Image result for idolatry painting
The Idolatry of Solomon – Frans Francken the Younger

Απόσπασμα από τη συλλογή Ο άνθρωπος και ο Ίσκιος του. Εκδόσεις: Το Ποντίκι (σ. 115-124)

Ο «θάνατος του θεού», η έννοια του μηδενός, το πρόβλημα του νιχιλισμού είναι κυρίαρχα μοτίβα μέσα στη σύγχρονη φιλοσοφία.

Ο νιχιλισμός, «ο θάνατος του θεού», που είχε εξαγγείλει ο Nietzsche, σημαίνει: ο κόσμος του πνεύματος έπαψε να είναι πηγή ζωής, γονιμοποιούσα δύναμη, έπαψε να μπορεί να βεβαιώνει τον άνθρωπο για την ουσία του, έπαψε να δίνει νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη, ο υπεραισθητός κόσμος μεταμορφώθηκε σ’ ένα ανυπόστατο προϊόν του εμπειρικού κόσμου, ο άνθρωπος παραδόθηκε στη φθορά του Κενού, του Τυχαίου και του Παράλογου, στη βία των πιο σκοτεινών βιολογικών δυνάμεων που αποδέσμευσε η απουσία κάθε ανώτερης αξίας και κάθε ανώτερου ελέγχου, ο άνθρωπος έγινε για τον εαυτό του πρόβλημα. Αυτός είναι ο κόσμος του Hiedegger και του T. S. Eliot, αυτός είναι ο κόσμος που μέσα του δείχνει ο Spengler την «εξάντληση των μεταφυσικών δυνατοτήτων» και το γεροντικό μαρασμό του δυτικού πολιτισμού.

Ο νιχιλισμός, «η ανατροπή όλων των αξιών», σημαίνει: «οι ανώτερες αξίες χάνουν κάθε αξία», τα φαινόμενα γίνονται η μόνη πραγματικότητα για τον άνθρωπο, ο άνθρωπος παύει να ζητάει μες στον εαυτό του, μες στην πνευματική του γονιμότητα τη ρίζα και τη βεβαιότητα για την ουσία του• τη βεβαιότητα αυτή τη ζητάει και πιστεύει ότι τη βρίσκει έξω από τον εαυτό του, στην απαλλοτριωμένη από κάθε πνευματική παρουσία «αντικειμενική πραγματικότητα» μες στην οποία παρουσιάζεται σαν «πράγμα», σαν αντικείμενο συγκροτημένο και εξηγούμενο από τους «αντικειμενικούς νόμους», σα βιολογικό ον θεμελιωμένο πάνω στα ένστικτα, συγκροτημένο και εξηγούμενο από «ψυχοφυσικούς μηχανισμούς» κ.ο.κ… και μες στη βεβαιότητα αυτή χάνει κάθε ουσιαστικότητα, μηδενίζεται.

