτιδες να είναι όχι οι κόρες του Δαναού που ζητούν άσυλο από τον βασιλιά του Άργους, αλλά σύγχρονοι πρόσφυγες από την Αίγυπτο; Μα, μιλάω για τις αγωνίες του σήμερα!, θα πει ο προβληματισμένος θεατρόφιλος. Xωρίς όμως να αναλογιστεί τα εξής: Ξέρω το νόημα του έργου στην ολότητά του; Έχω προσεγγίσει, και γνωρίσει, τον βασικό νοηματικό του άξονα, προτού τον αλλάξω ή τον απορρίψω; Οι περισσότεροι σκηνοθέτες και άνθρωποι του θεάτρου σήμερα αγνoούν, και μάλιστα επιδεικτικά, τον άξονα αυτόν, που για το αρχαίο δράμα είναι ο εξής: 

Το Φυσικό Δίκαιο από τη μία, το Θετικό Δίκαιο από την άλλη. Ή αλλιώς, ο προ-πολιτικός Νόμος της παράδοσης, απέναντι στον Νόμο της Πόλης. Ο πρώτος απαιτεί τον σεβασμό για τους πατροπαράδοτους δεσμούς αίματος. Ο δεύτερος βασίζεται στην συνοχή του ύψιστου κοινωνικού ανθρώπινου δημιουργήματος: της πόλης. Και ο βασιλιάς Πελασγός βρίσκεται στη μέση. Είτε αρνηθεί το άσυλο στις Δαναϊδες είτε όχι, διαπράττει ύβρη. Ο Πελασγός αναθέτει την απόφαση στην συνέλευση της πόλης. Το σώμα των πολιτών, μετά από στάθμιση των παραγόντων, αποφαίνεται: δίνει άσυλο στις Δαναΐδες. Όχι από συμπόνια για την σωτηρία των κατατρεγμένων.  Για το καλό της ΠΟΛΗΣ. Με την οποία ΠΟΛΗ, οι “σύγχρονοι πρόσφυγες από την Αίγυπτο”, δεν έχουν την παραμικρή σύνδεση, και πρέπει να απορριφθούν ως ξένο σώμα από το δράμα. 

Να γιατί η τραγωδία δεν είναι απλώς μια μάχη του καλού ενάντια στο κακό. Να γιατί οι ήρωες είναι τραγικοί: γιατί και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο και άδικο μαζί. Επειδή δεν υπάρχει άσπρο και μαύρο, στην τραγωδία, αλλά δύο δίκαια που συγκρούονται: αυτό της φύσης (ή της παράδοσης), και αυτό της πόλης. Χωρίς αυτή την συνισταμένη, δεν έχουμε να κάνουμε με τραγωδία, αλλά με μια πολύ πιο απλουστευμένη μορφή δράματος, τύπου Harry Potter, όπου περιμένουμε, και ξέρουμε εξ αρχής, πως ο καλός θα νικήσει στο τέλος τον κακό.

Τι θα συμβεί λοιπόν αν απογυμνώσω ένα έργο βαθύ και πολυσύνθετο, με σκοπό να φτιάξω μια απλοποιημένη εκδοχή του διπόλου Καλό και Κακό, Φως και Σκότος; Θα ζημιωθεί μήπως το ίδιο το έργο; Όχι βέβαια! Θα ζημιωθώ ΜΟΝΟ εγώ. Γιατί θα έχω φτιάξει ένα επίπεδο, αβαθές, γυμνό από φιλοσοφικό στοχασμό έργο, έχοντας την ψευδαίσθηση την ίδια στιγμή ότι κάνω τέχνη υψηλού επιπέδου, αφού έβαλα στην προμετωπίδα μου το όνομα του έργου και του συγγραφέα. Και χάνω ταυτόχρονα την ικανότητά μου να κατανοώ πολύπλοκες, φιλοσοφικές έννοιες που διαπερνούν πολλά αρχαία αλλά και σύγχρονα έργα.

Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για την σύγχρονη θεατρική διανόηση του συρμού.