Μετάφραση και προλογισμός: Γιώργος Κουτσαντώνης
Το «Μανιφέστο για την απελευθέρωση του άνδρα: (γραμμένο από μια γυναίκα)» από τις εκδόσεις Algama, είναι μια ευφυής και σύντομη, μόλις 54 σελίδες, κριτική προσέγγιση του σύγχρονου φεμινισμού. Δυστυχώς στο άνυδρο και σχεδόν μονοθεματικό εκδοτικό τοπίο της Ελλάδας, όπως και άλλα πονήματα αυτού του είδους, πιθανότατα δεν θα βρει θέση στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ακόμη κι αν κανείς διαφωνεί, με ορισμένες από τις θέσεις του, το συγκεκριμένο δοκίμιο προβληματίζει – σε αντιστοιχία με το άρθρο «Τί σημαίνει τελικὰ ὁ ὅρος «γυναικοκτονία;», που αναρτήθηκε πρόσφατα στο ResPublica.Gr. Όπως και να’χει, η Ιταλίδα συγγραφέας του, Λάουρα ντε Λούκα*, υποστηρίζει ότι υπάρχει κάτι αναχρονιστικό στις σημερινές φεμινιστικές αξιώσεις και ότι είναι καιρός να πούμε: «φτάνει, με τις άσκοπες «αρρενωποιήσεις» των γυναικών, φτάνει με τις ιδεολογικές επινοήσεις, όπως η «γυναικοκτονία», φτάνει με τις απερίσκεπτες «ροζ ποσοστώσεις». Για τη συγγραφέα, η (επαναστατική) αλήθεια για την ισότητα των δυο φύλων αποκαλύπτεται από τον Αδάμ σε μια φανταστική συνέντευξη. Σήμερα, όλο και πιο συχνά, παρατηρούμε έναν παραληρηματικό κατακλυσμό κατηγοριών, πολλές φορές εντελώς αβάσιμων, όπου οι άντρες ταυτίζονται με την πατριαρχία – ως έχοντες εγκληματικές και μαφιόζικες ροπές – πρόθυμοι μόνο να υποτάξουν, να κακοποιήσουν και να σκοτώσουν γυναίκες. Λες και το νέο «πανεθνικό άθλημα» των ανδρών είναι πλέον η «γυναικοκτονία», αντί για το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ. Η ρευστότητα κυριαρχεί και ελάχιστοι μιλούν για κατανόηση και συμφιλίωση των δυο φύλων. Κάποιοι θεωρούν πιο σημαντική (ή την κάνουν να μοιάζει έτσι) τη δυνατότητα να αλλάξει κανείς το φύλο του, στο δημαρχείο και στο χειρουργείο, όσες φορές θέλει και όπως θέλει, από το να βελτιώσει τις προοπτικές οικονομικής, οικογενειακής και επαγγελματικής σταθερότητας σε συνεργασία με το άλλο φύλο. Ο Ματέο Φάις, στη συνέντευξη της Λάουρας ντε Λούκα που ακολουθεί, γράφει: «ευτυχώς μερικές γυναίκες αποφεύγουν ηθελημένα αυτό το παιχνίδι σφαγής του άνδρα. Βέβαια είναι περιττό να υπογραμμιστεί ότι αυτές ανήκουν, αξιωματικά, σε ένα χυδαίο πολιτικό χώρο (σύμφωνα με τους κανόνες της ενιαίας σκέψης) ή γράφουν πάντα στις λάθος εφημερίδες – σίγουρα όχι σε εκείνες που βιοπορίζονται δαιμονοποιώντας τον άνδρα».