Αυτή η ανατροπή των αξιών εκδηλώνεται σαν μια ανατροπή της κλασικής πλατωνικής και χριστιανικής ιδέας του ανθρώπου, της ιδέας δηλαδή ότι μέσα στην απρόσβλητη από το χρόνο και το ιστορικό γίγνεσθαι οντολογική τάξη και οντολογική ιεραρχία, το πνεύμα είναι πάντοτε ανώτερο, ξεπερνάει «πρεσβεία και δυνάμει», μορφοποιεί, υποτάζει και τελειοποιεί την ουσιαστικά κατώτερη εμπειρική ζωή του ανθρώπου και τις βιολογικές ορμές που την συγκροτούν. Αυτή η κλασική ιδέα του ανθρώπου αναγνωρίζει έκδηλα ή ένδηλα την πηγή κάθε ανθρώπινου μεγαλείου μέσα στην τραγική ελλειπτικότητα του ανθρώπου σα φυσικού όντος: μέσα σ’ αυτή την αδυναμία του ανθρώπου να αφεθεί στις καθαρά ζωικές του λειτουργίες, να προσαρμοστεί απόλυτα στον κόσμο του, να ικανοποιηθεί απόλυτα μέσα στην ικανοποίηση των ζωικών του αναγκών, να υπάρξει σα ζώο μέσα σ’ ένα καθαρό Παρόν απρόσβλητο από το Χρόνο, απεριόριστο από την παρουσία του Παρελθόντος και αδέσμευτο από τη φροντίδα του Μέλλοντος και από το φόβο του θανάτου. Μέσα σ’ αυτή τη μεταφυσικά αστάθεια και την οντολογική αβεβαιότητα που παρουσιάζει η όγδοη Ελεγεία του Duino του R. M. Rilke και το Είναι και Χρόνος του Heidegger, απέναντι σ’ αυτή τη διχασμένη, αποξενωμένη από τον κόσμο, συνυφασμένη με το Μηδέν, προβληματική φυσικά κατάσταση του ανθρώπου, που οι πανάρχαιοι μύθοι της Ανθρωπότητας παρουσιάζουν σα μια πτώση από μια αρχέγονη παραδείσια μορφή ύπαρξης, το Πνεύμα παρουσιάζεται σαν η δύναμη κατ’ εξοχήν που μπορεί να επιβάλει μια μορφή και τάξη στο χαώδη κόσμο μες στον οποίο βρίσκεται ριγμένος ο άνθρωπος και να διασώσει την εμπειρική του ύπαρξη μες στην αλήθεια – να διασώσει τόσο με την ελληνική έννοια της λέξης: να συγκρατήσει το ον στο είναι μέσα στον κόσμο, όσο και με τη χριστιανική: να φέρει το ον έξω και πέρα από τον κόσμο, σε κοινωνία με την πηγή κάθε όντος και κάθε αλήθειας. Αυτή η ιδέα που παρουσιάζει το Πνεύμα στη σωτήρια λειτουργία του σα δύναμη κατ’ εξοχήν, καθαρή αυτενέργεια και ελευθερία (ο Ηράκλειτος με τον οποίο αρχίζει η δική μας Ιστορία έλεγε ότι ο Λόγος είναι «εαυτόν αυξών») βρίσκει τη λογική της ολοκλήρωση μέσα στην ιδέα ενός πμνευματικού, καθαρά νοητού και συνεπώς παντοδύναμου Θεού (ο Μ. Scheller έχει δείξει ότι η παραδεδομένη ιδέα του ανθρώπου είναι φτιαγμένη πάνω στην έννοια της δημιουργίας του ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και ομοίωση» με το Θεό• προϋποθέτει δηλαδή για σύστημα αναφοράς την ιδέα του Θεού) και μες στην ιδέα ότι η πνευματική δραστηριότητα του ανθρώπου, μια ολοένα αποτελεσματικότερη εξουδετέρωση των εκμηδενιστικών δυνάμεων που τον κυκλώνουν, μια ολοένα βαθύτερη μεταφυσική του δυνάμωση μέσα στη φυσική του αδυναμία: έτσι ο Ηράκλειτος έβλεπε το Λόγο σαν εγρήγορση, έτσι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούσαν τη φιλοσοφία σαν την κατ’ εξοχήν ελεύθερη και θεοειδή μορφή ύπαρξης…

Στη γενική μορφή της, πρώτη έκφραση αυτής της «ανατροπής αξιών» είναι αυτό που ο ιδρυτής της Φαινομενολογίας Ed. Husserl όρισε σαν «Κρίση των ευρωπαϊκών επιστημών». Κρίση είναι η προβληματοποίηση της ανθρώπινης πνευματικότητας από την ίδια την ανθρωπολογία, η μεταμόρφωση της Ιστορίας σε Ιστορισμό, της Ψυχολογίας σε Ψυχολογισμό και της Κοινωνιολογίας σε Κοινωνιολογισμό. Οι ψυχολογικές, ιστορικές και κοινωνιολογικές έρευνες, λέει ο Husserl, στο μέτρο που διατυπώνονται σα θεωρίες για τον άνθρωπο ή στο μέτρο που εξυπακούουν ορισμένα ανθρωπολογικά αξιώματα και συμπεράσματα, τείνουν να παρουσιάσουν κάθε σκέψη, κάθε μορφή του πνεύματος και συγκεκριμένα κάθε φιλοσοφία, σαν «αντανάκλαση» μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης πραγματικότητας ή σαν «αποτέλεσμα» της συνδυασμένης επίδρασης ορισμένων εξωτερικών ψυχικών, ψυχοφυσικών, κοινωνικών, ιστορικών κ.ο.ο. συνθηκών ή παραγόντων.

