Ο πολιούχος της Θεσσαλονικης άγιος Δημήτριος με στρατιωτική περιβολή όπως τον είδε κερκυραίος αγιογράφος του 16ου αιώνα. Λεπτομέρια στην δεξιά μεριά του πίνακα η τειχισμένη Θεσσαλονίκη. Βυζαντινό Μουσείο Αντιβουνιώτισσας Κέρκυρα.
Συνέχεια από το Η αποφατική επικαιρότητα και o εθνισμός πριν το κράτος (μέρος α’)

Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία για τον βυζαντινό ιδεότυπο των κατοίκων της Θεσσαλονίκης του 14ου αιώνα και δεν μπορεί και ούτε πρέπει να γίνεται λόγος για μωσαϊκό πολιτισμών, σύμφωνα με τις σύγχρονες προτιμήσεις, εντούτοις η σύνθεση των κατοίκων της Θεσσαλονίκης δεν ήταν ποτέ ομοιογενής και οι αναφορές στα βυζαντινά συγγράμματα για παρουσία εθνοτήτων, (αρμένιων, αλαμάνων, ιταλών κλπ) είναι συχνή, και μάλιστα κατά το πλείστον η κοσμοσυρροή και η ποικιλομορφία της πόλης αποτιμάται θετικά. Η δημογραφική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης ήταν σαφώς αποτέλεσμα της οικονομικής της ανάπτυξης αλλά και συνέπεια της ανασφάλειας που προκαλούσαν στους βυζαντινούς οι εντεινόμενες πολεμικές επιχειρήσεις μέσα στην επικράτεια της Χερσονήσου του Αίμου και του Αιγαίου. Ιδίως κατά την περίοδο της αραβικής εξάπλωσης στην ανατολική Μεσόγειο, και τις κατακτήσεις των μεγάλων βυζαντινών πόλεων (Αντιόχεια 638, Αλεξάνδρεια 641, και Κρήτη 826-961) η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε το μοναδικό ασφαλές καταφύγιο για τους πληθυσμούς αυτούς που εγκατέλειπαν τον τόπο τους.

Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές για έποικους ή επήλυδες που κάνει ο Νικηφόρος Χούμνος, οι οποίοι, σύμφωνα με τον ίδιο, προσέτρεχαν στην Θεσσαλονίκη ως «δεύτερη πατρίδα»54 ενώ και κατά τα γραφόμενα του Ιωάννη Καμινιάτη, αυτόχθονες και επήλυδες μοιράζονταν τις ίδιες τελετές και προσέφευγαν μαζί στον ναό του αγίου Δημητρίου για να δεηθούν υπέρ της ελευθερίας της πόλης55. Η Θεσσαλονίκη, πάντοτε σε σχέση με τον ανατολίτικο και κοσμοπολίτικο αέρα της Κωνσταντινούπολης, θεωρούνταν περισσότερο δυτική πόλη, μια «Εσπερία», ενώ η επίγνωση της ιστορικότητάς της, «πολιτικοποιούσε» τη συλλογική της μνήμη και την έφερνε πλησιέστερα στον αυτοπολιτειακό χαρακτήρα της κλασσικής περιόδου56. Έτσι ενώ η Κωνσταντινούπολη θεωρούνταν η δεύτερη Ρώμη, η Θεσσαλονίκη διατηρούσε ζωντανή την συνείδηση τής ιστορικής της προέλευσης, και συνέδεε το παρόν της με τους μακεδόνες ιδρυτές της και το ελληνιστικό της παρελθόν. Δεν αποτελεί αντίφαση λοιπόν που ο βυζαντινός ανθρωποκεντρισμός βρήκε προσφορότερο έδαφος στην Θεσσαλονίκη από ότι στην Κωνσταντινούπολη, η οποία κατά τους δύο τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου στην θωράκισή της απέναντι στην προδιαγραφόμενη εποίκιση της από νέους ηγεμόνες μετατράπηκε σε κέντρο των μυστικιστών και των ανθενωτικών57.