♣
Λάουρα το κείμενό σου είναι θαρραλέο και φιλοδοξεί να μας διαφυλάξει από την ανοησία ενός συγκεκριμένου σύγχρονου φεμινισμού, αποκαλύπτοντας την ηλιθιότητα που κρύβεται πίσω από το όραμά του για τον άνδρα και τη γυναίκα. Τι να πω, χίλια ευχαριστώ! Πες μου όμως, γιατί ένιωσες την ανάγκη να γράψεις ένα μανιφέστο για την απελευθέρωση του άνδρα και κυρίως από τί θα ήθελες να τον βοηθήσεις να απελευθερωθεί;
Επειδή, εδώ και δεκαετίες, ακούω μια δημαγωγική προπαγάνδα που επιδεινώνει ζητήματα όπως η βία κατά των γυναικών ή οι διακρίσεις λόγω φύλου, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να σταματήσουν να σκέφτονται, να μην κάνουν διαφορετικές ερωτήσεις, να καταλήγουν σε κοινοτοπίες και να βλέπουν τον κόσμο να χωρίζεται μεταξύ καλού και κακού. Και επειδή κάποιοι παρουσιάζουν συνεχώς κάποιους (κάποιες) πάντα και σε κάθε περίπτωση, ως θύματα, μαρκάροντας άλλους, έτσι και αλλιώς, ως διώκτες. Εγώ, από την άλλη, υποψιάζομαι κακοπιστία σε αυτούς τους διδασκάλους της σκέψης που γίνονται πρωταθλητές και εγγυητές των δικαιωμάτων, φροντίζοντας να μην επικαλούνται τις αντίστοιχες υποχρεώσεις. Γι’ αυτό θα ήθελα να βοηθήσω τον άντρα -αλλά και τη γυναίκα- να απελευθερωθεί από αυτά τα κομφορμιστικά δεσμά που έχουν τον αέρα της πολιτικής εκμετάλλευσης. Επίσης έχω βαρεθεί, όλους αυτούς τους σχολιαστές που επικαλούνται και νοσταλγούν φεμινιστικές πεποιθήσεις, πραγματικά εκτός τόπου και χρόνου: ως γυναίκα ντρέπομαι γιατί μας κάνουν να φαινόμαστε όλες ηλίθιες, αδέξιες, χειραγωγήσιμες, σαν τα στρατιωτάκια μιας δικτατορίας που είναι μεταμφιεσμένη σε δημοκρατία. Ο σεβασμός δεν μπορεί να επιβληθεί από τους νόμους, είναι θέμα ευγένειας, παιδείας, αναγνώρισης των ρόλων, ακόμα κι αν αυτή η θέση είναι ιδιαίτερα αντιδημοφιλής. Αλλά το να είμαστε ελεύθεροι δεν σημαίνει ότι μπορούμε να ενεργούμε αυθαίρετα χωρίς να σκεφτόμαστε τις συνέπειες, για όσα μπορεί να προκαλέσει στην υπόλοιπη κοινότητα η αδιάκριτη και απόλυτη άσκηση των ατομικών μας αναγκών. Πρέπει επίσης να ειπωθεί ότι το να είσαι γυναίκα δεν μπορεί να συνεπάγεται απόλυτη ελευθερία λόγω φύλου ή κάποια οφειλόμενη αποζημίωση για κακοποιήσεις που έχουν υποστεί άλλες γυναίκες στο παρελθόν.