Ο ιστορισμός παρουσίασε μια εικόνα της εξέλιξης που ρευστοποιεί κάθε γνώση και ξεπερνά κάθε αλήθεια και που μέσα της η ίδια η ταυτότητα του ανθρώπου με τον εαυτό του γίνεται προβληματική, ασύλληπτη και απροσδιόριστη. Μες στην προοπτική του ιστορισμού, από τη στιγμή που ο ιστορισμός γκρέμισε την παλιά πίστη (που ο Husserl ονομάζει «Λογικισμό), στην ύπαρξη πέρα και πάνω από το ιστορικό γίγνεσθαι μιας ανεξάρτητης σφαίρας αιώνων αληθειών και υπεριστορικών πνευματικών αξιών, αυτό που γινόταν ολοένα ευκολότερο ήταν το να αποδειχθεί ότι κάθε μορφή πνευματικής ύπαρξης είναι «σχετική», είναι έκφραση μιας ορισμένης και «ξεπερασμένης» ιστορικής στιγμής ή είναι «αντανάκλαση» ή «αποτέλεσμα» μιας ορισμένης και «ξεπερασμένης» φάσης της κοινωνικής εξέλιξης. Και ταυτόχρονα, αυτό που γινόταν ολοένα δυσκολότερο ήταν το να κατοχυρωθούν αυτές οι ίδιες οι προϋποθέσεις του ιστορισμού, να θεμελιωθεί η ανθρώπινη αξία της ιστορικής καλλιέργειας και η ανθρώπινη σημασία αυτής της ιστορίας που αυτός ο ίδιος ο ιστορισμός την παρουσίαζε σαν ένα νεκροταφείο από ξεπερασμένες αλήθειες και ξεπερασμένες αξίες. Ας φέρουμε παράδειγμα τις, κατά τους μαρξιστές, «βαθύτατες» σκέψεις που βρίσκουμε σ’ ένα από τα ελάχιστα κείμενα (την «Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» 1857), όπου ο Μarx προσπαθεί να συμφιλιώσει τα ιστορικιστικά-σχετικοκρατικό του αιτήματα με τον κλασικισμό με τον οποίο είχε ανατραφεί. «Η δυσκολία» γράφει ο Marx, «δε συνίσταται στο να καταλάβουμε ότι η ελληνική τέχνη και επική ποίηση συνδέονται στενά με ορισμένες μορφές της κοινωνικής εξέλιξης. Αυτό που είναι παράδοξο είναι το πως μπορούν ακόμα να μας χαρίζουν μια αισθητική απόλαυση και να θεωρούνται από πολλές απόψεις κανόνες και θέσφατα πρότυπα». Για να εξηγήσει αυτή την υπεριστορική διάρκεια της αισθητικής αξίας της ελληνικής Τέχνης μόλο που έχουν «ξεπεραστεί» οι ίδιες οι προϋποθέσεις της δηλαδή η ελληνική μυθολογία (όπως την καταλαβαίνει ο Marx: «τί είναι ο Ήφαιστος μπρος στους Roberts et Co, τί είναι ο Δίας μπρος στο αλεξικέραυνο, τί είναι η Fama μπρος στα τυπογραφεία των Times;» ρωτάει ο Marx, θέλοντας να δείξει αυτό το «ξεπέρασμα» σ’ όλο του το μεγαλείο) ο Marx αναγκάζεται να καταφύγει στο εξής απίθανο σχήμα: οι αρχαίοι Έλληνες όπως και άλλοι αρχαίοι λαοί παριστάνουν «την παιδική ηλικία της κοινωνικής ιστορίας της ανθρωπότητας» (δηλαδή ένα χαμηλό βαθμό ανάπτυξης της τεχνικής και μια μυθολογική-φανταστική και όχι επιστηονική-πραγματική μορφή κυριαρχίας στη φύση). Όμως, μέσα σ’ αυτό τον κοινωνικοοικονομικό παιδόκηπο, «οι Έλληνες ήταν παιδιά κακοαναθρεμμένα ή με πρώιμη ανάπτυξη»…

