Κατοικίδιοι άνθρωποι, έξυπνες μηχανές και η μεγάλη απογοήτευση
Τα πρόσφατα επιτεύγματα της επιστημονικής έρευνας, όσον αφορά την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ), προκαλούν πλέον εκρήξεις θαυμασμού στο πλατύ κοινό αλλά και μεταξύ των ειδικευμένων επιστημόνων. Μαζί με τον περίφημο αλγόριθμο που πριν λίγο καιρό έφτιαξε το πρώτο έργο ζωγραφικής, το μεγαλύτερο θαυμασμό συγκεντρώνουν τα προγράμματα εκείνα που έχουν την δυνατότητα να συνδιαλέγονται με τον άνθρωπο και να απαντούν στις ερωτήσεις του. Δεδομένης της στενής σχέσης μεταξύ γλωσσικής έκφρασης και νοητικών διεργασιών, είναι φανερό ότι αυτή η ικανότητα μοιάζει να χαρίζει, για πρώτη φορά στην ιστορία, κάτι που μέχρι τώρα αποτελούσε προνόμιο του ανθρώπου: σκέψη. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Χωρίς βέβαια να είναι δυνατόν να αναφερθούμε σε όλες τις τεχνολογικές και φιλοσοφικές παραμέτρους του προβλήματος, οφείλουμε να σταθούμε, έστω και επιγραμματικά, σε μία βασική πτυχή του ζητήματος: τη διαφορά μεταξύ ανταλλαγής πληροφοριών (κάτι που πχ μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενός απλού ηχητικού κώδικα) και πλήρους γλωσσικής έκφρασης, θεμελιώδους πράξης του ανθρώπινου πολιτισμού.
Προς υπεράσπιση της κοσμικότητας
Η δημοκρατία προϋποθέτει πάνω απ’ όλα τον διαχωρισμό της δημόσιας από την ιδιωτική σφαίρα. Το πιο σημαντικό σε αυτή την περίπτωση είναι η κατανόηση ότι η πολιτική θεσμοθέτηση αναγνωρίζει ως μόνη πηγή της την ανθρώπινη δραστηριότητα (όπως προαναφέρθηκε). Το πολιτικό σώμα στη δημοκρατία έχει πλήρη επίγνωση ότι δεν υπάρχει καμία εξωκοινωνική παρέμβαση στη λήψη των αποφάσεων, δηλαδή, οι προτεινόμενοι νόμοι και θεσμοί δεν δίνονται από έξω ή πάνω (από τους προγόνους, τη φύση, τους θεούς, τους νόμους των αγορών, ή τους νόμους της ιστορίας). Ως εκ τούτου, το θρησκευτικό δικαίωμα πρέπει να ερμηνεύεται ως ιδιωτικό δικαίωμα, ως θεσμός (με άλλα λόγια) που λειτουργεί στο πλαίσιο της ιδιωτικής (ή ημι-ιδιωτικής) σφαίρας.