Ο Δημήτριος Κυδώνης στα εγκώμιά του παίνευε την Θεσσαλονίκη για την πνευματική της άνθηση και την αποκαλούσε «Ελικώνα»58 και «εστία των μουσών, της ωδής, της μουσικής, της ποίησης, της όρχησης, του δράματος και των καλών τεχνών», ενώ ο Θεόδωρος Μετοχίτης αναφερόμενος στο πλήθος των σχολών όπου διδάσκονταν θεολογικές και θύραθεν σπουδές, κάνει λόγο για τα «θεία φιλοσοφούντων συνοικίας και φροντιστήρια»59. Εδώ αξίζει να αφέρουμε μερικούς θεσσαλονικείς που αποτέλεσαν σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, ή που ανέπτυξαν πνευματική δραστηριότητα στη Θεσσαλονίκη, ο Νικηφόρος Χούμνος, ο Θωμάς Μάγιστρος, οι αδελφοί Πρόχορος και Δημήτριος Κυδώνης, ο Νικόλαος Καβάσιλας και ο θείος του αρχιεπίσκοπος Νείλος, οι Πατριάρχες Ισίδωρος Βουχεράς και Φιλόθεος Κόκκινος και οι νομικοί Ματθαίος Βλάσταρης και Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος. Ενδεικτική είναι και η χρήση με την οποία εφάρμοσαν τον όρο έλλην οι πνευματικοί άνθρωποι της Θεσσαλονίκης60. Ο Δημήτριος Κυδώνης, όπως και οι περισσότεροι ομότιμοι του, διέκρινε τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιώντας για να τους περιγράψει τον όρο βυζαντινοί, ενώ για την υπόλοιπη γεωγραφική επικράτεια της αυτοκρατορίας χρησιμοποιούσε τον όρο «Ελλάς».

Ο Θωμάς Μάγιστρος στον λόγο του Τοις Θεσσαλονικεύσι, Περί ομονοίας αναφερόταν στους Έλληνες όταν μιλούσε για τους προγόνους των Θεσσαλονικέων61. Ο Νικόλαος Καβάσιλας στον πανηγυρικό λόγο του για τον πολιούχο της πόλεως Άγιο Δημήτριο (Προσφώνημα εις τον ενδοξον του Χρίστου Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον τον Μυροβλύτην), αναφερόμενος στους λόγιους της γενέτειράς του Θεσσαλονίκης, μιλούσε με επαινετικά λόγια αποκαλώντας τους «ρήτορες» και «παίδες ελλήνων», «αγαθούς» και «εταίρους» του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη62. Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος ως μέλος της αυτοκρατορικής δυναστείας ήταν ασφαλώς προσεκτικότερος όταν απευθύνονταν προς τους θεσσαλονικείς. Μολονότι στον λόγο του Συμβουλευτικός προς Θεσσαλονικείς αρχικά τους προσφωνεί ρωμαίους στην συνέχεια για να τονώσει το πατριωτικό φρόνημα τούς υπενθυμίζει ότι είναι «διάδοχοι του γένους τους» λέγοντάς τους ότι κατοικούν την γη του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου63. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε και την παρατήρηση της Αγγελικής Κωνσταντακοπούλου, καθώς η οποία επισημαίνει ότι αυτή η σύνδεση των θεσσαλονικέων με τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο γίνονταν ιδιαίτερα επίκαιρη στην εποχή της κάτω από την ολοένα αυξανόμενη απειλή των τούρκων (τους οποίους άλλωστε οι βυζαντινοί αποκαλούσαν συχνά «πέρσες»), και διαφέρει ριζικά από εκείνη την αναφορά κατά την οποία γινόταν λόγος σε προγενέστερες πηγές, όπως π.χ. την αναφορά της Άννας Κομνηνής στην Αλεξιάς, ή άλλων βυζαντινών συγγραφέων οι οποίοι δεν είναι καθόλου κολακευτικοί για τους μακεδόνες βασιλείς64.