Αγαπάμε λοιπόν τους Έλληνες μπεμπέδες ακριβώς όπως «ο ώριμος άντρας ξέροντας ότι δεν μπορεί να ξαναγίνει παιδί, χαίρεται με την αλήθεια της παιδικής αφέλειας… η γοητεία που ασκεί πάνω μας η ελληνική τέχνη δεν έρχεται σε αντίφαση με το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας μες στην οποία αναπτυχθήκαμε. Τουναντίον, το χάρμα της οφείλεται στο ότι ξέρουμε πως ποτέ δεν πρόκειται να ξαναζήσουμε κάτω από τις καθυστερημένες κοινωνικές συνθήκες μες στις οπο0ίες γεννηθήκαμε και που μόνο μέσα σ’ αυτές μπορούσε να γεννηθεί η ελληνική τέχνη.

Αντίστοιχα, ο κοινωνιολογισμός (που το σύστημα του Em. Durkheim είναι η πιο ολοκληρωμένη μορφή του) και ο ψυχολογισμός (από τον περσπεκτιβισμό του Nietzsche μέχρι και την ψυχανάλυση) ξέπεσαν στο χειρότερο και τον πιο πραγματικά «ξεπερασμένο» δογματισμό, παρουσιάζοντας την ίδια τη συνείδηση σα μαριονέτα ορισμένων εξωτερικών δυνάμεων και παραγόντων που άλλωστε δεν μπόρεσαν να συναρμολογήσουν σε μια ενότητα: δεν υπάρχει σήμερα μια Ψυχολογία και μια Κοινωνιολογία αλλά ψυχολογίες και κοινωνιολογίες που τους λείπει κοινός παρονομαστής, που αρνούνται η μία την άλλη και που ο ριζικός σκεπτικισμός, ο σκεπτικισμός απέναντι στον ίδιο τον εαυτό τους, είναι η λογική τους συνέπεια.

Συγκεκριμένα, αυτή η «ανατροπή των αξιών» εκφράστηκε με την εμφάνιση – ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα – τη λαϊκή επιτυχία και την άμεση ή έμμεση χρησιμοποίηση στους πολιτικούς αγώνες, ανθρωπολογικών θεωριών που παρ’ όλες τις επιφανειακές διαφορές και τι ριζικές αντιθέσεις που τις χωρίζουν, καταλήγουν πάντοτε σε μια κοινή άρνηση του πνεύματος από πρωταρχικού, θεμελιακού στοιχείου της ανθρώπινης ύπαρξης, σε μια κοινή άρνηση της αυτονομίας του πνεύματος: της παρουσίας μιας εσωτερικής συνέχειας και μιας εσωτερικής λογικής στην ιστορική του ανάπτυξη και σε μια κοινή παρουσίαση κάθε πνευματικής λειτουργίας σαν «αποτελέσματος» ορισμένων εξωπνευματικών αιτιών.

Τα σπέρματα αυτής της ανατροπής βρίσκονται ήδη στον Hegel και στον Schopenhauer. O Hegel είχε ήδη καθιερώσει (όπως και οι άλλοι Γερμανοί ιδεαλιστές) την ιδέα του συστήματος, την ιδέα δηλαδή ότι όλη η Αλήθεια μπορεί να κλειστεί μέσα σε μια ολοκληρωτική γνώση και είχε παρουσιάσει τον άνθρωπο σαν μαριονέτα της Ιστορίας. Ήδη από το 1819, στο θεμελιώδες έργο του Schopenhauer Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση, βρίσκεται η πρώτη μοντέρνου στυλ άρνηση της πνευματικής φύσης του ανθρώπου: «η θέληση αυτή καθ’ εαυτήν είναι η αληθινή, εσωτερική, αδιάφθορη φύση του ανθρώπου και αυτή καθ’ εαυτήν είναι έξω από τη συνείδηση». Γιατί η συνείδηση προσδιορίζεται από τη διάνοια και η διάνοια είναι μια απλή μη ουσιαστική εκδήλωση της φύσης μας γιατί είναι λειτουργία του εγκεφάλου που μαζί με τα νεύρα και το νωτιαίο μυελό δεν είναι παρά ένα απλό προ0ϊόν, ένα παράσιτο του οργανισμού…» όπως και η φροϋδική έννοια της «απώθησης» και η τόσο μοντέρνα αντίληψη ότι οι ασυνείδητες και ενστικτώδεις πράξεις παράγουν την τελειότητα ενώ η πνευματική δημιουργία είναι πάντοτε ατελής και λιγότερο ή περισσότερο αποτυχημένη. Η ανατροπή των αξιών έγινε πραγματικότητα όταν ο άνθρωπος του 19ου αιώνα ανακάλυψε ότι είναι πιο εύκολο, «θετικό» και «επιστημονικό» να δει την ιστορία του Hegel όχι σαν εμπειρία της συνείδησης, προοδευτική πραγματοποίηση του απολύτου κτλ, αλλά σαν τεχνολογική και οικονομική ιστορία και να αναγνωρίσει τη Βούληση του Schopenhauer όχι μέσα στη «Μεταφυσική της Μουσικής» αλλά μέσα στη θέληση τροφής, τη θέληση δύναμης ή τη θέληση της σεξουαλικής ικανοποίησης.