Πολύ σωστά τονίζεις ότι δεν υπάρχει κανένα είδος ιδεολογίας στη βάση της βίας. Εν ολίγοις, μια «γυναικοκτονία» δεν έχει καμία θεωρητική βάση που να την δικαιολογεί ως πράξη. Ωστόσο, οι φεμινίστριες μιλούν για πατριαρχική κουλτούρα. Ειλικρινά, ποτέ δεν κατάλαβα σε ποια ανθρωπολογία αναφέρονται, ούτε έχω ακούσει ποτέ κανέναν να δικαιολογεί τη βία ή ακόμα και τη γυναικεία υποταγή. Σε τι πιστεύεις ότι αναφέρονται, σε κάτι που υπάρχει πραγματικά ή σε ένα φάντασμα που καταδιώκεται μόνο μέσα στο μυαλό τους;
Πιστεύω το δεύτερο, αυτό γιατί είναι πιο άνετο να νιώθεις θύμα και επίσης συμφέρει πολύ να κάνεις και άλλους να νιώθουν εξίσου θύματα, να ξεκινάς εκστρατείες και μάχες για την προάσπισή τους και να τους μετατρέπεις σε ευγενείς πρωταθλητές, χαμηλού κόστους, στο όνομα κάποιας υποτίθεται προφανούς κατάστασης. Η «γυναικοκτονία» είναι μια εφεύρεση των μέσων ενημέρωσης για την καλύτερη οικοδόμηση μιας μάχης που σε πολλές περιπτώσεις είναι προσχηματική. Η γενοκτονία των Εβραίων υποστηρίχθηκε από τη ναζιστική ιδεολογία. Αυτή των Αρμενίων δικαιώθηκε ιδεολογικά μέσα από την πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ποια είναι η υποκείμενη ιδεολογία της «γυναικοκτονίας»; Ποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι όλες οι γυναίκες εξοντώνονται βάσει κάποιου ιδεολογικού συστήματος; Αντιθέτως, δίπλα σε άνδρες που σκοτώνουν, σημαδεύουν ή βιάζουν γυναίκες, υπάρχουν γυναίκες που σκοτώνουν, σημαδεύουν, βασανίζουν και βιάζουν τους συντρόφους τους, ακόμη και τα ίδια τα παιδιά τους. Αν μη τι άλλο, ας μιλήσουμε για μεμονωμένες περιπτώσεις που είναι όλο και λιγότερο μεμονωμένες και ας αναζητήσουμε τους λόγους αυτής της γενικευμένης κλιμάκωσης της βίας. Δεν αρνούμαι καθόλου ότι υπάρχει πατριαρχική κουλτούρα εδώ και αιώνες, αλλά ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση κανένας κοινωνιολόγος ή ιστορικός δεν φαίνεται να αναρωτήθηκε γιατί η πλειοψηφία συνεχίζει να βλέπει σε αυτήν μόνο τη σαδιστική επιθυμία του αρσενικού να συντρίψει το θηλυκό, άρα και την αφορμή για απαίτηση πλανητικής λύτρωσης και ανατροπή των ρόλων, διεκδικώντας βίαια αυτό που δεν μπορούσε να διεκδικηθεί ούτε με την εκπαίδευση, δηλαδή την ισότητα. Διότι απόλυτη ισότητα δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει. Όσοι επιμένουν σε τέτοιες μεγαλοστομίες, αυτό το ξέρουν καλά, αλλιώς δεν θα τους απέμενε τίποτα για να παλέψουν.
Υπάρχουν αρκετά σημεία στο κείμενό σου που αποτελούν πραγματικές προκλήσεις – με άλλα λόγια, αν ένας άνδρας είχε τοποθετήσει τέτοιες φράσεις στο χαρτί, θα κινδύνευε να λιντσαριστεί λεκτικά από τα μέσα ενημέρωσης, ίσως ακόμη και σωματικά. Σκέφτομαι για παράδειγμα το: «Ο άντρας έχει το δικαίωμα να γνωρίζει ότι μια γυναίκα έχει πάντα σαγηνευτικές προθέσεις, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αυτό δεν σχετίζεται με κάποια δολιότητα, αλλά με τη βιολογία και τους αυτόματους και ενστικτώδεις σκοπούς της αναπαραγωγής. Συχνά συμβαίνει εν αγνοία τους, εκτός από κάποιες γυναίκες που γνωρίζουν πολύ καλά ότι θέλουν να είναι ελκυστικές, ακόμα και όταν το αρνούνται δημόσια ή όταν πιστεύουν ειλικρινά ότι δεν το σκέφτονται καθόλου μιλώντας για πολιτική ή αστροφυσική». Γιατί, κατά τη γνώμη σου, δεν είμαστε πλέον ελεύθεροι να λέμε αυτό που σκεφτόμαστε και ακόμη περισσότερο φοβόμαστε αν αυτό που πιστεύουμε θα μπορούσε να προσβάλει μια συγκεκριμένη γυναικεία-φεμινιστική ευαισθησία;