Παρόλα αυτά η Θεσσαλονίκη δεν έχασε ποτέ τον ρωμαιο-χριστιανικό της χαρακτήρα, και συνιστούσε γνώρισμα της αντίθεσης των στοιχείων του βυζαντινού ιδεόκοσμου, φέροντας επάνω της τη σφραγίδα των δύο πολιτισμών που τον διέπλασαν: του ελληνικού και του ρωμαϊκού. Στον πολιτισμικό της πυρήνα, η Θεσσαλονίκη διατηρούσε την εσωτερικής της ιδιορρυθμία και ήταν πάντοτε μια ελληνική πόλη. Στην εξωτερική της όμως μορφή ήταν μια ρωμαϊκή πόλη που υπηρετούσε την κοσμοκρατορική ιδέα του imperium romanum65. Οι Θεσσαλονικείς, ανακαλύπτοντας στους εαυτούς τους την συλλογική ταυτότητα που τους έδινε η πολιτική συγκρότηση της ελληνικής πόλεως, προέβαλαν ως πολιτισμική τους παράδοση τον ελληνικό ιδεότυπο. Ήταν όμως πιστοί στην αυτοκρατορική ιδέα της οικουμενικότητας, και ήταν εκείνη που συγκροτούσε την ταυτότητά τους παραμένοντας σταθερά ρωμαϊκή. Σε αυτό το ιδεολογικό σύμπλεγμα συνέβαλε το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη διατηρούσε σχεδόν ανέπαφα τα δημοτικά προνόμια που της είχαν παραχωρηθεί το 27π.Χ. από τον Οκτάβιο Αύγουστο. Στην συνείδηση των κατοίκων της εξακολουθούσε να είναι πάντα μια Civitas liberae, μια ελεύθερη αυτοδιοικούμενη πόλη, με δικαστική αυτονομία και δικούς της νόμους, όπου η εκλογή των δικαστών (κριτών) της πόλεως, γίνονταν από τον δήμο και τις τοπικές αρχές, και που κατά κύριο λόγο, όπως είναι φυσικό, οι δικαστές της επιλέγονταν ανάμεσα από τους πολίτες της68.

Ο αυτοκρατορικός έλεγχος άφηνε στην Θεσσαλονίκη ένα ευρύ πεδίο άσκησης αρμοδιοτήτων, με τις εσωτερικές της λειτουργίες να διοικούνταν από το δικό της κοινοτικό σύστημα και θεσμούς. Πέρα από την καταβολή των αυτοκρατορικών φόρων, η αυτοδιοικούμενη πόλη ασκούσε την δική της αναδιανεμητική πολιτική και -εκτός των αυτοκρατορικών ατελειών- είχε τον έλεγχο της διεξαγωγής του εμπορίου, ρύθμιζε την λειτουργία της αγοράς και διαμόρφωνε τις τιμές των διαμετακομιζώμενων εμπορευμάτων. Η αστυνόμευση, η φρουρά και η φροντίδα για την άμυνα της πόλης ήταν ζητήματα που βρίσκονταν στην αρμοδιότητα του κοινού της πόλεως. Ο Νικηφόρος Χούμνος69 στην επιστολή του Θεσσαλονικεύσι Συμβουλευτικός, περί δικαιοσύνης αναφερόμενος στους νόμους της Θεσσαλονίκης επαινούσε τους τοπικούς της άρχοντες, τους Αβραμιαίους άνδρας70, για την φιλοξενία που έδειχναν στους μη αυτόχθονες επήλυδες (απάτριδες) παρέχοντας τους τα ίδια δικαιώματα με εκείνα που απολάμβαναν οι πολίτες της71.

Τα παραπάνω βέβαια διακυμαίνονταν πάντα εντός των ορίων που έθετε η αυτοκρατορική πολιτική και σε μεγάλο βαθμό εξαρτιώταν από τις προσωπικές επιλογές των αυτοκρατόρων και τον συγκεντρωτικό ή πλουραλιστικό τους χαρακτήρα. Πρακτικά αυτό σήμαινε πως τα βασικά αξιώματα της πόλης, διοικητικά και δικαστικά, τα νέμονταν αποκλειστικά τα μέλη των ευγενών και του κλήρου που διατηρούσαν οικίες σχέσεις με την Βασιλεύουσα ή και ακόμα που προέρχονταν από την ίδια την αυτοκρατορική δυναστεία. Στην Θεσσαλονίκη την εξουσία της Κωνσταντινούπολης εκπροσωπούσε ο διοικητής της πόλης, (αρχικά ως