Έτσι, αν ο Votg έλεγε ότι «ο άνθρωπος είναι αυτό που τρώει» και ο Feuerback (μες στον οποίο ο Fr. Engels είχε το θάρρος να βλέπει «το τέλος της κλασικής φιλοσοφίας»!!) υποστήριζε ότι «η ουσία της τροφής είναι η ουσία της σκέψης» και πίστευε ότι η αποτυχία των εργατικών επαναστάσεων του 1848 οφείλεται στην μαζική πατατοφαγία… ο μαρξισμός, με πολύ σοβαρότερα επιχειρήματα, μεταμόρφωσε όλες τις μορφές πολιτισμού, από την τέχνη μέχρι τη φιλοσοφία και τη θρησκεία, σε «εποικοδομήματα», που μόνη πραγματική τους βάση είναι η παραγωγική τεχνική, οι παραγωγικές σχέσεις και η μυστηριώδη τους διαλεκτική αυτοανάπτυξη. Με μια πανίσχυρη θέληση απελευθέρωσης του πολιτικού ανθρώπου από κάθε απάτη και από κάθε αυταπάτη και συγκεκριμένα από τον εγελειανό μύθο του υπαρξιακού Κράτους και το δημοκρατικό μύθο της υπερταξικής Δημοκρατίας, ο Μarx έδειξε την παρουσία της ταξικής συνείδησης στη ρίζα κάθε πολιτικής στάσης και μας έμαθε ότι «στους ιστορικούς αγώνες πρέπει να ξεχωρίζουμε τη φρασεολογία των κομμάτων από τους πραγματικούς τους σκοπούς, αυτό που φαντάζομαι πως είναι απ’ αυτό που είναι στην πραγματικότητα» (18 Braumaire). Απ’ αυτήν την άποψη, ο Marx όχι μόνο θεμελίωση τη μοντέρνα «Κοινωνιολογία της Γνώσης» (K. Mannheim) και τις προϋποθέσεις, γενικά, κάθε νηφάλιας αντιμετώπισης της Πολιτικής, αλλά παραμένει και ο μόνος οδηγός στον οποίο μπορεί να προσφύγει ο εξουθενωμένος και εξευτελισμένος από την κομματική προπαγάνδα σημερινός άνθρωπος: ο μόνος που μπορεί να δείξει τί κρύβεται κάτω από τη «χριστία νίκη» φρασεολογία των εξ’ επαγγέλματος διαφεντευτών του «Θεού», των «αιωνίων αξιών» και του «δυτικού πολιτισμού». Όπως και είναι ο μόνος που μπορεί να φωτίσει τί μπορεί να είναι στην πραγματικότητα ένα μαρξιστικό κόμμα που στην τεράστια πλειοψηφία του αποτελείται όχι από εργάτες αλλά από γραφειοκράτες, και που έχει δεσποτικά μονοπωλήσει την πιο απόλυτη κρατική εξουσία μέσα σ’ ένα «σοσιαλιστικό», «αταξικό» κράτος που έχει μεταμορφώσει τη στατιστική των μισθών σε στρατιωτικό μυστικό και την απεργία σε έγκλημα…