Οι ισχυρισμοί μου είναι εσκεμμένα προκλητικοί, όπως ο παραπάνω έτσι και άλλοι. Δεν είμαστε πλέον ελεύθεροι να λέμε αυτό που σκεφτόμαστε, γιατί μερικές φορές δεν είμαστε καν ελεύθεροι να σκεφτούμε, να διακρίνουμε μια αυτοτελή σκέψη από μια εξαρτημένη, ακριβώς επειδή πέφτουμε στην παγίδα αυτής της ενιαίας και μεμονωμένης έκφρασης σκέψης, μιας επίπλαστης δημοκρατικότητας. Για τον ίδιο λόγο που αν αποκαλέσεις αγενή έναν μαύρο, χαρακτηρίζεσαι ρατσιστής ούτως ή άλλως. Αυτό σημαίνει ότι ο ρατσισμός είναι μέσα σε αυτούς που σκανδαλίζονται, σημαίνει ότι ο σεξισμός είναι μέσα σε αυτούς που θέλουν να υπερασπιστούν τις γυναίκες, ότι ο σεξισμός είναι μέσα στις ίδιες τις γυναίκες! Αν όλοι είχαμε πραγματικά επίγνωση των διαφορών και δεν τις φοβόμασταν, αν μπορούσαμε να τις δεχτούμε γαλήνια, για αυτό που είναι, δεν θα χρειαζόμασταν νόμους που να μας υπενθυμίζουν ότι οι διαφορές δεν χρειάζεται να υπάρχουν, όταν η ίδια η φύση είναι που τοποθετεί τα πράγματα συνέχεια εμπρός μας, κάτω από τη μύτη μας. Δεν είναι άραγε πάντα οι ίδιοι διδάσκαλοι της σκέψης που ενθουσιάζονται με την προστασία της βιοποικιλότητας; Και γιατί να μην υπάρχει ανθρώπινη, έμφυλη βιοποικιλότητα; Το ταμπού της διαφοράς, ο τρόμος της διαφοράς είναι μια πολύ ύποπτη ένδειξη. Δεν αισθάνομαι προσβεβλημένη αν ένας άντρας με κοιτάζει «εκτιμώντας» τη διαφορά μου από αυτόν. Από παιδιά κοιτάμε με «απληστία» ό,τι δεν μας μοιάζει. Γιατί να μας εμποδίσει ο θαυμασμός; Ο θαυμασμός προέρχεται από αυτό που είναι διαφορετικό. Γιατί λοιπόν να περιμένουμε να είναι το ίδιο, όλα να αντιμετωπίζονται και να βιώνονται με τον ίδιο τρόπο; Η ενιαία σκέψη προσπαθεί να μας πείσει ότι ο κόσμος είναι επίσης ενιαίος και μεμονωμένος, δηλαδή ομοιόμορφος… Ας μην γίνουμε οι ανόητοι εγγυητές μιας αδύνατης ταυτότητας. Παραμένουμε διαφορετικοί, αλλά πραγματικά διαφορετικοί.
Γράφεις ότι η βαρβαρότητα όπου κάποιοι άντρες σκοτώνουν, προκαλούν σωματική βλάβη ή με άλλο τρόπο κάνουν διακρίσεις κατά των γυναικών δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με νόμους. Παρομοίως, πιστεύω ότι οι πορείες ή οι διαδηλώσεις δεν αρκούν – πράγματι, θα έλεγα ότι είναι μάλλον γελοίες πόζες. Ένας δολοφόνος σίγουρα δεν θα αλλάξει το σκοπό του επειδή ένας συγκεκριμένος αριθμός ανθρώπων έχει βγει στους δρόμους με πλακάτ. Γιατί τότε όλη αυτή η νομοθετική ζύμωση και οι περίπατοι κατά της βίας;
Για να ησυχάσει η συνείδηση. Να γίνει η (απο)μίμηση μιας πολιτικής μάχης και ασφαλώς για να ζητηθεί η ψήφος. Για να περάσει η ώρα. Για να δοθεί ένας τόνος στην καθημερινότητα. Για την εκμετάλλευση της απογοήτευσης κάποιων ανυποψίαστων γυναικών. Για να αφήσουμε πολλές από αυτές τις γυναίκες στην ασυνειδησία, αντί να τις εκπαιδεύσουμε να καλλιεργούν τον σεβασμό στους συντρόφους τους. Γιατί δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα από μια πολύ πιο απαιτητική και επίπονη σκοπιά, αυτή της εκπαίδευσης, δηλαδή του να σεβόμαστε τους άλλους και να αναγνωρίζουμε τις διαφορές, πράγμα που πρέπει να ξεκινάει από το δημοτικό.