έπαρχος του Ιλλυρικού) και ο αρχιεπίσκοπος, που εκτός από την εξουσία του στα εκκλησιαστικά ζητήματα είχε και δικαστικές αρμοδιότητες ως κριτής. Καθώς όμως εισέρχεται η ύστερη περίοδος του Βυζαντίου, γίνεται στα κείμενα της εποχής ολοένα και συχνότερη η αναφορά σε δύο επιπλέον πολιτικά σώματα. Το συμβούλιο της πόλης, «γερουσία», «σύγκλητος», «βουλή», ή «δωδεκάς», το οποίο αποτελούνταν από ευγενείς της Θεσσαλονίκης με αιρετό αξίωμα, και ο δήμος, ή Πολιτεία ή το κοινόν της πόλεως. Το συμβούλιο ή η σύγκλητος είχε δικαστικές αρμοδιότητες και λειτουργούσε ως ενδιάμεσος φορέας ανάμεσα στους κατοίκους και τον διοικητή της πόλης, συνδιοικώντας μαζί του το κοινόν της πόλεως. Η σύγκλητος επιμελούνταν για όλες τις εσωτερικές υποθέσεις, την εκτέλεση των δημόσιων έργων, την υδροδότηση, την φρουρά και την τροφοδότηση και, όπως μαθαίνουμε από τον Χούμνο, απέδιδε το δικαίωμα του πολίτη στους επήλυδες. Όλο και πιο έντονα από τον 14ο αιώνα, ο δήμος έκανε αισθητή την εμφάνιση του στα κοινά της πόλης, και είχε τους δικούς του πολιτικούς άρχοντες που συνεδρίαζαν, σε περιπτώσεις ακόμα και μαζί με τη σύγκλητο ή αποστέλλονταν μαζί της σε πρεσβείες της πόλης72.

Η αναβίωση του ανθρωποκεντρικού πνεύματος, δεν αποτελούσε λοιπόν μια κάποια «νεκρανάσταση» από τον προγονικό ελληνικό κόσμο. Ήταν συνειδητή επιλογή των ρωμιών υπηκόων του βυζαντινού συστήματος για να απαντήσουν στις προκλήσεις που τους έθετε η εποχή τους. Η αντίθεση της μικρής κλίμακας αγροοικονομίας, των τοπικών οίκων ευγενών, των προνοιάριων και των ελεύθερων γεωργών, απέναντι στην ανάπτυξη των μεγαλογαιοκτημόνων, των αυτοκρατορικών τιτλούχων και των μοναστηριακών κτημάτων, αντιστοιχούσε στην αντίθεση των αυτοπολιτειών και των ανεξάρτητων ηγεμονιών απέναντι στο συγκεντρωτικό αυτοκρατορικό σύστημα που ευνοούσε την συσσώρευση της μεγάλης γαιοκτησίας.

Ο διακαής πόθος των αγροτικών και των δημωδών στρωμάτων για χειραφέτηση από τη φορολογική τους προσκόλληση στην Κωνσταντινούπολη και τον διοικητικό της έλεγχο, ευνόησε τις αστεακές στάσεις και την δημιουργία ανεξάρτητων ηγεμονιών, (Ζηλωτές) αλλά και εξέφρασε μέσα στο βυζαντινό ιδεοσύστημα διαφορετικές καθημερινές πρακτικές, συμπεριφορές και στάσεις ως προς τα κοινά, όπως λόγου χάρη την στάση της πολιτικής αρετής σύμφωνα με το ελληνορωμαικό ιδεώδες σε αντιδιαστολή με εκείνη που πρόκρινε τον θεωρητικόν βίον. Στο πεδίο της ιδεολογίας, αυτή η αντίθεση σηματοδοτήθηκε ανάμεσα στον ανθρωποκεντρικό ελληνοχριστιανισμό και την νέα θεολογία του ησυχασμού. Αντίθεση η οποία, όπως επισημαίνει η Κωνσταντακοπούλου Αγγελική, πήρε την μνημειώδη της μορφή στην έριδα μεταξύ των ησυχαστών και των «λόγιων που εργάζονταν για την αναβίωσιν της αρχαίας επιστημονικής παράδοσης, με άνιση είναι αλήθεια απήχηση στην βυζαντινή κοινωνία». Ανάμεσα στις δύο αυτές δεξαμενές σκέψης μπορεί κανείς να διακρίνει τις δύο αντιμαχόμενες εναλλακτικές μπορστά στην προδιαγραφόμενη καθίζηση του βυζαντινού κοσμοκρατισμού που συγκρούστηκαν κατά τον 14ο αιώνα.