Ο άντρας έχει το δικαίωμα να συνεχίσει να κρυφοκοιτάζει πόδια, γλουτούς, στήθη; Να φλερτάρει στο ασανσέρ ή στη δουλειά, ενδεχομένως ερμηνεύοντας με τρόπο λανθασμένο μια συναινετική ματιά ή μια αίσθηση έλξης, χωρίς να χρειαστεί να καταλήξει στο δικαστήριο για παρενόχληση ή βιαιοπραγία; Σε πολλές περιπτώσεις, μια σταθερή άρνηση αρκεί, ώστε οι γυναίκες να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Υπάρχουν αμέτρητοι διαθέσιμοι τρόποι άρνησης, μέχρι και το απελευθερωτικό «άντε μου στο διάολο». Από αυτό το παιχνίδι, μεταξύ των δυο μερών, που γίνεται ειρηνικά αποδεκτό για αυτό που είναι και δεν παρουσιάζεται κάθε φορά ως μια βάρβαρη εκδήλωση καθολικής καταπίεσης των ισχυρών έναντι των αδύναμων, πηγάζει η ισορροπία, αλλά και η ψυχική υγεία μιας κοινωνίας. Πώς είναι δυνατόν να μην το καταλαβαίνει κανείς αυτό; Ιδού μια καλή ερώτηση που μόνο μια γυναίκα μπορεί να μας απαντήσει. Γιατί δεν το καταλαβαίνουν; Μήπως κάποιοι προσποιούνται ότι δεν καταλαβαίνουν;
Πραγματικά έτσι νομίζω. Η θυματοποίηση αποδίδει πάντα. Πολύ περισσότερο αν είσαι θύμα λόγω της γοητείας σου, της έλξης που ασκείς στον άλλον σε σημείο να απελευθερώνεις τα πιο χαμηλά του ένστικτα. Το να προσποιείσαι ότι δεν καταλαβαίνεις, να σκανδαλίζεσαι, είναι ένας οξυδερκής, ίσως ασυνείδητος τρόπος, να συνεχίσεις να επιδεικνύεις αυτή τη γοητεία, αλλά με τρόπο που είναι περισσότερο σύμφωνος με τα παραλλαγμένα έθιμα. Οι γυναίκες συνήθιζαν να είναι πιο ειλικρινείς στο να θέλουν να προκαλούν την αντρική προσοχή, απλώς νιώθοντας ελκυστικές. Σήμερα ο δρόμος είναι αναγκαστικά πολύ πιο περίπλοκος: η χειραφέτηση και η βιολογία συγκρούονται μεταξύ τους. Μετά τη δεκαετία της τρέλας («η μήτρα είναι δική μου και τη διαχειρίζομαι εγώ»), η αποπλάνηση σήμερα μπορεί να φαίνεται αντιφατική, εκτός από το γεγονός ότι έχει γίνει μια επιχείρηση υψηλού ρίσκου, επειδή πολλοί άντρες φοβούνται και εδώ δεν υπερβάλλω καθόλου. Και εγώ αν ήμουν άντρας θα φοβόμουν τις γυναίκες, και υπάρχουν μερικοί που δεν μπαίνουν πλέον ούτε σε ασανσέρ αν υπάρχει μέσα μια γυναίκα, από φόβο μήπως κατηγορηθούν για κάτι. Κατά συνέπεια πολλές από αυτές οι γυναίκες μιλούν για επιθετικότητα, ακόμη κι αν δέχτηκαν μια απλή αβροφροσύνη, και καυχώνται για την πληγή τους λες και είναι παράσημο πολέμου. Μη μπορώντας να απολαύσουν ούτε ένα απλό και γνήσιο κομπλιμέντο, καταλήγουν να το μετατρέπουν σε καταδίωξη, σε μια πράξη γυναικείας προδοσίας. Υποψιάζομαι ότι πρόκειται απλά για έναν άλλο τρόπο να ανακτηθεί η ανδρική και η γυναικεία προσοχή.