 

54 «Γιατί σε όλους κάνατε φανερό ότι δεν υπάρχει κανένας χωρίς πόλη (ουδείς άπολις) όσο υπάρχει η των Θεσσαλονικέων η πόλις». Μετάφραση Νεράτζη – Βαρσάμη Βασιλική, Θεσσαλονίκη Εγκώμια της πόλης, 2005, εκδ Βάνιας.
55 Βλ. την εκτενή περιγραφή του στις ικεσίες που αναπέμπουν θεσσαλονικείς και ξένοι προς τον άγιο Δημήτριο «Κατειληφότες γαρ τον προλεχθέντα πανευπρεπέστατον οίκον του πανενδόξου μαρτύρος Δημητρίου, όσοι τε την πόλιν οικούμεν και όσοι εξ αλλοδαπής ήσαν επηλύδες». Καμενιάτης Ιωάννης, Εις την άλωση της Θεσσαλονίκης (904 μ.Χ.), 1987, εκδοτικός οίκος αφοί Κυριακίδη.
56 Κωνσταντακοπούλου Αγγελική, Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, Χώρος και Ιδεολογία, 1996, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, σελ 173.
57 Σύμφωνα με την Κωνσταντακοπούλου Αγγελική η πνευματική δραστηριότητα της Θεσσαλονίκης και η επαφή της με την κλασσική παιδεία κάνει την εμφάνιση της μόνο κατά το όψιμο Βυζάντιο. Σύμφωνα με την ίδια «ο βαθμός επίδρασης του θρησκευτικού περιβάλλοντος της Θεσσαλονίκης» δεν επέτρεψε στο ανθρωπιστικό πνεύμα να αναπτυχθεί, γεγονός που «φαίνεται να αλλάζει στην αυστηρά παραδοσιακή πενυματική πορεία της πόλης» από το β΄μισό του 12ου αι. και μετά. «Η Θεσσαλονίκη ήταν απούσα από την κίνηση που ονομάστηκε “πρώτος βυζαντινός ουμανισμός”», στο ίδιο σελ. 66-69.
58 «Αλλά τον άπαντα δή χρόνον Ελικών ήν η πόλις». Δημητρίου Κυδώνη «Μονωδία επί τοις εν Θεσσαλονίκη πεσούσι», παρ. δ’. Κατά την μυθολογία στον Ελικώνα είχαν την κατοικία τους οι εννέα Μούσες οι οποίες ονομάζονταν και Ελικωνιάδες.
59 Λαούρδας Βασίλειος, Βυζαντινά και μεταβυζαντινά εγκώμια εις τον Άγιον Δημήτριον, Θεοδώρου Μετοχίτου, Ες τόν άγιον μεγαλομάρτυρα καί μυροβλύτην Δημητριόν. Μακεδονικά, Τομ. 4, 1960,σελ. 58 .Αναφορά στην πνευματική σημασία της Θεσσαλονίκης μαρτυρά και ο Ιωάννης Καμενιάτης στο χρονικό του για την άλωση της το 904 μ.Χ. από τους άραβες. «Εδώ (δηλ. στη Θεσσαλονίκη) φρόντιζαν για την μόρφωση σαν για τα μάτια τους και για την καλή διοίκηση σαν για την ίδια τους την ζωή. Κι έβλεπες τη νεολαία να μην καταγίνεται με τίποτε άλλο παρά με την μόρφωση, απ’ όπου οι επιστήμες και οι τέχνες παίρνουν τη δύναμη τους. Όσο πάλι, για τα μαθήματα να ψέλνουν αρμονικά και να τραγουδούν ευχάριστους σκοπούς». Αξίζει να σημειωθεί η «ιδιαιτερότητα» του συγγράματος του Καμινιάτη σε σχέση με άλλα συγκαιρινά συγγράμματα του 10ου αιώνα. Σύμφωνα με τις επισημάνσεις σύγχρονων ιστορικών η συγγραφή του συγκεκριμένου χωρίου, όπως και άλλων της άλωσις του Καμηνιάτη, αποδίδεται σε μεταγενέστερη εποχή. Πολύ πιθανό η πνευματική άνθηση στην οποία αναφέρεται εδώ ο Καμενιάτης να περιγράφει την Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα. Σχετικά για το θέμα αυτό βλέπε τις επισημάνσεις που κάνει η Κωνσταντακοπούλου Αγγελική, και την σχετική βιβλιογραφία, στο Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, Χώρος και Ιδεολογία, 1996, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, σελ. 84-94.