Ωστόσο, λες ότι μια μορφή διάκρισης κατά των γυναικών εξακολουθεί να υπάρχει και προέρχεται από την πιο προοδευτική πτέρυγα. Συνίσταται στο να θεωρείται δευτερεύουσα – χάρη στις διάφορες πιθανές τεχνητές γονιμοποιήσεις και τις παρένθετες μήτρες – η παρουσία της γυναίκας, σε ζεύγος. Θα μπορούσες να το εξηγήσεις κάπως καλύτερα αυτό;
Όλοι, άντρες και γυναίκες, κατήγγειλαν το σκάνδαλο της γυναίκας αντικείμενο, του γυναικείου σώματος που εμπορευματοποιείται στους δρόμους, στις εφημερίδες και στα περιοδικά ή στις ταινίες πορνό κ.λπ. Ωστόσο κανείς, ιδιαίτερα από τους πιο προοδευτικούς και «φανατικούς» διδασκάλους της σκέψης, υπό αυτή την έννοια, δεν σκανδαλίζεται από τις επαγγελματίες εγκυμονούσες που νοικιάζουν τις μήτρες τους ή από τις δωρήτριες ωαρίων επί πληρωμή. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει εμπόριο; Το γεγονός ότι αυτές οι κυρίες δεν εμφανίζονται σε διαφημιστικές πινακίδες ή σε κινηματογραφικές οθόνες, αλλά αντίθετα ενεργούν ανώνυμα, μήπως τάχα τις καθιστά λιγότερο «εμπορευματοποιημένες»; Ή μήπως πρέπει να σκεφτούμε ότι σε αυτή την περίπτωση η αγοραπωλησία του γυναικείου σώματος γίνεται σιωπηρά αποδεκτή επειδή υποστηρίζει τα αμφισβητήσιμα σχέδια της αντικατάστασης του Θεού (ή της Φύσης) ώστε να κάνουμε παιδιά όπως θέλουμε; Νομίζω ότι αυτό μας βοηθά στην αδιάκριτη άσκηση των δικαιωμάτων μας (ή μάλλον των διεκδικήσεών μας) παρά στο σεβασμό των αντίστοιχων υποχρεώσεων. Πρέπει να στοχαστούμε διότι: σε αυτή την παντομίμα μεταξύ των φύλων, παίζεται ένα πολύ λεπτό και επικίνδυνο παιχνίδι, μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού πεδίου, διαβρώνοντας όλο και περισσότερο το δεύτερο προς όφελος του πρώτου. Και δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό.
*Η Λάουρα ντε Λούκα είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας, παραγωγός ραδιοφώνου, σκηνοθέτης και αρχισυντάκτρια του Ραδιοφώνου του Βατικανού στον τομέα του πολιτισμού. Έχει επιμεληθεί ανθολογίες ραδιοφωνικών κειμένων και ποιητικές συλλογές, έχει γράψει θεατρικές παραστάσεις και έχει δημοσιεύσει δοκίμια, τα πιο πρόσφατα από αυτά: “La radio disegnata – Ipotesi per una filosofia dell’ascolto” (Mimesis, 2017), “Domande impossibili. Una al giorno per cristiani pensanti” (Libreria Editrice Vaticana, 2018) και “Piedi. Pensieri per un feticista” (Fefè, 2018).