60 Κατά τον Steven Runciman: «Η νέα χρήση του όρου “Έλλην” φαίνεται πως εγκαινιάστηκε στη Θεσσαλονίκη», (σελ. 38). Το ίδιο και ο καθηγητής Αγγελόπουλος Αθανάσιος: «Η Θεσσαλονίκη αποκαλείται υπό τούτων Αθήναι (Νικηφόρος Γρηγοράς) ή αδιακόπως παραλληλίζεται προς τας αρχαίας Αθήνας (Νικόλαος Καβάσιλας) και χαρακτηρίζεται ως “το κοινόν τούτο πάσης Ελλάδας”, οι θεσσαλονικείς ονομάζονται “υιοί Ελλήνων”, “Έλληνες”, “Μακεδόνες”, εν αντιδιαστολή προς τους εν τη πρωτευούση, οι οποίοι αποκαλούνται βυζαντινοί (Δημήτριος Κυδώνης). Ούτοι όμως χρησιμοποιούν και γενικώτερους παραλληλισμούς, κατά τους οποίους οι όροι “Ελλάς”, “Έλληνες” ταυτίζονται προς τους εν τη πρωτεούση αντίστοιχους “Βυζάντιον”, “Βυζαντινοί”», Αγγελόπουλος Αθανάσιος, Νικόλαος Καβάσιλας Χαμαετός, 1970, Ανάλεκτα Βλατάδων, σελ. 16.
61 «Την πάτριον και έννομον ημίν πολιτείαν και χρόνοις μεν πολλοίς εγγεγυμνασμένην, θαυμαζομένην δε υπό πάντων, ολίγοις δε ζηλουμένην, παράδειγμα δε βίου σώσφρονος ούσαν…των προγόνων» (22/1-5), και η Θεσσαλονίκη «πάλαι πόλις ούσα χαρίτων…και των προγόνων αξίως», Βασίλειος Λαούρδας, Θωμά Μαγίστρου τοις Θεσσαλονικεύσι περι ομονοίας, Ανάτυπο ΑΠΘ, 1969, σελ. 769.
62 «Ρήτορας  δέ  αγαθούς,  η  τους  Πλάτωνος   και  Αριστοτέλους εταίρους,  τίς  ούτω πασώεκάστοτε τίκτει,  ωσπερ άναγκαίαν τινά φοράν τω βίω ταυτηνί  συντελουσα, παντοδαπών μέν λόγων τεχνίτας, βιβλία δέ  τίκτοντας μουσώνμεν καί χαρίτων ως ειπείν πρυτανεία,παισί δέ ‘Ελλήνων ραστώνην;»,  Νικόλαος  Καβάσιλας,  Προσφώνημα εις τον ενδοξον του Χρίστου Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον τον Μυροβλύτην, Θ.    Ιωάννου,   Μνημεία   Αγιολογικά.
63 «Μνημονευτέον υμίν εστίν ότι Ρωμαίοι έσμεν, ότι η Φιλίππου και Αλεξάνδρου υμίν υπάρχει πατρίς και ως τούτοιν τοιν γενοίν τοις διαδόχοις ώσπερ τοις κλήρος έλαχε κατίων επί μακρού διαρκής», Συμβουλευτικός προς Θεσσαλονικείς λόγος, στ. 21-22, βλ και Βασίλης Λαούρδας,  Μακεδονικά 03oς τ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1956, Εταιρία μακεδονικών σπουδών, σελ.297.
64 «Ει γαρ ο Φιλίππου, βάρβαρος ων και βάρβαρων άρχων…», του Θοδώρου Νικαίας, Εις τον αυτοκράτορα, βλ. Κωνσταντακοπούλου Αγγελική, Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, Χώρος και Ιδεολογία, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 1996, σελ. 164.
65 Πανταζόπουλος Νικόλαος, Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος νομοφύλαξ και κριτής Θεσσαλονίκης, επί τη εξακοσιετηρίδι της Εξαβίβλου, σελ. 284,1952, Ανάτυπο, ΑΠΘ, 1983.
68 Πιτσάκης Γ. Κωνσταντίνος, Ανέκδοτη πραγματεία περί (Κωνσταντίνου;) Αρμενόπουλου, σελ. 144, Ψηφιακή εκδ. Ακαδημία Αθηνών.
69 Ο  Νικηφόρος Χούμνος (1250/5-1327) ήταν αριστοκράτης αξιωματούχος και διακεκριμένος λόγιος του ύστερου Βυζαντίου με πλούσιο πολιτικό και συγγραφικό έργο. Διετέλεσε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ μεσάζων, κοιαίστωρ, μυστικός, επί του κανικλείου, αυτοκρατορικός γραμματέας, και για ένα χρονικό διάστημα διοικητής της Θεσσαλονίκης. Μετά την θητεία του ως διοικητής και όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, συνέγραψε τον λόγο Θεσσαλονικεύσι συμβουλευτικός περί δικαιοσύνης.
70 Αβραμιαίος: Ο δεύτερος πατριάρχης Αβραάμ, εδώ εννοεί τους πρεσβύτερους του οίκου της Θεσσαλονίκης και κυβερνήτες της πόλης.
71 Προκειμένου να αποφύγουμε αναγωγές με σύγχρονα αιτήματα και καταστάσεις είναι χρήσιμο να παραθέσουμε ολόκληρο το απόσπασμα: «Ο νόμος λοιπόν υποδέχεται αυτούς (ο πιο άριστος από όλους σας τους νόμους) προσφέροντας τους ως πατρίδα τους την πόλη. Περά από ένα καθορισμένο μικρό διάστημα-και αυτό για να διατηρείται η ευταξία- ξένον πια από αυτούς κανένας σας δεν το θεωρεί, και των εκ της πόλεως στα αγαθά ως ίσιοι μεταξύ σας μπορούν να συμμετέχουν, και σε τίποτα αυτοί δεν κερδίζουν λιγότερο ή δεν συμμετέχουν, από ότι οι αυτόχθονες. Έτσι από την ατυχία που έπαθαν οι ίδιοι, μπορεί κανείς να πει, μερικοί καταλήγουν να γίνονται ευδαίμονες, γιατί η δεύτερη τους κατάσταση είναι πολύ καλύτερη. Αυτό λοιπόν που όλη η γη είναι για όλους τους ανθρώπους μητέρα, δηλαδή κοινή τροφός, αυτό γίνεται και η πόλη σας για όλους όσοι τη χρειάζονται και τους μεταχειρίζεται σαν γνήσια παιδιά της και δεν θεωρεί κανένα νόθο και όποιον το επιζητεί, τον κατατάσσει ανάμεσα στους γιούς της. Άρα, εάν κάποιος (ερχόμενος) ακόμη και από μακριά διεκδικεί την πόλη σας ως πατρίδα, θα επικρατήσει στους δικαστές η άποψη σας ότι αυτός ανήκει στην πόλη. Γιατί δεν υπάρχει σε σας η διάκριση που υπάρχει στους άλλους ο ένας πολίτης, ο άλλος ξένος, αφού όλοι σε όλα τα σημεία της οικουμένης συμβαίνει να είναι πολίτες της δικής σας πόλης και δεν υπάρχει κανένας, ακόμη και αυτός που είναι διωγμένος από παντού για την δυστυχία του, που να μην μπορεί να προσβλέπει στη δική σας πόλη ως πατρίδα. Γιατί σε όλους κάνατε φανερό ότι δεν υπάρχει κανένας χωρίς πόλη (ουδείς άπολις) όσο υπάρχει η των Θεσσαλονικέων η πόλις». Νικηφόρος Χούμνος Θεσσαλονικεύσι Συμβουλευτικός, περί δικαιοσύνης Anecdota Graeca E Codicibus Regiis σελ. 137, αναφέρεται και στο Νεράτζη – Βαρσάμη Βασιλική στο βιβλίο της, Θεσσαλονίκη Εγκώμια της πόλης, 2005, εκδόσεις Βάνιας.
72 «Διαβάζοντας προσεκτικά το κείμενο της Ιστορίας του Καντακουζηνού διαπιστώνουμε ότι ο δήμος μνημονεύεται ρητώς και συστηματικά μόνον στο δεύτερο μέρος όπου εξιστορείται ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος». Κιουσοπούλου Τόνια, Οι «αόρατες» βυζαντινές πόλεις στον ελλαδικό χώρο (13ος-15ος αιώνας), 2013, εκδ. Πόλις, σελ. 116.